Ολοένα και μεγαλώνει η δυναμική του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), καθώς σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση της δημόσιας γερμανικής τηλεόρασης ZFD, βρίσκεται στη δεύτερη θέση με ποσοστό 21%, με τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) να βρίσκεται στην πρώτη θέση με 26%. Ακολουθούν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) με 17%, οι Πράσινοι με 16%, οι Φιλελεύθεροι (FPD) με 6% και το αριστερό κόμμα Die Linke με 5%.
Μάλιστα, σε ορισμένα ομοσπονδιακά κρατίδια, το AfD έρχεται πρώτο στις δημοσκοπήσεις. Για παράδειγμα, στη Θουριγγία έχει φτάσει το 32%, ποσοστό τριπλάσιο από αυτό του SPD.
H ενίσχυση του AfD προκαλεί τεράστια ανησυχία καθώς φέτος θα πραγματοποιηθούν οι τοπικές εκλογές στη Βαυαρία και την Έσση και του χρόνου στη Θουριγγία, τη Σαξονία και το Βρανδεμβούργο, ενώ το 2024 είναι προγραμματισμένες οι Ευρωεκλογές.
Για μια ακόμα φορά και βλέποντας τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη Γερμανία, γίνεται φανερό πως η άνοδος της Ακροδεξιάς δεν είναι ποτέ «ουρανοκατέβατη», αλλά αντίθετα, προέρχεται από την ανασφάλεια και την απογοήτευση της κοινωνίας.
Ύφεση και λιτότητα
Έτσι, δεν είναι τυχαίο πως αυτήν την περίοδο που όλα δείχνουν ότι η επιρροή του ακροδεξιού AfD αυξάνεται, παράλληλα υπάρχουν έντονες ανησυχίες για ύφεση στην οικονομία της Γερμανίας.
Τον Ιούνιο η βιομηχανική παραγωγή της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης μειώθηκε κατά 1,5% σε σύγκριση με τον Μάιο. Σε μερικούς κλάδους η μείωση ήταν πολύ πιο πάνω από τον μέσο όρο – χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η αυτοκινητοβιομηχανία, που σημείωσε πτώση 3,5% και ο κατασκευαστικός τομέας με πτώση 2.8%.
Την ίδια στιγμή, ο πληθωρισμός της χώρας παραμένει υψηλός, με την τιμή του ψωμιού να έχει αυξηθεί κατά 19,2%, τις τιμές των γαλακτοκομικών προϊόντων και των αυγών κατά 21,6% και τις τιμές των λαχανικών κατά 21,7%.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι από τα βασικά θέματα που απασχολούν την κοινωνία. Το γεγονός ότι το 60% των Γερμανών δηλώνει ότι η πορεία της οικονομίας είναι καθοδική, το 33% σταθερή και μόλις το 5% θεωρεί ότι είναι ανοδική, αναδεικνύει την οικονομική ανασφάλεια και το άγχος που βιώνει η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων.
Απογοήτευση απέναντι στο κατεστημένο
Αυτή η απογοήτευση ανατανακλάται στα ποσοστά δημοτικότητας των πολιτικών κομμάτων της χώρας τα οποία μειώνονται διαρκώς. Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις όλα τα κόμματα έχουν πολύ χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας.
Μόλις το 27% δηλώνει ικανοποιημένο από την κυβέρνηση συνεργασίας (SPD, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι). Συγκεκριμένα, το SPD έχει πέσει στο 17% από 26% που είχε λάβει στις εκλογές του 2021, οι Πράσινοι έχουν πέσει στο 15% από 25% στις δημοσκοπήσεις πέρυσι, ενώ η δημοτικότητα των Φιλελεύθερων έχει μειωθεί σχεδόν στο μισό σε σχέση με το ποσοστό που είχε το 2021, σημειώνοντας 7% στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις.
Η απογοήτευση από κομμάτια της κοινωνίας απέναντι στα κόμματα του κατεστημένου, αλλά και η κακή οικονομική κατάσταση που επικρατεί στη Γερμανία, διαμορφώνουν ένα σκηνικό που ενισχύει το ακροδεξιό AfD.
Την ίδια στιγμή σημαντικό ρόλο στην άνοδο του AfD έπαιξε η ανικανότητα των αστικών κυβερνήσεων να δώσουν λύσεις σε μια σειρά κεντρικά πολιτικά ζητήματα. Σε έρευνα της Infratest Dimap και σε ερώτηση «Ποια θέματα επηρεάζουν περισσότερο την απόφασή σας να ψηφίσετε για το AfD αυτή τη στιγμή;» το 65 % δήλωσε το μεταναστευτικό, το 47% η ενεργειακή πολιτική και το 43 % η οικονομία.
