Σύντροφοι,
στα ζητήματα του προγράμματος το «Ξ» δίνει πολύ μεγάλη σημασία. Δίνουμε μεγάλη σημασία όχι μόνο στο πρόγραμμα της δικής μας οργάνωσης, αλλά και στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αποτελεί ένα συμμαχικό σχηματισμό. Ασφαλώς δεν επιδιώκουμε ταύτιση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ με τις δικές μας απόψεις. Μας ενδιαφέρει όμως πολύ, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ να δίνει ώθηση στην κοινωνία και τις αριστερές ιδέες, να έχει εσωτερική συνέπεια και ασφαλώς να μην είναι αντιφατικό ούτε με τις δικές μας απόψεις ούτε με τον εαυτό του.
Κάθε συνιστώσα και κάθε ανένταχτος αγωνιστής έχουν κάποια όρια στο πόσες «παραχωρήσεις» μπορούν να κάνουν στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός κοινού κειμένου. Τα 15 σημεία για παράδειγμα δεν μας καλύπτουν απόλυτα αλλά μας καλύπτουν σε αρκετό βαθμό ώστε να μπορούμε να βγούμε προς τα έξω και να τα υπερασπιστούμε δυνατά. Αυτό δυστυχώς δεν ισχύει για το πρόγραμμα που έχει κατατεθεί.
Στις σελίδες που ακολουθούν αναφερόμαστε μόνο στους βασικούς λόγους που μας κάνουν να δηλώνουμε αδυναμία να θέσουμε τη δική μας υπογραφή κάτω από το υπάρχον κείμενο. Δεν καταπιανόμαστε με όλα τα σημεία και δεν επιχειρούμε αναλυτικές δικές μας προτάσεις γιατί κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ένα τεράστιο κείμενο.
Προτείνουμε
Θέτουμε από την αρχή την πρόταση μας για το πώς να προχωρήσουμε.
Προτείνουμε η πανελλαδική συνάντηση του Απρίλη να αποτελεί ένα πολύ σημαντικό σταθμό της διαδικασίας συζήτησης του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι τον τελικό.
Να υπάρξει αρκετός χρόνος για συζήτηση, ζύμωση και παρεμβάσεις, με βάση το κείμενο προγράμματος και τα κείμενα των θεματικών ομάδων και επιτροπών, από τις Συνιστώσες, τις τοπικές επιτροπές και τις συνελεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Μια διαδικασία απολύτως απαραίτητη για μια συμμαχία που αποτελείται από περίπου 10 συνιστώσες και πάρα πολλούς ανένταχτους συντρόφους/ισσες.
Προτείνουμε δηλαδή να συνεχίσει η συζήτηση χωρίς βιασύνη, έτσι ώστε να μπορέσουν πραγματικά να ληφθούν υπόψη όλες οι απόψεις που θα κατατεθούν για το πρόγραμμα πριν την συνδιάσκεψη, στη διάρκεια της συνδιάσκεψης αλλά και μετά, για να καταλήξουμε σ’ ένα πρόγραμμα με τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση στην επόμενη πανελλαδική μας συνάντηση ή σε συνάντηση της Πανελλαδικής Συντονιστικής Επιτροπής, αν όλοι συμφωνούμε με αυτό. Μέχρι να καταλήξουμε στο προγραμματικό κείμενο του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό το ρόλο μπορούν να τον παίξουν τα 15 σημεία, τα οποία καλύπτουν ικανοποιητικά τις ανάγκες της περιόδου.
Και τώρα στους λόγους που μας κάνουν να διαφωνούμε με το υπάρχον κείμενο.
Γιατί διαφωνούμε
Με το πολιτικό περιεχόμενο του κειμένου διαφωνούμε σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αφορά στον γενικό ρόλο που καλείται να παίξει αυτό το κείμενο. Το δεύτερο αφορά σε ειδικά σημεία/κεφάλαια του κειμένου. Με μερικά απ’ αυτά θα καταπιαστούμε στην συνέχεια.
Σε ένα τρίτο επίπεδο διαφωνούμε με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Για εμάς αυτό δεν είναι ένα απλό και επιμέρους ζήτημα. Αφορά στην ουσία. Γιατί αν η διαδικασία συζήτησης στερείται επαρκούς χρόνου, σημαίνει αποκλεισμό της δυνατότητας παρεμβάσεων και τροποποιήσεων. Καταργείται έτσι, για εμάς, η δημοκρατική και πλατιά συμμετοχή, την οποία έχουμε συμφωνήσει ότι επιδιώκουμε γενικά σαν ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ρόλος του κειμένου και τα κεντρικά πολιτικά ερωτηματικά
Τα κεντρικά ερωτηματικά που πρέπει να μας απασχολήσουν σε σχέση με αυτό το κείμενο είναι ποιες ανάγκες καλείται να καλύψει. Ποιες ανάγκες της κοινωνίας; Ποιες ανάγκες των κινημάτων και πάνω από όλα του εργατικού; Ποιες ανάγκες της κοινωνικής βάσης και του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ; Η δική μας εκτίμηση είναι ότι, δυστυχώς το κείμενο αυτό δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες τέτοιες ανάγκες.
Το κείμενο αυτό είναι ένα κείμενο με το οποίο δεν θα μπορέσει να ασχοληθεί σοβαρά η βάση του ΣΥΡΙΖΑ και πολύ περισσότερο η κοινωνία! Δεν πρόκειται να απασχολήσει παρά μερικές εκατοντάδες συντρόφους. Δεν πρόκειται να «εξοπλίσει» ιδεολογικά και πολιτικά αγωνιστές του κινήματος, δεν πρόκειται να τους βοηθήσει «να καταλάβουν». Είναι ένα κείμενο γενικόλογο, το οποίο μιλά πολλές φορές για «σοσιαλισμό», αλλά στο οποίο κυριαρχούν οι αντιλήψεις της διαχείρισης. Είναι ένα κείμενο στο οποίο υπάρχουν πολλές ασάφειες, πολλά κενά και αντιφάσεις.
Κατά τη γνώμη μας, τα προγραμματικά κείμενα πρέπει να γράφονται για να βοηθούν στο ξεκαθάρισμα ιδεών, να εξοπλίζουν κινήματα και να βοηθούν την συνείδηση να προχωρήσει. Γράφονται για να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Αν δεν το καταφέρουν αυτό, τότε παίζουν τον ακριβώς αντίθετο ρόλο: μπερδεύουν και θολώνουν την αντίληψη. Αν για παράδειγμα το κείμενο προτείνει τη στρατηγική για το σοσιαλισμό, τότε ο μέσος αγωνιστής θα αφήσει αυτό το κείμενο στην άκρη, γιατί ούτε ποιος είναι ο στρατηγικός στόχος θα κατανοήσει ούτε τον τρόπο με τον οποίο θα φτάσει σ’ αυτόν. Το ίδιο ισχύει για πολλά άλλα σημεία, είτε γενικού χαρακτήρα είτε ειδικού. Αν δεν μπορούμε να θέσουμε κάποια ζητήματα με καθαρότητα είναι καλύτερα να τα αφήσουμε για μετά ή απλά να καταγράψουμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις και να ανοίξουμε μια δημιουργική και ζωντανή συζήτηση μέσα στις γραμμές μας και μέσα στην κοινωνία.
