Οι γαλλικές προεδρικές εκλογές που θα γίνουν στις 22 Απρίλη (1ος γύρος) και 6 Μάη (2ος ) θα γίνουν σε ένα περιβάλλον έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας λόγω της κατάστασης που διαμορφώνει η οικονομική κρίση και οι πολιτικές της κυβέρνησης Σαρκοζί.
Κρίση και λιτότητα
Η γαλλική οικονομία, η 2η μεγαλύτερη της ΕΕ, χτυπιέται δραματικά από την παγκοσμία οικονομική κρίση. Τα τελευταία χρόνια δεκάδες εργοστάσια έχουν κλείσει αφήνοντας ανέργους 750.000 βιομηχανικούς εργάτες.
Η επίσημη ανεργία αγγίζει το 10%, δηλαδή 4,4 εκατ. εργαζόμενους. Ταυτόχρονα 8 εκατ Γάλλοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ προχωρά γοργά η «ελαστικοποίηση», στην ουσία η διάλυση, των εργασιακών σχέσεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Με αυτό το κλίμα δεν είναι τυχαίο ότι σε πρόσφατη έρευνα (23 Φλεβάρη) το 79% δήλωσε ότι η χώρα είναι σε βαθιά κρίση ενώ το 66% ότι θα περικόψει τα έξοδα του για τα βασικά αγαθά διαβίωσης το 2012. Τέλος σε άλλη έρευνα το 49% απάντησε ότι η Γαλλία μπορεί να βιώσει καταστάσεις σαν αυτές της Ελλάδας τους επόμενους μήνες ή χρόνια αποδεικνύοντας έτσι την αγωνία και το φόβο της γαλλικής κοινωνίας για το μέλλον.
Σαρκοζί = σκληρή λιτότητα
Το σκηνικό αυτό που περιγράψαμε κάνει τα ποσοστά του Νικολά Σαρκοζί να είναι σε μεγάλη πτώση τα τελευταία 2 χρόνια και σε καμιά περίπτωση να μη θυμίζουν αυτά της άνετης επικράτησής του το 2007.
Ο Γάλλος πρόεδρος υπόσχεται στην γαλλική κοινωνία περισσότερη λιτότητα και πλήρη ευθυγράμμιση με τις επιταγές της ΕΕ και του γερμανικού κεφαλαίου, ενώ το πρόγραμμά του περιλαμβάνει αύξηση του ΦΠΑ, κατάργηση των Συλλογικών Διαπραγματεύσεων και Συμβάσεων αλλά και μείωση κατά 150.000 των δημοσίων υπαλλήλων μέσω μη κάλυψης όλων των θέσεων όσων συνταξιοδοτούνται (1 πρόσληψη για κάθε 2 συνταξιοδοτήσεις).
Με λίγα λόγια η πολιτική Σαρκοζί μοιάζει πολύ με την εφαρμογή ενός μνημονίου χωρίς μνημόνιο. Για να την εφαρμόσει όμως αυτή την πολιτική η γαλλική δεξιά χρειάζεται να ανασύρει και όλη το ρατσιστική επιχειρηματολογία απέναντι στους μετανάστες σαν υπαίτιους της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Σαρκοζί στην προσπάθειά του να μαζέψει ψήφους έχει υιοθετήσει σχεδόν όλη την προπαγάνδα του ακροδεξιού «Εθνικού Μετώπου» της Μαρίν Λεπέν, αξιοποιώντας σε αυτή την κατεύθυνση και τα πρόσφατα γεγονότα στην Τουλούζ (με τη δολοφονία αθώων από ένα φανατικό ισλαμιστή).
Σοσιαλδημοκρατία στην «κολυμπήθρα του Σιλωάμ»
Από την άλλη πλευρά ο υποψήφιος των «Σοσιαλιστών» (PS) Φρανσουά Ολάντ προσπαθεί να μαζέψει ψήφους από τη δυσαρέσκεια απέναντι στον Σαρκοζί προβάλλοντας ένα «αριστερό» προφίλ. Χαρακτηριστική είναι η θέση του για 75% φορολογία όσων έχουν εισόδημα πάνω από 1εκ €. Επιπλέον ο Ολαντ υποστηρίζει ότι θα ακυρώσει τις νέες φορολογίες που έχει επιβάλει ο Σαρκοζί, ότι θα ανοίξει νέες θέσεις εργασίας και θα περιορίσει τις ελαστικές σχέσεις ενώ «κορωνίδα» του προγράμματος του αποτελεί η θέση για επαναδιαπραγμάτευση των αυστηρών κριτηρίων λιτότητας του νέου συμφώνου σταθερότητας της ΕΕ.
