Του Κυριάκου Χάλαρη
Όλα τα προηγούμενα χρόνια ένα από τα ζητούμενα της ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, που αφορούσε την ελληνική αστική τάξη, ήταν πως ένα υποψήφιο μέλος θέλει να μπει στην ΕΕ (Τουρκία) από τη στιγμή που δεν αναγνωρίζει ένα ήδη μέλος της ΕΕ (Κύπρος). Και ήταν πάνω σε αυτή τη βάση που η ελληνική διπλωματία ήλπιζε ότι θα αποκομίσει κέρδη, υποχρεώνοντας την Τουρκία να κάνει υποχωρήσεις προκειμένου να μπει στην ΕΕ. Για τους ευρωπαίους ηγέτες το ζήτημα έμπαινε διαφορετικά: Θέλουμε την Τουρκία στην ΕΕ ή θα μας δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα ήδη έχουμε;
Όπως και να έχει η Τουρκία καταφέρνει συνεχώς να ξεπερνάει το ένα εμπόδιο μετά το άλλο και το Δεκέμβρη του 2004 κατάφερε να μπει σε τροχιά ένταξης. Την ίδια ώρα βέβαια υπέγραψε το πρωτόκολλο τελωνιακής ένωσης και δεσμεύτηκε για την εφαρμογή του, κάτι που στην πράξη θα σήμαινε την έμμεση αναγνώριση της Κύπρου.
Δυο χρόνια μετά, και παρόλο που λήγει η προθεσμία εφαρμογής του πρωτοκόλλου που η ίδια είχε υπογράψει, η Τουρκία καταφέρνει άλλη μια νίκη, που ταυτόχρονα αποτελεί άλλη μια ήττα για την ελληνική διπλωματία. Από τη μια αρνείται να υπογράψει το πρωτόκολλο, παραβιάζοντας έτσι την κατά τα άλλα ‘θεμελιώδη’ αρχή της ΕΕ για ελεύθερη διακίνηση προσώπων, εμπορευμάτων κλπ. Και από την άλλη συνεχίζει κανονικά την ενταξιακή της πορεία, παρακάμπτοντας κάθε ένσταση.
Η εισήγηση της Κομισιόν που έγινε στα τέλη Νοέμβρη από τον αρμόδιο για τη διεύρυνση επίτροπο, Όλι Ρεν, πρότεινε το μερικό πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας, λόγω της άρνησής της να ανοίξει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της στο κυπριακά πλοία και αεροπλάνα, εφαρμόζοντας στην πράξη το πρωτόκολλο τελωνιακής ένταξης. Επί της ουσίας η Κομισιόν προτείνει την αναστολή των διαπραγματεύσεων για 8 από τα 35 κεφάλαια που αποτελούν την ενταξιακή διαδικασία. Την ίδια ώρα προχωρά τις διαπραγματεύσεις και δεν βάζει κανένα χρονοδιάγραμμα για την ανταπόκριση της Τουρκίας στα ζητήματα που της είναι δυσάρεστα. Και επίσης, συνδέει το θέμα των ‘επιμέρους προβλημάτων’ με την Κύπρο με τη συνολική λύση του κυπριακού!
Η εισήγηση της Κομισιόν, που κατά πάσα πιθανότητα θα βρει σύμφωνη την πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ, ουσιαστικά προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα βάζοντας μια ανώδυνη ‘ποινή’ στην Τουρκία για τη στάση της, ενώ την ίδια ώρα δείχνει τη θολή διάθεση της ΕΕ να μην διακόψει συνολικά τις διαπραγματεύσεις με την Τουρκία.
Οι διαφωνίες που ακούγονται κατά καιρούς σε σχέση με την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ τόσο από τη Γαλλία (Σαρκοζί), όσο και από τη Γερμανία (Μέρκελ), δεν αντανακλούν τίποτε άλλο παρά το σκεπτικισμό ενός μεγάλου κομματιού της ευρωπαϊκής αστικής τάξης για τις επιπτώσεις της εισόδου της Τουρκίας στην ΕΕ. Ο σκεπτικισμός αυτός έχει να κάνει με το κατά πόσο μπορεί να αντέξει η ευρωπαϊκή οικονομία την αστάθεια της τουρκικής, και επίσης την αλλαγή των συσχετισμών που θα φέρει πανευρωπαϊκά η πολυπληθής Τουρκία που είναι δεμένη στο αμερικανικό άρμα. Και φυσικά οι δισταγμοί πολλών ευρωπαϊκών ηγετών και κομμάτων για τη σχέση ΕΕ – Τουρκίας αποτυπώνουν και τη φοβία σημαντικών κομματιών της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης ότι η ελευθερία διακίνησης θα δημιουργήσει νέα κύματα μετανάστευσης από την Τουρκία προς τη Δυτική Ευρώπη.
Όσον αφορά στην Ελλάδα και στην Κύπρο η εισήγηση της Κομισιόν σημαίνει άλλη μια ήττα για τις προσδοκίες τους. Η ελληνική πλευρά που επενδύει πλέον στην είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ προκειμένου να ‘μαλακώσει’ η στάση της Άγκυρας στις ελληνοτουρκικές διαφορές, προσκρούει σε ένα ακόμα αδιέξοδο, μια και η Τουρκία σκληραίνει όλο και περισσότερο τη στάση της. Αυτό άλλωστε δείχνουν τα τελευταία γεγονότα με το Φανάρι και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και με το ζήτημα της τουρκικής μειονότητας που βάζει όλο και πιο έντονα η Τουρκία.
Από την άλλη η σύνδεση των ‘επιμέρους διαφορών’ Τουρκίας Κύπρου με τη συνολική διευθέτηση του κυπριακού δείχνουν ότι στις προθέσεις της ΕΕ είναι να κρύψει για άλλη μια φορά το κυπριακό κάτω από το τραπέζι και να το αποσυνδέσει αν της είναι απαραίτητο, από την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ. Οι αυταπάτες ότι το κυπριακό μπορεί να λυθεί μέσω των πιέσεων προς την Άγκυρα διαλύονται σιγά σιγά όλο και περισσότερο και γίνεται φανερό ότι οι ευρωπαίοι θα το χρησιμοποιούν όποτε τους συμφέρει για να μπλοκάρουν την Τουρκία, ενώ θα το αγνοούν όποτε αποφασίζουν ότι η Τουρκία πρέπει να προχωρήσει στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις.