Του Sascha Stanicic, Σοσιαλιστική Εναλλακτική – SAV, γερμανικό τμήμα της CWI
Η παρουσία της στη Βουλή αυξήθηκε από δύο μοναχικούς βουλευτές σε 54. Πάνω από 5,24 εκατομμύρια άνθρωποι, το 8,7% των ψηφοφόρων, έδωσαν την ψήφο τους στον εκλογικό συνασπισμό του WASG και του Αριστερού Κόμματος-PDS. Την ίδια στιγμή, οι αποκαλούμενοι «νικητές», το SPD και το CDUCSU είδαν τις ψήφους να μειώνονται σχεδόν κατά 3 εκ. και 1,8 εκ. αντίστοιχα.
Για νομικούς λόγους (τουλάχιστον αυτή ήταν η επίσημη δικαιολογία), η αριστερά μπορούσε να κατεβεί στις εκλογές μόνο στο όνομα του Αριστερού Κόμματος-PDS, όπως μετονομάστηκε το Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού, που όπως ήταν επόμενο κυριάρχησε έτσι στην εκλογική συμμαχία. Στις γενικές εκλογές του 2002, το τότε PDS κέρδισε 1,9 εκ. ψήφους. Έτσι, η μεγάλη άνοδος του κατά 2,2 εκ. ψήφους στις περσινές εκλογές, οφείλεται στην λαϊκή απογοήτευση από την κυβέρνηση του Γκέρχαρντ Σρέντερ, αλλά πιο συγκεκριμένα, στη τεράστια απήχηση του νεο-ιδρυθέντος WASG και στη πολύ σημαντική υποστήριξή του από τον Όσκαρ Λαφονταίν.
Παρ’ όλα αυτά, μόλις 12 από τα 54 μέλη της αριστερής κοινοβουλευτικής ομάδας είναι μέλη του WASG. Ανάμεσά τους είναι κι ο Λαφονταίν. Το 1999, η εφημερίδα Sun (Λονδίνο) του έδωσε τον τίτλο του «πιο επικίνδυνου άνδρα στην Ευρώπη». Τότε, ο κευνσιανός Λαφονταίν ήταν υπουργός οικονομικών στην τότε νεοεκλεγμένη κυβέρνηση συμμαχίας Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων. Λίγο καιρό αργότερα, οι καπιταλιστές και τα αστικά ΜΜΕ τον ανάγκασαν να παραιτηθεί γιατί δεν ήταν πρόθυμος να εφαρμόσει νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Η Γερμανία άλλαξε κατά τη διάρκεια των 7 χρόνων της «κόκκινο-πράσινης» κυβέρνησης, αλλά όχι σύμφωνα με τις προσδοκίες των εργαζομένων και των ανέργων. Αντίθετα, οι χειρότεροι φόβοι τους επαληθεύτηκαν. Η κυβέρνηση καθοδηγούμενη από ένα πρώην εργατικό κόμμα – το SPD – χρησιμοποίησε τις στενές της διασυνδέσεις με τους ηγέτες των συνδικάτων και τον φόβο πολλών εργαζομένων ότι οι συνθήκες θα ήταν χειρότερες με μια δεξιά κυβέρνηση των CDUCSU, προκειμένου να εξαπολύσει μια πρωτοφανή επίθεση ενάντια στα βιοτικό επίπεδο και στα δικαιώματα των εργαζομένων. Με την αποκαλούμενη «ατζέντα 2010» και τους νόμους του Χάρτζ, τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης σχεδόν ξεκληρίστηκαν και το βιοτικό επίπεδο μειώθηκε. Η μαζική ανεργία ανέβηκε σε ποσοστά ρεκόρ. Οι καπιταλιστές επέβαλαν περικοπές μισθών και επιμήκυνση του εργάσιμου χρόνου. Η φτώχεια αυξήθηκε και έγινε ένα μαζικό φαινόμενο, όχι μόνο ανάμεσα στους μακροχρόνια ανέργους. Εμφανίστηκε το φαινόμενο των «εργαζόμενων φτωχών», μέχρι πρόσφατα άγνωστο στη Γερμανία, γιατί δεν υπάρχει ελάχιστος βασικός μισθός. Για παράδειγμα, μια κομμώτρια στη Σαξονία, στην Ανατολική Γερμανία, κερδίζει 3,06 € την ώρα!
Η κυβέρνηση αυτή ξεκίνησε επίσης μια νέα, επιθετική πορεία στην εξωτερική πολιτική. Αναίρεσε την απαγόρευση που υπήρχε από το τέλος του Β΄παγκοσμίου πολέμου να μην μπορεί να σταλεί γερμανικός στρατός σε ξένες χώρες. Έτσι, τώρα στα Βαλκάνια και στο Αφγανιστάν, πολεμούν Γερμανοί στρατιώτες για πρώτη φορά από το 1945.
Ιδρύοντας το WASG
Το φθινόπωρο του 2003 και κατά τη διάρκεια όλου του 2004, ξέσπασαν μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στη κυβερνητική πολιτική. Εκατοντάδες χιλιάδες διαδήλωσαν στους δρόμους και σε πολλές πόλεις έγιναν απεργίες ενάντια στις περικοπές των κοινωνικών δαπανών. Σαν αντίδραση στη δεξιά στροφή του SPD, αυτές οι κινητοποιήσεις οδήγησαν στο σχηματισμό δύο ομάδων στις αρχές του 2004. Μέσα από αυτές, δημιουργήθηκε το WASG, που αργότερα έγινε κόμμα στις αρχές του 2005. Είναι αξιοσημείωτο ότι ένα σημαντικό στρώμα μεσαίων στελεχών των συνδικάτων διαφώνησε με το SPD και επεδίωξε την ίδρυση ενός νέου κόμματος. Άνεργοι αγωνιστές αποτελούν επίσης ένα σημαντικό κομμάτι της βάσης του WASG. Ακόμα, συμμετείχαν σ’ αυτό άτομα και μέλη μερικών σοσιαλιστικών οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένου και του SAV, που τα τελευταία χρόνια προπαγάνδιζε την ανάγκη για ένα νέο μαζικό εργατικό κόμμα.