Η πραγματικότητα όμως είναι μάλλον διαφορετική… Οι Γάλλοι σοσια-ληστές έχουν ένα πολύ βεβαρημένο παρελθόν κυβερνήσεων σκληρής λιτότητας που στην ουσία άνοιξαν το δρόμο στη γαλλική δεξιά κι όσο κι αν προσπαθούν σήμερα να εμφανιστούν σαν «αριστεροί» δεν μπορούν να γίνουν καθόλου πειστικοί.
Στην Ελλάδα η παροχολογία στην εποχή της κρίσης και κυρίως η διάθεση για «επαναδιαπραγμάτευση με την ΕΕ» μπορεί να ακούγονται πολύ αστεία αλλά στη Γαλλία που δεν έχει την εμπειρία των τελευταίων 2 χρόνων του ελληνικού εργατικού κινήματος ίσως βρίσκει κάποια ανοιχτά αυτιά. Μια δήλωση όμως του Ολάντ, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του στο Λονδίνο στις αρχές Μάρτη, μάλλον ξεδιαλύνει πλήρως το τοπίο:
«Η “Αριστερά” [τα εισαγωγικά δικά μας] ήταν στην κυβέρνηση για 15 χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων φιλελευθεροποιήσαμε την οικονομία και ανοίξαμε τις αγορές για το χρηματιστικό κεφάλαιο και τις ιδιωτικοποιήσεις. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας»…
Το «μικρότερο κακό»
Σ’ αυτές τις συνθήκες είναι σαφές ότι οι Γάλλοι εργαζόμενοι θέλουν σε πρώτη φάση να τιμωρήσουν την πολιτική της πενταετίας Σαρκοζί που έχει φέρει την κοινωνία στη σημερινή της κατάσταση.
Έτσι η υποψηφιότητα Ολάντ μπορεί να πάρει ψήφους που δε θα είναι στην πραγματικότητα ψήφοι υποστήριξης του προγράμματος του Σ.Κ. όσο καταδίκης της δεξιάς. Έχουμε ξανά δηλαδή το φαινόμενο του «μικρότερου κακού» σαν επιλογή ψήφου. Για όλους αυτούς τους λόγους οι δύο υποψήφιοι του δικομματισμού στη Γαλλία εμφανίζονται με ποσοστά από 27-30% με πότε τον ένα και πότε τον άλλο να βρίσκεται μπροστά ανάλογα με τη δημοσκόπηση. Από την άλλη στον 2ο γύρο φαίνεται να νικά άνετα ο Ολάντ, γεγονός που δείχνει τα όσα προαναφέραμε.
Η Αριστερά
Μέσα σε συνθήκες πόλωσης της κοινωνίας και οικονομικής κρίσης είναι ξεκάθαρο ότι ανοίγονται σημαντικές ευκαιρίες για την Αριστερά η οποία στο βαθμό που καταφέρει να προβάλει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση μπορεί να αυξήσει τα ποσοστά της και να βάλει τις βάσεις για μια συνολική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό και την κοινωνία.
Σε αυτή την ανάγκη της κοινωνίας δε φαίνεται όμως να ανταποκρίνονται σε καμιά περίπτωση οι ηγεσίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Οι υποψήφιοι των Lutte Ouvriere (LO) και του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος – ΝΑΚ (πρώην LCR) βολοδέρνουν κάπου στο 0,5 – 1%, πολύ μακριά από τα θεαματικά τους ποσοστά το 2002 (κοντά στο 10%) η τα καλά αποτελέσματα του 2007 κυρίως για τον Olivier Besancenot (πάνω από 5%). Αν για την LO αυτό είναι αποτέλεσμα του σεχταρισμού της και της άρνησης οποιασδήποτε συνεργασίας για το ΝΑΚ οι λόγοι είναι διαφορετικοί.
Το ΝΑΚ
Το ΝΑΚ που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της LCR (Ένωση Επαναστατών Κομμουνιστών, φιλοτροτσκιστική) το 2009 απόκτησε αρχικά μεγάλη δυναμική και ξεπέρασε το 9.000 μέλη. Μεγάλα κομμάτια αγωνιστών του κινήματος και της Αριστεράς κοιτούσαν τότε προς το νέο κόμμα με προσδοκίες για τη δημιουργία ενός νέου μαζικού φορέα της αριστεράς με ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα.
Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε ποτέ. Η ηγεσία του ΝΑΚ σε καμιά στιγμή δεν υιοθέτησε ένα πραγματικά αντικαπιταλιστικό – σοσιαλιστικό πρόγραμμα ενώ οι διαμάχες και κόντρες, σε συνδυασμό με νοοτροπίες καπελώματος και περιστολής της δημοκρατικής συζήτησης, εμποδίζουν την ενιαία έκφραση του.
Σαν αποτέλεσμα το κόμμα σήμερα αριθμεί, στα χαρτιά, μόλις 4000 μέλη αλλά χωρίς ενεργές και δραστήριες οργανώσεις ή κάποια άλλη δυναμική στα μάτια των εργαζομένων και της νεολαίας. Η χαριστική βολή ήταν η απόσυρση της πιο προβεβλημένης φυσιογνωμίας του, του Olivier Besancenot από το να είναι υποψήφιος στις εκλογές.
Σήμερα ο υποψήφιος του ΝΑΚ, Philippe Poutou, σηματοδοτεί μια αρκετά συμβολική υποψηφιότητα. Ο Poutou είναι εργάτης στην αυτοκινητοβιομηχανία και συνδικαλιστής στο εργοστάσιο της FORD στο Μπορντώ όπου οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων νίκησαν αποτρέποντας την αναδιάρθρωση του εργοστασίου που θα σήμαινε απολύσεις και μείωση της παραγωγής. Πρόκειται έτσι για μια αρκετά καθαρή αριστερή υποψηφιότητα που σηματοδοτεί τους σημαντικούς (αν και αποσπασματικούς) αγώνες που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία. Παρόλα αυτά όμως το πρόγραμμά του παραμένει «φλου», με την κρίση στο ΝΑΚ να υποσκάπτει επί της ουσίας την υποψηφιότητα του. [για μία ολοκληρωμένη ανάλυση για την «άνοδο και την πτώση» του ΝΡΑ δείτε στα γαλλικά: http://www.gr-socialisme.org/index.php?option=com_content&task=view&id=544&Itemid=60 και τα αγγλικά: http://www.socialistworld.net/doc/5594 ]
Η περίπτωση Μελανσόν
Σε αυτές τις εκλογές η υποψηφιότητα της αριστεράς που εμφανίζεται να έχει μεγάλη δυναμική και λειτουργεί ως βαρόμετρο για το συνολικό αποτέλεσμα είναι αυτή του Μελανσόν (Jean-Luc Mélenchon). Ο Μελανσόν υποψήφιος με το Μέτωπο της Αριστεράς (Front de Gauce – FdG) εμφανίζει μια μεγάλη και συνεχώς αυξανόμενη δυναμική. Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο το ποσοστό του στην τελευταία δημοσκόπηση (LH2) τον εμφανίζει στην 3η θέση με ποσοστό 15% όταν πριν από 1 χρόνο οι δημοσκοπήσεις του έδιναν 3,5% ενώ το Σεπτέμβρη τα ποσοστά του ήταν γύρω στο 5-6%. Το επίσης θετικό είναι ότι με τα ποσοστά αυτά ο Μελανσόν ξεπερνά το «εθνικό μέτωπο» της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν.
Η άνοδος αυτή του Μελάνσόν δεν είναι τυχαία αλλά αποτέλεσμα του ριζοσπαστικού του λόγου και των φιλολαϊκών του προτάσεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι ξεκίνησε την προεκλογική του καμπάνια με μία συγκέντρωση 120.000 πολιτών στο Παρίσι στις 18 Μάρτη (μέρα σύμβολο, επέτειος της Παρισινής Κομούνας) στην οποία κάλεσε του συγκεντρωμένους για «ανακατάληψη της Βαστίλης» και για μια «επανάσταση των πολιτών».
