Του Περ Άκε Γουέστερλουντ, από την εβδομαδιαία εφημερίδα «Offensiv»,
του σουηδικού τμήματος της CWI
Επιμέλεια: Νίκος Κοκκάλης
Με δεδομένη την γενικευμένη δυσαρέσκεια σε σχέση με τις πολιτικές λιτότητας της ΕΕ, τα κόμματα της Ευρωπαϊκής Ακροδεξιάς προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις συνθήκες προκειμένου να αυξήσουν την επιρροή τους. Πολλά από αυτά εμφανίζουν ήδη σημαντική δυναμική, ενώ όλα δείχνουν ότι θα πετύχουν σημαντικά αποτελέσματα στις Ευρωεκλογές του 2014.
Η «διεθνής» της ακροδεξιάς
Αναγνωρίζοντας και τα ίδια αυτή τη δυνατότητα, σπεύδουν να κατοχυρώσουν τη δυναμική τους, δημιουργώντας εκλογικές συμμαχίες. Της πιο πρόσφατης πρωτοβουλίας ηγούνται το γαλλικό «Εθνικό Μέτωπο» της Μαρίν Λεπέν, και το ολλανδικό PVV (Κόμμα της Ελευθερίας), του Γκερτ Βίλντερς. Επόμενοι «καλεσμένοι» που αναμένεται να συμμετάσχουν στη συμμαχία, είναι οι «Σουηδοί Δημοκράτες», η ιταλική «Λίγκα του Βορρά», το βέλγικο «Vlaams Belang» και το αυστριακό «Κόμμα της Ελευθερίας». Έχουν προσκληθεί επίσης το «UKIP» (Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου), το «Κόμμα του Δανέζικου Λαού» και η «Εναλλακτική για την Γερμανία», που αρνήθηκαν για διάφορους λόγους τη συμμετοχή τους.
Πρόκειται για κόμματα που συνδυάζουν το λαϊκισμό με τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και το ρατσισμό. Αν και «απορρίπτουν μετά βδελυγμίας» την Χρυσή Αυγή, στην ουσία υποστηρίζουν τις ίδιες ρατσιστικές και ακραία εθνικιστικές απόψεις. Ταυτόχρονα, με ελάχιστες διαφορές μεταξύ τους, υποστηρίζουν την ακραία φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, υπερψηφίζοντας πολιτικές λιτότητας, τόσο στα εθνικά τους κοινοβούλια (όπου εκπροσωπούνται), όσο και στο ευρωκοινοβούλιο.
«Πατριωτική» βιτρίνα
Την ίδια ώρα όμως, δεν πρόκειται για κόμματα με καθαρή σύνδεση με το φασισμό και το ναζισμό, ούτε για συμμορίες δολοφόνων, αλλά για μια πιο «εξευγενισμένη» εκδοχή της ακροδεξιάς. Αυτοαποκαλούνται ως «πατριωτικά» και αρνούνται κάθε σχέση με τα μακρινά τους ξαδέρφια όπως η «Χρυσή Αυγή», ή το «Jobbik» (Κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία).
Τα παραδοσιακά δεξιά κόμματα έχουν σε ένα βαθμό ενσωματώσει στο πρόγραμμά τους κάποιες από τις «προτάσεις» της ακροδεξιάς, κυρίως σε ζητήματα που αφορούν στη μεταναστευτική πολιτική. Ταυτόχρονα, στο πρόσωπό της αναζητούν κατά διαστήματα συμμάχους, ή ακόμη και κυβερνητικούς εταίρους, στο βαθμό που η δυσαρέσκεια που έχουν προκαλέσει οι πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζουν δεν τους επιτρέπουν να σχηματίζουν αυτοδύναμες κυβερνήσεις.
Τα κόμματα της ακροδεξιάς από την πλευρά τους, δεν κρύβουν τη διάθεσή τους να συμμετάσχουν σε κυβερνήσεις, αν και όταν δεν μπορούν να ηγηθούν αυτών. Αυτό σημαίνει ότι με την πρώτη ευκαιρία θα πάρουν μέρος σε κυβερνητικούς σχηματισμούς και εκ των πραγμάτων θα υποστηρίξουν πολιτικές λιτότητας που θα τείνουν να υποβαθμίζουν τη δημοτικότητα και τη δυναμική τους. Και αυτό με την σειρά του, μπορεί να οδηγήσει στην άνοδο ακόμα πιο ακραίων μορφωμάτων, τύπου Χρυσής Αυγής. Το παράδειγμα του ΛΑΟΣ στην Ελλάδα είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ενσωμάτωσης της ακροδεξιάς στο «παραδοσιακό» πολιτικό σκηνικό και στη συνέχεια κονιορτοποίησης των ποσοστών και της δημοφιλίας της.
Η Ευρώπη μπροστά στον κίνδυνο
Πολιτικοί από ολόκληρη την Ευρώπη, ανησυχούν ότι η ακροδεξιά συμμαχία μπορεί να φτάσει ακόμη και σε ποσοστά 25-30% στις ερχόμενες Ευρωεκλογές. Την ίδια ώρα, τα «παραδοσιακά» κόμματα, όχι απλά αδυνατούν να παρουσιάσουν κάποια εναλλακτική απέναντι στην άνοδό της, αλλά υιοθετούν όλο και περισσότερο τη λαϊκίστικη ρατσιστική της ρητορεία.
Σε ολόκληρη την Ευρώπη, η αντιμετώπιση των κομμάτων της ακροδεξιάς είναι μια πρόκληση για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα. Για να καταφέρουν όμως να ανακόψουν την άνοδό της, προσφέροντας ταυτόχρονα μια πραγματική εναλλακτική για την κοινωνία, πρέπει αρχικά να αναδείξουν τα κοινά συμφέροντα των Ευρωπαίων και των μεταναστών εργαζομένων και στη συνέχεια να συντονίσουν τους αγώνες, πέρα από τα εθνικά σύνορα (όπως έγινε με επιτυχία στην κοινή απεργία σε Ισπανία και Πορτογαλία στις 14 Νοέμβρη).
Πρωτοβουλίες σαν την παραπάνω μπορούν αν επεκταθούν και κλιμακωθούν, να δώσουν νέα διάσταση στην κοινή πάλη των Ευρωπαίων εργαζομένων, αλλά και των μεταναστών, που σύμφωνα με την ακροδεξιά δεν είναι σύμμαχοι, αλλά εχθροί.
Οι λαοί της Ευρώπης, με την κοινή τους πάλη, μπορούν να αποδείξουν ότι ο πραγματικός εχθρός δεν είναι ο ξένος, αλλά ο τραπεζίτης, ο εργοδότης, η κυβέρνησή που τον στηρίζει, η ακροδεξιά που σπέρνει το μίσος ανάμεσα στους εργαζόμενους και απειλεί την κοινωνία ολόκληρης της ηπείρου.