Η ίδρυση του WASG ήταν επίσης μια αντίδραση στη πολιτική του PDS. Αυτό, το πρώην κυβερνών κόμμα στη σταλινική Ανατολική Γερμανία, είχε μετά την επανένωση μεταμορφωθεί σε ένα «κανονικό» ρεφορμιστικό κόμμα. Ήταν σοσιαλιστικό στα λόγια, κοινοβουλευτικό και εκσυγχρονιστικό στην πράξη. Είχε μια ισχυρή βάση μόνο στις ανατολικές περιοχές, ενώ στη δύση δεν μπόρεσε ποτέ να αποκτήσει ρίζες στην εργατική τάξη και τη νεολαία, γιατί δεν καταδίκασε ποτέ το σταλινικό παρελθόν του. Σαν αποτέλεσμα, ήταν ανίκανο να καθοδηγήσει αποφασιστικές μάχες για τα συμφέροντα των εργαζομένων και των ανέργων.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 90, όταν το PDS άρχισε να συμμετέχει σε τοπικές κυβερνήσεις συνασπισμού με το SPD σε διάφορα κρατίδια που εφάρμοσαν περικοπές κοινωνικών δαπανών και ιδιωτικοποιήσεις, πέθανε κι η ελπίδα για πολλούς αριστερούς ότι αυτό το κόμμα μπορούσε ποτέ να αναπτυχθεί σε μια αριστερή εναλλακτική λύση με μαζική απήχηση. Έτσι, η στροφή του PDS στα δεξιά επιταχύνθηκε παραπέρα. Στο συνέδριό του το 2003 στο Chemnitz , το PDS υιοθέτησε ένα πρόγραμμα που αποδεχόταν τη καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, δηλώνοντας ότι «η επιχειρηματική συμπεριφορά και το κυνήγι του κέρδους είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την καινοτομία και την παραγωγικότητα». Ιδιαίτερα στο Βερολίνο, που κυβερνείται από ένα συνασπισμό του SPD και του PDS από το 2001, πολλά μέλη της αριστερής πτέρυγας του PDS προσχώρησαν στο WASG.
Οι γενικές εκλογές του 2005
Το WASG και το PDS κατέβηκαν χωριστά το Μάη του 2005 στις κοινοβουλευτικές εκλογές του μεγαλύτερου κρατιδίου της πρώην δυτικής Γερμανίας, της Β. Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Το WASG πήρε τρεις φορές περισσότερους ψήφους από το PDS. Το SPD υπέστη μία συντριπτική ήττα και τη νύχτα των εκλογών, ο Σρέντερ αναγκάστηκε να καλέσει πρόωρες εθνικές γενικές εκλογές το φθινόπωρο του 2005.
Ο Λαφονταίν τις προηγούμενες εβδομάδες είχε δηλώσει την προτίμησή του για το WASG. Παρ’ όλα αυτά, δεν ζήτησε τότε απ’ τον κόσμο να το ψηφίσει, ούτε είχε προσχωρήσει ακόμα σ’ αυτό. Μόνο μετά από αυτές τις τοπικές εκλογές εκδήλωσε την προθυμία του να κατέβει στις γενικές βουλευτικές εκλογές, εάν σχηματιστεί μια εκλογική συμμαχία του WASG και του PDS. Αυτό κι έγινε πραγματικά, αν και πολλοί αριστεροί κριτικοί προειδοποίησαν ότι μια συμμαχία στην βάση της πολιτικής του PDS θα υπήρχε πάντα ο κίνδυνος του να καταλήξει ρεφορμιστική. Η κοινή εκλογική εκστρατεία των δύο κομμάτων – μέσα από την πλατφόρμα του Αριστερού Κόμματος-PDS – ανακοινώθηκε σαν η απαρχή της ενοποίησης της Αριστεράς στη Γερμανία. Όλοι αυτοί που υποστήριξαν αυτήν την πορεία, πίστεψαν ότι επαληθεύτηκαν από το εκλογικό αποτέλεσμα και δηλώνουν ότι πάνω από 4 εκ. άνθρωποι που ψήφισαν την συμμαχία, ψήφισαν και για την ενοποίηση του WASG και του Αριστερού Κόμματος-PDS.
Παρ’ όλα αυτά, δεν υπάρχει καμία απόδειξη για αυτό. Το εκλογικό αποτέλεσμα, όσο θετικό και αν ήταν, υστέρησε σε σύγκριση με τις προβλέψεις των σφυγμομετρήσεων. Η ενεργή συμμετοχή αριστερών αγωνιστών στην προεκλογική εκστρατεία ήταν περιορισμένη και σ’ αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο το γεγονός ότι ηγετικά μέλη του WASG και του Αριστερού κόμματος-PDS άρχισαν να αμφισβητούν κάποια από τα ριζοσπαστικά αιτήματα του εκλογικού προγράμματος στη μέση της εκστρατείας. Ήταν μια πρώτη σοβαρή αποκάλυψη της ρεφορμιστικής τους νοοτροπίας.
Στην εθνική του συνδιάσκεψη τον Ιούλιο του 2005 και στην ψηφοφορία που ακολούθησε, το WASG ξεκίνησε μια συζήτηση για το σχηματισμό μιας νέας αριστερής συμμαχίας. Αυτή σαφώς περιλάμβανε κι άλλες αριστερές δυνάμεις εκτός από το Αριστερό Κόμμα-PDS και το WASG. Η αποκαλούμενη όμως «διαδικασία σχηματισμού του νέου κόμματος» έχει γίνει πιο δύσκολη από ότι οι ηγέτες του PDS και του WASG είχαν φανταστεί. Περίμεναν ότι η απόφαση θα ήταν απλή και τυπική.
Η κριτική ενάντια σε μια τέτοια ενοποίηση βασίζεται σε δυό βασικούς άξονες. Πρώτον, στη πολιτική του Αριστερού Κόμματος-PDS να συμμετέχει σε κυβερνήσεις συνασπισμού, και η δήλωση του προέδρου του, Lothal Bisky, ότι ο νέος σχηματισμός θα πρέπει να προετοιμαστεί για μία συμμαχία με το SPD σε εθνικό επίπεδο. Δεύτερον, στον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της διαδικασίας της ενοποίησης, που αφήνει τη βάση του WASG και των άλλων αριστερών δυνάμεων εκτός διαδικασίας. Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι λίγοι μέσα στο WASG που αντιτίθενται στην ενοποίηση με το Αριστερό κόμμα-PDS από μια δεξιά τοποθέτηση, που δεν αποτελούν μέρος της γενικής, αριστερής αντιπολίτευσης.
Το ζήτημα του Βερολίνου
Η διαμάχη αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στο Βερολίνο. Από το 2001, η πρωτεύουσα κυβερνάται από μία συμμαχία του SPD και του Αριστερού Κόμματος-PDS. Αυτή η δήθεν «λιγότερο κακή» επιλογή, σε σχέση με άλλα κρατίδια, έχει καταλήξει να πρωτοστατεί στις περικοπές κοινωνικών δαπανών και στις επιθέσεις ενάντια στους δημοσίους υπαλλήλους. Αυτή η κακώς αποκαλούμενη «κόκκινη-κόκκινη» συμμαχία έχει προχωρήσει ήδη σε ιδιωτικοποιήσεις και υποστήριξε το νεοφιλελεύθερο ευρωσύνταγμα. Αποφάσισε να αποχωρήσει από τις γενικές διαπραγματεύσεις για την εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας του δημόσιου τομέα και το χρησιμοποίησε αυτό για να εκβιάσει τους δημοτικούς υπαλλήλους του Βερολίνου και να επιβάλλει μαζικές περικοπές μισθών. Ένας κηπουρός του δήμου έστειλε επιστολή στην εφημερίδα της SAV, Solidaritat , εξηγώντας ότι αυτό του κόστισε 180€ το μήνα. Έτσι, κόπηκε το δώρο των Χριστουγέννων και το επίδομα των διακοπών για τους δημοσίους υπαλλήλους και στη συνέχεια το παράδειγμα αυτό ακολούθησαν κι άλλα ομοσπονδιακά κρατίδια. Από το 2002, έχουν χαθεί 15.000 θέσεις εργασίας και θα περικοπούν άλλες 18.000 μέσα στα επόμενα 6 χρόνια. Καταργήθηκαν τα φθηνότερα εισιτήρια στις δημόσιες συγκοινωνίες για τους άπορους και τους φτωχούς, τα οποία κατόπιν επανήλθαν μετά από μαζικές διαμαρτυρίες, αλλά μόνο μετά από μία τεράστια αύξηση στις τιμές τους. Καταργήθηκε η δωρεάν παροχή σχολικών βιβλίων και άλλων σχολικών υλικών και αυξήθηκαν τα δίδακτρα για τα νηπιαγωγεία. Δημοτικές κατοικίες ιδιωτικοποιήθηκαν , όπως και η δημόσια παροχή νερού. Κατά τη διάρκεια ενός σκανδάλου που αφορούσε μια δημοτική τράπεζα, οι πιθανές απώλειες δισεκατομμυρίων ευρώ των πλούσιων επενδυτών, καλύφθηκαν από το δήμο.
Εν τούτοις, το Αριστερό κόμμα-PDS υποστηρίζει πως τα αποτελέσματα από αυτή την εμπειρία είναι θετικά. Ο υπεύθυνος οικονομικών της πόλης, Harold Wolf, είπε το Σεπτέμβρη του 2004: «η κόκκινη-κόκκινη συμμαχία έχει επιτύχει σημαντικά επιτεύγματα. Το πιο σημαντικό καθήκον για την κυβέρνηση, η εξυγίανση, προχώρησε με ένα αποφασιστικό τρόπο. Συγύρισε, εκκαθάρισε και επιπλέον έχτισε. Είχε το κουράγιο και τη δύναμη να προχωρήσει σε απαραίτητες συγκρούσεις και κυρίως να τις κερδίσει». Η ηγεσία του Αριστερού Κόμματος-PDS δικαιολογεί αυτές τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές δείχνοντας την καταστροφική οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζει ο δήμος. Έτσι, αντί να παλέψει στο πλευρό της εργατικής τάξης, να φορολογήσει τους πλούσιους και να απαιτήσει περισσότερους πόρους από την κεντρική κυβέρνηση, φορτώνει τα προβλήματα στους εργαζόμενους και τους ανέργους. Το Βερολίνο έχει πολύ ψηλά ποσοστά ανεργίας και 1 στους 6 κατοίκους του επιβιώνει με λιγότερα από 600€ το μήνα. Στην τελευταία του συνδιάσκεψη, μάλιστα, το Αριστερό Κόμμα-PDS αποφάσισε να αφήσει ανοιχτό το ζήτημα της συνέχισης της συμμαχίας του με το SPD μετά τις δημοτικές εκλογές τον επόμενο Σεπτέμβρη.
Το WASG στο Βερολίνο αντιτίθεται σ’ αυτές τις πολιτικές και υποστηρίζει , ανάμεσα σε άλλους, τους εργαζόμενους στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο,Charite, που παλεύουν ενάντια στις περικοπές μισθών και στις απειλές για ιδιωτικοποίηση του από την «κόκκινη-κόκκινη» κυβέρνηση της πόλης. Ένα μέλος του WASG είπε: «εάν δεν μας είχε επιβληθεί αυτή η ‘διαδικασία σχηματισμού του νέου κόμματος’, ούτε καν θα παίρναμε τηλέφωνο αυτούς απ’ το PDS». Ωστόσο, αυτή η διαδικασία υπάρχει όντως και οι ηγεσίες και των δύο κομμάτων εξασκούν ιδιαίτερη πίεση για να εξασφαλίσουν ότι θα γίνει η ενοποίηση και στο Βερολίνο. Όσον αφορά τις εκλογές στο Βερολίνο τον ερχόμενο Σεπτέμβρη, το τοπικό WASG έχει δηλώσει ότι μια κοινή υποψηφιότητα είναι πιθανή μόνο εάν το Αριστερό Κόμμα-PDS αλλάξει πορεία. Αυτό σημαίνει να αποχωρήσει από τα συμμαχία με το SPD και την κυβέρνηση.
Το Βερολίνο δεν είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά είναι ένα παράδειγμα. Εάν κατά τη διάρκεια της ‘διαδικασίας της ενοποίησης’ επικρατήσει η πτέρυγα που ευθύνεται για την παρούσα πολιτική του Αριστερού Κόμματος-PDS, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να χαθεί μία τεράστια ιστορική ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα νέο κόμμα των εργαζομένων. Αντί γι’ αυτό, θα έχουμε τον σχηματισμό ενός κόμματος που θα ακολουθήσει την ίδια πορεία του SPD και των Πρασίνων και θα εκφυλιστεί σε ένα εντελώς καπιταλιστικό κόμμα, αλλά με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο βέβαια, δεν θα αποτελούσε μια εναλλακτική λύση για την εργατική τάξη και τη νεολαία.
