Συνέντευξη με τον Κώστα Παλούκη, ιστορικό, μέλος της οργάνωσης «Κομμουνιστική Απελευθέρωση»

- Πρόσφατα βρέθηκαν ομαδικοί τάφοι εκτελεσμένων στις Συκίες Θεσσαλονίκης, που χρονολογούνται την περίοδο του Εμφυλίου. Μπορείς να μας δώσεις περισσότερες πληροφορίες για τα ευρήματα;
Πρόσφατες ανασκαφές στις Συκιές Θεσσαλονίκης έφεραν στο φως έξι ομαδικούς τάφους, που περιείχαν συνολικά 33 σκελετούς εκτελεσμένων πολιτικών κρατουμένων από την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου (1946–1949). Οι τάφοι εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια εργασιών ανάπλασης στο Πάρκο Εθνικής Αντίστασης, απέναντι από το Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ), το οποίο λειτουργούσε τότε ως φυλακή για πολιτικούς κρατούμενους. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν σκελετούς ανδρών και γυναικών, μερικοί από τους οποίους έφεραν σημάδια από εκτελέσεις, όπως οπές στα κρανία από «χαριστικές βολές». Σε έναν από τους τάφους βρέθηκαν υπολείμματα γυναικείου παπουτσιού, υποδηλώνοντας την παρουσία γυναικών μεταξύ των εκτελεσθέντων. Είναι η πρώτη φορά που εντοπίζονται οργανωμένοι μαζικοί τάφοι θυμάτων του Εμφυλίου Πολέμου σε αστικό ιστό. Συνολικά, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου έχουν καταγραφεί περίπου 3.400 εκτελέσεις, αλλά δεν είναι γνωστός ο αριθμός ανά φυλακή.
- Διαβάζουμε ότι υπήρχαν μαρτυρίες αγωνιστών και εκτιμήσεις ιστορικών ότι στην περιοχή της πλατείας Εθνικής Αντίστασης γίνονταν μαζικές εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων από τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, οπότε αυτό τώρα επιβεβαιώνεται. Τι σηματοδοτεί η εύρεση ομαδικών τάφων για τις συνθήκες που επικρατούσαν;
Οι πρώτες εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων στο Επταπύργιο καταγράφονται ήδη από τον Ιούλιο του 1946. Ωστόσο, το 1947 και το 1948 ήταν οι χρονιές που σημειώθηκαν οι περισσότερες και οι πιο μαζικές εκτελέσεις στο Επταπύργιο. Την περίοδο αυτή, τα έκτακτα στρατοδικεία της Θεσσαλονίκης λειτουργούσαν με ιδιαίτερα εντατικούς ρυθμούς. Οι δίκες διεξάγονταν μαζικά, με δεκάδες κατηγορούμενους κάθε φορά (συχνά 20, 30 ή ακόμη και 40 άτομα), και οι καταδίκες σε θάνατο εκδίδονταν είτε ομόφωνα είτε με πλειοψηφία 4-1. Η διαδικασία ήταν σύντομη, με την εκτέλεση των ποινών να ακολουθεί συνήθως λίγες ημέρες μετά την απόφαση. Η πλειονότητα των συλληφθέντων καταδικάστηκε βάσει δύο εξαιρετικά αυστηρών νομοθετικών διαταγμάτων της εποχής, το Γ’ Ψήφισμα του 1946 «Περί εκτάκτων μέτρων αφορώντων τη Δημοσίαν τάξιν και ασφάλειαν», το οποίο στόχευε άμεσα πολιτικές και κοινωνικές ομάδες που θεωρούνταν επικίνδυνες από το κράτος και τον Αναγκαστικό Νόμο 509 του 1947 «Περὶ μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών», που θέσπιζε την παρανομία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ) και άλλων αριστερών οργανώσεων. Σχεδόν όλοι οι εκτελεσθέντες στις Συκιές κατηγορήθηκαν είτε ως μέλη και στελέχη του ΚΚΕ, το οποίο βρισκόταν τότε εκτός νόμου, είτε ως μαχητές και συνεργάτες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Αυτοί οι άνθρωποι, που μέσα στην Κατοχή είχαν ρισκάρει τη ζωή τους, που είχαν βιώσει καθημερινά τη βία, την πείνα, τον φόβο, που είχαν αγωνιστεί ενάντια στους κατακτητές με την πεποίθηση ότι προσφέρουν στον λαό και στην πατρίδα τους, ένιωθαν τώρα ότι όχι μόνο διαψεύδονταν οι προσδοκίες τους για απελευθέρωση και δικαιοσύνη, αλλά ότι η ιστορία γύριζε κυριολεκτικά ανάποδα. Από θύματα και αγωνιστές της αντίστασης, μετατρέπονταν απότομα σε εγκληματίες, προδότες, και εχθρούς του έθνους, ενώ οι συνεργάτες των Γερμανών εμφανίζονταν ως τιμητές και εκτελεστές της νέας πολιτικής και κοινωνικής τάξης.

