Δημοσιεύουμε άρθρο της Ιωάννας Λιούτσια, εργαζόμενης στον χώρο του θεάτρου
12 Μαρτίου 2020. Η μέρα που, λόγω της ραγδαίας εξάπλωσης του κορονοϊού, τα θέατρα στην Ελλάδα κλείνουν μέχρι νεωτέρας. Στις 28 Απριλίου του ίδιου χρόνου ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, σε διάγγελμά του για τη σταδιακή άρση των μέτρων και το άνοιγμα των επιχειρήσεων, αναφέρεται γενικόλογα σε «φεστιβάλ, συναυλίες και αθλητικούς αγώνες με θεατές», ενώ οι καρτέλες που αμέσως μετά παραχωρεί το Υπουργείο Πολιτικής Προστασίας σ’ όλα τα κανάλια περιλαμβάνουν ακόμη και παραστάσεις σε ζωολογικούς κήπους αλλά φευ, ξεχνούν τα θέατρα και τους ανθρώπους που δουλεύουν σ’ αυτά.
Στις 13 Μαΐου ανοίγει το Μητρώο Καλλιτεχνών και Δημιουργών του ΥΠΠΟΑ, μία πλατφόρμα καταγραφής των καλλιτεχνών κάθε είδους σε μία προσπάθεια οικονομικής στήριξής τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση αλλά και κάποιου είδους «ξεκαθαρίσματος» στην ερώτηση τελικά πόσους καλλιτέχνες έχει η Ελλάδα; Πολύ θα ήθελα να μάθω την απάντηση στην οποία κατέληξαν, καθώς αρκετά από τα στοιχεία της πλατφόρμας ήταν πραγματικά εκτός τόπου και χρόνου, με ειδικότητες π.χ. που έχουν πάψει να υπάρχουν στο ελληνική θεατρική πραγματικότητα τουλάχιστον εδώ και αρκετές δεκαετίες (πολύ θα ήθελα κάποια στιγμή να γνωρίσω έναν ιμπρεσάριο, παρακαλώ.)
«Μειωμένα τα κριτήρια απογραφής στο Μητρώο» λέει η κ. Μενδώνη, όμως δεν καταφέρνουν όλοι οι επαγγελματίες του καλλιτεχνικού χώρου να λάβουν οικονομική αποζημίωση, καθώς πολλοί από αυτούς δεν πληρούν τις προϋποθέσεις. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις; Συγκεκριμένος αριθμός μεροκάματων ή σύμβαση με εργοδότη το αμέσως προηγούμενο διάστημα. Δηλαδή αν ένας ηθοποιός, που κατά βάση αναζητά δουλειά τουλάχιστον 3 φορές τον χρόνο έχει μείνει άνεργος για ένα μεγάλο διάστημα, πρέπει να καταδικαστεί σε μακρόβια δυσπραγία. Διαμαρτύρονται οι καλλιτέχνες και η κ. Μενδώνη δηλώνει από το βήμα της Βουλής πως «όλοι το ξέρουμε πια, οι καλλιτέχνες εν πολλοίς κινούνται στο πλαίσιο της μαύρης οικονομίας». Αυτό, λοιπόν, είναι κάτι πασίγνωστο κατά τα λεγόμενά της, σε αντίθεση με άλλα πρόσωπα και γεγονότα για τα οποία εξαπατήθηκε από τρομερή «υποκριτική δεινότητα», υποβιβάζοντας ακόμη μια φορά τους ανθρώπους του θεάτρου σε αφερέγγυους υποκριτές και καμποτίνους που χρησιμοποιούν την τέχνη και το επάγγελμά τους για να εξαπατήσουν τον κόσμο.
Είναι πράγματι έτσι τα πράγματα; Προς τι αυτή η συμπεριφορά απέναντι στους καλλιτέχνες και τη δουλειά τους; Θα ήθελα παρακάτω να παραθέσω κάποια σημεία –κι ενίοτε τέρατα– σχετικά με την πραγματικότητα της θεατρικής παραγωγής στη χώρα μας. Προκαταβολικά αναφέρω πως τα σημεία αυτά δεν αφορούν, φυσικά, συλλήβδην τις παραστάσεις που ανεβαίνουν και κάθε περίπτωση (πχ κρατικά θέατρα, ελεύθερο θέατρο, εργαστηριακές – πειραματικές ομάδες) είναι διαφορετική. Ωστόσο, θεωρώ πως με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όλοι οι άνθρωποι του θεάτρου, σε όποιο πόστο κι αν εργάζονται (και τονίζω τη λέξη αυτή) θα αναγνωρίσουν τη ζωή τους στο θέατρο.
- Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ο κανόνας στο θέατρο (πλην των κρατικών σκηνών) είναι οι πρόβες να είναι απλήρωτες. Αυτό σημαίνει χονδρικά πως για περίπου 2 μήνες εργάζεσαι καθημερινά ή κάποιες μέρες της εβδομάδας minimum τρεις ώρες τη μέρα ή μέχρι όσες συμφωνήσει ο καθένας, σε μία δουλειά που περιλαμβάνει σωματική και ψυχική κόπωση, καθώς και προετοιμασία στο σπίτι – χωρίς να πληρώνεσαι καθόλου.
- Όταν με το καλό ανέβει η παράσταση, αφού ξεπεραστούν οι σκόπελοι της παραγωγής, η αμοιβή γίνεται με ποικίλους τρόπους. Μπορεί να είναι ένα συμφωνηθέν ποσό ανά παράσταση της τάξης των 20, 30 ή 40 ευρώ (που σε περίπτωση διπλών παραστάσεων μπορεί να είναι π.χ. 25 η μία παράσταση 38 η διπλή), ή μπορεί να είναι αμοιβή με ποσοστά και διαίρεση ανά τους συντελεστές της παράστασης (στην περίπτωση αυτή μπορείς να έχεις 0 εις το πηλίκο, 5 αλλά και 75 ευρώ). Σε σπάνιες πια περιπτώσεις – ακόμη και σε μεγάλες παραγωγές – συμπληρώνεις υπεύθυνη δήλωση φιλικής συμμετοχής, αφού «θα σε δει τόσος κόσμος, θα το βάλεις στο βιογραφικό σου, θα σε πάρουν σ’ άλλη δουλειά» κλπ.
- Αντίστοιχα λειτουργεί και το ζήτημα των ενσήμων. Τα ένσημα των ηθοποιών συγκαταλέγονται στα βαρέα κι ανθυγιεινά και γι’ αυτό θεωρούνται κάπως ακριβά. Πώς λύνεται το πρόβλημα; Σε κάποιες περιπτώσεις με μαύρη εργασία και συνοδευτική υπεύθυνη δήλωση φιλικής συμμετοχής εκ μέρους των καλλιτεχνών, γεγονός που ευτυχώς πλέον σπανίζει καθώς όλοι οι καλλιτέχνες – όπως όλοι οι εργάτες – θέλουν κι εκείνοι τα ένσημά τους. Σε λιγότερο σπάνιες περιπτώσεις το ποσό για τα ένσημα καταβάλλεται από τους ίδιους τους ηθοποιούς, ή παίρνουν μισό ένσημο ανά παράσταση ή ένα ένσημο στις πέντε παραστάσεις κ.ο.κ. Καταλαβαίνετε, βεβαίως, πόσο δύσκολο είναι να πληροίς έτσι κριτήρια ένταξης σε προγράμματα στήριξης καλλιτεχνών ακόμη κι αν δούλευες, ή να μπεις στο Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών (ΣΕΗ) με τα κριτήρια που έθετε μέχρι πρόσφατα, τα οποία αναφέρονταν σε άλλες εποχές. Ευτυχώς η πανδημία φαίνεται να επέδρασε προς όφελος του σωματείου με ανανέωση προσώπων και κριτηρίων ένταξης σ’ αυτό, γεγονός που φάνηκε απ’ την αθρόα εγγραφή νέων μελών. Επανέρχομαι στο ζήτημα των ενσήμων αναφέροντας, τέλος, την αγαπημένη μου των περιπτώσεων, που είναι να σου κολλάνε ένα ολόκληρο ένσημο την ημέρα απλώς άλλης ειδικότητας, συνηθέστερα ένσημο κατηγορίας: θηριοδαμαστή, υπνωτιστή, μέντιουμ.
- Οι συνθήκες των προβών σε πολλές περιπτώσεις είναι δύσκολες και επιβαρυντικές για την υγεία των συντελεστών. Πολλές φορές γίνονται σε υπόγεια με υγρασία, μούχλα, που δεν αερίζονται επαρκώς, χωρίς θέρμανση ή air-condition, με έντομα κλπ.
