Οι πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται στους λαούς τις Ευρώπης δέχθηκαν νέο πλήγμα στο θεωρητικό τους υπόβαθρο
Μόλις προ εξαμήνου, το ΔΝΤ αναγκάστηκε να παραδεχθεί ότι μέχρι σήμερα υποεκτιμούσε τις επιπτώσεις της λιτότητας στις οικονομίες. Ο λεγόμενος δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής υπολογιζόταν στο επίπεδο των 0,5 μονάδων. Αν δηλαδή ληφθούν μέτρα λιτότητας 1 δισ. €, το ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα μειωθεί 500 εκ. €.
Σύμφωνα όμως με νεώτερους υπολογισμούς, ο πολλαπλασιαστής κινείται μεταξύ 0,9-1,7 μονάδων. Ανάλογα με την περίπτωση, δηλαδή, η λήψη μέτρων λιτότητας 1 δισ. ευρώ μπορεί να μειώσει το ΑΕΠ από 900 εκατ. μέχρι 1,7 δισ. ευρώ.
Νέο πλήγμα
Τώρα είναι η σειρά να παραδεχθεί ότι έσφαλε και ο Κένεθ Ρογκόφ – καθηγητής σήμερα στο Χάρβαρντ και πρώην (προ δεκαετίας) επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ. Σε αυτόν, μάλιστα, είχε επικεντρώσει την κριτική του ο Γιόζεφ Στίγκλιτς, όταν εγκατέλειψε το τιμόνι της Παγκόσμιας Τράπεζας αποκηρύσσοντας τις πολιτικές της (2000) και λαμβάνοντας βραβείο Νόμπελ (2001).
Ο Ρογκόφ, με τη συνάδελφό του στο Χάρβαρντ, Κάρμεν Ράινχαρτ, δημοσίευσαν το 2010 άρθρο στην πλέον καταξιωμένη επιθεώρηση της οικονομικής επιστήμης, την American Economic Review. Σε αυτό μελετούσαν τη σχέση του δημόσιου χρέους με την ανάπτυξη, χρησιμοποιώντας ένα δείγμα δεκάδων οικονομιών και στοιχεία για τρεις αιώνες.
Το συμπέρασμά τους για τις επιδόσεις 20 αναπτυγμένων οικονομιών μεταπολεμικά ήταν ότι όταν το δημόσιο χρέος είναι μικρότερο του 30% του ΑΕΠ, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώνεται στο 4,1%. Για χρέος από 30% μέχρι 90% η μέση ανάπτυξη είναι 2,8% και για χρέος μεγαλύτερου του 90% το ΑΕΠ οριακά συρρικνώνεται (0,1%).
Το επιχείρημα αυτό χρησιμοποιήθηκε συχνά από υπέρμαχους των πολιτικών λιτότητας (ακόμα και στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ).
Ένας διδακτορικός φοιτητής…
Ο διδακτορικός φοιτητής του πανεπιστημίου Άμχερστ στη Μασαχουσέτη, Τόμας Χέρντον, αποφάσισε να ελέγξει τους υπολογισμούς και τη μεθοδολογία των καθηγητών του Χάρβαρντ.
Μαζί με τους καθηγητές του Άμχερστ, Μίκαελ Ας και Ρόμπερτ Πολίν, δημοσίευσαν το 2012 άρθρο στην επίσης καταξιωμένη επιθεώρηση Journal of Economic Perspectives, όπου αποδεικνύουν ότι η μεθοδολογία των Ρογκόφ και Ράινχαρτ ήταν «επιλεκτική» και «μη συμβατική».
Για παράδειγμα, η 19χρονη εμπειρία της Βρετανίας με υψηλό δημόσιο χρέος (από το 1946 έως το 1964 το χρέος ήταν άνω του 90% του ΑΕΠ και η μέση ανάπτυξη 2,4%) είχε την ίδια βαρύτητα με την εμπειρία ενός έτους της Ν. Ζηλανδίας με χρέος άνω του 90% (το 1951, όταν το ΑΕΠ συρρικνώθηκε 7,6%).
Σύμφωνα με τους διορθωμένους υπολογισμούς, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης για χρέος μέχρι 30% είναι όντως 4,2%, για χρέος από 30% έως 60% είναι 3,1%, για χρέος από 60% έως 90% είναι 3,2% και για χρέος άνω του 90% προκύπτει ανάπτυξη 2,2%.
Οι δύο καθηγητές του Άμχερστ, σε άρθρο τους στους Financial Times, υποστηρίζουν ότι το σημαντικό δεν είναι τόσο το διαφορετικό αποτέλεσμα όσο η διαφορά στον τρόπο προσέγγισης:
«Τα στοιχεία μας απέδειξαν ότι πρέπει να αναρωτηθούμε εάν η χαμηλή ανάπτυξη ήταν η αιτία ή η συνέπεια του υψηλότερου χρέους».
Εντοπίστηκαν ακόμα και υπολογιστικά σφάλματα: Στον υπολογισμό του μέσου όρου για την ανάπτυξη, η σχετική εντολή στο πρόγραμμα Excel ήταν… λανθασμένη. Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο των Ρογκόφ και Ράινχαρτ δημοσιεύτηκε σε ειδική έκδοση της AER, που αφορούσε συνέδριο και άρα το άρθρο δεν υπέστη τον συνήθη έλεγχο από άλλους επιστήμονες προτού δημοσιευτεί.
Σε κάθε περίπτωση, το πλήγμα στο γόητρο της έγκυρης επιθεώρησης είναι σημαντικό. Ακόμα μεγαλύτερο, βέβαια, είναι το πλήγμα στην θεωρητική θεμελίωση των ακολουθούμενων πολιτικών λιτότητας.
Οι θεωρητικές «περγαμηνές» είναι απαραίτητες για να μετατραπούν οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις σε επιστημονικές διδαχές. Στον δημόσιο διάλογο των δυτικών κοινωνιών οι θρησκευτικές διδαχές υποτίθεται ότι έχουν αντικατασταθεί από εκείνες της επιστήμης.
Ακαδημαϊκή κοινότητα, Μέσα «Ενημέρωσης» και πολιτικοί επικαλούνται την επιστήμη για να μετατρέψουν την νεοφιλελεύθερη ατζέντα στο θρησκευτικό δόγμα της εποχής, που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.
Ακριβώς έτσι τον 17ο αιώνα, η καθολική εκκλησία επέμενε ότι ο ήλιος γυρίζει γύρω από τη γη. Κατάφερε να… πείσει ακόμα και τον Γαλιλαίο να αποκηρύξει τις απόψεις του, κατηγορώντας τον ως αιρετικό.
Δεν κατάφερε, όμως, να εμποδίσει για πολύ την αποκάλυψη της αλήθειας ούτε τη σταδιακή επικράτηση της επιστήμης επί της θρησκείας.