Στα πλαίσια του 27ου κάμπινγκ Antinazizone – YRE, πραγματοποιήθηκε συζήτηση με θέμα: «Όξυνση της καταστολής, συλλήψεις με κατασκευασμένα κατηγορητήρια, ποινικοποίηση των διαδηλώσεων και ποια πρέπει να είναι η απάντηση των κινημάτων». Το παρακάτω κείμενο είναι βασισμένο στην εισήγηση της Νατάσσας Αργυράκη που άνοιξε τη συζήτηση.
Το ζήτημα της καταστολής και της ακραίας αστυνομικής βίας είναι πολιτική επιλογή όλων των δεξιών κυβερνήσεων (αλλά και πολλών δήθεν αριστερών) σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Βία απέναντι σε διαδηλωτές, απεργούς, ακόμα και απέναντι σε ανθρώπους που έτυχε να βρεθούν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Και φυσικά, βία που συνοδεύεται με ατιμωρησία των αστυνομικών που την ασκούν. Βία απέναντι σε μαζικά κινήματα που διεκδικούν περισσότερα δικαιώματα ή αντιστέκονται στην κοινωνική αδικία και ανισότητα, αλλά και βία χωρίς να υπάρχουν κινήματα, προκειμένου όταν υπάρξουν να έχει επικρατήσει ήδη ο φόβος.
Από τις ΗΠΑ του Τραμπ, που στις τελευταίες διαδηλώσεις του κινήματος BLM κατέβασε στους δρόμους την Εθνοφρουρά και επέβαλε απαγόρευση κυκλοφορίας, ενώ κυκλοφόρησαν άπειρα βίντεο και φωτογραφίες που απαθανάτιζαν την βία της αστυνομίας (βίντεο ηλικιωμένου που τον έσπρωξαν, έπεσε και άρχισε να αιμορραγεί ή βίντεο με ξύλο σε άτομο με αναπηρικό καροτσάκι)… μέχρι την Ουγγαρία και τον ακροδεξιό πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπάν που επικροτεί με κάθε τρόπο την άγρια καταστολή όσων διαφωνούν με τις πολιτικές του επιλογές, ενώ ο ίδιος παίρνει υπό τον έλεγχό του όλο και περισσότερο τη δικαιοσύνη και τα ΜΜΕ… Ή τη Γαλλία, όπου η αστυνομία διέλυσε βίαια τη συγκέντρωση διαμαρτυρίας των υγειονομικών στο Παρίσι (αυτούς που πριν λίγες βδομάδες αποκαλούνταν ήρωες). Και αυτές είναι μόνο κάποιες ενδεικτικές περιπτώσεις.
Το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα…
Στην Ελλάδα, από τότε που εκλέχτηκε η κυβέρνηση της ΝΔ, έδωσε το πράσινο φως στην αστυνομία να ασκεί άκρατη βία, από τις πρώτες κιόλας μέρες.
Επιτέθηκε σε κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα, στο περιβάλλον, ενώ στο στόχαστρο της φαίνεται ότι βρίσκεται κάθε φωνή αμφισβήτησης και αντίστασης, πάνω από όλα όμως η νεολαία και αυτό φάνηκε από τον πρώτο μήνα της εκλογής της. Μέσα στο καλοκαίρι κατάργησε το πανεπιστημιακό άσυλο, ενώ παράλληλα προωθεί την χωρίς προηγούμενο ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, όλα αυτά συνδυασμένα με βία και τρομοκρατία από τα ΜΑΤ και την αστυνομία.
Το μήνυμα προς τη νεολαία ήταν πως κάθε διαφορετική φωνή θα καταστέλλεται. Αρκεί να θυμηθούμε μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά του περασμένου φθινοπώρου:
Στις 7 Νοέμβρη, ο Λ. Γούλας δέχτηκε επίθεση από αστυνομικούς των ΜΑΤ και της ΟΠΚΕ στα Εξάρχεια. Η επίθεση περιλάμβανε άγρια χτυπήματα, ύβρεις και απειλές, ενώ κάποια στιγμή, όπως καταγγέλλει ο Λ. Γούλας οι αστυνομικοί αφαίρεσαν τα ρούχα του, αφού είχαν φροντίσει να τον μεταφέρουν σε σημείο χωρίς κάμερες. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης τον «ενημέρωσαν» ότι «έχουμε χούντα» και ότι στα Εξάρχεια «εμείς κάνουμε κουμάντο».