- Συχνά σε σελίδες casting παρουσιάζονται αγγελίες που ζητάνε «ηθοποιούς, όχι απαραίτητα επαγγελματίες». Ποιος, όμως, ζητάει στην ταβέρνα του «μάγειρα, όχι απαραίτητα επαγγελματία» ή «υδραυλικό, όχι απαραίτητα επαγγελματία»; Όλοι μας λίγο – πολύ μαγειρεύουμε ή μπορούμε να αλλάξουμε μια βρύση, αλλά το αποτέλεσμα δεν θα είναι το ίδιο. Εξίσου μειωτικές είναι και αγγελίες που αναφέρουν πως ναι μεν δεν δίδεται αμοιβή (ως εδώ ας πούμε καλά, τίμιο κι ειλικρινές, από κάπου πρέπει να ξεκινήσει κανείς), αλλά πως «μπορούμε να προσφέρουμε καλή μουσική, καφέδες, μεζεδάκια και ναργιλέδες στα γυρίσματα». Ποιο άλλο επάγγελμα δέχεται τέτοιον επαγγελματικό εξευτελισμό;
Με ρώτησε πρόσφατα ένας φίλος μου που δουλεύει στο θέατρο, αν βλέπω το θέατρο επαγγελματικά. Νομίζω σ’ αυτήν τη διερώτηση κρύβεται ο πυρήνας όλων των βασάνων και των υποτιμήσεων που περνά το θέατρο κι ο θεατρικός κόσμος. Εμείς οι ίδιοι, πρώτοι απ’ όλους, ενστερνιζόμαστε μια καπιταλιστική κοινωνική θεώρηση που θέτει τις τέχνες στο περιθώριο και τις ενδύει με τον τίτλο του «χόμπυ», εκτός αν δύνανται να αποτελέσουν ολοκληρωμένο σύστημα ικανό να αποφέρει μεγάλα κέρδη όπως πχ η βιομηχανία του Hollywood. Ταυτόχρονα, όπως φάνηκε πρόσφατα και μέσα από τις δημόσιες καταγγελίες ανθρώπων του καλλιτεχνικού χώρου, έχουμε εν πολλοίς κανονικοποιήσει τις ταλαιπωρίες, την καταπόνηση, την οικονομική εξάντληση και τη βαναυσότητα και τις διαιωνίζουμε γιατί πιθανόν δεν είμαστε καν σε θέση να τις αντιληφθούμε. Είναι εγγεγραμμένες στο DNA της κυρίαρχης αφήγησης για τους «ρομαντικούς καλλιτέχνες που απ’ τη φύση τους βασανίζονται». Συγγνώμη, αλλά η βάσανος του καλλιτέχνη πρέπει να είναι η αρτιότητα της δουλειάς του, όχι πώς θα ζεσταθεί στην πρόβα ή το σπίτι του. Αυτού του είδους οι ιδεασμοί οδηγούν στην αντιμετώπιση των καλλιτεχνών ως ανώριμων και ανεύθυνων ατόμων, κι όχι ως ενήλικων καλλιτεχνών με ευθύνες, οικονομικές απαιτήσεις διαβίωσης, οικογένειες κλπ.
Για να ολοκληρώσω σιγά σιγά, πιστεύω πως ο κλάδος των καλλιτεχνών είναι ένας κλάδος ανάδελφος ταξικά. Οικονομικά βρίσκεται στην ίδια βάση με αυτή των εργατών και των υπαλλήλων του βασικού μισθού, μορφωτικά όμως πιθανώς να διαφοροποιείται λόγω του αντικειμένου και της φύσης της εργασίας τους και της επακόλουθης ασχολίας του με την ποίηση, τη λογοτεχνία, τις τέχνες εν γένει. Γι’ αυτό, ίσως πρώτα θα έπρεπε να ελαττώσουμε, ει δυνατόν, τις μεταξύ των καλλιτεχνών ταξικές διασπάσεις (κι είναι πολλές ανάλογα με την «κατηγορία» που παίζεις) και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να μειώσουμε το χάσμα με τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό, για τον οποίο παραμένουμε οι «κουλτουριάρηδες». Στόχος αυτού του άρθρου ήταν να βάλει το πρώτο λιθαράκι σ’ αυτήν τη γέφυρα.