Στα πλαίσια του 29ου κάμπινγκ Antinazi Zone-YRE, την Κυριακή 31 Ιούλη πραγματοποιήθηκε η συζήτηση με θέμα «Η τέχνη ενάντια στον φασισμό-Όταν η τέχνη γίνεται η φωνή των κινημάτων». Τις εισηγήσεις έκαναν οι σ. Μαρία Ζουμποπούλου και Μαρία Καπαράκη, ενώ η κουβέντα που ακολούθησε ήταν πολύ ζωντανή.
Ακολουθεί άρθρο βασισμένο στην εισήγηση της σ. Μαρίας Ζουμποπούλου.
Η τέχνη εκφράζει σκέψεις, συναισθήματα, ψυχικές καταστάσεις. Έχει τη δυνατότητα να τα εκφράσει μ’ έναν τρόπο που να αγγίξουν χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπους. Έτσι όταν οι καλλιτέχνες παίρνουν θέση σε περιόδους μεγάλων κοινωνικών συγκρούσεων και όταν η θέση τους είναι στο πλάι των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων, η τέχνη τους αγγίζει χιλιάδες και εκατομμύρια και γίνεται όπλο ενάντια στον καταπιεστή και συχνά ενάντια στο σύστημα καταπίεσης συνολικά.
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου η τέχνη έγινε όπλο ενάντια στον φασισμό, τον ρατσισμό και την ακροδεξιά, όπως συνέβη τις δεκαετίες πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τη δεκαετία του 1920 και στις αρχές 1930 στην Γερμανία, ήταν η περίοδος που οι ναζί αναρριχούνταν στην εξουσία. Ήταν όμως και μια περίοδος πάρα πολύ έντονου αντιφασιστικού αγώνα.
Το γερμανικό κεφάλαιο που στήριζε τους ναζί ήξερε ότι για την επιτυχία των στόχων του έπρεπε πέρα από το να φτιάξει εθνικιστικά συνδικάτα και ναζιστικούς φοιτητικούς συλλόγους, πέρα από τη διακίνηση δικών του εντύπων και βιβλίων και πέρα από τις παραστρατιωτικές ομάδες που χτυπάγανε όλους τους πολιτικούς αντιπάλους των ναζί και σπέρνανε τον τρόμο, έπρεπε να πνίξει και κάθε έκφραση προοδευτικής τέχνης, ιδιαίτερα μαζικών μορφών. Παράλληλα έπρεπε να προωθήσει φτηνά, εθνικιστικού περιεχομένου «πολιτιστικά» προϊόντα στην κοινωνία.
Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση σε κάθε σπίτι. Υπήρχε όμως ο κινηματογράφος που ήταν ταυτόχρονα ένα μέσο διασκέδασης καθώς και ενημέρωσης του κόσμου. Οι ναζί και οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες που τους στήριζαν ήξεραν ότι «εκείνοι που θα διευθύνουν τον κινηματογράφο, θα διευθύνουν την ιδεολογία των μαζών», όπως έλεγε το Κομουνιστικό Κόμμα Γερμανίας.
Το 1925 το βιομηχανικό και εκδοτικό μονοπώλιο Χούγκενμπεργκ, με απόφαση του υπουργείου Εξωτερικών και Πολέμου και με χρηματοδότηση από τη Γερμανική Τράπεζα (δηλαδή από τον λαό), αφομοίωσε τρεις κινηματογραφικές εταιρίες και το 1927 δημιούργησε το κινηματογραφικό μονοπώλιο «ΟΥΦΑ», το οποίο λειτουργούσε σαν ένα μεγάλο προπαγανδιστικό όργανο του ναζισμού.
Από την άλλη πλευρά αντιφασίστες και αριστεροί καλλιτέχνες έγραφαν έργα που «ξεσήκωναν τον κόσμο», τον ωθούσαν να παλέψει – έργα που έμειναν στην ιστορία.