Οι πολιτικές της κυβέρνησης του SPD και του Αριστερού Κόμματος-PDS στο Βερολίνο είναι τόσο απροκάλυπτα ενάντια στην εργατική τάξη, ώστε κανένας από το WASG δεν τις υποστηρίζει ανοιχτά. Παρ’ όλα αυτά, έχει ξεσπάσει μια μεγάλη διαμάχη εντός του WASG Βερολίνου, και ειδικά τώρα και σε εθνικό επίπεδο, πάνω στο ζήτημα του αν πρέπει να κατέβει ή όχι, ανεξάρτητο το WASG του Βερολίνου στις εκλογές το Σεπτέμβρη. Σκεπτόμενοι ότι μια ανεξάρτητη κάθοδος θα έθετε τη διαδικασία ενοποίησης σε κίνδυνο, κάποιοι μέσα στο WASG προσπάθησαν να καθυστερήσουν την απόφαση σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι πιά δυνατό να γίνουν οι προετοιμασίες για ανεξάρτητη κάθοδο στις εκλογές. Αυτές οι δυνάμεις – μία συμμαχία ρεφορμιστών, το Linksruck (αδελφό τμήμα του ελληνικού ΣΕΚ), και υποστηρικτών της συμμετοχής στην κυβέρνηση – δεν πέτυχαν τον στόχο τους. Στα τέλη του περασμένου χρόνου, μια συνδιάσκεψη του WASG Βερολίνου αποφάσισε να θέσει μια σειρά πολιτικούς όρους για εκλογική συνεργασία στο Αριστερό Κόμμα-PDS, μέσα σ’ αυτά και το αίτημα για αποφασιστική αλλαγή πορείας. Η τελική απόφαση για την εκλογική στρατηγική του WASG πρόκειται να παρθεί στα τέλη Φλεβάρη και άρα θα υπάρχει αρκετός χρόνος για προεκλογική εκστρατεία.
Ο ρόλος της Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής (SAV)
Μέλη του SAV παίζουν ένα σημαντικό ρόλο στο WASG Βερολίνου. Δύο μέλη του SAV έχουν εκλεγεί στην τοπική ηγετική ομάδα του WASG : η Lucy Redler στην εκτελεστική επιτροπή, και ο Τούρκος συνδικαλιστής , Hakan Doganay, πήρε τις περισσότερες ψήφους για την ευρύτερη οργανωτική επιτροπή. Όπως ήταν επόμενο, ηγετικά στελέχη του WASG και του Αριστερού Κόμματος-PDS, όπως και τα ΜΜΕ, αντέδρασαν αρνητικά.
Ένα ηγετικό στέλεχος της αριστερής ομάδας στο Κοινοβούλιο, ο Ulrich Maurer, επιτέθηκε στους «Τροτσκιστές» για τα προβλήματα στο Βερολίνο. Προσπάθησε ειρωνικά να «υπερασπίσει» τον Λέον Τρότσκι λέγοντας ότι «θα έτριζαν τα κόκαλά του » εάν έβλεπε τις πολιτικές του SAV. Αυτά ειπώθηκαν από ένα πρώην ηγετικό στέλεχος του SPD στο Baden-Wurttemberg, που για χρόνια υποστήριζε την συμμαχία μεταξύ του SPD και του δεξιού CDU σε αυτό το κρατίδιο! Σαν απάντηση, το SAV δήλωσε ότι ο Αύγουστος Μπέμπελ, ένας ιστορικός ηγέτης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, θα στριφογύριζε στον τάφο του εάν μπορούσε να διαβάσει τα σχόλια του Maurer. Το Der Spiegel, μάλιστα, ένα πολύ γνωστό εβδομαδιαίο περιοδικό, είπε ότι το SAV είναι ο κύριος εχθρός για το Αριστερό Κόμμα-PDS.
Αυτές οι εξελίξεις έχουν ενισχύσει το προφίλ του SAV προς τα έξω, έχουν δώσει μια νέα κατεύθυνση στη διαμάχη για την ενότητα της αριστεράς και την έχουν πολιτικοποιήσει πολύ. Λόγω του ενωτικού ψηφοδελτίου στις γενικές εκλογές του 2005, πολλοί θεώρησαν ότι και τα δύο κόμματα ήταν ήδη μία μοναδική οργάνωση. Τώρα, ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα τα πιό προοδευτικά στρώματα, συνειδητοποιούν ότι όχι μόνο υπάρχουν δύο διαφορετικές οργανώσεις, αλλά και ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο WASG και το Αριστερό Κόμμα-PDS, σε ζητήματα που αφορούν τη συμμετοχή και την συμφωνία τους στις περικοπές κοινωνικών δαπανών και στις ιδιωτικοποιήσεις.
Το Linksruck (αδελφό τμήμα του ΣΕΚ) υποστηρίζει ότι και τα δύο κόμματα είναι ρεφορμιστικά και ότι έχουν πολιτικές διαφορές. Γι’ αυτό, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρχει κανένα επιχείρημα ενάντια στην ενοποίηση των δύο κομμάτων και ότι η ανάγκη για ενότητα θα πρέπει να υπερισχύσει έναντι των όποιων διαφορών τους. Αυτό περιλαμβάνει και το ζήτημα της εκλογικής καθόδου του WASG στο Βερολίνο. Γενικά μιλώντας, το Linksruck επιχειρηματολογεί ενάντια στην συμμετοχή στην κυβέρνηση. Παρ’ όλα αυτά, είναι έτοιμο να υποστηρίξει την κοινή εκλογική κάθοδο του WASG με το Αριστερό Κόμμα-PDS, χωρίς να θέτει κανένα πολιτικό ζήτημα ή όρο.
Σε μία κατάσταση, όπου χιλιάδες νέοι, εργαζόμενοι και άνεργοι είναι αγανακτισμένοι με τις περικοπές που γίνονται από την τοπική κυβέρνηση, αυτό σημαίνει συνθηκολόγηση χωρίς όρους μπρος στις συγκεκριμένες πολιτικές συγκρούσεις που γίνονται στο Βερολίνο. Ήδη, αυτές οι πολιτικές είχαν ως αποτέλεσμα το Αριστερό Κόμμα-PDS να χάσει ψήφους και οπαδούς στο προπύργιο του στις ανατολικές συνοικίες. Επίσης, η στάση αυτή του Linksruck άρνείται στην εργατική τάξη του Βερολίνου την ευκαιρία να εκφράσει τη διαμαρτυρία της ενάντια στις αντεργατικές πολιτικές των τελευταίων 4 χρόνων. Έτσι, οι φασίστες από το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (NPD) , θα μπορέσουν ενδεχομένως να επωφεληθούν, κατευθύνοντας τη δυσαρέσκεια σε ρατσιστικές κατευθύνσεις.