Η κατάρρευση του Die Linke
Ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για την εκτίναξη της δημοτικότητας του AfD είναι η κατάρρευση του αριστερού κόμματος Die Linke το οποίο απέτυχε να προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση της λιτότητας και της οικονομικής κρίσης.
Το Die Linke, έχοντας υποχωρήσει στις πιέσεις της «δεξιάς πτέρυγας» (η οποία αποτελεί την πλειοψηφία στην ηγεσία του κόμματος) στο εσωτερικό του, υιοθέτησε πιο «στρογγυλεμένες» και μετριοπαθείς θέσεις, προκαλώντας απογοήτευση σε πλατιά στρώματα.
Χαρακτηριστικό της πίεσης από τη «δεξιά πτέρυγα» είναι το γεγονός ότι το 2014 το Die Linke είχε προχωρήσει σε κυβέρνηση συνεργασίας στο κρατίδιο της Θουριγγίας με το SPD και τους Πράσινους, ενώ στις βουλευτικές εκλογές του 2021 είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο συμμετοχής σε κυβερνητικό συνασπισμό με βασικό κορμό το SPD.
Το παράδειγμα της Θουριγγίας είναι πολύ χαρακτηριστικό. Το Die Linke στις τοπικές εκλογές το 2019 είχε βγει πρώτο με 31%, ενώ τώρα στις δημοσκοπήσεις εμφανίζεται δεύτερο με 21,7%. Την ίδια ώρα, το AfD εμφανίζεται δημοσκοπικά πρώτο κόμμα με 32,3%.
Αυτή η εξέλιξη αποτελεί άλλη μια επιβεβαίωση ότι η ανεπάρκεια των δυνάμεων της Αριστεράς οδηγεί μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων –που ζουν σε συνθήκες οικονομικών και κοινωνικών αδιεξόδων– να αναζητούν διέξοδο στον υποτιθέμενο ριζοσπαστισμό της Ακροδεξιάς. Οι πολιτικές που εφαρμόζουν τα κόμματα της Αριστεράς, είτε παραδοσιακά (πρώην) αριστερά κόμματα είτε νέοι αριστεροί σχηματισμοί που όμως αποτυγχάνουν να προβάλουν μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση και σαν αποτέλεσμα συμβιβάζονται πολύ γρήγορα, έχουν σαν αποτέλεσμα να δημιουργούν ένα πολιτικό κενό που στη συνέχεια έρχεται να καλύψει η Ακροδεξιά.
Αντίσταση στην Ακροδεξιά
Η περίπτωση της Γερμανίας είναι άλλο ένα καμπανάκι για τους εργαζόμενους, τη νεολαία και τους μετανάστες, καθώς μια ενίσχυση του ακροδεξιού AfD θα σημάνει μια εκ νέου επίθεση στα εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα.
Μια πιθανή ενίσχυση του AfD στην καλύτερη περίπτωση θα ασκήσει πίεση σε οποιαδήποτε κυβέρνηση της άρχουσας τάξης ώστε να υιοθετήσει μια ακροδεξιά ατζέντα, ενώ στη χειρότερη περίπτωση μπορεί να προχωρήσει σε μια κυβέρνηση συνεργασίας και μέσα από εκεί να προβάλει και να εφαρμόσει τις αντιδραστικές του θέσεις. Άλλωστε ένα τέτοιο ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας σε επίπεδο κρατιδίων άφησε ανοιχτό ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών, CDU, Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος δήλωσε πρόσφατα:
«Τα μέλη του AfD εξελέγησαν δημοκρατικά και πρέπει να το αποδεχθούμε αυτό. Και φυσικά, στις τοπικές εκλογές, πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους να διαμορφώσουμε την πόλη, το κρατίδιο, μαζί»
Η ενίσχυση του ακροδεξιού AfD στη Γερμανία δείχνει την ανάγκη μιας πραγματικής ανατρεπτικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, που δεν θα νερώνει το πρόγραμμά της και την ίδια στιγμή θα βάζει στο επίκεντρο τις ανάγκες της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των καταπιεσμένων στρωμάτων. Σε αντίθετη περίπτωση, δίνει τη δυνατότητα στα κόμματα της άρχουσας τάξης να συνεχίσουν τις επιθέσεις ενάντια στα πλατιά λαϊκά στρώματα και ταυτόχρονα να αφήνουν ελεύθερο πεδίο παρέμβασης στην Ακροδεξιά.