Μπέρτολ Μπρεχτ
Ο Μπρεχτ ήταν ένας από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής, αλλά και διαχρονικά. Θεατρικός συγγραφέας και ποιητής αναζητούσε τρόπους και μέσα ώστε το θέατρο να υπηρετήσει τους σκοπούς της κοινωνικής επανάστασης και της ανατροπής. Με την εμφάνιση του ναζισμού γράφει αντιφασιστικά έργα όπως το «Αυτός που λέει ναι – Αυτός που λέει όχι», «Το διδακτικό έργο του Μπάντεν Μπάντεν», «Μάνα Κουράγιο» κ.α.
Κεντρικό στοιχείο στα έργα του ήταν η ανάγκη και η αξία της αυτοθυσίας για το κοινωνικό καλό – και πράγματι στη Γερμανία εκείνης της εποχής ο αγώνας ενάντια στον ναζισμό απαιτούσε τεράστια αυτοθυσία καθώς η Αριστερά και οι αντιφασίστες αντιμετώπιζαν ήδη πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία απολύσεις, φυλακίσεις, δολοφονικά χτυπήματα και δολοφονίες από τις παραστρατιωτικές ομάδες των ναζί, ενώ μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία η μοίρα τους ήταν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Το έργο του Μπρεχτ «Αυτός που λέει ναι – Αυτός που λέει όχι» είναι ένα έργο με δυο εκδοχές όπου ένα αγόρι κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού καλείται να αποφασίσει αν θα θυσιαστεί – αν θα το αφήσουν οι συνοδοιπόροι του πίσω, να πεθάνει. Στην πρώτη εκδοχή αποφασίζει να θυσιαστεί για το κοινωνικό καλό, γιατί αν δεν συνεχίσουν οι συνοδοιπόροι του, θα καταστραφεί η πόλη από την οποία ξεκίνησαν. Στη δεύτερη εκδοχή η πόλη δεν κινδυνεύει και το αγόρι αρνείται να θυσιαστεί. Υπερασπίζεται το δικαίωμά του στη ζωή απέναντι σε όσους αυθαίρετα ζητούν από θέση εξουσίας τη θυσία του, όπως ο Χίτλερ ζητούσε τη θυσία του Γερμανικού λαού για τα κέρδη του γερμανικού κεφαλαίου.
H αστυνομία διακόπτει και διαλύει τις θεατρικές παραστάσεις του Μπρεχτ και οι ναζί το 1933 καίνε τα βιβλία του μαζί με όλα τα βιβλία που αμφισβητούν το καθεστώς. Την ίδια χρονιά ο Μπρεχτ παίρνει τον δρόμο της 15χρονης εξορίας αλλάζοντας χώρες πιο συχνά από παπούτσια.
Τζον Χέαρτφιλντ
Ένας άλλος Γερμανός αντιφασίστας ήταν ο Τζον Χέαρτφιλντ (John Heartfield) ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτικοποιημένους καλλιτέχνες γραφίστες του 20ου αιώνα, έφτασε να είναι νούμερο 5 στη λίστα της Γκεστάπο με τους πιο καταζητούμενος πολίτες. Το μόνο του έγκλημα φυσικά ήταν η τέχνη του.
Τα κολάζ του γινόταν αφίσες και εξώφυλλα αριστερών και εργατικών περιοδικών. Βασικό θέμα των κολάζ του ή των φωτομοντάζ όπως τα αποκαλούσε ήταν τα ψέματα του Χίτλερ προς το λαό και η σχέση του με του βιομήχανους και τους τραπεζίτες της Γερμανίας.
Ο Χέαρτφιλντ ρίσκαρε τη ζωή του για να εκθέσει την προπαγάνδα που ασκούσαν οι ναζί, είχε υποστεί πολλές φορές τραυματισμούς και ξυλοδαρμούς από τους ναζί, ενώ είχαν προσπαθήσει να τον δολοφονήσουν πάρα πολλές φορές, παρόλα αυτά αρνούταν να φύγει από το Βερολίνο μέχρι που αναγκάστηκε να γίνει φυγάς λόγω μιας επίθεσης των SS στο σπίτι του τον Απρίλιο του 1933 όταν πλέον ο Χίτλερ είχε γίνει Καγκελάριος της Γερμανίας. Ο Χέαρτφιλντ για να ξεφύγει τότε από τα SS πήδηξε από το μπαλκόνι του, κρύφτηκε σε ένα σκουπιδοτενεκέ και στη συνέχεια έφυγε με τα πόδια μέσα από τα βουνά για την Ευρώπη.
