Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι για εκατομμύρια Έλληνες εργαζόμενους, ανέργους, συνταξιούχους, νέους, φτωχούς, η αναγγελία της κατάργησης του Μνημονίου από μια κυβέρνηση της Αριστεράς με βάση και επίκεντρο τον ΣΥΡΙΖΑ, στη σημερινή συνέντευξη τύπου του Αλέξη Τσίπρα, δημιουργεί τεράστια ανακούφιση. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να πούμε ότι το πρόγραμμα «ανοικοδόμησης» της κατεστραμμένης οικονομίας της χώρας, όπως παρουσιάστηκε, δεν πατάει σε καθόλου στέρεη βάση, καθώς αποτελεί αναπαραγωγή ήδη αποτυχημένων σοσιαλδημοκρατικών μοντέλων.
***
Οι δεσμεύσεις του Αλέξη Τσίπρα ότι θα καταργήσει άμεσα την Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου(6-28/2/2012) με την οποία μειώθηκε ο κατώτερος μισθός κατά 22% ( 32% για τους μέχρι 25 χρόνων) ότι θα επαναφέρει τα επιδόματα ανεργίας στα προηγούμενα επίπεδα και για μεγαλύτερη χρονική διάρκεια, καθώς και τα επιδόματα ασθένειας και μητρότητας, ότι θα επαναφέρει την ισχύ των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, ότι θα προχωρήσει στην ολική ή μερική διαγραφή των δανειακών υποχρεώσεων των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ότι θα καταργήσει τα χαράτσια για τα φτωχά λαϊκά στρώματα, κλπ, κλπ, απαιτούν χωρίς αμφιβολία την υποστήριξη κάθε εργαζόμενου, κάθε αγωνιστή της βάσης του συνδικαλιστικού κινήματος, κάθε νέου και νέας, άνεργου/ης ή σε επισφαλή απασχόληση.
Ιδιαίτερα καθώς απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ είναι οι «ψεύτες και οι κλέφτες» του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που κυβερνούν τον τόπο για σχεδόν 40 χρόνια και μας έχουν φέρει αντιμέτωπους με την απόλυτη καταστροφή.
***
Πέρα από αυτά τα άμεσα μέτρα, ο καθένας κατανοεί ότι χρειάζεται να μπει η οικονομία στο δρόμο της ανάπτυξης και να δημιουργήσει πλούτο και θέσεις εργασίας ώστε να διασφαλιστεί ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο για τα λαϊκά στρώματα. Αυτό το σημείο αποτελεί την βασική αδυναμία των προτάσεων που κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας.
Το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης της Αριστεράς που προτείνει, στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο ιδιωτικό κεφάλαιο θεωρώντας ότι είναι δυνατόν το κράτος να ελέγξει και να καθορίσει την πορεία του ιδιωτικού τομέα σε συνθήκες διατήρησης του καπιταλισμού και κυριαρχίας των δυνάμεων της αγοράς. Αυτό είναι κάτι εντελώς αδύνατο.
Οι εθνικοποιήσεις/κονωνικοποιήσεις που αναφέρονται στο πρόγραμμα είναι με το σταγονόμετρο και υπό πολλούς όρους – ακόμα και των τραπεζών και των ήδη ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ. Πολύ περισσότερο που ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος και διαχείριση απουσιάζουν ολοκληρωτικά. Χωρίς εργατικό και κοινωνικό έλεγχο και διαχείριση, οι δημόσιες επιχειρήσεις είναι καταδικασμένες να διολισθήσουν στην κακοδιαχείριση και στη διαφθορά και να υποταχτούν στις «απαιτήσεις» των δυνάμεων της αγοράς. Αυτό το τονίζουμε σαν «απόλυτο νόμο» στον καπιταλισμό.
***
Η φρασεολογία που χρησιμοποιήθηκε στην ομιλία του Αλέξη Τσίπρα, για το θέμα των εθνικοποιήσεων, μπορεί να τύχει διαφορετικών ερμηνειών ή να προκαλέσει αποκλίνουσες εντυπώσεις. Γι’ αυτό αντιγράφουμε κατά λέξη από την ομιλία του:
«…αναλαμβάνουμε κι εγγυόμαστε…
»… να κοινωνικοποιήσουμε, δηλαδή να θέσουμε υπό δημόσιο κοινωνικό και διαφανή έλεγχο τις τράπεζες που ανακεφαλαιοποιούνται..
