Άρθρο του Γιώργου Κολλιά
1. Ταξική πάλη και διεθνείς σχέσεις
Στην αριστερά που, στις διακηρύξεις της τουλάχιστον, εμμένει σε μια επαναστατική θεώρηση του μαρξισμού, οφείλουμε από την άποψη της μεθόδου προσέγγισης και ανάλυσης της συγκυρίας να χρησιμοποιούμε τα μαρξιστικά εργαλεία είτε πρόκειται για τις διεθνείς σχέσεις και τον τρόπο ένταξης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας είτε για την ανάλυση της εσωτερικής δυναμική ενός καπιταλιστικού σχηματισμού. Εάν σύμφωνα με τη μαρξιστική μέθοδο «η ιστορία κάθε κοινωνίας προσδιορίζεται ως η ιστορία της πάλης των τάξεων» οι διεθνείς σχέσεις και ο διεθνής καταμερισμός εργασίας μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών δεν μπορεί να ειδωθούν ξεκομμένα από την δυναμική της ταξικής πάλης.
Ο νόμος της συνδυασμένης και ανισόμετρης ανάπτυξης που διατύπωσε ο Τρότσκι και η θεωρία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που διατύπωσε ο Λένιν, δείχνει την διαφορετική θέση του κάθε καπιταλιστικού σχηματισμού -κρίκου της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας– και συνεπώς τους διαφορετικούς όρους απόσπασης της υπεραξίας και της εκμετάλλευσης από χώρα σε χώρα. Δείχνει ότι η σχέση μεταξύ των διαφορετικών κρίκων -καπιταλιστικών κρατών- παρότι είναι ανισότιμη, εντούτοις ενέχει, υπό όρους, και σχέσεις συμμαχίας μεταξύ των αστικών τάξεων κάθε χώρας για την πιο αποτελεσματική εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας στο εσωτερικό τους.
2. Ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια και ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί
Υπό αυτό το πρίσμα, η επιλογή των αστικών τάξεων της περιοχής των Βαλκανίων να αποτελέσουν κομμάτι ενός ιμπεριαλιστικού συνασπισμού, όπως είναι το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, είναι συνειδητή επιλογή και η σχέση τους είναι πρωτίστως σχέση συμμαχίας και όχι υποτέλειας ή αποικιοκρατικής επιβολής και κατοχής. Αυτό επιβάλει το ταξικό τους συμφέρον και αυτό πράττουν. Μπορεί να συμμετέχουν ως μικροί συνέταιροι, αλλά οπωσδήποτε είναι συνέταιροι, στο πλαίσιο της κοινής εκμετάλλευσης των εργαζόμενων τάξεων. Όμως, ταυτόχρονα, η σχέση αυτή είναι συνάμα και ανταγωνιστική που προκύπτει ακριβώς πάνω στο έδαφος της ανισομέρειας και της διαφορετικής θέσης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας των επιμέρους καπιταλιστικών σχηματισμών. Από την άλλη, η ελληνική αστική τάξη τόσο στο εσωτερικό μέτωπο με την επιβολή των μνημονίων όσο και στο εξωτερικό, με τους γεωπολιτικούς της σχεδιασμούς για περαιτέρω αναβάθμισή της στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας του ΝΑΤΟ, συμφωνεί και είναι σε απόλυτη σύμπνοια για την επέκτασή του στην περιοχή της βαλκανικής, ανοίγοντας νέους δρόμους για οικονομική διείσδυση στα Βαλκάνια.
Παράλληλα, ο ανταγωνισμός μεταξύ των αστικών τάξεων, για να επιτελείται με όσο γίνεται πιο ευνοϊκούς όρους, χρειάζεται ένα ισχυρό όπλο που θα ομογενοποιεί ταξικά την εσωτερική κοινωνική ανισότητα στο επίπεδο των ιδεών και θα την ενσωματώνει στο κυρίαρχο ταξικό σχέδιο. Το όπλο αυτό είναι ο εθνικισμός υπό τον μανδύα του Πατριωτισμού. Είναι η αντίληψη ότι ο αλυτρωτισμός είναι αποκλειστικά και μόνο του αντιπάλου και όχι της δικής μας αστικής τάξης.
3. Πατριωτισμός και ταξική πάλη
Ο πατριωτισμός, συνεπώς, ως έννοια δεν είναι ούτε αφηρημένη, αλλά ούτε και μια γενική ηθική ή πολιτική αρχή έξω από ιστορικά κοινωνικά πλαίσια και τον κοινωνικό συσχετισμό που είναι διαμορφωμένος, όπως ακριβώς και η έννοια της πατρίδας, η οποία έχει σαφές ταξικό πρόσημο.
Η επίκληση του πατριωτισμού, σε συνθήκες ήττας των δυνάμεων της εργατικής τάξης, από την οργανωμένη πρωτοπορία των υποτελών τάξεων, δεν είναι το μέσο για να τις συγκροτήσουν σε μια μάχιμη δύναμη υπεράσπισης των συμφερόντων τους. Πολύ περισσότερο, δεν είναι το μέσο ανάδειξής τους σε ηγέτιδα δύναμη της κοινωνίας. Το μόνο που μπορεί να καταφέρει είναι η ενσωμάτωσή τους στην αστική στρατηγική. Το πατριωτικό καθήκον η αριστερά μπορεί να το επικαλεστεί μόνο στην περίπτωση που η εργατική τάξη είναι η ηγέτιδα δύναμη του έθνους, συσπειρώνοντας γύρω από το συμφέρον της την πλειοψηφία του. Σε συνθήκες δε όπου ο ταξικός ανταγωνισμός και η πάλη για την εξουσία έφτανε στο απόγειο της, έχει φανεί ιστορικά ότι η υιοθέτηση της αντίληψης περί «εθνικού ακροατηρίου», «πατριωτικών προσεγγίσεων» ή «εθνικών συμφερόντων» οδηγεί σε συντριπτική ήττα.