Γούντι Γκάθρι
Την ίδια περίπου περίοδο στην Αμερική η μουσική του Γούντι Γκάθρι μιλάει ενάντια στον ρατσισμό και τον φασισμό, τη φτώχεια των εργαζομένων στις ΗΠΑ και τους αγώνες τους.
Ο Γκάθρι βρέθηκε από νωρίς στην καρδιά της εργατικής τάξης των ΗΠΑ, δουλεύοντας και ο ίδιος στην αμερικάνικη ενδοχώρα ως εποχιακός εργάτης. Έζησε τη φτώχεια, την εκμετάλλευση, την ταξική πάλη και αυτά αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για πάρα πολλά τραγούδια του. Ταυτόχρονα, σε νεαρή ηλικία οργανώθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα των ΗΠΑ. Η επαφή του με τους εργατικούς- συνδικαλιστικούς αγώνες και το κομμουνιστικό κίνημα τον επηρέασαν καταλυτικά και ως άνθρωπο και ως δημιουργό.
Επιπλέον, σε μια περίοδο που ο ρατσισμός ανθούσε στις ΗΠΑ, η Κου-Κλουξ-Κλαν οργίαζε, και ο φασισμός ξεκινώντας από τη Γερμανία αιματοκυλούσε τον κόσμο, ο Γκάθρι δε δίστασε να πάρει θέση ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις και τον φασισμό (μια μάχη που για τον Γκάθρι δεν τελείωσε με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας).
Ήδη από την αρχή της καριέρας του είχε κυκλοφορήσει κάποια από τα πρώτα αντιφασιστικά του τραγούδια. Άλλωστε, ένα από τα πράγματα που θα τον συνδέει πάντα με το αντιφασιστικό κίνημα παγκόσμια, είναι η κίνηση που έκανε στις αρχές της δεκαετίας του ’40 να γράψει πάνω στην κιθάρα του την ιστορική φράση «Αυτή η μηχανή σκοτώνει φασίστες» («This machine kills fascists»), μήνυμα που αναμφισβήτητα αποτελεί το έμβλημά του.
Η μουσική του Γούντι Γκάθρι έγινε η μουσική των κινημάτων στις ΗΠΑ, όχι μόνο την περίοδο της ζωής του, αλλά συνόδευε και σύγχρονες μαζικές κινητοποιήσεις όπως το κίνημα «Occupy Wall Street» (το αντίστοιχο «κίνημα των πλατειών» στις ΗΠΑ).
ΗΠΑ – αγώνας για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών
Στις ΗΠΑ και οι επόμενες δεκαετίες, η δεκαετία του 60 και του 70 ήταν δεκαετίες αγώνων. Ένας από τους πιο σημαντικούς ήταν ο αγώνας των Αφροαμερικανών ενάντια στην ακροδεξιά και τον θεσμικό ρατσισμό, ο αγώνας για τα πλήρη πολιτικά και κοινωνικά τους δικαιώματα.
Παρότι ο Νόμος περί Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1875 υποσχέθηκε στους Αφροαμερικανούς πλήρη και ίση απόλαυση προνομίων με τους λευκούς, η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Ιδιαίτερα στις πολιτείες του Νότου, την εξουσία ασκούσαν οι περίφημοι «Νόμοι του Τζιμ Κρόου», μια σειρά από ρατσιστικούς νόμους (κάποιοι τοπικοί κάποιοι κρατικοί) που ίσχυσαν έως το 1960 και οι οποίοι- μεταξύ άλλων- προέβλεπαν διαχωρισμένες υπηρεσίες, μετακινήσεις και σχολεία για τους Αφροαμερικανούς. Παράλληλα, οι επιθέσεις της Κου Κλουξ Κλαν έσπερναν καθημερινά τον τρόμο, με λιντσαρίσματα, απαγχονισμούς, δολοφονίες ακτιβιστών και τρομοκρατικά χτυπήματα.
