800.000 νέοι που έφτασαν στις ΗΠΑ κυρίως από χώρες της Κεντρικής Αμερικής σε μικρή ηλικία και έχουν άδειες παραμονής που πήραν μέσω του προγράμματος DACA («Deferred Action for Childhood Arrivals» – «Εξειδικευμένη Δράση για Αφίξεις Παιδιών») κινδυνεύουν να απελαθούν. Αυτοί οι νέοι, που ονομάζονται Dreamers («Ονειροπόλοι») έφτασαν στις ΗΠΑ σε πολύ μικρή ηλικία και πριν την εφαρμογή του προγράμματος DACA από την κυβέρνηση Ομπάμα δεν είχαν χαρτιά, παρά το γεγονός ότι οι γονείς τους, ή και τα μεγαλύτερα αδέρφια τους μπορεί να είχαν νόμιμες άδειες παραμονής.
Μέσω του προγράμματος DACA, που ξεκίνησε το 2012 από την κυβέρνηση Ομπάμα, αυτοί οι άνθρωποι παίρνουν πλέον διετείς άδειες παραμονής οι οποίες μπορούν να ανανεωθούν, εξαιρούνται από απελάσεις και μπορούν να βγάλουν άδειες εργασίας στις ΗΠΑ, αλλά και να ταξιδέψουν στο εξωτερικό (κατόπιν σχετικής αδείας).
Μέχρι το 2017, 800.000 άνθρωποι είχαν εγγραφεί στο πρόγραμμα. Για να είναι κανείς δικαιούχος αυτού του προγράμματος, πρέπει να είναι κάτω των 31, να μένει αδιάλειπτα στις ΗΠΑ από το 2007, να έχει λευκό ποινικό μητρώο, να πηγαίνει σε κάποιο σχολείο, ή να έχει απολυτήριο δημοτικού, ή να υπηρετεί στις ένοπλες δυνάμεις.
Η κατάργηση της DACA, η ανέγερση του διαβόητου τείχους στα σύνορα με το Μεξικό για να εμποδιστεί η είσοδος μεταναστών στις ΗΠΑ, η απαγόρευση εισόδου σε μετανάστες και πρόσφυγες από περιοχές της Μέσης Ανατολής, αποτελούν μερικές από τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Τράμπ, οι οποίες τον έκαναν δημοφιλή ανάμεσα στα πιο συντηρητικά στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Αλλά δεν είναι μόνο ο Τράμπ υπεύθυνος για την κατάργηση του εν λόγω προγράμματος. Μια σειρά από συντηρητικούς κυβερνήτες πολιτειών, με πρώτο και καλύτερο τον ακροδεξιό κυβερνήτη του Τέξας, Γκρεγκ Άμποτ, απειλούσαν ότι θα ζητούσαν την κατάργηση της DACA από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο (πατώντας σε τεχνικά νομικά ζητήματα, όπως το γεγονός ότι το πρόγραμμα δεν είχε εγκριθεί από το Κογκρέσο, αλλά βασίζεται σε Προεδρικό Διάταγμα) να ακυρώσει την DACA, εάν η κυβέρνηση Τραμπ δεν το έκανε μέχρι τις 5 Σεπτεμβρίου.
Μαζικές αντιδράσεις
Για μια ακόμη φορά, το αμερικάνικο κίνημα έδειξε πόσο γρήγορα είναι τα αντανακλαστικά του. Δεν πρόλαβαν να περάσουν 24 ώρες από την ανακοίνωση της κατάργησης της DACA από τον Τραμπ και είδαμε μεγάλες συγκεντρώσεις ανθρώπων που βγήκαν στους δρόμους για να εκφράσουν την υποστήριξη τους στους «Ονειροπόλους» και να διαδηλώσουν ενάντια στις ρατσιστικές πολιτικές του Τραμπ.
Σε δεκάδες πόλεις, μικρές και μεγάλες, μαθητές και διδακτικό προσωπικό απείχαν από τα μαθήματα και κατέβηκαν σε διαδηλώσεις ενάντια στην κατάργηση της DACA, ενώ χιλιάδες άνθρωποι διαδήλωσαν έξω από τα μέγαρα του Τραμπ σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Μάλιστα, ο Τραμπ κηρύχτηκε ανεπιθύμητος στο Σικάγο, με το Δήμαρχο της πόλης να την ανακηρύσσει «Ελεύθερη ζώνη από τον Τραμ»!
Χιλιάδες νεολαίοι, εργαζόμενοι, μαθητές και φοιτητές κινδυνεύουν με απέλαση από τη μοναδική χώρα την οποία γνωρίζουν πραγματικά, κι αυτό είναι κάτι που έχει κινητοποιήσει μεγάλα τμήματα του αμερικάνικου πληθυσμού, που νιώθουν απέχθεια απέναντι στις πολιτικές της κυβέρνησης Τραμπ και τα οποία ριζοσπαστικοποιούνται με ταχύτητα.
Πως θα προχωρήσει το κίνημα
Το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι και η νεολαία των ΗΠΑ αναδεικνύουν αυτού του επιπέδου τα αντανακλαστικά και την αλληλεγγύη, είναι σίγουρα εντυπωσιακό. Όμως οι πορείες, οι διαδηλώσεις και οι αποχές από τα μαθήματα, παρά τις νίκες που μπορούν να πετύχουν σε μια σειρά ζητήματα, δεν αρκούν για να βάλουν συνολικό φρένο στα σχέδια του Τραμπ.
Χρειάζεται μια οργανωμένη πολιτική απάντηση σε όλα τα επίπεδα. Εδώ και μερικά χρόνια στις ΗΠΑ, πλατιά στρώματα της κοινωνίας αναζητούν εναλλακτικές στο σάπιο σύστημα του καπιταλισμού, ενώ πολλοί από αυτούς κινούνται στην κατεύθυνση των σοσιαλιστικών ιδεών. Η μαζική αυτή διάθεση όμως, δεν εκπροσωπείται ουσιαστικά από κάποιο κόμμα ή πολιτικό φορέα σε κεντρικό επίπεδο.
Η ανάγκη του χτισίματος ενός τέτοιου μαζικού πολιτικού φορέα, είναι όλο και περισσότερο εμφανής. Ενός φορέα με ένα μαχητικό πρόγραμμα για την καταπολέμηση του ρατσισμού, τη διεκδίκηση αξιοπρεπούς και φτηνής στέγης, ανθρώπινων μισθών και συνθηκών εργασίας, δωρεάν υγείας και παιδείας για όλους, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, καταγωγής, φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού.