Tου Κυριάκου Χάλαρη
Εξετάζοντας τις δημοσκοπήσεις αλλά κυρίως την ένταση και την κλιμάκωση της ταξικής πάλης τα τελευταία δύο χρόνια ένα συμπέρασμα βγαίνει καθαρά: η κοινωνία στρέφεται προς τα αριστερά!
Τα μηνύματα των δημοσκοπήσεων φέρνουν ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ να φτάνουν σε ιστορικά υψηλά ποσοστά και να έχουν δυνατότητες ακόμα και για σχηματισμό κυβέρνησης αν συνεργάζονταν έστω και εκλογικά. Και ως εκ τούτου όλο και περισσότερος κόσμος βλέπει ως λύση τη συνεργασία της αριστεράς, ειδικά τώρα που ολόκληρο το μπλοκ των κομμάτων της άρχουσας τάξης έχει συμμαχήσει για να εφαρμόσει το μνημόνιο. Και όπως έχουμε ξαναγράψει, είναι αλήθεια ότι σήμερα και κάθε μέρα όλο και περισσότερο η συνεργασία των κομμάτων της Αριστεράς φαίνεται όλο και πιο αναγκαία.
Παρόλα αυτά, ακόμα και οι πιο θερμοί υποστηρικτές της ενότητας δεν μπορούν παρά να βλέπουν τα προβλήματα που εμφανίζει η εικόνα των κομμάτων της Αριστεράς. Η άνοδός τους δεν οφείλεται στις σωστές πολιτικές τους θέσεις και αναλύσεις καθώς τα δύο μαζικά κόμματα της Αριστεράς εξακολουθούν να μην μπορούν να προσφέρουν προοπτική, ελπίδα και όραμα στην κοινωνία. Η άνοδός τους έχει περισσότερο να κάνει με τη ρήξη της κοινωνίας με το ΠΑΣΟΚ και τα υπόλοιπα κόμματα της άρχουσας τάξης, είναι κύρια μια ψήφος διαμαρτυρίας.
Με μια έννοια, λοιπόν, το ίδιο το σύστημα δίνει ξανά άλλη μια ευκαιρία στην Αριστερά να βγει μπροστά και να αναλάβει τον ιστορικό της ρόλο. Και η συνεργασία ολόκληρης της Αριστεράς, από το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ μέχρι την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα από τα πιο σημαντικά και άμεσα καθήκοντα αυτών των κομμάτων γιατί η συνεργασία τους μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο για να ανακόψει τις αλλεπάλληλες επιθέσεις που δέχονται οι εργαζόμενοι.
ΚΚΕ
Το βασικό εμπόδιο για τη συνεργασία της Αριστεράς είναι το ΚΚΕ. Σε κάθε τόνο οι εκπρόσωποί του δηλώνουν ότι είναι ενάντια σε αυτή και σε κάθε ευκαιρία το κάνουν πράξη. Στις εργατικές κινητοποιήσεις με χωριστές πορείες και συγκεντρώσεις που διασπούν το κίνημα. Στο κίνημα των Αγανακτισμένων το καλοκαίρι, που συντάραξε την ελληνική κοινωνία αλλά και το καθεστώς, το ΚΚΕ κράτησε εχθρική στάση. Σε κάθε γενική απεργία και σε κάθε επιμέρους εργατικό αγώνα προσπαθεί να διαχωρίσει τις γραμμές του από το υπόλοιπο κίνημα με αποτέλεσμα να λειτουργεί διασπαστικά. Προγραμματικά σήμερα μπορεί με μια έννοια να είναι πιο μπροστά από ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, μια και έχει υιοθετήσει ένα πιο ριζοσπαστικό πρόγραμμα στο οποίο μιλά για λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία. Ωστόσο οποιοδήποτε πρόγραμμα δεν είναι αρκετό αν δεν συνοδεύεται από την πάλη για την εφαρμογή του. Το ΚΚΕ όσο προωθημένες, ακόμα και «επαναστατικές» προτάσεις και αν κάνει, με κάθε ευκαιρία παραπέμπει το ζήτημα της εφαρμογής τους στις καλένδες αρνούμενο να μπει μπροστά στη μάχη για να τις εφαρμόσει. Και επικαλείται για αυτό ουσιαστικά την «ανωριμότητα» του κινήματος. Μοιραία έτσι, κάθε πρότασή του, κάθε προσπάθεια να απαντήσει συγκεκριμένα στο «τι πρέπει να κάνουμε» καταλήγει πάντα στο ίδιο κλισέ: «εκλογές τώρα» και «ψήφο στο ΚΚΕ».
ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αλήθεια ότι είναι ανοιχτός σε συνεργασίες και έχει καθιερωθεί ως το πιο ενωτικό εγχείρημα της αριστεράς. Με ποιο τρόπο όμως βλέπει τις συνεργασίες την τελευταία περίοδο;
Προσπαθεί να προσεγγίσει στελέχη του ΠΑΣΟΚ που διαφοροποιήθηκαν από την πολιτική Παπανδρέου, όπως η Σακοράφα ή άλλα πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ (της Κοινωνικής Αριστεράς). Συνομιλεί με το Δημαρά από το Άρμα Πολιτών και τη Σπίθα του Θεοδωράκη και κάνει εκκλήσεις στη Δημοκρατική Αριστερά του Κουβέλη. Και ποιο είναι το πρόβλημα μ’ αυτό, θα ρωτήσει κάποιος. Το πρόβλημα είναι ότι για να πετύχει αυτές τις συνεργασίες η ηγεσία του ΣΥΝ μετακινείται προς τα «δεξιά», δηλ νερώνει το πρόγραμμά της, το κάνει ακόμα λιγότερο ριζοσπαστικό. Έτσι, για παράδειγμα, καλεί πχ τη ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη σε συνεργασία, παρότι η τελευταία κράτησε εχθρική στάση σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες (φοιτητικές καταλήψεις, πλατεία συντάγματος, κλπ) κι έχει δηλώσει κατ’ επανάληψη ότι βλέπει σοβαρά μετεκλογική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ! Τι είδους «ενότητα» μπορεί να επιτευχθεί μ’ αυτές τις δυνάμεις; Στόχος του ΣΥΝ είναι μια εκλογική συμμαχία η οποία όμως δεν θα έχει καμιά σταθερότητα, με ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με τους αγώνες των εργαζομένων και το ίδιο το κίνημα, και χωρίς να στηρίζεται σε καμία ουσιαστική προγραμματική συμφωνία.
Και το παράδειγμα των δημοτικών εκλογών και της επιλογής Μητρόπουλου θα έπρεπε να έχει παραδειγματίσει τον ΣΥΝ. Όχι μόνο γιατί ό ίδιος ο Μητρόπουλος αμέσως μετά τις δημοτικές έσπευσε να διαφοροποιηθεί από το ΣΥΝ ιδρύοντας νέα πολιτική κίνηση αλλά γιατί ακόμα και με τον «εκλογικίστικο» συλλογισμό της ηγεσίας του ΣΥΝ η υποψηφιότητά του δεν κατάφερε να συσπειρώσει ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας.
Συνεργασία ναι αλλά με ποιο πρόγραμμα
Η συνεργασία της Αριστεράς είναι απαραίτητη. Και όσο δεν προχωράει αφήνει ανενόχλητο το στρατόπεδο της Τρόικας να αλωνίζει. Ωστόσο η συνεργασία δεν μπορεί να γίνει χωρίς πολιτικές αιχμές που να στοχεύουν στην καρδιά του συστήματος.
Σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο δεν υπάρχει «ρεαλιστική» αντιπρόταση από την πλευρά του κινήματος που να μην συγκρούεται με το ίδιο το σύστημα συνολικά.
Το χρέος, η κυριαρχία των τραπεζών, οι επιθέσεις των εργοδοτών σε όλους ανεξαιρέτως τους εργατικούς χώρους δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με επιμέρους μεταρρυθμίσεις. Οι προτάσεις που κάνει ο ΣΥΝ για «έκδοση ευρωομολόγου» ή για «τύπωμα χρήματος από την ΕΚΤ» ή για «έλεγχο του τραπεζικού συστήματος» είναι προτάσεις καλύτερης διαχείρισης του συστήματος που τις σκέφτονται και τις επεξεργάζονται ακόμα και κομμάτια της αστικής τάξης. Ακόμα κι ο ίδιος ο Σαμαράς έχει υιοθετήσει κάποιες από αυτές.
