Λίγες μέρες μετά τις φονικές πλημμύρες στη βόρεια Λιβύη, η πόλη Ντέρνα μοιάζει σαν να έχει βομβαρδιστεί. Οι κάτοικοί της που κατάφεραν να επιβιώσουν είναι απελπισμένοι αλλά και οργισμένοι. Μαζικές κινητοποιήσεις οδήγησαν στην κατάληψη και αργότερα την πυρπόληση του σπιτιού του Δημάρχου της πόλης, από κατοίκους που διαδήλωσαν ενάντια στην εγκατάλειψη που οδήγησε στον θάνατο τους συνανθρώπους τους, τους συγγενείς και τους φίλους τους, που διέλυσε σπίτια, σχολεία και νοσοκομεία.
Η οργή αυτή όμως δεν γεννήθηκε σε μια νύχτα. Συσσωρεύεται εδώ και δεκαετίες κατά τη διάρκεια των οποίων οι κάτοικοι της χώρας ζουν σε συνθήκες συγκρούσεων, φτώχειας και εκμετάλλευσης, γίνονται «μπαλάκι» ανάμεσα σε διεφθαρμένες τοπικές κυβερνήσεις και τα συμφέροντα των Δυτικών.
Από τη Θεσσαλία στη Λιβύη
Η καταστροφή που άφησε πίσω της η μεσογειακή καταιγίδα Daniel μετά το πέρασμά της από τη Λιβύη είναι ανυπολόγιστη. Πάνω από 11.300 νεκροί και τουλάχιστον 10.000 αγνοούμενοι μέχρι τις 18/9 στην Ντέρνα που ισοπεδώθηκε από τις πλημμύρες και δεκάδες νεκροί σε άλλες περιοχές της χώρας. Πρακτικά δηλαδή, πάνω από 20.000 άνθρωποι υπολογίζεται ότι έχουν σκοτωθεί, αφού πλέον θεωρείται απίθανο να βρεθούν οι αγνοούμενοι ζωντανοί.
Όσοι επιβίωσαν ζουν σήμερα σε μια κατεστραμμένη πόλη, με τουλάχιστον 30.000 άστεγους (σε συνολικό πληθυσμό περίπου 100.000 κατοίκων). Πέρα από το σοκ της καταστροφής και τον πόνο για τις ανθρώπινες απώλειες, έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν την πείνα, τη δίψα και τις επιδημίες που πάντα ακολουθούν αυτού του είδους τις καταστροφές.
Υποδομές από άλλες εποχές
Η ποσότητα του νερού που έπεσε τη νύχτα μεταξύ 10 και 11 Σεπτέμβρη οδήγησε στην κατάρρευση δύο φραγμάτων που συγκρατούσαν το ποτάμι που διέσχιζε την παράκτια πόλη της Βόρειας Λιβύης. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατέρρευσαν πολυώροφες πολυκατοικίες, πνίγοντας χιλιάδες ανθρώπους στη λάσπη. Η έντονη κακοκαιρία όμως δεν εξηγεί από μόνη της αυτού του επιπέδου την καταστροφή.
Η στρατιωτική κυβέρνηση που ελέγχει τις ανατολικές περιοχές της χώρας –που κατά κύριο λόγο χτυπήθηκαν από την καταιγίδα– μιλάει για πρωτοφανή καταστροφή που θα οδηγούσε σε μεγάλους αριθμούς θυμάτων όσα μέτρα κι αν είχαν παρθεί.
Ωστόσο πολλοί κάτοικοι καταγγέλλουν σε διεθνή ενημερωτικά δίκτυα ότι προειδοποιούσαν για χρόνια πως τα φράγματα είχαν ρωγμές και χρειάζονταν συντήρηση, αλλά δεν εισακούστηκαν ποτέ.
Τα φράγματα κατασκευάστηκαν περίπου πενήντα χρόνια πριν και ήταν φτιαγμένα κυρίως από πέτρες και πηλό. Επιπλέον, η πλημμύρα βρήκε τους ανθρώπους να κοιμούνται ανυποψίαστοι, αφού σύμφωνα με επιζώντες δεν είχε υπάρξει καμία οδηγία για εκκένωση της ετοιμόρροπης πόλης.
Μια διχασμένη χώρα
Η Λιβύη όλες τις τελευταίες δεκαετίες έχει περάσει από πολέμους, δικτατορίες, ακραία εκμετάλλευση από τη Δύση –όπως εξάλλου ισχύει για ολόκληρη την Αφρική– και πλήρη εγκατάλειψη ως προς τις υποδομές και τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Για 42 χρόνια (από το 1969 ως το 2011) η Λιβύη κυβερνήθηκε από τον Μ. Καντάφι, που ανατράπηκε από λαϊκή εξέγερση στο πλαίσιο της Αραβικής Άνοιξης – μιας σειράς εξεγέρσεων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική που ανέτρεψαν αρκετά από τα αυταρχικά καθεστώτα της περιοχής. Ελλείψει ωστόσο ισχυρής εργατικής – αριστερής εναλλακτικής, οι εξεγέρσεις αυτές κατέληξαν σε εμφυλίους πολέμους, άνοδο του θρησκευτικού φανατισμού και επικράτηση άλλων, εξίσου αυταρχικών καθεστώτων, ή ισλαμιστικών τρομοκρατικών οργανώσεων.
Στη Λιβύη αυτό το αδιέξοδο μεταφράστηκε ουσιαστικά σε διχοτόμηση της χώρας, με μια κυβέρνηση να ελέγχει τις ανατολικές περιοχές (στις οποίες περιλαμβάνεται η Ντέρνα) βασισμένη στις δυνάμεις του στρατού και μια φιλο-ισλαμιστική κυβέρνηση που ελέγχει τις δυτικές περιοχές με έδρα την Τρίπολη. Η δεύτερη είναι αναγνωρισμένη από τον ΟΗΕ και την πλειοψηφία των Δυτικών, ενώ την κυβέρνηση των στρατιωτικών στηρίζουν η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, κ.α. Πριν από μερικά χρόνια η σύγκρουση μεταξύ των δύο πλευρών κορυφώθηκε με επίθεση των στρατιωτικών στην Τρίπολη (πρωτεύουσα της χώρας) η οποία οδήγησε σε εκατοντάδες νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες και εκτοπισμένους.
Σήμερα οι ένοπλες συγκρούσεις βρίσκονται σε ύφεση, ωστόσο ο πληθυσμός της χώρας εξακολουθεί να ζει σε συνθήκες μόνιμης ανασφάλειας, την ώρα που υποδομές, σχολεία, νοσοκομεία, δημόσιες υπηρεσίες, έχουν εγκαταλειφθεί στη σταδιακή αποσάθρωση. Ακόμη και η διανομή της ανθρωπιστικής βοήθειας που κατευθύνεται στη Λιβύη, είναι αμφίβολο αν φτάνει στον προορισμό της, δεδομένης της ανυπαρξίας ενός κρατικού μηχανισμού που θα μπορούσε να τη διαχειριστεί, της εκτεταμένης διαφθοράς, αλλά και των κατεστραμμένων υποδομών (δρόμοι, γέφυρες, κλπ).
Ο ρόλος της Δύσης
Η μεγάλη παραγωγή πετρελαίου της Λιβύης την κρατάει σταθερά στο κέντρο του ενδιαφέροντος μιας σειράς μεγάλων εταιρειών ενέργειας και δυτικών κρατών. Ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, η απεγνωσμένη αναζήτηση της Ευρώπης για νέες πηγές εισαγωγής υδρογονανθράκων έχει οδηγήσει τη χώρα να σχεδιάζει την αύξηση της παραγωγής από 1,2 εκατομμύρια σε 2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μέχρι το 2027. Στις αρχές Αυγούστου κυκλοφόρησε η είδηση της επιστροφής στη Λιβύη μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών όπως η ENI και η BP μετά από πολυετή απουσία από τη χώρα και την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της.
Ανάλογα με τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους, επιχειρήσεις και κράτη από τα οποία προέρχονται, υποστηρίζουν μια από τις δύο αντίπαλες πλευρές στο εσωτερικό της Λιβύης, ενισχύοντας τις συγκρούσεις και τη διάλυση. Λίγες μέρες μετά τις πλημμύρες, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε ότι θα δώσει 500.000 ευρώ για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών των πληγέντων.
Ωστόσο η πλημμύρα που χτύπησε τη βόρεια Λιβύη, όσο καταστροφική και φονική κι αν ήταν, απλά συμπληρώνει μια εικόνα ολοκληρωτικής διάλυσης. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του 2021, το συνολικό ποσό που θα απαιτούνταν για την ανοικοδόμηση της χώρας μετά από μία δεκαετία διαρκών ένοπλων συγκρούσεων βρίσκεται κοντά στα 423 δις ευρώ.
Βόρεια Αφρική: ένα ρημαγμένο τοπίο
Παρόμοια κατάσταση επικρατεί σε ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική, όπως βέβαια και στην υπόλοιπη ήπειρο, που βιώνει ακόμη τις επιπτώσεις της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης. Όπως είναι λογικό, σε αυτές τις συνθήκες κάθε καταστροφή γίνεται πολλαπλά φονική. Λίγες μέρες πριν την πλημμύρα στη Λιβύη, το Μαρόκο χτυπήθηκε από σεισμό 6,8 ρίχτερ, με τουλάχιστον 2.900 νεκρούς και 5.500 τραυματίες. Τον Ιούλη οι δασικές πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν στα σύνορα της Αλγερίας με την Τυνησία σκότωσαν δεκάδες ανθρώπους και κατέστρεψαν σπίτια και περιουσίες.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, οι «φυσικές καταστροφές» επηρεάζουν τα πιο φτωχά στρώματα του πληθυσμού, τους ανθρώπους που δεν είναι σε θέση να χτίσουν σπίτια ανθεκτικά στους σεισμούς και τις πλημμύρες, που ζουν στοιβαγμένοι σε παραγκουπόλεις, ευάλωτοι σε κάθε «θεομηνία», όπως τις αποκαλούν εκ των υστέρων οι κυβερνήσεις που άφησαν τον κόσμο να πνιγεί και να καεί. Δίπλα σε όλα αυτά, οι πληθυσμοί αυτών των χωρών βλέπουν καθημερινά τη φτώχεια να μεγαλώνει. Στην Αίγυπτο για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με ακραία άνοδο των τιμών των τροφίμων, που τον Αύγουστο ξεπέρασε το 70% σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
Ούτε οι διεφθαρμένες τοπικές κυβερνήσεις, ούτε η υποκριτική βοήθεια της Δύσης πρόκειται να σώσουν τους λαούς αυτών των χωρών από τη φτώχεια, τους πολέμους και τη συνεχή ανασφάλεια. Μόνο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και η νεολαία μπορούν να δώσουν λύση στα αδιέξοδά τους, ολοκληρώνοντας αυτό που έμεινε στη μέση: ανατρέποντας τα αυταρχικά, διεφθαρμένα καθεστώτα της περιοχής, όχι για να αντικατασταθούν από άλλα παρόμοια όπως συνέβη σε όλες τις χώρες της Αραβικής Άνοιξης, αλλά από τις ίδιες τις κοινωνίες, τα αιτήματα και τις ανάγκες τους.