Στην πραγματικότητα, το Linksruck συμμαχεί με την πλειοψηφία των ηγετών του WASG που προσπαθούν να περάσουν την ενοποίηση χωρίς καθόλου συζήτηση. Το Linksruck δημοσίως πλέον διαχωρίζει τη θέση του από την αποκαλούμενη ριζοσπαστική αριστερή πτέρυγα μέσα στο WASG , που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ουσιαστικά αυτή της περιοχής του Βερολίνου. Επίσης, το Linksruck υποστηρίζει ανοιχτά ότι το WASG πρέπει να έχει μόνο ένα μίνιμουμ δημοκρατικό πρόγραμμα και δεν πρέπει να δηλώσει πως παλεύει για μια σοσιαλιστική εναλλακτική λύση. Η Christine Buchholz, ηγετικό στέλεχος του Linksruck, στην τοποθέτησή της μπρος στις εκλογές για την κεντρική επιτροπή του WASG, δήλωσε:
«Θεωρώ ότι είναι σοβαρό λάθος να περιορίσουμε το WASG υιοθετόντας ένα αντικαπιταλιστικό ή σοσιαλιστικό πρόγραμμα». Κι αυτό επειδή το Linksruck απορρίπτει την ιδέα ότι μπορεί ποτέ οι σοσιαλιστές να κτίσουν ένα μη σεκταριστικό νέο κόμμα, προτείνοντας ένα μεταβατικό πρόγραμμα που να συνδέει την πάλη για τα άμεσα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι με την ανάγκη να παλέψουν για μια ριζική σοσιαλιστική αλλαγή.
Ο χαρακτήρας του WASG
Αν και ισχύει ότι και το WASG και το Αριστερό Κόμμα-PDS έχουν ένα ρεφορμιστικό χαρακτήρα και ότι μέσα και στα δυό κόμματα υπάρχουν παρόμοιες συζητήσεις περί συμμετοχής στην κυβέρνηση, αυτά τα κόμματα παίζουν πολύ διαφορετικούς ρόλους μέσα στην αριστερά και στην κοινωνία.
Μέσα στο Αριστερό Κόμμα-PDS δεν υπάρχει μια διακριτή αριστερή αντιπολίτευση που να αντιτίθεται στις πολιτικές της ηγεσίας. Υπολογίζεται ότι το κόμμα αυτό έχει περίπου 60.000 μέλη, κυρίως συνταξιούχους. Τα ενεργά μέλη του είναι περίπου 6.000, κυρίως επαγγελματίες και μέλη που κατέχουν θέσεις σε διάφορα τοπικά, περιφερειακά και εθνικά κοινοβούλια. Δεν έχει σχεδόν καθόλου ρίζες στην εργατική τάξη και τη νεολαία. Έκανε πολύ γρήγορα στροφή προς τα δεξιά. Ακόμα, πολλοί εργαζόμενοι δεν το στηρίζουν λόγω του σταλινικού παρελθόντος του.
Το WASG είναι μια νέα αντιπολιτευτική δύναμη με σημαντικές διασυνδέσεις με τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα. Έχει υιοθετήσει δύο κυρίως πολιτικές θέσεις που αντιτίθενται άμεσα στις πολιτικές που εφαρμόζει το Αριστερό κόμμα-PDS στην τοπική κυβέρνηση. Το πρόγραμμα του WASG αναφέρει: «είμαστε αντίθετοι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που κυριαρχούν. Θα συμμετείχαμε σε μια κυβέρνηση σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, μόνο εάν αυτό οδηγούσε σε μία μεγάλη πολιτική αλλαγή στην κατεύθυνση των αναγκών μας». Και στο εκλογικό του μανιφέστο δηλώνει : «δεν θα συμμετέχουμε ή στηρίξουμε μία κυβέρνηση που επιβάλλει περικοπές των κοινωνικών δαπανών». Το WASG αποτελεί το πιο δυναμικό κομμάτι που συμμετέχει στη διαδικασίας της ενότητας της αριστεράς. Τον περασμένο Σεπτέμβρη, οι 2,2 εκατ. επιπλέον ψήφοι για την αριστερά, δείχνουν τη μεγάλη δυνατότητα του WASG να προσελκύσει νέους υποστηρικτές. Μπορεί να έχει μεγάλη απήχηση σε συνδικαλιστές, αγωνιστές σε κοινωνικά κινήματα και σε στρώματα της εργατικής τάξης που παρέμεναν έως τώρα ανενεργά.
Το Αριστερό Κόμμα-PDS βούλιαζε στην άβυσσο μέχρι που αναστήθηκε πέρυσι με το WASG και τον Λαφονταίν. Έτσι, οι σοσιαλιστές πρέπει να υποστηρίξουν τα θετικά σημεία του WASG και να τονίζουν παράλληλα τους κινδύνους του ρεφορμιστικού του προγράμματος. Το SAV ήταν η μοναδική πολιτική δύναμη μέσα στο WASG που επιχειρηματολογούσε ενάντια στον κευνσιανό χαρακτήρα του προγράμματος του, κατά τη διάρκεια της προγραμματικής διαμάχης εντός του WASG την άνοιξη του 2005. To SAV εξηγούσε ότι ενώ πολλά απ’ τα αιτήματα του ήταν σωστά, όπως οι λιγότερες ώρες εργασίας, ένας βασικός μισθός, επενδυτικά προγράμματα, κλπ, δεν θα μπορούσαν να επιζήσουν για πολύ καιρό μέσα στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της τάσης της καπιταλιστικής οικονομίας να περνάει κρίσεις και λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού που αυξάνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό. Επομένως, μια πραγματική αλλαγή για την πλειοψηφία του κόσμου θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από μαζικούς αγώνες και να διατηρηθεί μόνο με την κατάργηση του καπιταλισμού και την αντικατάστασή του με μία σοσιαλιστική δημοκρατία.
Τα μέλη του SAV εξηγούν ότι το ζήτημα του σοσιαλιστικού προγράμματος δεν είναι απλώς θέμα ιδεολογίας, αλλά ότι αναπόφευχτα θα καθορίσει τις συγκεκριμένες πολιτικές του κόμματος στους καθημερινούς αγώνες των εργαζομένων. Μόνο ένα κόμμα που δεν θα περιοριζόταν στα οικονομικά πλαίσια του καπιταλισμού θα μπορούσε για παράδειγμα να προτείνει ένα πρόγραμμα για να μην χαθούν θέσεις εργασίας στη βιομηχανία αυτοκινήτων. Αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα της υπερπαραγωγής αυτοκινήτων διεθνώς που φτάνει στα επίπεδα του 25%, μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού είσαι υποχρεωμένος να υποστηρίξεις απολύσεις και κλείσιμο εργοστασίων. Αλλιώς, είναι ξεκάθαρο ότι τα κέρδη και ο ανταγωνισμός πρέπει να πάψουν να αποτελούν προτεραιότητα, κι έτσι τα μηχανήματα στα εργοστάσια πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να παράγονται αγαθά που να είναι πραγματικά αναγκαία για το σύνολο της κοινωνίας. Αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει χωρίς την εθνικοποίηση της βιομηχανίας αυτοκινήτων κάτω από εργατικό έλεγχο και διεύθυνση. Αυτή η θέση θα ήταν μια ξεκάθαρη εφαρμογή ενός σοσιαλιστικού προγράμματος στους αγώνες των εργαζομένων στην αυτοκινητοβιομηχανία στη Γερμανία και παγκοσμίως.