«Αστική κραυγή», χαρακτήρισε ο Λένιν το σύνθημα των Κομμουνάρων, που έλεγαν, «Η πατρίδα σε κίνδυνο», όταν οι προλετάριοι του Παρισιού κλήθηκαν να παλέψουν για την πανεθνική ανεξαρτησία κάτω από την ηγεσία αστικής κυβέρνησης (δες Λένιν, «Για τα διδάγματα της Κομμούνας», https://www.rizospastis.gr/story.do?id=767145). Η περίπτωση του ΕΑΜ και τα Δεκεμβριανά είναι ένα επίσης παράδειγμα για το αδύνατο της συνένωσης πατριωτικού και ταξικού καθήκοντος υπό την ηγεμονία της αστικής τάξης. Η ταξική αντίληψη του ποιος ποιόν το Δεκέμβρη του 1944, ήταν κτήμα μόνο του αστισμού και όχι της αριστεράς. Και αυτό πληρώθηκε ακριβά. Η απάντηση στο ζήτημα της εξουσίας που δόθηκε από τον αστισμό ήταν ταξική. Γι’ αυτό και νίκησε. Η απάντηση που δόθηκε από την ηγεσία του ΕΑΜ ήταν εθνική-πατριωτική. Θεώρησε ότι «αυτό το χώμα ήταν δικό τους και δικό μας». Γι αυτό και ηττήθηκε.
4. Η Συμφωνία των Πρεσπών και η Αριστερά
Η Συμφωνία των Πρεσπών επομένως, αντανακλά την επιδίωξη και των δύο αστικών τάξεων να αναβαθμιστούν γεωπολιτικά, με κυρίαρχο βέβαια τον ελληνικό καπιταλισμό. Μια επιδίωξη ταυτόσημη με τις επιδιώξεις συνολικά της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας για επέκταση στα Βαλκάνια και εις βάρος του μεγάλου της ανταγωνιστή, στην περιοχή, την Ρωσία. Από την δεκαετία του 1990, ήδη, κάποιες μερίδες του αστικού μπλοκ εξουσίας, στο εσωτερικό μέτωπο, ανασυγκροτούνται πάνω στον άξονα του εθνικισμού που τροφοδοτείται είτε από το μακεδονικό ζήτημα είτε από τον εξ «ανατολών κίνδυνο» εκ μέρους της Τουρκίας. Όσο πιο λυσσαλέα είναι η επίθεση που δέχεται η εργατική τάξη μιας χώρας τόσο πιο έντονος είναι ο εθνικιστικός και πατριωτικός λόγος απεύθυνσης στο εσωτερικό, στην προσπάθεια να ανταγωνιστούν στη διεθνή αρένα τους άλλους καπιταλιστικούς σχηματισμούς.
Αυτό είναι το σκηνικό που διαμορφώνεται και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Με αυτό το σκηνικό καλείται να αναμετρηθεί η Αριστερά, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες γειτονικές χώρες. Σε αυτή την αναμέτρηση εμπλέκονται και οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί με κυρίαρχο ρόλο το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ.
Είναι προφανές ότι η Αριστερά οφείλει να κρατά ανοιχτό το μέτωπο ενάντια στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ στην περιοχή των Βαλκανίων. Όμως, αυτό το μέτωπο έχει να αναμετρηθεί και με την θέληση του γειτονικού λαού να έχει: α) ταυτότητα και, β) το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης αντανακλά το δίκιο του ισχυρότερου καπιταλισμού της περιοχής που δεν είναι άλλος από αυτόν του ελληνικού. Επέβαλε την αλλαγή του ονόματος «Μακεδονία» της γειτονικής χώρας σε όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό «Βόρεια Μακεδονία» τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, καθώς και αλλαγές στο σύνταγμά της.
Όσον αφορά την πάλη κατά της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην περιοχή, μπορεί να είναι αποτελεσματική μόνο εάν χτιστούν γέφυρες συνεννόησης με τα κινήματα και την αριστερά των γειτονικών χωρών. Αυτό δεν επιτυγχάνεται με το να αντλούμε επιχειρήματα από το οπλοστάσιο του αντιπάλου περί αλυτρωτισμού της Βόρειας Μακεδονίας, ούτε με το να διεκδικούμε δημοψηφίσματα για το πώς θα ονομάζεται ένας γειτονικός λαός, ούτε με το να ψαρεύουμε σε εθνικά ακροατήρια αρπάζοντας από τα χέρια της δεξιάς τη σημαία του εθνικού αγώνα, ξεπλένοντας τον ελληνικό εθνικισμό. Επιτυγχάνεται με το να αναδεικνύουμε τον αλυτρωτισμό του ελληνικού εθνικισμού, που προβάλλει το σύνθημα ότι «Η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», καθώς και των ιμπεριαλιστικών βλέψεων της δικής μας αστικής τάξης στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Επιτυγχάνεται με το να αξιοποιήσουμε το συμβιβασμό που επετεύχθη, και να αναλάβουμε πρωτοβουλίες για επαφές με αριστερές οργανώσεις, συνδικάτα, πολιτιστικούς συλλόγους, αθλητικά σωματεία κλπ., της περιοχής των Βαλκανίων, και την ανάληψη κοινών δράσεων ενάντια στους Νατοϊκούς σχεδιασμούς.