Το κείμενο όμως αυτό φέρει σε πέρας με επιτυχία ένα ρόλο: «εξαφανίζει» το κείμενο των 15 σημείων. Τα 15 σημεία, μπορεί γενικά να παραμένουν στο κείμενο, χρειάζεται όμως μικροσκόπιο για να τα ανακαλύψεις. Αυτό δεν είναι δευτερεύον ζήτημα, καθώς το κείμενο των 15 σημείων είναι ένα σημαντικό κείμενο για την κοινωνία και τα κινήματα. Καταπιάνεται με θέματα που απασχολούν τον κόσμο σήμερα. Καταπιάνεται μ’ αυτά συγκεκριμένα και δίνει κατευθύνσεις. Είναι δηλαδή ένα προγραμματικό κείμενο που ανταποκρίνεται σε υπαρκτές ανάγκες.
Αυτοί είναι κατ’ αρχήν, οι πολιτικοί λόγοι για τους οποίους δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε το κείμενο.
Ζητήματα διαδικασίας και δημοκρατίας
Σε συζήτηση η οποία έγινε στην κεντρική γραμματεία, αρχικά συμφωνήθηκε (πρόταση Α. Νταβανέλου, αποδοχή από υπόλοιπους) ότι δεν υπήρχε δυνατότητα για ένα πλήρες προγραμματικό κείμενο και επομένως, αυτό που θα έπρεπε να γίνει, ήταν η ενίσχυση των «15 σημείων» – με επέκταση του προοιμίου και κάλυψη κάποιων κενών που πιθανά υπήρχαν. Αυτό κατά τη γνώμη μας θα ήταν το σωστό. Αντί όμως για αυτό κατατέθηκε ένα κείμενο εντελώς διαφορετικό και πολύ μεγαλύτερο.
Το κείμενο αυτό μοιράστηκε και σε μερικές ημέρες έπρεπε συνιστώσες και άτομα να καταθέσουν γραπτές προτάσεις πράγμα σχεδόν αδύνατον καθώς πρόκειται για ένα μεγάλο σε μέγεθος και συμπυκνωμένο κείμενο 55 σελίδων. Ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα ενιαίο κόμμα, θα ήταν δυνατό να ζητείται η έγκριση του προγράμματός του από τη γραμματεία μέσα σε μία βδομάδα ή 10 μέρες; Μπορεί ένα τόσο σοβαρό κείμενο να μελετηθεί και να συμφωνηθεί, μέσα σε τόσο λίγο χρόνο; Ιδιαίτερα όμως όταν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ενιαίο κόμμα, αλλά μια συμμαχία συνιστωσών και πολλών ανένταχτων συντρόφων/σων, είναι φανερό ότι οι διαδικασίες αυτές είναι εξαιρετικά πιο δύσκολες. Επομένως είναι όχι μόνο αδύνατο, αλλά για μας είναι αδιανόητο και εξωφρενικό, να ασκείται τέτοια πίεση για έγκριση του κειμένου.
Έλλειμμα σε επίπεδο γραμματείας
Και οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν το επιβεβαιώνουν. Η επιτροπή προγράμματος αναγκάστηκε κάτω από όλη αυτή την πίεση να κάνει μια δουλειά «στο πόδι» και χωρίς να έχει καταλήξει στην ουσία σε συμφωνία, στη συνέχεια καλέστηκε σύσκεψη της γραμματείας (Σάββατο 14 Μαρτίου) για να εγκρίνει το τελικό κείμενο. Εκεί αποκαλύφθηκε πως μια σειρά συνιστώσες δεν είχαν πάρει καν το κείμενο: το «Ξ», το «Κόκκινο» και η «Ρόζα»(πιθανά να υπάρχουν κι’ άλλοι οι οποίοι δεν είχαν πάρει το κείμενο απλά δεν αναφέρθηκε αυτό). Να σημειώσουμε επίσης, ότι από αυτή τη σύσκεψη έλειπε πολύ μεγάλος αριθμός μελών της γραμματείας (την ίδια μέρα γινόντουσαν για παράδειγμα θεματικές, όπως της Παιδείας και των Δικαιωμάτων). Παρόλα αυτά το κείμενο έπρεπε να τελειώσει εκείνη την ημέρα! Γιατί; Είναι αυτές διαδικασίες που αντιστοιχούν στη σοβαρότητα με την οποία θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να βγει στην κοινωνία;
Με το μαχαίρι στο λαιμό, δεν μπορεί να ζητείται από συνιστώσες και άτομα η υπογραφή τους σε τόσο σοβαρά κείμενα, όπως είναι το πρόγραμμα. Το κείμενο για τα 15 σημεία, π.χ., απασχόλησε τη γραμματεία για περισσότερους από δυόμισι μήνες. Πώς λοιπόν ήταν δυνατόν, μέσα σε μια βδομάδα, να υπάρξει συμφωνία σε ένα κείμενο πολύ μεγαλύτερο και πιο σύνθετο;
Αλλά το ζήτημα της διαδικασίας δεν αφορά μόνο τη γραμματεία.
Έλλειμμα σε επίπεδο τοπικών επιτροπών και συνελεύσεων
Πόσες τοπικές επιτροπές και συνελεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ θα συζητήσουν πραγματικά το κείμενο;
Όλες οι τοπικές συνελεύσεις καλούνται μέσα σε 20 μέρες να διαβάσουν το κείμενο και να κάνουν μία συνεδρίαση για το θέμα. Πιστεύει κανείς ότι θα έχει ουσία και περιεχόμενο αυτή η συνάντηση; Ότι μέσα σε αυτά τα στενά χρονικά περιθώρια, θα μπορέσει να γίνει μια πλατιά και ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων; Ότι μέσα στα ίδια στενά χρονικά περιθώρια, θα μπορέσουν να γίνουν από τις τοπικές συνελεύσεις παρεμβάσεις πάνω στο κείμενο, τη στιγμή μάλιστα που η οποιαδήποτε απόφαση σε επίπεδο τοπικών συνελεύσεων απαιτεί συναίνεση;
Παραπέρα, πώς είναι δυνατόν να κατατεθούν προτάσεις στην πανελλαδική συνάντηση και πώς είναι δυνατόν η πανελλαδική συνάντηση να παρέμβει πάνω στο κείμενο και να πάρει αποφάσεις τη στιγμή που δεν υπάρχουν διαδικασίες αποφάσεων, πέρα από την μαζική ομόφωνη αποδοχή των προτάσεων της γραμματείας;
Επομένως, οι τοπικές συνελεύσεις και οι συμμετέχοντες στην πανελλαδική συνάντηση καλούνται να διαβάσουν το πρόγραμμα και μετά να χειροκροτήσουν.
Έλλειμμα σε επίπεδο θεματικών
Το κείμενο προκαταλαμβάνει και τις θεματικές ομάδες και επιτροπές που έχουν συγκροτηθεί για τα διάφορα θέματα. Αποτέλεσμα όλης αυτής της πίεσης χρόνου είναι οι θεματικές να επιχειρούν εσπευσμένα να προχωρήσουν σε πανελλαδικές συνελεύσεις μέσα στις επόμενες μία ή δύο βδομάδες για να τοποθετηθούν. Πρόκειται για μια διαδικασία που σε πολλές περιπτώσεις την θεωρούμε «χαοτική». Σημαντικότερο όμως ίσως είναι πως ακόμα και αν αυτές οι θεματικές καταλήξουν σε απόψεις με τις οποίες κάποιοι σ. στην «κεντρική γραμματεία» δεν συμφωνούν, οι απόψεις αυτές «δεν θα περάσουν». Οι θεματικές στην πραγματικότητα δεν μπορούν να αποφασίσουν για το θέμα τους. Θα αποφασίσουν οι ισορροπίες στη γραμματεία (όπου κάποιες απόψεις είναι καθοριστικού βάρους ενώ κάποιες άλλες αβάστακτα ενοχλητικές).