Το SAV δεν έχει θέσει ποτέ την υιοθέτηση ενός σοσιαλιστικού προγράμματος σαν προϋπόθεση για το από κοινού χτίσιμο του κόμματος, όσο το WASG εξακολουθεί να δίνει την δυνατότητα στους εργαζόμενους και τη νεολαία να εκφράζουν και να υπερασπίζονται τα πολιτικά τους συμφέροντα. Παρ’ όλα αυτά, στις αρχές του 2005 η δεξιά πτέρυγα του WASG γύρω από τον Klaus Ernst, περιφερειακό στέλεχος συνδικάτου, επιχείρησε να διαγράψει το SAV. Αυτή η απόπειρα απέτυχε τότε εξαιτίας της αντίδρασης της βάσης του WASG που ξεκαθάρισε ότι σοσιαλιστές και μαρξιστές έχουν νόμιμη θέση μέσα του και ότι δεν θα ‘πρεπε να γίνονται διαγραφές και αποκλεισμοί για πολιτικούς λόγους. Πιό πρόσφατα, λόγω του ζητήματος της ενοποίησης με το Αριστερό Κόμμα-PDS στο Βερολίνο, ο Klaus Ernst και άλλοι προσπάθησαν να αναθερμάνουν την εκστρατεία ενάντια στο SAV. Ο εκπρόσωπος τύπου του WASG έγραψε ένα 8σέλιδο κείμενο όπου χρησιμοποιόντας πολλές αναλήθειες εξηγεί γιατί αρνείται να συνεργαστεί με το SAV. Σε ένα άλλο κείμενο, ο Klaus Ernst επιτίθεται στους «δογματικούς» που είναι «ανίκανοι να αναπτύξουν ένα κόμμα». Η δεξιά πτέρυγα, όμως, θα αποτύχει για ακόμα μία φορά να περιθωριοποιήσει τους σοσιαλιστές. Στην πραγματικότητα, η βάση αυξάνει την πίεση που ασκεί στην ηγεσία.
Συνεργασία Αριστερού Κόμματος-PDS και WASG
Αυτό που συνέβη ήταν ότι οι εθνικές ηγεσίες των δύο κομμάτων προχώρησαν σε μια τρίτη « συμφωνία συνεργασίας». Η νέα αυτή συμφωνία περιλαμβάνει μία θετική αναφορά στην πολιτική στρατηγική του Αριστερού Κόμματος-PDS , που το κεντρικότερο σημείο της είναι η συμμετοχή του σε κυβερνήσεις με το SPD. Αυτή η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης τη θέση ότι τα δύο αυτά κόμματα δεν θα κατέβουν ποτέ αντίπαλα σε εκλογές. Και αυτό σε μία περίοδο που αυτό ακριβώς το ζήτημα συζητιέται στο Βερολίνο, με την πλειοψηφία να κινείται προς την κατεύθυνση της ανεξάρτητης καθόδου στις εκλογές!
Δεν δόθηκε καμιά δυνατότητα να συζητηθεί αυτή η συμφωνία μέσα στις γραμμές του WASG, έτσι οι τοπικοί πυρήνες και τα περιφερειακά όργανα δεν μπόρεσαν να την συζητήσουν και να την επηρεάσουν σε καμία περίπτωση. Αυτός ο απροκάλυπτα αντιδημοκρατικός τρόπος χειρισμού του θέματος, οδήγησε σε επιθέσεις ενάντια στην εθνική ηγεσία ακόμα και από μέλη που δεν είναι αντίθετα με τα λεγόμενα της συμφωνίας. Η τοπική ηγεσία του WASG στο κρατίδιο της Σαξονίας δήλωσε : «είναι απαράδεκτη η αλαζονική στάση της ηγεσίας , που από τη στιγμή που ιδρύθηκε το κόμμα, αγνοεί προσβλητικά και συνεχώς τους δημοκρατικούς κανόνες που καθορίστηκαν από την ίδρυση του κόμματος μας». Και : «αυτή η στάση παίζει καταστροφικό ρόλο στη διαδικασία σχηματισμού του κόμματος μας. Όλα μας τα μέλη και τα όργανα απαιτούν ότι η βάση δεν θα πρέπει να είναι μόνο ο εκτελεστής αποφάσεων, αλλά πρέπει να πρωταγωνιστεί ενεργά στη διαμόρφωση του νέου σχηματισμού. Η εθνική ηγεσία ενεργεί αντίθετα από αυτά τα αιτήματα και καταστρέφει έτσι ζωτικά στοιχεία του πνεύματος του κόμματος μας, όπως η δικαιοσύνη, η ευαισθησία, η αλληλεγγύη και ο δημοκρατικός τρόπος λήψης των αποφάσεων».
Ανάμεσα στα μέλη του WASG γίνονται πρόσφατα συζητήσεις για εναλλακτικούς τρόπους που μπορούν να οδηγήσουν στο χτίσιμο του νέου σχηματισμού της αριστεράς. Κανένας δεν αντιτίθεται σε αυτό, συμπεριλαμβανομένου και του SAV. Εκεί που υπάρχουν σοβαρές αντιστάσεις είναι η αποδοχή της άνευ όρων συνεργασίας με το Αριστερό Κόμμα-PDS και της οποιαδήποτε μορφής περικοπής κοινωνικών δαπανών και των ιδιωτικοποιήσεων. Επίσης δίνεται μεγάλη σημασία στις δημοκρατικές διαδικασίες και στην ανάγκη να είναι ανοιχτή η διαδικασία σχηματισμού του νέου κόμματος και σε άλλες αριστερές δυνάμεις δυνάμεις εκτός των 2 κομμάτων. Τέλος, ένα νέο αριστερό κόμμα πρέπει να έχει αριστερές πολιτικές!