Οι επιστολές των μελλοθάνατων που έχουν διασωθεί δείχνουν πως οι αγωνιστές βίωναν την εκτέλεσή τους από συνεργάτες των Γερμανών ως μια βαθιά προδοσία όχι μόνο απέναντι στους ίδιους, αλλά και απέναντι στον αγώνα, στην ιστορία, και στην κοινωνία συνολικά. Έτσι, η τραγικότητα της στιγμής αυτής δεν ήταν μόνο προσωπική, αλλά βαθιά ιστορική και πολιτική: δεν εκτελούταν απλώς ένας αγωνιστής, αλλά το ίδιο το νόημα της αντίστασης, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Η αποφασιστικότητα με την οποία οι μελλοθάνατοι αντιμετώπιζαν το εκτελεστικό απόσπασμα ήταν η έμπρακτη επιβεβαίωση ότι η ζωή και ο θάνατός τους είχαν βαθύ νόημα μόνο μέσα από την ταύτισή τους με ένα συλλογικό σκοπό. Η μεγαλύτερη αγωνία για έναν αγωνιστή δεν ήταν ο ίδιος ο θάνατος, αλλά η πιθανή απώλεια του νοήματος που τον στήριζε απέναντι στην απόλυτη βία της εξουσίας. Έτσι, η επιλογή του θανάτου ως θυσία ήταν το μόνο μέσο για να διατηρηθεί ακέραια η ταυτότητα, η αξιοπρέπεια και το ιδεολογικό-πολιτισμικό «σύμπαν» που τον διαμόρφωσε. Στον αντίποδα αυτής της στάσης, οι προσωπικές επιστολές προς τους οικείους τους αποκαλύπτουν την ανθρώπινη πλευρά της εμπειρίας απέναντι στο θάνατο. Εκεί κυριαρχεί η πικρία της απουσίας, ο πόνος του χωρισμού και η επίγνωση των προσωπικών τραυμάτων που δημιούργησε ο εγκλεισμός. Ωστόσο, ακόμα και μέσα από αυτές τις προσωπικές στιγμές, η βασική διαχείριση του θανάτου παρέμενε η ίδια: ο κρατούμενος, για να αντέξει, έπρεπε να διαφυλάξει τη συνοχή του νοήματος που είχε δώσει στη ζωή του.
- Ποια ήταν η πολιτική κατάσταση στην περιοχή την περίοδο εκείνη;
Η έκταση των εκτελέσεων που πραγματοποιήθηκαν, την περίοδο 1947-1948, υπερβαίνει κατά πολύ κάθε προηγούμενη πολιτική ή εμφύλια αντιπαράθεση στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Τα προηγούμενα 120 χρόνια, η Ελλάδα είχε γνωρίσει αρκετές εμφύλιες και κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις (όπως οι εμφύλιες διαμάχες κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, ο εμφύλιος του 1843-1844, ο Εθνικός Διχασμός της δεκαετίας του 1910, οι εντάσεις της Μεσοπολεμικής περιόδου και η εξέγερση των Δεκεμβριανών). Παρά τη δραματική εικόνα που συχνά δίνει ο εθνοποιητικός δημόσιος λόγος σε αυτές τις περιόδους, τα πραγματικά ανθρώπινα θύματα ήταν αριθμητικά ελάχιστα συγκριτικά με τις μαζικές εκτελέσεις της περιόδου 1946-1949. Ακόμα και περίοδοι έντονου πολιτικού αυταρχισμού, όπως η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1941), δεν προκάλεσαν μαζικές εκτελέσεις πολιτικών αντιπάλων. Ενδεχομένως, το πλέγμα συγγενικών, προσωπικών και κοινοτικών σχέσεων που χαρακτήριζε έντονα την ελληνική κοινωνία λειτουργούσε ως παράγοντας μετριασμού της πολιτικής βίας. Η πρωτοφανής ένταση και έκταση της πολιτικής βίας μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα αν την εντάξουμε στο πλαίσιο μιας γενικευμένης και βαθιάς αίσθησης απειλής που βίωνε το κυρίαρχο πλέγμα εξουσίας που είχε αναδυθεί κατά την περίοδο της Κατοχής. Αυτές οι μορφές εξουσίας αποτελούνταν συχνά από ένα μείγμα παραδοσιακών ελίτ, οικονομικών παραγόντων και συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων, οι οποίες επωφελήθηκαν από τις συνθήκες που δημιούργησε