Έτσι, πάμε σε μια διαδικασία η οποία θα είναι μαζική, δημοκρατική και συμμετοχική στα λόγια, στην πράξη όμως το αντίθετο.
Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιείται, είναι, γιατί επιμένουμε να γίνουν όλα αυτά, τη στιγμή που ούτε τα 15 σημεία δεν συζητήθηκαν στην «βάση». Τη θέση μας πάνω στο θέμα την έχουμε ήδη διατυπώσει: κακώς δεν συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν τα 15 σημεία μέσα από πλατιές συμμετοχικές διαδικασίες. Κακώς αποφασίστηκαν όλα στη γραμματεία χωρίς συμμετοχή από τα κάτω. Τουλάχιστον όμως εκεί είχαμε έστω σε επίπεδο γραμματείας τον χρόνο να τα συζητήσουμε. Η άρνηση ή, αν κάποιοι προτιμούν, η αδυναμία της γραμματείας να ανοίξει μια πραγματική συζήτηση για τα 15 σημεία, δεν επιτρέπεται να μετατραπεί σε ένα θεσμό διαιώνισης μιας κακής κατάστασης.
Το «Ξ» καλείται με το μαχαίρι στο λαιμό να βάλει την υπογραφή του και να υποστηρίξει ένα τέτοιο κείμενο. Αυτό είναι αδύνατο. Για εμάς η εσωτερική δημοκρατία είναι κορυφαίο ζήτημα, έχει ουσιαστικό και πρακτικό περιεχόμενο και είναι αδιαπραγμάτευτη.
Ειδικά σημεία – κεφάλαια που λείπουν.
Από το κείμενο λείπουν μια σειρά από ουσιαστικά ζητήματα /κεφάλαια.
Λείπει μια σοβαρή αναφορά στην κεντροαριστερά. Απουσιάζει η ανάλυση του χαρακτήρα της Σοσιαλδημοκρατίας (ΣΔ) και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Δεν υπάρχει πουθενά, η εξήγηση για το ότι αυτά τα κόμματα είναι υποταγμένα στο κεφάλαιο και έχουν αποκτήσει οργανικούς δεσμούς με αυτό. Δεν υπάρχει πουθενά, η ανάλυση ότι η κεντροαριστερά, η συγκυβέρνηση δηλαδή με κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ, απορρίπτεται από τον ΣΥΡΙΖΑ ακριβώς επειδή σημαίνει υποταγή στο κεφάλαιο και τις πολιτικές του (νεοφιλελεύθερες ή άλλες).
Λείπει οποιαδήποτε αναφορά στο ρόλο των συνδικάτων και των ηγεσιών τους. Απουσιάζει ολοκληρωτικά η εξήγηση ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές πέρασαν κι επιβλήθηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες, επειδή οι ηγεσίες των συνδικάτων υποτάχθηκαν στις λογικές του κεφαλαίου και ξεπούλησαν τους εργατικούς αγώνες. Επέλεξαν τις βουλευτικές έδρες, τα υπουργικά καθίσματα, τα δώρα, τους παχυλούς μισθούς, τις μίζες των εργοδοτών, κλπ, στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και διεθνώς. Λείπει οποιαδήποτε αναφορά στο ρόλο των ευρωπαϊκών συνδικάτων, τα οποία αρνούνται να κουνήσουν το δακτυλάκι τους, παρά τη γιγαντιαία δύναμή τους, για να οργανώσουν τις αντιστάσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Λείπει μια βαθύτερη ανάλυση της διεθνούς οικονομικής κρίσης και μια τοποθέτηση για τα μέτρα που επιχειρεί να πάρει η αστική τάξη διεθνώς για να την περιορίσει. Η θέση ότι η κρίση, δεν είναι απλά κρίση του νεοφιλελευθερισμού αλλά συνολική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, χρειάζεται να συμπληρωθεί. Τη στιγμή που η αστική τάξη στρέφεται ήδη στον Κεϋνσιανισμό, τη στιγμή που το θέμα του Κεϋνσιανισμού συζητιέται διεθνώς, η δική μας τοποθέτηση πρέπει να αναδεικνύει, ότι ο Κεϋνσιανισμός δεν αποτελεί με κανένα τρόπο την απάντηση. Και πρέπει να εξηγούμε, πως η προηγούμενη μεγάλη μεταπολεμική κρίση της διεθνούς οικονομίας, στη δεκαετία του ’70 ήταν η κρίση που προέκυψε από το Κεϋνσιανό μοντέλο.
Λείπει μια επαρκής αναφορά στον ιδιωτικό τομέα, όταν αυτός απειλείται με κλείσιμο και απολύσεις. Δεν μπορεί να κλείνει κανείς τα μάτια στην πραγματικότητα: την επόμενη περίοδο θα κλείσουν μια σειρά παραγωγικές μονάδες πολλές απ’ τις οποίες απασχολούν εκατοντάδες εργαζομένους. Τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτό; «Διαχειριστικό έλεγχο, με συμμετοχή των εργαζομένων» αναφέρει το κείμενο (ένα σημείο το οποίο πάρθηκε από το κείμενο των 15 σημείων). Είναι ο διαχειριστικός έλεγχος απάντηση στο κλείσιμο; Ο διαχειριστικός έλεγχος είναι απάντηση στο που πήγαν τα λεφτά. Αν ο εργοδότης είναι ένας απατεώνας, τι προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ να γίνει; Να περάσει η επιχείρηση στην τοπική κοινωνία, τους εργαζόμενους και το δημόσιο ή όχι; Να βάλουμε φυλακή τον εργοδότη, να του κατάσχουμε την περιουσία ή να του δώσουμε και δάνειο; Και αν ο εργοδότης δεν είναι απατεώνας, αλλά απλά δεν επιβίωσε στην αγορά, τι κάνουμε; Τι προτείνουμε στους εργαζόμενους που πετιούνται στο δρόμο;
Το κείμενο δεν εξοπλίζει με καμία απάντηση τους δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους που την επόμενη περίοδο θα βρεθούν αντιμέτωποι με αυτό το ερώτημα. Και ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να έχει θέση στο κεντρικό ερώτημα: δεχόμαστε το κλείσιμο ή ζητάμε να σωθεί η επιχείρηση, περνώντας στους εργαζόμενους, την τοπική κοινωνία κλπ με δημόσια στήριξη και επενδύσεις, με «εθνικό φορέα» για το συγκεκριμένο κλάδο, έτσι ώστε να μην χαθούν οι θέσεις εργασίας αλλά και γιατί η επιχείρηση και η κάθε επιχείρηση παίζει κοινωνικό ρόλο;
Τελευταίο είναι το θέμα των εθνικοποιήσεων. Η αναφορά σε εθνικοποιήσεις υπάρχει, αλλά εμφανίζεται με το σταγονόμετρο. «Δημόσιος έλεγχος», «ένας άλλος δημόσιος τομέας» κοκ, είναι οι εκφράσεις που προτιμούνται. Στην πραγματικότητα το κείμενο φοβάται τη λέξη. Δεν είναι τυχαίο. Ακόμα και μετά την υιοθέτηση των 15 σημείων στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μιλούσαν ανοιχτά ενάντια στο αίτημα των εθνικοποιήσεων. Είναι δικαίωμά τους να το κάνουν. Δεν αμφισβητούμε το δικαίωμα, απλά δείχνουμε την έκταση του προβλήματος. Λέμε λοιπόν, πως δυστυχώς, παρότι υπάρχει αναφορά σε εθνικοποιήσεις, αυτή είναι δειλή και μάλιστα είναι πίσω ακόμη κι από τις τοποθετήσεις επιφανών στελεχών, κορυφαίων επιτελαρχών του διεθνούς κεφαλαίου. Αναφερόμαστε σε άτομα όπως ο Πολ Κρουγκμαν, ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, και ο Άλαν Γκρίνσπαν. Όλοι αυτοί έχουν δημοσίως καλέσει τις κυβερνήσεις να προχωρήσουν χωρίς περιστροφές σε εθνικοποίηση κατ’ αρχήν του τραπεζικού τομέα. Ζητούν βέβαια οι εθνικοποιήσεις να είναι προσωρινές, για 1-2 χρόνια και μετά να επιστραφούν ξανά στον ιδιωτικό τομέα. Η δική μας τοποθέτηση πρέπει να είναι απλή και καθαρή: εθνικοποιήσεις σε μόνιμη βάση, με στόχο την ανατροπή της εξουσίας των αγορών και του κεφαλαίου. Εθνικοποιήσεις με εργατικό-κοινωνικό έλεγχο και διαχείριση, γιατί χωρίς αυτά τα στοιχεία, ο εθνικοποιημένος /δημόσιος τομέας απλά θα είναι υποταγμένος στα κέρδη του κεφαλαίου. Χρειαζόμαστε μια πρόταση «πακέτο»: εθνικοποιήσεις, εργατικός-κοινωνικός έλεγχος και διαχείριση.
Τέλος ακόμα κι όταν αναφέρεται η εθνικοποίηση στο κείμενο, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο αίτημα που τα 15 σημεία περιλαμβάνουν: «εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση στους μεγαλομετόχους». Γιατί αφαιρέθηκε αυτό το αίτημα;
Ειδικά σημεία – κεφάλαια με τα οποία δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε
Έχοντας σταθεί στα σημεία που βλέπουμε σαν σοβαρές ελλείψεις, ας πάμε σε μερικά από τα σημεία που θεωρούμε λανθασμένα (θα αναφερθούμε μόνο σε μερικά από τα πιο σημαντικά, για λόγους χρόνου και χώρου).
Για την κεντροαριστερά
Όχι μόνο δεν υπάρχει μια σοβαρή μελέτη της εμπειρίας της κεντροαριστεράς όπως εφαρμόστηκε στην Ευρώπη τις τελευταίες δύο δεκαετίες αλλά υπάρχει μια σκανδαλώδης τοποθέτηση η οποία λέει τα εξής (σελ 5, «Η Ευρώπη και η κρίση»):
«Αριστερά κόμματα όταν συμμετείχαν σε εγχειρήματα διαχείρισης απέτυχαν κατά κανόνα να υπερασπίσουν τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων και την ειρήνη και υποχρεώθηκαν να εφαρμόσουν τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και την επιθετική πολιτική»..
Εδώ παραλίγο να λυπηθούμε τα καημένα τα αριστερά κόμματα… τα οποία σαν να ήθελαν τόσο πολύ να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων αλλά δεν μπόρεσαν (τα καημένα) και υποχρεώθηκαν (!! – από ποιον;) να εφαρμόσουν τον νεοφιλελευθερισμό και τους πολέμους… Πρόκειται για ένα σημείο το οποίο παρέχει κάλυψη στους χρεοκοπημένους, χωρίς αρχές, ξεπουλημένους ηγέτες της αριστεράς. Μήπως και οι εγκληματίες του ΠΑΣΟΚ που από «αριστεροί» έγιναν νεοφιλελεύθεροι και από πρόεδροι των εργατικών συνδικάτων υπουργοί, μήπως κι αυτοί «υποχρεώθηκαν»;
Δεν υπάρχει περίπτωση το «Ξ» να βάλει την υπογραφή του κάτω από κείμενα τα οποία προσφέρουν κάλυψη στο κάθε αριστερό κόμμα που πρόδωσε τις αρχές και τις διακηρύξεις της αριστεράς, όπως το ΚΚ Γαλλίας, η Κομμουνιστική Επανίδρυση, κοκ.
Η εναλλακτική πολιτική μας πρόταση – ξανά για την κεντροαριστερά
Ας πάμε στην «Εναλλακτική πολιτική μας πρόταση» στην σελίδα 7 του κειμένου.
«Γίνεται πλέον όλο και ευρύτερα κατανοητό ότι η διακυβέρνηση της χώρας δεν μπορεί να συνεχίζει να παραμένει υπόθεση εναλλαγής στην εξουσία των κομμάτων του δικομματισμού. Τα κόμματα αυτά, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, που κυβερνούν δεκαετίες, έχουν οδηγήσει τη χώρα στη σημερινή κατάσταση και παρά τις διαφορές τους, σε βασικά ζητήματα έχουν ταυτόσημες ή παραπλήσιες θέσεις. Κατά συνέπεια η αναδιάταξη του πολιτικού τοπίου σε προοδευτική αριστερή κατεύθυνση, έχει αποχτήσει επείγοντα χαρακτήρα. Αγωνιζόμαστε να ανατραπούν οι υπάρχοντες και να διαμορφωθούν νέοι συσχετισμοί δύναμης, που θα οδηγήσουν σε μια νέα πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία για μια αριστερή διακυβέρνηση με πυρήνα τις δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς…»
Η «νέα πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία για μια αριστερή διακυβέρνηση με πυρήνα τις δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς» δεν αποτελεί τίποτε άλλο από ένα γρίφο. Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει αυτό, οπότε ο καθένας του δίνει την ερμηνεία που θέλει. Στη συνέχεια του κειμένου η κυβέρνηση αναφέρεται σαν «αριστερή», αλλά και πάλι δεν εξηγείται τι σημαίνει. Όποιος θέλει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, λέει «ωραία». Όποιος θεωρεί πως χρειάζεται κάλεσμα και συνεργασία με το ΚΚΕ, πάλι «ωραία» λέει. Όποιος καταλαβαίνει κυβέρνηση με ένα τμήμα του ΠΑΣΟΚ, ή με ένα ΠΑΣΟΚ λίγο «αριστερότερο», πάλι «ωραία» λέει. Έτσι ο καθένας διαλέγει και παίρνει. Ας πάμε όμως σε κάτι ακόμα πιο ουσιαστικό:
Τι επιδιώκει αυτή η αριστερή κυβέρνηση (διαβάζουμε λίγο παρακάτω στο ίδιο κεφάλαιο); Επιδιώκει να συμβάλει:
Στην προγραμματική συνεργασία των αριστερών, των κομμουνιστών, των οικολόγων, των σοσιαλιστών που απομακρύνονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές επιλογές, της εργαζόμενης και της προοδευτικής φοιτητικής νεολαίας και γενικότερα όλων όσων ενδιαφέρονται και αγωνίζονται για να ανοίξει ένας νέος δρόμος για τη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας, της οικονομίας και των θεσμών.