Στις 9 Νοέμβρη το βράδυ, ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις εισέβαλαν σε κλαμπ στο Γκάζι, με το πρόσχημα ότι έκαναν έρευνα για ναρκωτικά. Για σχεδόν μία ώρα, οι περίπου 300 θαμώνες του μαγαζιού αναγκάστηκαν να παραμείνουν γονατισμένοι με τα χέρια στο κεφάλι. Όταν μια κοπέλα τους είπε πως «έχουμε δημοκρατία» αυτοί απάντησαν «κάνεις πολύ μεγάλο λάθος». Η αστυνομία τελικά εντόπισε μερικά γραμμάρια κάνναβης και κοκαΐνης.
Περίπου τον ίδιο καιρό έγινε η θεαματική εισβολή αστυνομικών σε κινηματογράφους στους οποίους παιζόταν η ταινία «Τζόκερ», προκειμένου να απομακρυνθεί το ανήλικο κοινό από τις αίθουσες.
Στις 11 Νοέμβρη, δυνάμεις των ΜΑΤ εισέβαλαν στο χώρο του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (πρώην ΑΣΟΕΕ) εγκλωβίζοντας εκατοντάδες φοιτητές, χτυπώντας τους και πνίγοντας τους στα χημικά το προαύλιο και τους διαδρόμους του πανεπιστημίου.
Οι κατηγορίες ενάντια στα μέλη του «Ξ»
Σε αυτά τα πλαίσια εντάχθηκαν και οι αυθαίρετες συλλήψεις που έγιναν το βράδυ της 17ης Νοέμβρη. Τα μέλη του «Ξ» Ειρήνη Εμινίδου και Ζήσης Σούρλας, όπως και άλλοι 17 νέοι άνθρωποι συνελήφθησαν στα Εξάρχεια και τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για μια σειρά αδικήματ.
Το «σενάριο» που έχει στηθεί, είναι πως η Ειρήνη και ο Ζήσης συμμετείχαν σε ομάδα ατόμων, που επιτέθηκε στην αστυνομία με βόμβες μολότοφ. Η αρχική προσπάθεια να τους φορτώσουν βαριά κακουργήματα ήδη κατέπεσε, καθώς δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο να τη στηρίξει και καθώς αναπτύχθηκε άμεσα μαζική εκστρατεία καταδίκης της αστυνομικής αυθαιρεσίας που συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες με αρθρογραφία και δημοσιοποίηση των γεγονότων, ψηφίσματα συμπαράστασης από 90 συλλογικότητες, φορείς, Εργατικά Σωματεία και φοιτητικούς συλλόγους, μέχρι και με ερώτηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιρλανδίας (αδελφής οργάνωσης του «Ξ» στο ιρλανδικό κοινοβούλιο).
Ο εισαγγελέας τους παρέπεμψε σε δίκη για τα πλημμελήματα της «εξύβρισης», της «αντίστασης κατά της αρχής», «απλής σωματικής βλάβης» και «απόπειρα πρόκλησης επικίνδυνης σωματικής βλάβης». Ακόμα και αυτά τα πλημμελήματα είναι τελείως ψευδή και κατασκευασμένα.
Καταστολή και εν μέσω πανδημίας
Εν μέσω της πανδημίας και της επερχόμενης οικονομικής κρίσης η κυβέρνηση κλιμάκωσε την πολιτική μηδενικής ανοχής με ακραία περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας. Πραγματοποιήθηκαν επιθέσεις σε πλατείες – στέκια νέων ανθρώπων όπου η αστυνομία κυνηγούσε, χτυπούσε και πέταγε χημικά στον κόσμο.
Είδαμε επίσης τον άγριο ξυλοδαρμό του Β. Μάγγου από τις δυνάμεις των ΜΑΤ και ΔΡΑΣΗ μετά το τέλος διαδήλωσης του τοπικού κινήματος του Βόλου ενάντια στην καύση σκουπιδιών.
Ο Βασίλης Μάγγος νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο του Βόλου επί τέσσερις ημέρες με σπασμένα πλευρά, θλάση στο συκώτι και στη χοληδόχο κύστη και στη συνέχεια έμεινε στο σπίτι του για αποκατάσταση και μετά από ένα μήνα βρέθηκε νεκρός με τους ίδιους τους γονείς του να καταγγέλλουν ότι ο ξυλοδαρμός επηρέασε πολύ άσχημα την ψυχολογία του.