η κατοχική πραγματικότητα. Παράλληλα, η ριζοσπαστικοποίηση ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας, κυρίως μέσα από τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, δημιούργησε ένα αντίπαλο δέος, μια πραγματική απειλή για την προπολεμική κοινωνική και πολιτική τάξη πραγμάτων. Η απελευθέρωση της χώρας και η επακόλουθη κρίση εξουσίας το 1944-1945, ιδιαίτερα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, κατέστησε σαφές στις δυνάμεις που είχαν ευνοηθεί την περίοδο της Κατοχής ότι διακυβεύονταν τα προνόμια, η ισχύς και η κοινωνική τους θέση. Έτσι, με την έναρξη του εμφυλίου το 1946, η σύγκρουση απέκτησε μια ιδιαίτερα έντονη και εκδικητική διάσταση. Για τις κυρίαρχες ελίτ, δεν επρόκειτο μόνο για μια ιδεολογική ή πολιτική διαμάχη, αλλά για μια σύγκρουση ζωτικής σημασίας που αφορούσε την επιβίωση του ίδιου του κοινωνικού καθεστώτος και των ατομικών συμφερόντων τους. Ακόμη και στην περίπτωση που εξετάσουμε το ενδεχόμενο μιας πολιτικής ενσωμάτωσης των ανθρώπων του ΕΑΜικού κινήματος στο μεταπολεμικό πολιτικό και κομματικό σκηνικό της Ελλάδας, χωρίς αυτή η ενσωμάτωση να προκύψει ως συνέπεια νίκης του ΕΑΜ, θα συναντήσουμε ένα κρίσιμο και ανυπέρβλητο πολιτικό εμπόδιο: την ανάγκη λογοδοσίας και εκκαθάρισης με τους δωσίλογους και τα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί κατά την Κατοχή.
Η ενδεχόμενη ένταξη των ΕΑΜικών δυνάμεων στον μεταπολεμικό κρατικό μηχανισμό ή έστω η εξασφάλιση στοιχειώδους κοινωνικής και πολιτικής ειρήνης, προϋπέθετε αναπόφευκτα την ηθική και πολιτική κάθαρση απέναντι σε όσους είχαν συνεργαστεί ενεργά με τις κατοχικές δυνάμεις, τους λεγόμενους «δωσίλογους». Το αίτημα αυτό δεν ήταν απλώς μια συμβολική ή πολιτική απαίτηση. Αντίθετα, ήταν βαθιά ριζωμένο στη συλλογική συνείδηση του ελληνικού λαού, λόγω της τραυματικής εμπειρίας της κατοχικής βίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης, των μαζικών εκτελέσεων και του λιμού. Η επιβίωση του κοινωνικού ιστού μετά από μια τόσο βαθιά τραυματική περίοδο θα ήταν αδύνατη χωρίς την απόδοση δικαιοσύνης. Τα ίδια τα φυσικά πρόσωπα—θύτες και θύματα—δεν ήταν σε θέση να συνυπάρξουν αρμονικά χωρίς κάποια μορφή λογοδοσίας και κάθαρσης, καθώς οι εμπειρίες της Κατοχής είχαν δημιουργήσει αγεφύρωτα ρήγματα και βαθιά προσωπικά μίση. Η ύπαρξη δωσίλογων στους ίδιους κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους με τα θύματα ή με μέλη του ΕΑΜικού κινήματος θα αποτελούσε διαρκή υπενθύμιση των εγκλημάτων και της ατιμωρησίας. Με άλλα λόγια, μια πραγματική κοινωνική ανακωχή, υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν πρακτικά ανέφικτη. Έτσι, η σύγκρουση έλαβε αναγκαστικά έναν υπαρξιακό χαρακτήρα: έπρεπε να εξοντωθεί είτε η μία πλευρά είτε η άλλη, καθώς δεν υπήρχε έδαφος για αμοιβαίες «χάρες» ή πολιτικές υποχωρήσεις. Ιδιαίτερα από την πλευρά των δωσίλογων και των συμμάχων τους, η πιθανότητα επιβίωσης εντός μιας κοινωνίας που θα απέδιδε δικαιοσύνη ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Έτσι, το ξέσπασμα της βίας και η επιλογή της φυσικής εξόντωσης των αντιπάλων έγινε για εκείνους μια στρατηγική επιβίωσης και διατήρησης της εξουσίας που είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν την περίοδο της Κατοχής. Ήταν το ακραίο αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης όπου το διακύβευμα ήταν η ίδια η δυνατότητα ύπαρξης ενός από τα δύο μέρη. Δεν υπήρχε επομένως κανένα περιθώριο για συμβιβασμούς