Μέσα σε ένα μήνα πουλήθηκαν 300.000 αντίτυπα του προγράμματος του FdG με τίτλο «Πρώτα οι άνθρωποι» . Στο πρόγραμμα αυτό ο Μελανσόν προτείνει αύξηση του βασικού μισθού στα 1700€ (από 1000 σήμερα) μείωση των ορίων συνταξιοδότησης στα 60 χρόνια σύγκρουση με το χρηματιστικό κεφάλαιο και τη λιτότητα κτλ.
Ο Μελανσόν προέρχεται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ήταν υπουργός της κυβέρνησης Ζοσπέν από το 2000 ως το 2002. Έφυγε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) το 2008 και δημιούργησε το Κόμμα της Αριστεράς (Parti de Gauche – PG) το οποίο σήμερα συνεργάζεται με το Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας (PCF) στο Μέτωπο της Αριστεράς. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι είναι η 1η φορά από το 1974 που το ΚΚ Γαλλίας δεν έχει δικό του υποψήφιο – στις τελευταίες εκλογές η υποψήφιά του Marie-Georges Buffet είχε πάρει μόλις 1,93%.
Ο Μελανσόν με τον ριζοσπαστικό του λόγο και τις φιλολαϊκές προτάσεις του αποτελεί σήμερα στα μάτια πολλών εργαζομένων εναλλακτική στο δικομματισμό. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι στην προεκλογική του συγκέντρωση στο Παρίσι υπήρχαν αρκετές οργανωμένες αντιπροσωπείες σωματείων από εργοστάσια και άλλους χώρους δουλειάς που βρίσκονται σε κινητοποιήσεις.
Με αυτά τα δεδομένα ένα καλό αποτέλεσμα του Μελανσόν στις προεδρικές εκλογές θα αποτελέσει θετική εξέλιξη για την εργατική τάξη και τους αγώνες της απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα θα ανοίξει ξανά τη συζήτηση για τη δημιουργία μιας νέας μαζικής αριστεράς με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά στη Γαλλία, μια συζήτηση που ανακόπηκε μετά την υποχώρηση και μείωση της απήχησης του ΝΑΚ.
Ανεπαρκές πρόγραμμα
Την ίδια στιγμή όμως, που η άνοδος του Μελανσόν είναι θετική, πρέπει να πούμε ότι οι θέσεις του κάθε άλλο πάρα ξεκάθαρες είναι. Μπορεί για παράδειγμα να μη φοβάται να επιτεθεί στον καπιταλισμό γενικά, αλλά στην ουσία αυτό που προτείνει το πρόγραμμά του είναι επίθεση μόνο στο «κερδοσκοπικό-χρηματιστικό» κεφάλαιο. Κατά τ’ άλλα προτείνει μια υβριδική, μεικτή οικονομία με περιορισμένες εθνικοποιήσεις (πχ προτείνει την εθνικοποίηση της πετρελαιοβιομηχανίας TOTAL) και την ύπαρξη ενός σημαντικού κρατικού τομέα, αλλά αφήνει στο απυρόβλητο το σύστημα συνολικά – δεν μιλά για μια συνολική ανατροπή του καπιταλισμού ή για Σοσιαλισμό. Το «μπέρδεμα» αυτό φαίνεται τόσο στις αναφορές του στις αστικές-δημοκρατικές επαναστάσεις στην ιστορία της Γαλλίας (1789, 1848) αλλά όχι τις μεγάλες επαναστατικές στιγμές του γαλλικού εργατικού κινήματος , όπως την Παρισινή Κομμούνα του 1871, το Μάη του 1968 κτλ. Φαίνεται επίσης στα συνθήματα του για μια «6η Γαλλική Δημοκρατία», την «επανάσταση των πολιτών», μια «συνταγματική εθνοσυνέλευση», κοκ.