Σε πολλές περιοχές τα μέλη ζητούν την παραίτηση της εθνικής ηγεσίας και την εκλογή νέας. Αυτό θα μπορούσε να γίνει στο επόμενο εθνικό συνέδριο που θα γίνει στα τέλη Απρίλη. Την ίδια ώρα, αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές διαφορές και μέσα στις γραμμές της ηγεσίας. Τρία μέλη της δημοσιοποίησαν μία δήλωση που είχε φανερά έναν πιο κριτικό και αριστερό τόνο σε σχέση με την πλειοψηφία της ηγεσίας. Το ηγετικό στέλεχος του Linksruck , η Buchholz, συντάσεται με στην πλειοψηφία, ευθυγραμμίζοντας τις απόψεις της με τις κυρίαρχες γραφειοκρατικές δυνάμεις εντός της εθνικής ηγεσίας.
Η παραπέρα ανάπτυξη του WASG και η διαδικασία του νέου σχηματισμού της αριστεράς , εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ανάπτυξη των αγώνων της εργατικής τάξης μέσα στους επόμενους μήνες. Ο μεγάλος συνασπισμός της Angela Merkel (CDU) και του Franz Muntefering (SPD) έχει ήδη αποφασίσει να προχωρήσει σε σκληρές επιθέσεις ενάντια στην εργατική τάξη. Το μεγαλύτερο τμήμα αυτών των μέτρων – άνοδος Φ.Π.Α., επιδείνωση εργασιακών δικαιωμάτων, αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, μείωση των επιδομάτων ανεργίας, και άλλα πολλά – θα εφαρμοστούν σταδιακά. Αυτή η χρονιά παρουσιάζεται σαν η χρονιά της οικονομικής ανάκαμψης (με ελάχιστες επενδύσεις). Οι μεγαλύτερες επιθέσεις θα γίνουν πιό πιθανά το 2007. Σε κάποια ζητήματα, η κυβερνητική συμμαχία αδυνατεί ακόμα να προβάλλει μία κοινή πολιτική, όπως για παράδειγμα για το σύστημα υγείας. Πάντως, είναι σίγουρο ότι οι επιθέσεις θα συνεχιστούν και θα ενταθούν.
Μέχρι στιγμής, οι συνδικαλιστές δεν έχουν οργανώσει τίποτα, ούτε προτείνουν να γίνουν κινητοποιήσεις. Τα κοινωνικά κινήματα σχεδιάζουν μία διαδήλωση σε εθνικό επίπεδο την 1 Απρίλη, και προσπαθούν να κινητοποιήσουν κόσμο μέσα στα συνδικάτα. Διάφορα συνδικάτα καλούν τώρα για στήριξη της κινητοποίησης ενάντια στην οδηγία Μπολκενστάιν της Ε.Ε. που θα γίνει το Φλεβάρη, μία κινητοποίηση που το SPD είπε ότι θα στηρίξει για να δείξει το κοινωνικό του πρόσωπο!
Είναι ανοιχτό ακόμα το ζήτημα εάν θα υπάρξει φέτος μια γενικευμένη κινητοποίηση ενάντια στην κυβέρνηση, όπως είδαμε το 2003 και 2004 ενάντια στην τότε κυβέρνηση Σρέντερ. Υπάρχει αγανάχτηση και διάθεση, όμως ούτε οι ηγέτες στα συνδικάτα, ούτε η νέα κοινοβουλευτική ομάδα της αριστεράς προσπαθούν να οργανώσουν κινητοποιήσεις.
Την ίδια στιγμή, υπάρχει ένα συνεχές κύμα επιθέσεων σε μισθούς, ώρες και θέσεις εργασίας. Γίνονται πολλοί αγώνες, ειδικά στη βιομηχανία, όπου κλείνουν επιχειρήσεις, μεταφέρονται στο εξωτερικό και χάνονται θέσεις εργασίας. Οι λιμενεργάτες έκαναν μία πετυχημένη πανευρωπαϊκή απεργία στις 11 Γενάρη ενάντια στην απελευθέρωση της αγοράς. Συμμετείχαν χιλιάδες Γερμανοί λιμενεργάτες. Τον Μάη θα γίνει ένας νέος κύκλος συλλογικών διαπραγματεύσεων των μισθών στον κλάδο της μεταλλουργίας και των εργαλειομηχανών. Προειδοποιητικές και πραγματικές απεργίες για αυξήσεις στους μισθούς είναι πιθανές. Αλλά αυτοί οι αγώνες είναι για την ώρα απομονωμένοι, αμυντικοί και σύντομοι. Η σύνδεση αυτών των αγώνων και η ανάπτυξη μιας ενιαίας στρατηγικής κρίνονται απαραίτητα , αλλά οι ηγέτες των συνδικάτων μπαίνουν εμπόδιο και οι δυνάμεις της αριστεράς στους εργασιακούς χώρους είναι γενικά αδύναμες ή αδυνατούν να θέσουν σε εφαρμογή μια τέτοια στρατηγική.
Ωστόσο, δεν αποκλείεται αυτές οι απομονωμένες κινητοποιήσεις να ενταθούν και η ποσότητα να μετατραπεί σε ποιότητα. Μια τέτοια εξέλιξη θα ασκούσε επίδραση στο WASG, στην κοινοβουλευτική αριστερά και στη διαδικασία σχηματισμού του νέου κόμματος. Εάν κάποιοι χιλιάδες εργαζόμενοι αποφασισμένοι για αγώνες, αποφασίσουν να ενταχθούν στο WASG, αυτό θα μπορούσε να ριζοσπαστικοποιήσει τις διαδικασίες. Αλλά το θέμα συγχρονισμού των διαφόρων αυτών γεγονότων είναι σημαντικό. Μέχρι στιγμής, η κοινοβουλευτική αριστερά έχει πάρει ελάχιστες πρωτοβουλίες. Εάν αποφασιστεί συνένωση των δύο κομμάτων στη βάση του προγράμματος του Αριστερού Κόμματος-PDS, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να αποχωρήσουν οι αγωνιστές της αριστερής πτέρυγας του WASG και το ενωμένο πιά κόμμα δεν θα μπορεί να προσελκύει εργαζόμενους και νεολαία. Αυτό θα επαληθευτεί ακόμα περισσότερο, αν το ενωμένο κόμμα – όπως σχεδιάζεται – συμμετάσχει σε περισσότερες ακόμα τοπικές κυβερνήσεις και στις επιθέσεις τους ενάντια στους εργαζόμενους.