- Ποιες ήταν οι αντιδράσεις του Υπουργείου Πολιτισμού σε σχέση με τα ευρήματα και την ανασκαφή;
Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν επίσημες δηλώσεις ή ανακοινώσεις από το Υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας σχετικά με τα ευρήματα των ομαδικών τάφων στις Συκιές Θεσσαλονίκης. Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Πόλης Θεσσαλονίκης συνέδραμε στις αρχικές ανασκαφές, αλλά δεν προχώρησε περαιτέρω, καθώς τα ευρήματα δεν εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της λόγω της νεότερης χρονολόγησής τους. Αντίθετα, ο Δήμος Νεάπολης-Συκεών έχει αναλάβει ενεργό ρόλο στην ανάδειξη και διερεύνηση των ευρημάτων. Ο δήμαρχος, Σίμος Δανιηλίδης, έχει ζητήσει την επέκταση των ανασκαφών στην ευρύτερη περιοχή του Πάρκου Εθνικής Αντίστασης, εκτιμώντας ότι υπάρχουν και άλλοι ομαδικοί τάφοι. Επιπλέον, ο δήμος παρέχει τη δυνατότητα σε συγγενείς των θυμάτων να υποβληθούν σε τεστ DNA για την ταυτοποίηση των σκελετών. Η απουσία επίσημης αντίδρασης από την πλευρά της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και ειδικότερα του Υπουργείου Πολιτισμού δεν είναι απλώς μια παράλειψη. Το κυβερνητικό κόμμα, πέρα από την ιστορική του σύνδεση με την πολιτική παράταξη που νίκησε στον εμφύλιο, δεν έχει αποστασιοποιηθεί επαρκώς από τη ρητορική της αναπαραγωγής του εμφυλιοπολεμικού μίσους, ακόμα και στο σύγχρονο πολιτικό τοπίο. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σημερινού κυβερνητικού εκπροσώπου Παύλου Μαρινάκη, ο οποίος σε μια στιγμή έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης κατά τη διάρκεια της περιόδου των αντιμνημονιακών κινημάτων απευθύνθηκε στον Αλέξη Τσίπρα με τη φράση «Τσίπρα, αν ζούσαμε στον εμφύλιο από μένα θα πήγαινες». Η δήλωση αυτή δεν ήταν ένα μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά η συμπύκνωση μιας βαθιάς πολιτικής και ιδεολογικής αντίληψης που βλέπει στον Εμφύλιο ένα ιστορικό προηγούμενο που συνεχίζει να οριοθετεί πολιτικά και κοινωνικά τη χώρα, ακόμα και σήμερα. Συνεπώς, το επιχείρημα περί λήθης και της ανάγκης να «ξεχάσουμε τις διχαστικές εποχές» αποδεικνύεται στην πράξη ψευδεπίγραφο, καθώς δεν πρόκειται για μια πραγματική και ειλικρινή προσπάθεια κοινωνικής συμφιλίωσης και επούλωσης τραυμάτων, αλλά για μια επιλεκτική στρατηγική λήθης, η οποία εξυπηρετεί πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες ενός σύγχρονου «αντεπαναστατικού καθεστώτος» που κέρδισε τις εκλογές με το σύνθημα ποτέ ξανά «αριστερά στην εξουσία», ακόμη και εάν στην πράξη, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν καμία μορφή απειλής. Έτσι, η λήθη που προβάλλεται από τη συγκεκριμένη πολιτική πλευρά δεν είναι συμφιλιωτική αλλά μονομερής, στοχεύοντας να διαγράψει επιλεκτικά τις ενοχλητικές ιστορικές αλήθειες που αμφισβητούν την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία των νικητών του Εμφυλίου οι οποίοι συνεχίζουν να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο.