»…να παγώσουμε τις ιδιωτικοποιήσεις… Και να επαναφέρουμε σταδιακά και ανάλογα με τις δυνατότητες της οικονομίας, υπό δημόσιο έλεγχο στρατηγικές επιχειρήσεις που είτε βρίσκονται σε πορεία ιδιωτικοποίησης είτε έχουν ιδιωτικοποιηθεί (ΔΕΗ, ΟΤΕ, ΟΣΕ, ΕΛΤΑ, ΕΥΔΑΠ, Μέσα Μεταφοράς κλπ)
Όλη η έμφαση της τοποθέτησης του Α. Τσίπρα στο θέμα των εθνικοποιήσεων είναι στον έλεγχο από το δημόσιο, αλλά όχι στην ιδιοκτησία από το δημόσιο ή την κοινωνία. Και μάλιστα αυτός ο έλεγχος θα γίνεται «ανάλογα με τις δυνατότητες της οικονομίας»… Δεν αγγίζει δηλαδή το «ιερό και όσιο» της ατομικής ιδιοκτησίας του μεγάλου κεφαλαίου.
Αυτό δεν είναι το μόνο που δεν χρειάζεται να φοβάται το κεφάλαιο, ελληνικό και ξένο, αλλά ακόμα και η φορολογία του θα είναι «μετρημένη». Αντιγράφουμε από την ομιλία:
«.. Η προσαρμογή που προτείνουμε θα προέλθει από τη φορολόγηση του πλούτου με στόχο την αύξηση των εσόδων από άμεσους φόρους στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα (+4% του ΑΕΠ) σε ορίζοντα τετραετίας (δηλαδή αύξηση 1% του ΑΕΠ κάθε χρόνο)».
Ο συντελεστής με τον οποίο θα φορολογείται ο πλούτος δεν αναφέρεται καθόλου! Πάντως αν η αύξηση των κρατικών εσόδων από την άμεση φορολογία δεν θα ξεπερνά το 1% τον χρόνο, με στόχο να φτάσει το μέσο όρο της καπιταλιστικής και νεοφιλελεύθερης ΕΕ, τότε και πάλι, το κεφάλαιο, ελληνικό και ξένο, δεν χρειάζεται να χάσει τον ύπνο του.
***
Η μοναδική δύναμη που μπορεί να δώσει διέξοδο, που μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη, μοχλό και ατμομηχανή της οικονομίας είναι ο δημόσιος τομέας και όχι ο ιδιωτικός (είτε αυτός είναι το ελληνικό ιδιωτικό κεφάλαιο είτε οι πολυεθνικές). Όχι ο «οποιοσδήποτε δημόσιος τομέας» βέβαια, αλλά ένας δημόσιος τομέας που τελεί κάτω από το δημοκρατικό έλεγχο και διαχείριση των ίδιων των εργαζομένων, στα πλαίσια του σχεδιασμού της οικονομίας, με στόχο την εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας κι όχι των μερικών δεκάδων οικογενειών που ελέγχουν τα πάντα σε συνεργασία με τους πολυεθνικούς εταίρους τους.
Ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της καταστροφικά βαθιάς διεθνούς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία δεν εμφανίζει από πουθενά (διεθνώς) σημάδια εξόδου και στις οποίες το ιδιωτικό κεφάλαιο, όπου και να βρίσκεται κι όσο ισχυρό και αν είναι, δεν επενδύει γιατί δεν υπάρχουν αγορές για να απορροφήσουν την παραγωγή, μόνο ο δημόσιος τομέας που περιγράφουμε μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο.
***
Το πρόγραμμα που κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας είναι εντελώς απομακρυσμένο από ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα που αποτελεί διακηρυγμένο στόχο στα γραπτά και τα λόγια του ΣΥΡΙΖΑ και του ΣΥΝ. Δεν είναι ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση.
Το «Ξ» θα στηρίξει, όπως έχει ήδη ξεκαθαρίσει, μαχητικά τον ΣΥΡΙΖΑ στις ερχόμενες εκλογές της 17ης Ιούνη, για να αποτελέσει ανάχωμα στην επίθεση της Τρόικας και των εδώ υποτακτικών της. Την ίδια στιγμή τονίζει πως το πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής για έξοδο από την κρίση, όπως προτάθηκε, είναι καταδικασμένο να αποτύχει.
Όμως η ανακοπή της επίθεσης της Τρόικα και των «αγορών», έστω και εν μέρει, μέσα από την εκλογική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάδειξη μιας κυβέρνησης της Αριστεράς αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία το εργατικό, νεολαιίστικο και τα κοινωνικά κινήματα της χώρας μπορούν να δώσουν τη μάχη την επόμενη περίοδο, υπέρ ενός σοσιαλιστικού προγράμματος ανοικοδόμησης της κατεστραμμένης οικονομίας της χώρας, ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου και των πολυεθνικών, για μια σοσιαλιστική κοινωνία στην υπηρεσία των εργαζομένων.