Μία κρίσιμη περίοδος
Πολλά εξαρτώνται από το τι θα γίνει στο Βερολίνο. Δεν αναμένεται αλλαγή πορείας από το Αριστερό Κόμμα-PDS. Έτσι, εάν το WASG κατέβει ανεξάρτητα με ένα πρόγραμμα με αρχές και με μία ενεργή προεκλογική εκστρατεία, και αν κερδίσει τη στήριξη συνδικαλιστών και αγωνιστών από κινήματα και πρωτοβουλίες, έχει πιθανότητες να πάρει το απαραίτητο 5% για να μπει στο κοινοβούλιο του Βερολίνου. Μιά τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να επιρρεάσει σοβαρά τη διαδικασία του νέου αριστερού σχηματισμού σε εθνικό επίπεδο και να ενισχύσει τις αντικαπιταλιστικές και σοσιαλιστικές δυνάμεις μέσα του. Αντίθετα, μια συνένωση των δύο κομμάτων από τα πάνω κι άνευ όρων, θα δυσκόλευε πολύ το χτίσιμο του νέου σχηματισμού σαν το νέο σημείο έλξης και αναφοράς για τους αριστερούς αγωνιστές.
Μένει να φανεί, αν οι ηγεσίες του Αριστερού Κόμματος-PDS και του WASG θα παρακολουθήσουν μια ανεξάρτητη κάθοδο του WASG στο Βερολίνο χωρίς να κάνουν κάτι, ή αν θα πραγματοποιήσουν τις απειλές που έκαναν τον περασμένο Νοέμβριο μετά τη συνδιάσκεψη του WASG στο Βερολίνο – ότι θα διαγράψουν μέλη ή θα διαλύσουν την οργάνωση. Σε κάθε περίπτωση, οι αντικαπιταλιστικές και σοσιαλιστικές ομάδες μέσα στο WASG πρέπει να είναι προετοιμασμένες γι’ αυτήν την πιθανότητα. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο και έχει ήδη ξεκινήσει να προετοιμαστεί μία ισχυρότερη και καλύτερα οργανωμένη συνεργασία αυτών των δυνάμεων.
Η δημιουργία του WASG και η διαμάχη για το σχηματισμό ενός νέου αριστερού κόμματος, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του γερμανικού εργατικού κινήματος. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, η εργατική τάξη αναγκάστηκε να περάσει σε αμυντική θέση. Στο ιδεολογικό μέτωπο, η αστική τάξη ξεκίνησε μία μαζική επίθεση. Η αστικοποίηση των παραδοσιακών εργατικών κομμάτων και η στροφή προς τα δεξιά των συνδικαλιστικών ηγεσιών διεθνώς, συνέβαλαν στην παρακμή των σοσιαλιστικών ιδεών μέσα στην εργατική τάξη και ακόμα και στην υποχώρηση της βασικής ταξικής συνείδησης.
Τώρα φυσάει ένας άνεμος αλλαγής. Αντιμέτωποι με μία συνεχόμενη νεοφιλελεύθερη επίθεση και την αμφισβήτηση βασικών κατακτήσεων του εργατικού κινήματος, σημαντικά στρώματα εργαζομένων και νεολαίας αναζητούν τρόπους αντίστασης και πολιτικές εναλλακτικές λύσεις. Η δημιουργία πλατιών κομμάτων εργαζομένων, ανέργων και νεολαίας – που θα συνδέσουν συνδικαλιστές , σοσιαλιστές και αγωνιστές κοινωνικών κινημάτων (γυναικείο κίνημα, αντιπαγκοσμιοποιητικό, αντιφασιστικό, οικολογικό, κλπ), όπως επίσης και φρέσκα στρώματα εργαζομένων που μπαίνουν στους αγώνες – είναι τώρα ένα απαραίτητο και σημαντικό βήμα.
Αυτά τα κόμματα και οι σχηματισμοί δεν είναι υποκατάστατα του χτισίματος μαζικών εργατικών οργανώσεων με μαρξιστικό πρόγραμμα , αλλά είναι απαραίτητα για να ξεκινήσει η διαδικασία μέσα από την οποία, όπως το διατύπωσε ο Καρλ Μαρξ, μία κοινωνικό-οικονομική τάξη γίνεται συνειδητή πολιτική δύναμη.
Η συνειδητή και συγκεκριμένη παρέμβαση και συμμετοχή των μαρξιστικών οργανώσεων όπως το SAV μέσα σε αυτή την διαδικασία είναι απαραίτητη. Πρώτον, για να βρούν οι μαρξιστικές ιδέες μία ευρύτερη απήχηση και δεύτερον, για να επιταχυνθεί το χτίσιμο αυτών των κομμάτων και να στεφθεί με επιτυχία. Γιατί, χωρίς ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα , τα νέα κόμματα των εργαζομένων θα αποκαλύψουν σύντομα τα όρια τους μέσα στη σημερινή περίοδο σήψης του καπιταλιστικού συστήματος. Αυτό είναι το μάθημα που πρέπει να βγάλουμε από την αποσύνθεση των παλιών εργατικών κομμάτων και την πλήρη μετατροπή τους σε αστικά.
Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός που χαρακτηρίζεται από στασιμότητα, ύφεση και αυξανόμενο διεθνή ανταγωνισμό, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μεταρρυθμίσεις. Η διεκδίκηση μεταρρυθμίσεων απαιτεί μαζική δράση. Έτσι, ακόμα και μετριοπαθή αιτήματα στη βάση μαζικών αγώνων, μπορούν να αποκτήσουν ένα ημιεπαναστατικό χαρακτήρα. Έχει περάσει πιά η εποχή των σταθερών ρεφορμιστικών κομμάτων με μαζική απήχηση, που υπήρχαν σε πολλές χώρες μετά το 1945. Αναπόφευχτα, γίνονται και θα γίνουν κι άλλες προσπάθειες να χτιστούν νέα εργατικά κόμματα. Πολλά από αυτά δεν θα αντέξουν για πολύ καιρό λόγω των ρεφορμιστικών δυνάμεων που θα τα παρασύρουν σε συμμετοχή σε κυβερνήσεις που θα επιβάλλουν περικοπές κι επιθέσεις στα δικαιώματα των εργαζομένων. Δεν θα είναι επομένως, πόλοι έλξης για πολύ καιρό. Αλλά μέσα από αυτές τις διαδικασίες και τους ταξικούς αγώνες , θα γαλουχηθεί μια νέα γενιά αγωνιστών που θα μπεί μπροστά στην πάλη για το χτίσιμο ενός πραγματικού κόμματος των εργαζομένων και που θα είναι ανοιχτή στις μαρξιστικές ιδέες. Το WASG είναι ένα τέτοιο πρώτο βήμα στη Γερμανία. Γι’ αυτό, είναι καθήκον των Γερμανών Μαρξιστών να κάνουν τα πάντα για να αναπτύξουν αυτόν τον σημερινό εμβρυακό σχηματισμό σε ένα μαζικό εργατικό κόμμα με σοσιαλιστικό πρόγραμμα.