Η αποκάλυψη των μαζικών τάφων επίσης κατακρημνίζει με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο τη θεωρία των «δύο άκρων» και της δήθεν εγγενούς βίας της Αριστεράς. Μια σειρά από διανοούμενοι της Δεξιάς -είτε με το περίβλημα ακαδημαϊκής αυθεντίας είτε ως δημόσιοι σχολιαστές- επιχείρησαν επί χρόνια να εξισώσουν ηθικά και πολιτικά τη βία των δύο πλευρών στον εμφύλιο, αναδεικνύοντας τη λεγόμενη «κόκκινη βία» ως δήθεν αποκαλυπτική της βαθιάς βίαιης φύσης της Αριστεράς. Η αποκάλυψη όμως της έκτασης, της μεθοδικότητας και του οργανωμένου χαρακτήρα της κρατικής και παρακρατικής βίας που ασκήθηκε ενάντια στους αγωνιστές του ΕΑΜ και του Δημοκρατικού Στρατού καταρρίπτει ριζικά την ψευδεπίγραφη αυτή θεωρία. Οι ομαδικοί τάφοι δεν αφήνουν κανένα περιθώριο αμφιβολίας: η βία του εμφυλίου ήταν πρωτίστως κρατική, οργανωμένη και συστηματική, και ασκήθηκε μαζικά ενάντια σε ανθρώπους που είχαν αγωνιστεί ενάντια στον κατακτητή. Αυτή η πραγματικότητα υπογραμμίζει πως η θεωρία των δύο άκρων ήταν ένα ιδεολογικό εργαλείο που στόχευε να αποκρύψει την ιστορική αλήθεια των μαζικών εγκλημάτων του εμφυλιακού κράτους και να νομιμοποιήσει τη βία των νικητών, εξισώνοντας θύτες και θύματα.
Παρόμοιες ανακαλύψεις είναι γνωστές στην Ισπανία, όπου η εκταφή και ταυτοποίηση θυμάτων της δικτατορίας του Φράνκο και του Ισπανικού Εμφυλίου αποτελούν εδώ και δεκαετίες βασικό αντικείμενο ιστορικής έρευνας, κοινωνικών κινημάτων και θεσμικής αναγνώρισης. Συγκεκριμένα, μετά το θάνατο του Φράνκο το 1975 και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, για αρκετές δεκαετίες η Ισπανία εφάρμοσε μια πολιτική «λήθης» και σιωπής, γνωστή ως «Pacto del Olvido» (Σύμφωνο της Λήθης), με στόχο την αποφυγή ανακίνησης του εμφυλιακού παρελθόντος. Αυτή η πολιτική άρχισε να αμφισβητείται έντονα στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και κυρίως στις αρχές του 21ου αιώνα, με την εμφάνιση ισχυρών κοινωνικών κινημάτων («Asociaciones para la Recuperación de la Memoria Histórica», δηλαδή Ενώσεις για την Ανάκτηση της Ιστορικής Μνήμης), που ζητούσαν τη διερεύνηση και την αναγνώριση των χιλιάδων θυμάτων που παρέμεναν θαμμένα σε ανώνυμους, συχνά πρόχειρους ομαδικούς τάφους. Η κατάσταση άλλαξε καθοριστικά το 2007 με την ψήφιση του νόμου για την «Ιστορική Μνήμη» (Ley de Memoria Histórica), που θεσμοθέτησε τη διαδικασία αναζήτησης, ανασκαφής και εκταφής των θυμάτων, καθώς και την αποκατάσταση και αναγνώριση των θυμάτων του φρανκισμού. Μέχρι σήμερα, έχουν εντοπιστεί πάνω από 2.000 ομαδικοί τάφοι και έχουν εκταφεί χιλιάδες σκελετοί, ενώ πολλές οικογένειες έχουν κατορθώσει να ταυτοποιήσουν συγγενείς τους που ήταν αγνοούμενοι για δεκαετίες. Αντίστοιχα, στο Παρίσι, η ανακάλυψη ομαδικών τάφων θυμάτων της Κομμούνας, κυρίως στο νεκροταφείο Περ-Λασέζ, συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αποτελεί ζήτημα ιστορικής μνήμης και πολιτικής αναγνώρισης. Χιλιάδες Κομμουνάροι είχαν εκτελεστεί μαζικά από τις κυβερνητικές δυνάμεις στη λεγόμενη «Ματωμένη Εβδομάδα» του Μαΐου του 1871, και πολλοί τάφηκαν ανώνυμα σε μεγάλους, πρόχειρους ομαδικούς τάφους. Η ανάδειξη και η μνημόνευση αυτών των τάφων συνδέεται με μια ευρύτερη προσπάθεια για την ιστορική δικαίωση των θυμάτων και την αναγνώριση των επαναστατικών γεγονότων.