Αν θέλουμε να βρούμε απαντήσεις στα ζητήματα της κρίσης από την πλευρά των εργαζομένων, που να αποτελέσουν βάση για ένα κοινό πρόγραμμα συνεργασίας όλης της αριστεράς, αυτές υπάρχουν. Είναι η άρνηση πληρωμής του χρέους, είναι η εθνικοποίηση ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος, είναι η εθνικοποίηση κάτω από εργατικό και κοινωνικό έλεγχο και διαχείριση των ιδιωτικοποιημένων πρώην ΔΕΚΟ, των επιχειρήσεων που οι εργοδότες κλείνουν και των στρατηγικών επιχειρήσεων. Αυτά τα αιτήματα έχουν υιοθετηθεί από πλατιά κομμάτια της κοινωνίας χωρίς καν να έχουν προταχθεί από τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς. Αυτά τα αιτήματα θα μπορούσαν να δώσουν πολιτικό περιεχόμενο στους αγώνες και θα δημιουργούσαν τη δυναμική για μια κυβέρνηση της αριστεράς ανοίγοντας το δρόμο για την οριστική ρήξη με τον καπιταλισμό και για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Αλλά για να γίνει αυτό, θα πρέπει να το θέλουν οι ηγεσίες των κομμάτων της αριστεράς. Και είναι σίγουρο ότι οι σημερινές ηγεσίες τόσο του ΚΚΕ όσο και του ΣΥΝ δεν μπορούν να κάνουν ουσιαστικά βήματα προς την κατεύθυνση της συνεργασίας στη βάση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος.
Οι εξελίξεις όμως επιταχύνονται όλο και περισσότερο. Οι ίδιοι οι αγωνιστές της βάσης, οι χιλιάδες που υπάρχουν όχι μόνο μέσα αλλά και έξω από τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς την επόμενη περίοδο θαβρεθούν ξανά στο προσκήνιο. Και ένα από τα καθήκοντα που θα έχουν να αντιμετωπίσουν θα είναι να επιβάλουν στις ηγεσίες τους αυτό που πραγματικά η κοινωνία έχει ανάγκη.
Η εμπειρία του ενιαίου ΣΥΝ το 1988
Η εμπειρία από τη δημιουργία του ενιαίου Συνασπισμού τη δεκαετία του 1980 έχει τη σημασία της. Κυρίως επειδή αυτήν επικαλείται συχνά το ΚΚΕ για να αποδείξει ότι: «το κάναμε, απέτυχε, άρα είναι λάθος να το ξανακάνουμε». Ακόμα και για τότε η συνεργασία των κομμάτων της αριστεράς αναγέννησε τις ελπίδες του κόσμου που απογοητευόταν από την όλο και πιο έντονη στροφή του ΠΑΣΟΚ προς τα δεξιά. Τι ήταν αυτό όμως που οδήγησε στη διάλυση του ενιαίου ΣΥΝ αφού συγκυβέρνησε πρώτα με τη ΝΔ και μετά με τη ΝΔ και με το ΠΑΣΟΚ; Ας ρίξουμε μια ματιά στο πρόγραμμα.
Το κοινό πόρισμα ΚΚΕ – ΕΑΡ πάνω στο οποίο βασίστηκε προγραμματικά η συνεργασία αποτελούσε την εγγύηση για τη δεξιά μετακίνηση του ενιαίου Συνασπισμού και τελικά για τη διάλυσή του. Επρόκειτο για ένα πρόγραμμα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της αστικής τάξης, ακίνδυνο για το σύστημα, χωρίς καμιά ουσιαστική αναφορά στην ανάγκη ανατροπής του συστήματος και στην αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Μερικές από τις βασικές αιχμές του κοινού πορίσματος ήταν η «υπεράσπιση των δημοκρατικών κατακτήσεων μέσα από την αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής», η «ανάδειξη μορφών άμεσης δημοκρατίας», η «ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας», η «καταδίκη του νεοφιλελευθερισμού», η «ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα»…
Με τέτοια προγράμματα η Αριστερά στρώνει το δρόμο για ιστορικές ήττες του κινήματος, και για την ίδια τη δική της κρίση. Η ηγεσία του ΣΥΝ δεν το έχει καταλάβει αυτό το πράγμα. Ενώ η ηγεσία του ΚΚΕ, έφτασε στο συμπέρασμα ότι η ίδια η ιδέα της συνεργασίας είναι κακή, αντί να καταλάβει ότι η συγκεκριμένη συνεργασία που είχε κάνει τότε ήταν απαράδεκτη (κάτι βέβαια για το οποίο το ΚΚΕ δεν έκανε ποτέ την αυτοκριτική του…).