Όσον αφορά δε τα ζητήματα της κρίσης οι θέσεις του είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες των Γάλλων αλλά και των Ευρωπαίων εργαζομένων. Οι προτάσεις του για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, μέσα από το παράδειγμα της Ελλάδας (συνέντευξη στην Κυριακάτικη Αυγή 1/4) είναι οι ακόλουθες:
- Δανεισμό απευθείας από την ΕΚΤ
- Άρνηση πληρωμής των υπερβολικά ψηλών τόκων
- Δημόσιο έλεγχο [αλλά όχι εθνικοποίηση] των τραπεζών
- Καλύτερη διαπραγμάτευση με τη χρήση του βέτο στην ΕΕ
Ένα ακόμα σημαντικό «λάθος» του Μελανσόν αλλά και των δυνάμεων που τον στηρίζουν (Κομμουνιστικό Κόμμα και Κόμμα της Αριστεράς) είναι ότι δεν αποκλείουν τη συμμετοχή τους σε μια κυβέρνηση διαχείρισης του συστήματος. Συχνά στο λόγο του ο Μελανσόν μιλά για μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Δεν εννοεί όμως κάποιου είδους λαϊκή-εργατική εξουσία που θα προκύψει μέσα από την πάλη του γαλλικού λαού και την ανατροπή του συστήματος αλλά μια κυβέρνηση συνεργασίας που θα προκύψει από τις εκλογές (τις οποίες μάλιστα θεωρεί και μοναδική απάντηση της κοινωνίας απέναντι στις κυβερνήσεις λιτότητας):
«Απέναντι σε αυτό, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από τις εκλογές. Εκεί όπου αυτές διεξάγονται, πρέπει η Αριστερά που είναι σε ρήξη με τον φιλελευθερισμό να παλέψει για να τις κερδίσει. Εκεί όπου δεν διεξάγονται, ο λαός πρέπει να αγωνιστεί για να τις επιβάλει.» (οπ)
Η στάση αυτή, πέρα από το ότι αποτελεί έλλειψη εμπιστοσύνης στο εργατικό κίνημα και τη δυνατότητα του ανατρέψει συθέμελα το σύστημα και να πάρει την ζωή του στα χέρια του, θέτει το ερώτημα με ποιους βλέπει την κυβέρνηση συνεργασίας ο Μελανσόν. Η απάντηση σ’ αυτό είναι ότι δεν αποκλείει τη συμμετοχή του σε μία κυβέρνηση συνεργασίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, είτε αυτός είναι 1ος είτε όχι στις εκλογές:
«Όταν δίνουμε έναν αγώνα, τον δίνουμε για να τον κερδίσουμε. Αν βρεθούμε επικεφαλής της Αριστεράς, ο Φρανσουά Ολάντ, ή τουλάχιστον το Σοσιαλιστικό Κόμμα, θα πρέπει λογικά να αναθεωρήσει ορισμένα πράγματα και να επιστρέψει σε μια σαφή αριστερή πολιτική γραμμή. Οι σοσιαλιστές θα είναι εξάλλου ευπρόσδεκτοι σε μια κυβέρνηση του Αριστερού Μετώπου, αν δεχθούν τη ρήξη με τον σοσιαλφιλελευθερισμό που ενσαρκώνει σήμερα ο Φρανσουά Ολάντ»(ο.π).
Στην εποχή της κρίσης μεσοβέζικες λύσεις δεν υπάρχουν
Είναι σαφές ότι τόσο ο Μελανσόν όσο και το ΚΚΓ δεν έχουν βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα από τις κυβερνήσεις της λεγόμενης «πληθυντικής αριστεράς» (Σοσιαλιστικό Κόμμα, Κομμουνιστικό Κόμμα και Πράσινοι) που κυβέρνησαν τη Γαλλία την προηγούμενη περίοδο και εφάρμοσαν πολιτικές λιτότητας και χτυπήματος των εργαζομένων. Στην εποχή της κρίσης είναι σαφές ότι δεν υπάρχουν μεσοβέζικες λύσεις και ότι οι εργαζόμενοι στην Γαλλία, την Ελλάδα και όλη την Ευρώπη έχουν ανάγκη από μια νέα αριστερά με αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και επαναστατικά χαρακτηριστικά.
Η δημιουργία όμως αυτής της Αριστεράς δεν είναι εύκολη ούτε διαφαίνεται στην αμέσως επόμενη περίοδο. Σ’ αυτή τη φάση, επομένως, και στη Γαλλία όπως και στην Ελλάδα, αυτή η πάλη περνά μέσα από την υπερψήφιση της υπάρχουσας αριστεράς στις ερχόμενες εκλογές. Τα ψηλά ποσοστά για την Αριστερά θα βοηθήσουν το κίνημα να αντισταθεί από πιο ευνοϊκές θέσεις στις επιθέσεις που δέχεται και μπορούν έτσι, έστω έμμεσα και δυνητικά, να βοηθήσουν τις διεργασίες στην κατεύθυνση της Αριστεράς που έχουν ανάγκη οι εργαζόμενοι και η νεολαία.