Τελευταίο σκηνικό ήταν και η βίαιη σύλληψη του stand up κωμικού, Αλέξανδρου Τιτκώβ, και του μουσικού, Θωμά Λάλου, που συμμετείχαν στην Αντιρατσιστική συγκέντρωση στην πλατεία Βικτωρίας. Αφέθηκαν ελεύθεροι με πρωτοφανείς περιοριστικούς όρους, μεταξύ των οποίων η απαγόρευση κίνησής τους στην περιοχή των Εξαρχείων! Επιπλέον κυκλοφόρησε βίντεο με άνδρες της ομάδας ΔΙΑΣ να συλλαμβάνουν τον έναν από τους δύο «φυτεύοντας» μολότοφ στο σακίδιο του.
Νομοσχέδιο για περιορισμό των διαδηλώσεων
Μέσα σε αυτό πλαίσιο εκφοβισμού ήταν που ψηφίστηκε την Πέμπτη 9/7/2020 στη βουλή ο νέος νόμος για τις «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» με στόχο τον περιορισμό του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της ελεύθερης συμμετοχής σε δημοκρατικές συγκεντρώσεις.
Η τελική μορφή του νομοσχεδίου περιλαμβάνει κάποιες αλλαγές σε σχέση με την πρώτη του εκδοχή που κυκλοφόρησε στις αρχές του χρόνου, τα βασικά σημεία ωστόσο παραμένουν:
- Περιλαμβάνει την υποχρέωση έγκαιρης γνωστοποίησης στην αστυνομία για κάθε διαδήλωση που οργανώνεται, με εξαίρεση τις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς και της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
- Προβλέπει επίσης ότι για κάθε διαδήλωση πρέπει να ορίζεται ένας «διοργανωτής», ο οποίος θα επωμίζεται την ευθύνη και το κόστος για κάθε ενδεχόμενη φθορά ή καταστροφή που μπορεί να γίνει στα πλαίσια της.
- Κάθε πορεία ή διαμαρτυρία θα εποπτεύεται από τις εισαγγελικές αρχές, με φυσική παρουσία εισαγγελέα – ο ρόλος των εισαγγελέων στο σημερινό σύστημα αποκαλύπτεται στη δίκη της Χ. Αυγής, στην υπόθεση της Ηριάνας, και σε άπειρες άλλες περιπτώσεις.
- Το πού θα γίνει η διαδήλωση, στο πεζοδρόμιο, σε μία λωρίδα, ή σε ολόκληρο το δρόμο, θα καθορίζεται από την αστυνομία.
Με τον τρόπο αυτό η κυβέρνηση προσπαθεί στην ουσία να απαγορεύσει διαδηλώσεις οι οποίες είτε θα καλούνται αυθόρμητα, είτε η αστυνομία θα κρίνει (με τα δικά της πάντα κριτήρια) ότι ο αριθμός τους δεν είναι επαρκής προκειμένου να κλείσει ένας δρόμος στο κέντρο μιας πόλης.
Η ανάγκη για περιφρούρηση των πορειών
Επιπλέον, προσπαθεί να αποτρέψει τη διοργάνωση πορειών, επιχειρώντας να τρομοκρατήσει τους «διοργανωτές» που θα κριθούν υπεύθυνοι για οποιαδήποτε καταστροφή γίνει στα πλαίσια τους.
Στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατό ένας άνθρωπος να έχει την ευθύνη για οτιδήποτε συμβαίνει σε μια διαδήλωση στην οποία μπορεί να συμμετέχουν από μερικές εκατοντάδες, μέχρι και δεκάδες χιλιάδες κόσμου.
Είναι εξάλλου γνωστό (και αποδεδειγμένο) ότι αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο οι καταστροφές και τα επεισόδια (τα γνωστά «μπάχαλα») να ξεκινάνε από την ίδια την αστυνομία, από δικούς της προβοκάτορες. Με άλλα λόγια, αν όλα αυτά τα μέτρα της κυβέρνησης εφαρμοστούν στην πράξη, στο μέλλον θα πρέπει να περιμένουμε διαδηλώσεις στις οποίες θα προκαλούνται επεισόδια και καταστροφές με ευθύνη της αστυνομίας, τις οποίες όμως θα καλείται να πληρώσει ο «διοργανωτής» της διαδήλωσης!
Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο το κίνημα πρέπει να επιδιώκει την καλύτερη δυνατή περιφρούρηση των διαδηλώσεων του, τόσο από την ίδια την αστυνομία, όσο και από πρακτικές που το αποξενώνουν από την κοινωνία και δίνουν στην εκάστοτε κυβέρνηση την αφορμή να καταστείλει τις κινητοποιήσεις. Τα «μπάχαλα» και οι ανούσιες συγκρούσεις αξιοποιούνται και πάντα αξιοποιούνταν από τους κρατικούς μηχανισμούς για την άγρια καταστολή του κύριου όγκου των διαδηλωτών.
