Η καταψήφιση του ευρωσυντάγματος σε Γαλλία-Ολλανδία, η σημαντική εκλογική επιτυχία του Αριστερού Κόμματος (ΑΚ) στην Γερμανία και οι διεργασίες που ακολούθησαν, ξαναφέρνουν στο προσκήνιο τη συζήτηση για την ανάγκη μιας νέας αριστεράς και στην Ελλάδα. Οι εκλογικές επιδόσεις του ΚΚΕ και του ΣΥΝ, όπου παρά την διόγκωση της δυσαρέσκειας απέναντι στα 2 μεγάλα κόμματα, δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν το 6.5% το ΚΚΕ και το 3.5% ο ΣΥΝ είναι φυσιολογικό να προβληματίζουν τόσο τα μέλη των 2 αυτών κομμάτων όσο και το κίνημα πλατιά.
Για το Ξ η ανάγκη της δημιουργίας μιας νέας αριστεράς είναι επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε. Για μας αυτή η νέα αριστερά δεν μπορεί να είναι μια ακαθόριστη αντινεοφιλελεύθερη σούπα σαν αυτή που προτείνει εδώ και καιρό ο Ν.Κωνσταντόπουλος, ούτε η ανασύσταση του ΣΥΡΙΖΑ που το μόνο που κατάφερε ήταν να βάλει τον ΣΥΝ στη βουλή το 2004, με τα ίδια ποσοστά του 2000, για να καταρρεύσει την επόμενη των εκλογών.
Η εμπειρία της λεγόμενης νέας αριστεράς διεθνώς (Κομ. Επανίδρυση στην Ιταλία, LCRστη Γαλλία, Αριστερό Μπλοκ Πορτογαλία, Σοσιαλιστικό Κόμμα Σκωτίας και Ολλανδίας κ.α.) ήταν ότι ξεκίνησε από ριζοσπαστικές θέσεις, ανέβασε την εκλογική της επιρροή και μετά άρχισε να νερώνει το πρόγραμμά της, θυμίζοντας όλο και πιο πολύ τα παραδοσιακά ρεφορμιστικά κόμματα της αριστεράς, με αποτέλεσμα την απομαζικοποίηση και την εκλογική πτώση.
Ποια αριστερά θέλουμε
Οι εργαζόμενοι και η νεολαία χρειάζονται μια νέα αριστερά που να είναι αντικαπιταλιστική, διεθνιστική, με σοσιαλιστικό πρόγραμμα και εσωτερική δημοκρατία και με μαχητικά αιτήματα συντονισμού της δράσης του εργατικού κινήματος.
Αντικαπιταλιστική γιατί το αντινεοφιλελεύθερη σκέτα αφενός ανοιγοκλείνει το μάτι στο ΠΑΣΟΚ και αφετέρου στην πράξη καταλήγει να ονειρεύεται τον καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο ή την κοινωνική οικονομία της αγοράς που αποτελούν ουτοπικές αυταπάτες στην σημερινή πραγματικότητα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού σε συνθήκες διεθνούς αστάθειας και αβεβαιότητας.
Διεθνιστική, γιατί η επίθεση του κεφαλαίου είναι παγκόσμια και ανάλογη πρέπει να είναι η αντίδραση του κινήματος, όπως έχει ξεκινήσει ήδη να γίνεται με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα.
Με σοσιαλιστικό πρόγραμμα, γιατί όλες οι μεταρρυθμιστικές απόπειρες στα πλαίσια του συστήματος έχουν δοκιμαστεί σε όλες τους τις παραλλαγές –κεϋνσιανιστικές ή μονεταριστικές – και έχουν αποτύχει.
Με εσωτερική δημοκρατία, για να αποφευχθούν καπελώματα, ηγεμονισμοί και να εξασφαλιστεί το οξυγόνο της δημοκρατικής συζήτησης κόντρα στις παραδόσεις του σταλινισμού και της σοσιαλδημοκρατίας όπου η ηγεσία αποφασίζει και η βάση εκτελεί ή διαγράφεται.
Με μαχητικά αιτήματα συντονισμού της δράσης του εργατικού κινήματος, των φτωχών αγροτών και της νεολαίας γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ανατραπούν οι αντεργατικές πολιτικές των κυβερνήσεων του κεφαλαίου. Για να απαντήσουμε πολιτικά στις ιδιωτικοποιήσεις με την ανάγκη των εθνικών φορέων κατά κλάδο παραγωγής που θα βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο των εκλεγμένων επιτροπών των εργαζομένων και των κοινωνικών φορέων. Αυτό στην πράξη, για παράδειγμα στην Ολυμπιακή ή τον ΟΣΕ, σημαίνει εθνικός φορέας μεταφορών που θα περιλαμβάνει την Ολυμπιακή, την ακτοπλοία, τον ΟΣΕ, τα ΚΤΕΛ και τις αστικές συγκοινωνίες με ενιαίο σχεδιασμό, φτηνά εισιτήρια, κάλυψη όλης της χώρας τακτικά, γρήγορα και με ασφάλεια και χωρίς την κακοδιαχείριση και τα χρέη του κράτους και των ιδιωτών.
Η νέα αριστερά όπως την αντιλαμβάνεται το Ξ αυτή την περίοδο θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει πανελλαδική εκστρατεία ενάντια στα κλεισίματα των επιχειρήσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις, θα απαιτούσε διαχειριστικούς ελέγχους για να αποκαλυφθούν οι ευθύνες του κεφαλαίου, θα πρότεινε πραγματικές και καλά οργανωμένες γενικές απεργίες, όχι σαν τις τουφεκιές του Πολυζωγόπουλου και του Παπασπύρου, συνδυασμένες με διαδηλώσεις, καταλήψεις χώρων (π.χ. αεροδρόμια και εργοστάσια που κλείνουν).
Αυτή η αριστερά, με αυτές τις θέσεις, μπορεί να απευθυνθεί και να συσπειρώσει, όχι μόνο τους αριστερούς ψηφοφόρους αλλά και τα εκατομμύρια των απογοητευμένων από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ βάζοντας τις βάσεις για τη συνολική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και όχι απλά του εκλογικού τοπίου.