Είμαστε λοιπόν υπέρ του σοσιαλισμού (και του κομμουνισμού, ακόμα) αλλά… στρατηγικά. Η κυβέρνηση που επιδιώκουμε, συγκεκριμένα, σαν η «εναλλακτική πολιτική μας πρόταση», καταλήγει να παλεύει για τη «δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας και των θεσμών».
Πρόκειται για μια ξεκάθαρη θέση που αποδέχεται τον καπιταλισμό και επιδιώκει τη «δημοκρατική μεταρρύθμιση» του. Εννιά στα δέκα στελέχη του ΠΑΣΟΚ δεν έχουν κανένα πρόβλημα να υπογράψουν ένα τέτοιο κείμενο. Και ταυτόχρονα οι «Ανανεωτές» του ΣΥΝ μπορούν να είναι εντελώς ευχαριστημένοι αφού το πρόγραμμα καλύπτει πλήρως τις απόψεις τους.
Για το παραγωγικό μοντέλο
Μεταφερόμαστε στη σελίδα 9 («Στροφή στην οικονομία, … σε μια κοινωνία αλληλεγγύης»)
… Διεκδικούμε την καθιέρωση νέων κριτηρίων για την παραγωγή, την κατανάλωση και τη διανομή του πλούτου. Με ουσιαστική ενίσχυση και θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών, με την εγκαθίδρυση θεσμών και μηχανισμών συλλογικού κοινωνικού ελέγχου. Κεντρική σημασία αποχτά η ενίσχυση και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας με βάση τις αρχές της αειφορίας και το δεσμευτικό στόχο για πλήρη και ποιοτική απασχόληση, η εξάλειψη της φτώχειας».
Αναφερθήκαμε στην αρχή του κειμένου για γενικόλογες εκφράσεις και θέσεις που καταλήγουν να μην σημαίνουν τίποτα. Το πιο πάνω απόσπασμα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Είναι ένα απόσπασμα με το οποίο κανείς δεν θα μπορούσε να διαφωνήσει. Τι σημαίνουν όμως τα παραπάνω λόγια και κυρίως πώς θα επιτευχθούν; Ποια είναι τα νέα κριτήρια για την παραγωγή; Ποια είναι τα νέα κριτήρια για την κατανάλωση, όταν ο μισός πληθυσμός δεν έχει καν τα προς το ζην; Αειφόρος ανάπτυξη, ποιοτική απασχόληση, εξάλειψη της φτώχειας, κλπ, αυτά είναι θέσεις που όλοι διακηρύσσουν. Αν η αριστερά δεν μπορεί να δώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο στο πώς θα τα κάνει όλα αυτά, απλά κάνει «μια από τα ίδια», και το πρόγραμμα, αντί να δίνει ώθηση, όπως γράψαμε και πιο πάνω, λειτουργεί τελικά αρνητικά για την ίδια.
Παρόμοια βλέπουμε στη συνέχεια του κειμένου (σελ. 9). Εδώ ο ΣΥΡΙΖΑ αναλαμβάνει:
«…Να προβάλει την αναγκαιότητα εναλλακτικών μορφών οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής, που θα κινούνται με κριτήρια και στόχους διαφορετικούς και ανταγωνιστικούς προς τη λογική του καπιταλιστικού κέρδους. Με τον τρόπο αυτό, θα αναδειχτούν νέα ανταγωνιστικά στοιχεία, που αφορούν στο σκοπό της παραγωγής, τα κριτήρια και τους στόχους της ανάπτυξης, τις αξίες και την ποιότητα της ζωής.
…Έτοιμες συνταγές δεν υπάρχουν, αλλά γνωρίζουμε ότι στην παρούσα φάση, απέναντι στον χρεοκοπημένο νεοφιλελευθερισμό και την πολιτική του, δεν αρκεί να διατυπωθεί απλώς μια άλλη πολιτική ή μια άλλη ρύθμιση, αλλά να αναπτυχθεί ο κοινωνικός και πολιτικός αγώνας που θα δώσει συγκεκριμένο περιεχόμενο, θα διεκδικήσει και τελικά θα υλοποιήσει αυτή την άλλη πολιτική και αυτή την άλλη ρύθμιση».
Ο καθένας μπορεί να σπαζοκεφαλιάζει όσο θέλει… τελικά θα διαλέξει να καταλάβει ότι θέλει από τοποθετήσεις όπως την πιο πάνω.
Εμείς θεωρούμε ότι αυτή η άποψη, είναι η άποψη της Σοσιαλδημοκρατίας της δεκ. του ’70, η οποία τότε ενθουσιωδώς πρόβαλλε το μοντέλο της μικτής οικονομίας, για να το εγκαταλείψει βέβαια στη δεκαετία του ’80, μόλις ανέλαβε τη διακυβέρνηση σε μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες (βλέπε συνέχεια). Η δημιουργία «οάσεων» του δημόσιου τομέα που θα συνυπάρχουν δίπλα στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, που μεταξύ τους θα υπάρχει ευγενής άμιλλα ή και αγαστή συνεργασία, για «να κερδίσει ο καλύτερος», αυτά μπορούν να περιγραφούν με μία λέξη: αυταπάτη.
Στη σελίδα 10 («Μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων… αγαθά προσβάσιμα σε όλους) διαβάζουμε:
«Η αναδιανομή του ΑΕΠ υπέρ της εργασίας, η φορολόγηση των κερδών του κεφαλαίου, των μεγάλων εισοδημάτων και περιουσιών, μια ολοκληρωμένη πολιτική πλήρους απασχόλησης, η πάταξη της διαπλοκής, της διαφθοράς, της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής, η ανακατανομή των δημοσίων δαπανών με τη δραστική μείωση των στρατιωτικών εξοπλισμών και της αλόγιστης σπατάλης, είναι σε θέση να εξοικονομήσουν τους αναγκαίους πόρους για την παιδεία και εκπαίδευση, την υγεία, την κοινωνική προστασία, το περιβάλλον και τον φυσικός πλούτος της χώρας».
Οι ασάφειες συνεχίζονται (δεν εξηγείται δηλαδή το πώς θα επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση, πώς θα παταχθεί η διαπλοκή, η διαφθορά, η φοροδιαφυγή, η εισφοροδιαφυγή, κλπ, κλπ) αλλά εδώ συμπληρώνονται επιπλέον από ένα λάθος. Το κείμενο υποστηρίζει πως εφόσον γίνουν (με κάποιο τρόπο τέλος πάντων) όλα αυτά, επαρκούν για να εξοικονομήσουν τους αναγκαίους πόρους για την Παιδεία την Υγεία την κοινωνική προστασία, το περιβάλλον κλπ. Αυτό είναι λάθος.