- Τι πρέπει να κάνουν οι δυνάμεις του κινήματος και της ανατρεπτικής Αριστεράς για να διατηρηθεί η ιστορική μνήμη;
Η αντικαπιταλιστική και κομμουνιστική Αριστερά στην Ελλάδα οφείλει να θέσει την ιστορική μνήμη του Εμφυλίου Πολέμου και των μαζικών εκτελέσεων στο επίκεντρο της πολιτικής και κινηματικής της δράσης, όχι ως ζήτημα παρελθοντολογίας, αλλά ως ζήτημα στο παρόν. Όπως οι ισπανικές «Ενώσεις για την Ανάκτηση της Ιστορικής Μνήμης», η ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά χρειάζεται να δημιουργήσει δίκτυα οικογενειών εκτελεσμένων, ιστορικών, αρχαιολόγων, καλλιτεχνών και αγωνιστών, με σκοπό την ταυτοποίηση των θυμάτων των μαζικών εκτελέσεων, την τεκμηρίωση της κρατικής και παρακρατικής βίας, και την εγκαθίδρυση τόπων μνήμης, όπως μνημεία, μουσεία, επετειακές τελετές και πολιτιστικές δράσεις. Η ψήφιση ενός ελληνικού «Νόμου για την Ιστορική Μνήμη», στα πρότυπα του ισπανικού νόμου του 2007, πρέπει να αποτελέσει κεντρικό πολιτικό αίτημα. Ένας τέτοιος νόμος θα περιλαμβάνει την άμεση διερεύνηση και ανασκαφή ομαδικών τάφων, την αποκατάσταση των εκτελεσμένων και φυλακισμένων, και την αποκαθήλωση της ρητορικής των νικητών που κυριαρχεί στο κράτος και την επίσημη ιστορία. Όπως αποδείχθηκε στην Ισπανία με το λεγόμενο «Σύμφωνο της Λήθης», η σιωπή για τις ιστορικές αδικίες δεν είναι ουδέτερη· είναι πολιτικά στρατευμένη υπέρ των νικητών. Η ελληνική Αριστερά πρέπει να αποκαλύψει τη λειτουργία αυτής της λήθης και να απαιτήσει δημόσιο διάλογο για τη μνήμη του Εμφυλίου, όχι με όρους συμφιλίωσης χωρίς δικαιοσύνη, αλλά με όρους λογοδοσίας, ιστορικής αλήθειας και ταξικής ανάγνωσης της ιστορίας. Η ανάδειξη των μαρτύρων του ΕΑΜικού κινήματος και των εκτελεσμένων αγωνιστών του Δημοκρατικού Στρατού δεν αφορά απλώς την ιστορία, αλλά το ποιος έχει το δικαίωμα να μιλά για το σήμερα. Οι μνήμες αυτές πρέπει να επανασυνδεθούν με τον αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση. Η Αριστερά πρέπει να διεκδικήσει ηγεμονία στη μνήμη, να αποκαλύψει τη συστηματική βία του κράτους και των συνεργατών των ναζί, και να απονομιμοποιήσει τους σύγχρονους φορείς αυτής της ιδεολογίας, είτε τους φασίστες τύπου Χρυσής Αυγής είτε αυτούς που παραμένουν στην εξουσία, συχνά φορώντας το προσωπείο της «δημοκρατικής τάξης», ενώ το τσεκούρι της νιότης τους παραμένει ακονισμένο. Η μνήμη των αγωνιστών του εμφυλίου πρέπει να γίνει σημείο αναφοράς του σημερινού αντιφασιστικού αγώνα. Αυτή μπορεί να είναι η μόνη δικαίωση της θυσίας τους.