Αυτά παίζουν καθοριστικό ρόλο στη μείωση της μαζικότητας των πορειών, καθώς ο μέσος εργαζόμενος δεν είναι διατεθειμένος να συμμετέχει σε μια κινητοποίηση στην οποία κινδυνεύει να πνιγεί στα δακρυγόνα, να κτυπηθεί ή να συλληφθεί.
Στόχος το δικαίωμα στη διαμαρτυρία
Προκειμένου να συνεχίσουν να εφαρμόζουν τις ίδιες πολιτικές, προκειμένου να ξεπουλήσουν τη δημόσια περιουσία και το φυσικό περιβάλλον, να εξασφαλίσουν τα μικρότερα κόστη και τα μεγαλύτερα κέρδη για τις μεγάλες επιχειρήσεις, πρακτικά δηλαδή τα λιγότερα δυνατά εργασιακά δικαιώματα και μεροκάματα/μισθούς, επιχειρούν να επιβάλουν αυστηρά περιοριστικά μέτρα στα δικαιώματα και τις ελευθερίες της κοινωνίας.
Ο χρόνος που έχουν επιλέξει γι’ αυτό, μόνο τυχαίος δεν είναι, καθώς το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε φάση υποχώρησης μετά τις ήττες και προδοσίες της εποχής των μνημονίων και του ΣΥΡΙΖΑ την ίδια στιγμή που η πανδημία περιορίζει ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα του κόσμου να κινητοποιηθεί μαζικά. Έτσι, παίρνουν μέτρα σήμερα, ξέροντας ότι αργά η γρήγορα οι πολιτικές που εφαρμόζουν θα οδηγήσουν σε κοινωνικές εκρήξεις, τις οποίες ελπίζουν πως θα περιορίσουν με μέτρα όπως τα παραπάνω.
Είναι απαραίτητο να οργανώσουμε τις αντιστάσεις μας – η Αριστερά και τα μαχητικά συνδικάτα και σωματεία βάσης οφείλουν να πάρουν πρωτοβουλίες που πρέπει απαραίτητα να είναι ενωτικές για να είναι και μαζικές!
Η κυβέρνηση στέλνει ένα πολύ συγκεκριμένο μήνυμα, με κύριο αποδέκτη τα πιο νεαρά και φρέσκα στρώματα της κοινωνίας. Το μήνυμα πως όποιος μιλάει, όποιος αντιδρά, όποιος αντιστέκεται, ή ακόμη και όποιος είναι απλά διαφορετικός, θα τρώει ξύλο, θα συλλαμβάνεται, θα κινδυνεύει με βαριές ποινές φυλάκισης. Είναι ένα μήνυμα μηδενικής ανοχής, ενάντια σε κάθε μαζικό κίνημα που μπορεί να βάλει φρένο στα σχέδια της.
Σε πολλές περιπτώσεις όμως, η απόπειρα τρομοκράτησης της κοινωνίας, ιδιαίτερα της νεολαίας, φέρνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, προκαλώντας κύματα οργής και μαζικά κινήματα αντί για φόβο.
Οι δυνάμεις καταστολής, όπως και οι υπόλοιποι θεσμοί του κράτους (Εκπαίδευση, Δικαιοσύνη), εξυπηρετούν τα συμφέροντα όσων κατέχουν τον πλούτο (των εφοπλιστών, των βιομηχάνων, κοκ) εις βάρος των εργαζομένων και χρησιμεύουν με αυτή την έννοια στην προάσπιση των συμφερόντων τους.
Απέναντι σε αυτό το κλίμα καταστολής, τρομοκρατίας, επίθεσης στα δημοκρατικά δικαιώματα, η νεολαία έχει ήδη αρχίσει να δείχνει διάθεση αντίστασης.
Η διάθεση αυτή όμως δε μπορεί να φέρει αποτελέσματα αν εκφραστεί με τη γνωστή, αδιέξοδη πρακτική των «συμβολικών» συγκρούσεων με την αστυνομία. Η οργή της νεολαίας, πρέπει να βρει έκφραση μέσα από οργανωμένα μαζικά κινήματα, που να μπορούν να πετύχουν νίκες! Ταυτόχρονα, η νεολαία πρέπει να αναζητήσει συμμαχίες στα κινήματα άλλων χωρών. Από τις εξεγέρσεις της νεολαίας διεθνώς μέχρι το παγκόσμιο κίνημα για την κλιματική αλλαγή.
Μόνο δυναμικά και οργανωμένα κινήματα της νεολαίας, συνδεδεμένα με τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, μπορούν να απαντήσουν στην προκλητική στάση της κυβέρνησης και των δυνάμεων καταστολής.