Τα ποσά που θα εξοικονομηθούν από αναδιανομητικές πολιτικές, μπορούν σε πρώτη φάση να καλύψουν κάποιες πρώτες κοινωνικές ανάγκες, αλλά μόνο σε πρώτη φάση. Με το δεδομένο ότι η αστική τάξη θα σαμποτάρει την οικονομία όταν μια κυβέρνηση της αριστεράς χτυπάει τα κέρδη της, το κλειδί στη συνέχεια είναι ποια θα είναι η παραγωγική δομή.
Η απλή αναδιανομή όσο σωστή και απαραίτητη είναι, από μόνη της δεν είναι ικανή να «εξοικονομήσει τους αναγκαίους πόρους» για λύσει τέτοια προβλήματα όπως της παιδείας, της υγείας, της κοινωνικής προστασίας κοκ και να διασφαλίσει το βιοτικό επίπεδο και τις κοινωνικές υπηρεσίες που διεκδικούμε για τον κάθε εργαζόμενο, συνταξιούχο κλπ. Γι’ αυτό χρειάζεται να προτείνουμε το δικό μας παραγωγικό μοντέλο. Τι λέει το κείμενο γι’ αυτό;
Διαβάζουμε πιο κάτω στην σελίδα 11:
«Με αυτόν τον τρόπο η πορεία ανάπτυξης της χώρας συνδέεται με τη συγκρότηση ενός νέου δημόσιου τομέα, ο οποίος δεν θα αποσκοπεί στο κέρδος. Ο τομέας αυτός θα οργανώνεται με μορφές και φορείς οικονομικής δραστηριότητας, που οι σκοποί τους και ο δημοκρατικός τρόπος στην λήψη των αποφάσεων, στον καθορισμό των στόχων και στη γενικότερη λειτουργία τους, θα έρχονται σε αντίθεση με λογικές του συστήματος».
Θα μπορούσαμε να συζητάγαμε πολλή ώρα για να καταλάβουμε τι σημαίνουν τέτοιες προτάσεις. Η ουσία όμως αυτής της πρότασης είναι και πάλι η μικτή οικονομία που υποστήριζε παλιά η Σοσιαλδημοκρατία.
Το ερώτημα στο οποίο οφείλουμε να απαντήσουμε, αν θέλουμε να καταπιαστούμε μ’ αυτό το θέμα, είναι γιατί το μοντέλο αυτό εγκαταλείφθηκε χωρίς εξαίρεση από τα κόμματα της ΣΔ, μόλις πήραν τη διακυβέρνηση στη μεγάλη πλειοψηφία των χωρών της Ευρώπης («Δυτικής» τότε), στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Μήπως γιατί ήταν χαζοί; Σίγουρα όχι. Η απάντηση είναι, ότι το μοντέλο αυτό έρχεται σε σύγκρουση με την εσωτερική λειτουργία, δομή και λογική του καπιταλιστικού συστήματος, ιδιαίτερα όταν επιχειρηθεί να εφαρμοστεί σε μακρόχρονη βάση. Ασφαλώς η συζήτηση αυτή είναι μεγάλη. Έχει άπειρες πτυχές κοκ. Όμως δεν είναι δυνατό, να προτείνεται μια τοποθέτηση η οποία εκφράζει καθαρά την «Ανανεωτική» τάση του ΣΥΝ, μια πρόταση δοκιμασμένη κι αποτυχημένη ιστορικά, και να πιέζονται οι υπόλοιποι να την υπογράψουν.
Στη σελίδα 11 («Παραγωγική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη…) βλέπουμε ακόμα μια παλιά θέση της ΣΔ (η οποία επίσης εγκαταλείφθηκε):
«Επιδιώκουμε να υπάρξει ριζικός αναπροσανατολισμός του σημερινού οικονομικού προφίλ. Μια πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών, ειδικά των βασικών παραγωγικών μέσων και τεχνολογιών αιχμής, από ντόπια παραγωγή είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα και διαρκώς διευρυνόμενα παραγωγικά ελλείμματα».
Η θέση της «υποκατάστασης των εισαγωγών» σαν γενική θέση δεν μπορεί να σταθεί, όχι μόνο με βάση τη μαρξιστική ανάλυση αλλά και με βάση την αστική πολιτική οικονομία. Η πολιτική της υποκατάστασης των εισαγωγών, θεωρητικά, μπορεί να λύσει προβλήματα του εξωτερικού ισοζυγίου μόνο κάτω από συγκεκριμένες οικονομικές περιστάσεις και ιστορική συγκυρία. Δεν θα μπούμε σ’ αυτό το κεφάλαιο γιατί είναι πολύ εξειδικευμένο.
Αλλά, όταν το κείμενο ζητά να υποκαταστήσουμε την εισαγωγή «παραγωγικών μέσων» και «τεχνολογιών αιχμής», δεν μπορεί παρά να μας προκαλέσει εξαιρετική εντύπωση. Σήμερα παραγωγή «μέσων παραγωγής» και «τεχνολογιών αιχμής» μπορούν να φέρουν σε πέρας χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Γερμανία κλπ, μία χούφτα χωρών, οι πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες του πλανήτη. Πώς η Ελλάδα θα μετουσιωθεί ξαφνικά σε τεχνολογικό γίγαντα;
Υπάρχει ακόμα μια πτυχή. Πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών σημαίνει προστατευτισμός («προστασία» της οικονομίας με περιορισμό της εισόδου εμπορευμάτων από άλλες χώρες). Προστατευτισμός όμως σημαίνει αντίποινα: όταν σταματήσεις τις εισαγωγές από κάποια χώρα, κι αυτή με τη σειρά της θα σταματήσει τις εισαγωγές από σένα. Κι όταν το κάνεις με πολλούς τότε θα το κάνουν όλοι απέναντί σου. Τότε τι γίνεται; Στην εποχή που δεν υπάρχει οικονομία που να μην εξαρτάται από τις εξαγωγές (υλικών αγαθών ή υπηρεσιών), όταν περιορίσεις τις εισαγωγές θα καταρρεύσουν οι εξαγωγές. Λοιπόν, με βάση ποια συγκεκριμένη οικονομική ανάλυση προτείνεται η αντικατάσταση των εισαγωγών από εγχώρια παραγόμενα αγαθά (και ποια);
Είναι φανερό ότι η συζήτηση περί μοντέλων οικονομικής ανάπτυξης (ή οικονομικής μεγέθυνσης) χρειάζεται κεφάλαια επί κεφαλαίων. Και βέβαια δεν υπάρχει καμία πρόθεση ούτε δυνατότητα να γίνει εδώ. Τονίζουμε όμως πώς δεν μπορούν να μπαίνουν θέσεις σε ένα κείμενο οι οποίες είναι λανθασμένες ή και αντεπιστημονικές. Γιατί το μόνο που καταφέρνουμε είναι να δίνουμε επιχειρήματα στους αντιπάλους μας να μας παρουσιάζουν σαν μη σοβαρούς.
ΜΜΕ
Αλλάζουμε θέμα. Στη σελίδα 13 διαβάζουμε για τα ΜΜΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί, σύμφωνα με το πρόγραμμα.
«Την πλήρη ελευθερία της έκφρασης. Την καταπολέμηση των πρακτικών χειραγώγησης του λαού από τα ΜΜΕ. Οι συχνότητες είναι κοινωνική ιδιοκτησία και δεν μπορεί να παραχωρούνται στα ιδιωτικά συμφέροντα. Είναι απαραίτητο να τερματιστεί το καθεστώς της διαπλοκής».