Αυτό το κίνημα, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των Αφροαμερικανών είναι συνυφασμένο με τη μουσική των Αφροαμερικανών.
Νίνα Σιμόν
Μια από αυτούς ήταν η Νίνα Σιμόν.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι βίαιες επιθέσεις εναντίον Αφροαμερικανών, αλλά και οι δολοφονίες ακτιβιστών του κινήματος, αποτέλεσαν -μεταξύ άλλων- αφορμή για τη Σιμόν για να αρχίσει να εκφράζει δημόσια την πολιτική της άποψη και να ασχολείται ενεργά με το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων.
Μέσα από αυτό ήρθε σε επαφή με σπουδαίους ηγετικούς αγωνιστές του κινήματος όπως ο Μάλκολμ Χ (με τον οποίο διατηρούσε στενή φιλία), ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Τζέιμς Μπόλντουιν, κ.ά., αλλά και με καλλιτέχνες επιφανή μέλη του κινήματος, με τους οποίους πραγματοποίησε σημαντικές συνεργασίες.
Η ίδια συμμετείχε σε πορείες, σε συγκεντρώσεις και σε συναυλίες στήριξης του κινήματος. Όπως είχε δηλώσει, υποστήριζε την ένοπλη επανάσταση, και δεν ήταν οπαδός της «μη βίας», όπως κήρυττε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Αντιθέτως, η Σιμόν πίστευε ότι έπρεπε να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους «by any means necessary», όπως έλεγε και ο Μάλκολμ Χ, δηλαδή με κάθε απαραίτητο μέσο.
Ταυτόχρονα, άρχισε να εκφράζει το θυμό της για όσα συμβαίνουν γύρω της και μέσα από τα τραγούδια της, που αποκτούσαν όλο και περισσότερο πολιτική χροιά, και πολλά εκ των οποίων συνδεθήκαν στενά με το κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων. Η φωνή της έγινε σύμβολο του αγώνα των Αφροαμερικανών και όσο το κίνημα δυνάμωνε, η Σιμόν αισθανόταν ότι βρίσκει τον σκοπό της ύπαρξής της ως καλλιτέχνης και ότι μπορούσε πια να σπάσει της σιωπή της και να εκφραστεί ελεύθερα.
Μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια της είναι:
το «Mississippi Goddam», που γράφτηκε όταν το 1963 η Κουκ Κλουξ Κλαν ανατίναξε μια εκκλησία στην Αλαμπάμα γεμάτη Αφροαμερικανούς, σκοτώνοντας 4 μικρά παιδιά και τραυματίζοντας άλλα 20 άτομα. Δεν ήταν ή μόνη δολοφονική επίθεση. Λίγους μήνες νωρίτερα, στο Τζάκσον του Μισισίπι, είχε δολοφονηθεί ο Αφροαμερικανός αγωνιστής Μέντγκαρ Έβερς.
Το «Why?» που έγραψε όταν δολοφονήθηκε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Το «To Be Young, Gifted and Black», που θεωρήθηκε ένας από τους ύμνους του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων.
Η Νίνα Σιμόν έλεγε:
«Το καθήκον ενός καλλιτέχνη, κατά τη γνώμη μου, είναι να αντικατοπτρίζει την εποχή του… …Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή στις ζωές μας, όταν υπάρχει τόση απελπισία, όταν η καθημερινότητα είναι θέμα επιβίωσης, νομίζω δεν έχεις άλλη επιλογή από το να εμπλακείς…Πώς μπορείς να είσαι καλλιτέχνης και να μην αντικατοπτρίζεις την εποχή σου;»
Στην Ελλάδα: Βάρναλης, Ρίτσος, Θεοδωράκης
Στην Ελλάδα επίσης είχαμε ανά τα χρόνια πολλά παραδείγματα κορυφαίων καλλιτεχνών που χρησιμοποίησαν την τέχνη τους στον αγώνα ενάντια στο φασισμό.