Πλήρη ελευθερία έκφρασης, ναι! Πώς διασφαλίζεται αυτή; Καταπολέμηση της χειραγώγησης, ναι! Πώς καταπολεμείται η χειραγώγηση; Τερματισμός της διαπλοκής, ασφαλώς! Πώς τερματίζεται η διαπλοκή; Δεν μπορεί το πρόγραμμα μας να αποτελείται από ευχολόγια, χωρίς καμία συγκεκριμένη αναφορά για το πώς πρακτικά θα προχωρήσουμε.
Πάνω απ’ όλα, δεν απαντάται η ερώτηση: τα ΜΜΕ θα ανήκουν στους ιδιώτες ή θα ανήκουν στην κοινωνία; Αν είναι ιδιωτικά όλα τα πιο πάνω είναι απλά λόγια. Αν τα θέλουμε δημόσια και κοινωνικά, τότε πρέπει να το πούμε καθαρά και να περιγράψουμε τον τρόπο λειτουργίας τους, ώστε οι εργαζόμενοι σ’ αυτά και η κοινωνία να τα ελέγχουν και να τα διαχειρίζονται/διοικούν/λειτουργούν. Εμείς ασφαλώς υποστηρίζουμε το τελευταίο.
Στο κείμενο αφήνεται η εντύπωση πως είναι δυνατόν να ελέγχεις τον ιδιωτικό τομέα, μέσα από ρυθμίσεις και νόμους, ώστε αυτός να απολέσει τα καταστροφικά χαρακτηριστικά του. Αυτό για μας είναι αφέλεια. Και δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε μαρξιστικές αναλύσεις γι’ αυτό. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Τζόζεφ Στίγκλιτς, αστού οικονομολόγου, σύμβουλου του Κλίντον και νομπελίστα:
«Οι Αμερικανοί πολίτες έχουν γίνει μέτοχοι της πλειοψηφίας σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό μεγάλων τραπεζών. Αλλά δεν έχουν τον έλεγχο. Σε οποιοδήποτε σύστημα στο οποίο υπάρχει διαχωρισμός της ιδιοκτησίας και του ελέγχου, είναι συνταγή για την καταστροφή. Η εθνικοποίηση είναι η μόνη λύση». (Ελευθεροτυπία 10/2/09)
Συμφωνούμε με την διαπίστωση: σε οποιοδήποτε σύστημα υπάρχει διαχωρισμός ιδιοκτησίας και ελέγχου η συνταγή είναι καταστροφική.
ΟΝΕ και διεθνείς οργανισμοί
Δύο τελευταία παραδείγματα. Το πρώτο αφορά στη σελίδα 14 («Στόχος μας ο σοσιαλισμός») όπου αναφέρεται πως οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται:
«…Σε αντιπαράθεση με τη νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της ΟΝΕ, με τους καταναγκασμούς και τους ασφυκτικούς περιορισμούς που έχει επιβάλει ο κυρίαρχος συσχετισμός δυνάμεων τόσο στο πλαίσιο της Ευρώπης όσο και στο σύνολο των διεθνών θεσμών και οργανισμών.
… Σήμερα οι θεσμοί και οργανισμοί αυτοί, κατά κανόνα αντί να υπηρετούν την ειρήνη και τη συνεργασία των λαών, έχουν καταστεί μοχλοί που πιέζουν προς την κατεύθυνση της διεξαγωγής ή της νομιμοποίησης πολέμων όπως και μηχανισμοί που προωθούν ή προστατεύουν τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την ηγεμονία των ΗΠΑ».
Μπορεί να υπάρξει ΟΝΕ στα πλαίσια του καπιταλισμού που να μην είναι χτισμένη στη βάση της «νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής»; Δεν υπάρχει σύντροφοι! Σοβαρή μεταρρύθμιση της ΟΝΕ δεν μπορεί να υπάρξει – είναι σαν να ζητούμε από τον διάβολο να χρησιμοποιήσει τα κέρατά του για να κάνει αγαθοεργίες! Είτε λοιπόν κάνεις την κριτική σου στην ΟΝΕ και καταλήγεις με την πάλη για την ανατροπή και την κατάργησή της, αντιπροτείνοντας ένα σοσιαλιστικό μοντέλο για την Ευρώπη, είτε δημιουργείς αυταπάτες.
Κι ακόμα, τι σημαίνει οι διεθνείς θεσμοί και οργανισμοί «αντί να υπηρετούν την ειρήνη … έχουν καταστεί μοχλοί νομιμοποίησης πολέμων..» κλπ; Από πότε αυτοί οι οργανισμοί είναι δυνατόν να υπηρετήσουν την ειρήνη και την συνεργασία των λαών; Δικό μας καθήκον είναι να αποκαλύπτουμε τον ταξικό και ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα όλων των διεθνών οργανισμών: ΕΕ, ΔΝΤ, ΠΤ, ΠΟΕ, (πέρα από το ΝΑΤΟ) κοκ. Όχι να δημιουργούμε εντυπώσεις ότι θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά. Να ζητάμε την κατάργηση και διάλυσή των υπαρχόντων και την αντικατάστασή τους από εντελώς νέους και διαφορετικούς, έξω αναπόφευκτα από τα πλαίσια του καπιταλισμού.
Το θέμα των διεθνών οργανισμών και της ΕΕ παραμένει προβληματικό γενικά στο κείμενο. κάνουμε ένα άλμα και πάμε στο τέλος του κειμένου. Στις σελίδες 42 και 43 («Η Ελλάδα και η Ευρώπη) διαβάζουμε πως η ΕΕ
«..συγκροτείται ταχύτατα σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλο που διεκδικεί ρόλο και οφέλη από τη νέα τάξη».
Η ΕΕ δεν συγκροτείται σήμερα σε έναν ιμπεριαλιστικό πόλο. Πάντα έτσι ήταν. Η «Ευρώπη» ήταν πάντα ιμπεριαλιστική. Ήταν ιμπεριαλιστική πριν τις συνθήκες που οδήγησαν στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, ήταν ιμπεριαλιστική όταν δημιουργούσε την ΕΟΚ (και μετέπειτα ΕΕ) είναι ιμπεριαλιστική και τώρα. Και γι’ αυτό δεν μπορούμε να ζητάμε απλά
«Κατάργηση των διατάξεων της συνθήκης του Μάαστριχτ και της Λισσαβόνας κλπ που προωθούν την συνταγματική θεσμοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού».
Δεν μπορούμε να ζητάμε απλά κατάργηση των αρνητικών διατάξεων (που θεσμοθετούν τον νεοφιλελευθερισμό) σαν να είναι δυνατό να μεταμορφώσουμε το Μάαστριχ και τη Λισσαβόνα από δαίμονες σε άγιους. Πρέπει να ζητάμε κατάργηση των συνθηκών συνολικά (κι όχι κάποιων διατάξεων) που διέπουν την ΕΕ για να είμαστε συνεπείς με το αίτημά μας για μια άλλη Ευρώπη.
Για το πρώτο μας βήμα
Τελευταίο σημείο, για το θέμα των καθηκόντων («του ρόλου και των ευθυνών») του ΣΥΡΙΖΑ στη σελίδα 15 («Προγραμματικοί στόχοι και στόχοι πάλης») διαβάζουμε:
«…να συγκροτήσει και να στηρίξει μια νέα πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία με πυρήνα τη Ριζοσπαστική Αριστερά, ικανή να επιβάλει μια προοδευτική διέξοδο από την κρίση και την προοπτική της υπέρβασης του ίδιου του καπιταλισμού.