Ένας από αυτούς ήταν ο Κώστας Βάρναλης, ο οποίος εντάχθηκε στην Αριστερά μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Βάρναλης ήταν ενεργός στον αγώνα για δημοκρατία σε μια περίοδο που στην Ελλάδα τα στρατιωτικά κινήματα, οι δικτατορίες, διαδεχόταν το ένα το άλλο και οι ανάπαυλες δημοκρατίας δεν ήταν και τόσο πραγματικές. Στη συνέχεια μετά την ναζιστική εισβολή και κατοχή πήρε μέρος στην Αντίσταση.
Ποιήματα του Βάρναλη μελοποιήθηκαν και τραγουδήθηκαν παραμένοντας δεκαετίες μετά τραγούδια ορόσημα του κινήματος όπως «Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου», ενώ το ίδιο ισχύει για ποιητικές του συνθέσεις όπως «Το φως που καίει» και πεζά όπως «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη».
Την ίδια περίπου περίοδο γράφει και ο Γιάννης Ρίτσος, η τέχνη του οποίου είναι συνυφασμένη με τους αγώνες των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Ένα από τα κορυφαία έργα του ο «Επιτάφιος» γράφτηκε όταν η δικτατορία του Μεταξά έπνιξε στο αίμα την απεργία του 1936 στη Θεσσαλονίκη. 12 Νεκροί και 200 τραυματίες ήταν ο απολογισμός της. Μια φωτογραφία στον «Ριζοσπάστη» με μια μάνα να θρηνεί τον νεκρό γιο της, ενέπνευσαν τον Ρίτσο να γράψει τον επιτάφιο που μελοποίησε αργότερα ο Μίκης Θεοδωράκης.
Τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη γίνονται σημαία της αντίστασης ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών της Χούντας, όπως και η φωνή του Νίκου Ξυλούρη, είτε τραγουδούσε τραγούδια του Γιάννη Μαρκόπολου, είτε κρητικά όπως το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου» κ.α.
Τραγούδια που γίνονταν σύνθημα αναγνώρισης, ενέπνεαν, έδιναν θάρρος και συνόδευαν τους αγώνες όχι μόνο την περίοδο της Χούντας αλλά και δεκαετίες μετά.
Σήμερα
Και σήμερα ωστόσο, σε μια δύσκολη εποχή, υπάρχουν καλλιτέχνες που παίρνουν θέση, που μετατρέπουν την τέχνη τους σε όπλο ενάντια στην ακροδεξιά και τους νεοναζί αλλά και συνολικά ενάντια στο σύστημα στο οποίου ζούμε.
Τραγούδια όπως του Παύλου Φύσσα, των Social Waste, Κοινοί θνητοί κ.α., είναι μέσο πολιτικοποίησης των νέων ανθρώπων, μέσο έμπνευσης και ενεργοποίησης τους. Αυτό το καταλαβαίνουν πάρα πολύ καλά η ακροδεξιά και οι νεοναζί, γι’ αυτό άλλωστε στοχοποίησαν και δολοφόνησαν τον Παύλο Φύσσα. Το καταλαβαίνει πολύ καλά και η κυβέρνηση και γι’ αυτό προσπάθησε μέσα στην πανδημία να φτιάξει νόμους που να ποινικοποιούν το πολιτικό τραγούδι.
Όσο και αν μας χτυπάνε όμως, όσους νόμους και εάν περάσουν, θα υπάρχουν πάντα καλλιτέχνες που θα πολεμάνε ενάντια στον φασισμό, θα παίρνουν θέση, θα γίνονται κομμάτι των αγώνων και η τέχνη τους θα είναι πάντα ένα δυνατό βέλος στη φαρέτρα μας.