… Και το πρώτο ίσως βήμα για να αρχίσουμε να πραγματοποιούμε αυτόν το στόχο είναι να συμβάλουμε στην οικοδόμηση μιας συνολικά νέας αντίληψης, που θα αναδεικνύει την αξία των κοινών αγαθών και του δημόσιου συμφέροντος. Θα αρνείται αποτελεσματικά την υποταγή τους στο αγοραίο, στο ανταλλάξιμο και στο κερδοσκοπικό. Με τις λέξεις που κατέστησε δίκαια διάσημες το παγκόσμιο κοινωνικό φόρουμ, αυτή είναι ακριβώς η αντίληψη που θέτει συστηματικά τον άνθρωπο πάνω από τα κέρδη, η αντίληψη που ανοίγει τον δρόμο, ώστε ο νέος κόσμος που επιδιώκουμε να καταστεί πράγματι εφικτός».
Ξανά η θολή «νέα πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία με πυρήνα τη Ριζοσπαστική Αριστερά…» κλπ. Και το πρώτο βήμα που προτείνεται γι αυτό είναι να «συμβάλουμε στην οικοδόμηση μιας συνολικά νέας αντίληψης που θα αναδεικνύει την αξία των κοινών αγαθών… και θα αρνείται την υποταγή στο αγοραίο…» κοκ.
Δεν συμφωνούμε με τέτοιου είδους γενικολογίες. Εξάλλου η συνείδηση («συνολικά νέα αντίληψη») των μαζικών στρωμάτων δεν αλλάζει παρά μέσα από τις πραγματικές εμπειρίες από τα κτυπήματα του καπιταλισμού και από τους αγώνες τους.
Το πρώτο μας βήμα πρέπει να είναι να ξεπεράσουμε την πιο σημαντική αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ: δηλαδή την αδυναμία να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ παρών στα ταξικά προβλήματα και στους ταξικούς αγώνες, με τις σωστές θέσεις και προτάσεις. Την αδυναμία να πάει ο ΣΥΡΙΖΑ στους εργαζόμενους, να εκφράσει την οργή τους και να οργανώσει τους αγώνες τους. Δεν μιλάμε για την απλή συμπαράσταση του ΣΥΡΙΖΑ στα κοινωνικά κινήματα – είμαστε αρκετά καλοί σ’ αυτό. Δεν μιλάμε απλά για τη στήριξη των νεολαιίστικων κινημάτων, όταν αυτά προκύπτουν, παρότι κι εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει σημαντική αδυναμία στο να παίρνει την πρωτοβουλία. Και σ’ αυτό είμαστε καλοί. Μιλάμε για το εργατικό κίνημα, που αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα του ΣΥΡΙΖΑ. Μιλάμε για το να προσεγγίσουμε τα πιο σκληρά χτυπημένα και καταπιεσμένα στρώματα και να δώσουμε προοπτική και οργάνωση στους αγώνες τους ερχόμενοι σε σύγκρουση όχι μόνο με τις κυβερνητικές πολιτικές αλλά και με τον κυβερνητικό συνδικαλισμό, με τις γραφειοκρατίες των συνδικάτων και με τα κατεστημένα συμφέροντα σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης.
Εδώ έχουμε κολοσσιαίο πρόβλημα αξιοπιστίας: οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που εκπροσωπούν τον ΣΥΡΙΖΑ, σε μεγάλο τμήμα τους, δεν μπορούν να συγκρουστούν με το χώρο του ΠΑΣΟΚ. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα η πρόσφατη διάσπαση του ΣΥΝ στην ΠΟΣΔΕΠ η οποία κατέληξε να χαρίσει την ΠΟΣΔΕΠ στο κατεστημένο. Ενδεικτικές επίσης είναι οι εξελίξεις στο χώρο της Υγείας, όπου υπάρχει συνεργασία συνδικαλιστών του ΣΥΝ με την ΠΑΣΚΕ (πχ Γ. Γεννηματάς στην Αθήνα). Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα επίσης αποτελεί η κατάσταση στην τοπική αυτοδιοίκηση όπου σε πολλούς δήμους και νομαρχίες δυνάμεις που «ανήκουν» στον ΣΥΡΙΖΑ συνδιοικούν με το ΠΑΣΟΚ.
Αυτά είναι ζητήματα θεμελιώδους σημασίας. Και αυτά βλέπει ο κόσμος. Και από αυτά κρίνει την συνέπεια των λόγων μας. Αυτή είναι η κεντροαριστερά, στην πράξη, την οποία το πρόγραμμα μας υποτίθεται πως αποκλείει. Ο κίνδυνος είναι εντελώς συγκεκριμένος! Κι όμως το πρόγραμμα που προτείνεται αφήνει αυτό το θέμα και τους υπεύθυνους γι’ αυτή την εικόνα στο απυρόβλητο.
Αν θέλουμε λοιπόν να μιλάμε για το πρώτο μας πραγματικό καθήκον, αυτό δεν είναι άλλο από το να βρεθούμε μπροστά στα ταξικά προβλήματα, να στηριχτούμε στα ταξικά στρώματα της κοινωνίας, να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό τους και ταυτόχρονα να βάλουμε στη θέση τους κι όλους όσους μέσα στις γραμμές μας τη μια μέρα μιλάνε ενάντια στην κεντροαριστερά και την επόμενη την προετοιμάζουν πίσω από τις πλάτες μας.
________________
Για να τελειώσουμε, θεωρούμε πως δεν μπορούμε να πιέζουμε συνιστώσες και αγωνιστές να θέτουν την υπογραφή τους κάτω από κείμενα μέσα στα οποία κρίνουν ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες ελλείψεις, ή ότι έχουν χτυπητές ασάφειες που τους εκθέτουν, ή ότι έχουν αντιφάσεις, αντιθέσεις και διαφωνίες.
Δεν διεκδικούμε το αλάθητο σε όλα τα σημεία που αναφέρουμε πιο πάνω και στα πολλά άλλα που δεν μπορούμε εδώ να σταθούμε. Διεκδικούμε όμως το δικαίωμα να συζητήσουμε αυτές τις απόψεις. Να τις θέσουμε και να ακούσουμε τον αντίλογο. Αν μπορέσουμε να συμφωνήσουμε καλώς, αν όχι, τότε να ενημερώσουμε τον κόσμο μας ότι υπάρχουν δύο ή περισσότερες απόψεις.
Ιδιαίτερα σε σχηματισμούς όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ με τις τόσες πολλές διαφορετικές απόψεις χρειάζεται χρόνος, υπομονή και προσπάθεια για να βρεθούν οι τομές που επιτρέπουν σε κάποιο άτομο ή συνιστώσα να μπορεί να υπερασπιστεί ένα κείμενο χωρίς αυτό το κείμενο να καλύπτει πλήρως τις απόψεις τους. Αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο. Και χρειάζεται χρόνο. Ίσως πολύ χρόνο. Αλλά πρέπει να τον δώσουμε. Μέχρι τότε να μας καλύπτουν τα 15 σημεία.
Ξεκίνημα, 26 Μάρτη 2009