Ο διαγωνισμός τραγουδιού της Eurovision (συντομογραφία, ESC) είναι ένας τηλεοπτικός μουσικός διαγωνισμός που γεννήθηκε το 1956 και διοργανώθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση Ραδιοτηλεοπτικών Προγραμμάτων (EBU – European Broadcasting Union) με έδρα τη Γενεύη. Αρχικά σχεδιάστηκε με στόχο τη μουσική συγκέντρωση ευρωπαϊκών λαών που είχαν πληγεί μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ένας διαγωνισμός βασισμένος στο πρότυπο του ιταλικού φεστιβάλ του Σαν Ρέμο.
Την πρώτη χρονιά της διοργάνωσης το 1956 στο Λουγκάνο της Ελβετίας, συμμετείχαν επτά ευρωπαϊκές χώρες: οι Κάτω Χώρες, η Ελβετία, το Βέλγιο, η Δυτική Γερμανία, η Γαλλία, το Λουξεμβούργο και η Ιταλία. Κατά τα επόμενα έτη, ο αριθμός των συμμετεχόντων χωρών αυξήθηκε σημαντικά. Το 1965, 18 χώρες συμμετείχαν στη Νάπολη ενώ σήμερα έχουμε φθάσει στον αριθμό των 43. Ανάμεσά τους υπάρχουν χώρες που δεν είναι αυστηρά ευρωπαϊκές, καθώς από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα συμμετέχουν το Ισραήλ, η Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν και από το 2015 ακόμα και η Αυστραλία! Ως εκ τούτου, μιλάμε για ένα φαινόμενο που είναι ευρέως διαδεδομένο παγκοσμίως.
Οι κανόνες της EBU για την Eurovision είναι απλοί ωστόσο γεννούν «απορίες» και «αμφιβολίες». Η ψηφοφορία διεξάγεται μετά την εμφάνιση όλων των χωρών που συμμετέχουν το βράδυ του τελικού. Κάθε χώρα μπορεί να ψηφίσει το αγαπημένο της τραγούδι, εξαιρουμένης της δικής τους. Η ψηφοφορία όμως δείχνει πως υπάρχει κι ένας άγραφος νόμος που δείχνει ότι οι χώρες που μοιράζονται κοινή γλώσσα ή πολιτισμό, ψηφίζονται μεταξύ τους. Υπάρχουν συνεπώς συμμαχίες και μπλοκ μεταξύ χωρών που ανανεώνονται κάθε χρόνο: μεταξύ Ελλάδας – Κύπρου, Μεγάλης Βρετανίας – Ιρλανδίας, Μολδαβίας και Ρουμανίας, κοκ.
Τα τραγούδια που παρουσιάζει κάθε χώρα δεν πρέπει να διαρκούν περισσότερο από 3 λεπτά, μπορούν να ερμηνευτούν σε οποιαδήποτε γλώσσα, υπάρχουσα ή ακόμα και τεχνητή (παράδειγμα, η βελγική συμμετοχή του 2003 με τίτλο Sanomi) αλλά κυρίως δεν πρέπει να εμπεριέχουν πολιτικό περιεχόμενο.
Έτσι, όταν μιλάμε για την Eurovision, σκεφτόμαστε συνήθως «τραγούδια» με ποπ βάση (μια αναχρονιστική ποπ δίχως περίπλοκη ενορχήστρωση) που μιλάνε για αγάπη, ειρήνη, οικολογία και… τέλος. Ο διαγωνισμός δεν παράγει τίποτα πραγματικά νέο στη διεθνή μουσική σκηνή (με κάποιες εξαιρετικά σπάνιες εξαιρέσεις όπως ίσως τους Abba που κέρδισαν το διαγωνισμό το 1974 και τη Celine Dion που κέρδισε το 1988).
Μια άλλη παρατήρηση που πρέπει να ληφθεί υπόψη σχετικά με το ύφος των τραγουδιών που προτείνονται στην Eurovision είναι ότι αντί να συνδυάζουν την εθνική ταυτότητα και χαρακτηριστικά κάθε πολιτισμού με σύγχρονα μουσικά ρεύματα και μέσα, προτιμάται η συμμετοχή με άχρωμα στη συντριπτική τους πλειοψηφία κομμάτια, στερούμενα χαρακτήρα και σχεδόν πάντα τραγουδισμένα στα αγγλικά. Ξεκινώντας πιθανά από τη πεποίθηση ότι, καθώς οι Ευρωπαίοι κατανοούν καλύτερα την αγγλική γλώσσα τα τραγούδια στα αγγλικά θα πάρουν περισσότερες ψήφους, στερούν έτσι τη δυνατότητα από τα εκατομμύρια των υποστηριχτών του θεσμού να πάρουν μια γεύση από την κουλτούρα και τις συνθήκες ζωής των διαφορετικών λαών.
Τα τελευταία χρόνια, μετά τη νίκη ενός trans ατόμου (Dana International – Ισραήλ 1998) ο διαγωνισμός έχει προσελκύσει επίσης μεγάλο αριθμό ανθρώπων ΛΟΑΤ (θυμόμαστε επίσης την αυστριακή νικήτρια Conchita Wurst, το 2014). Τη σημερινή εποχή θεωρείται μεν διαγωνισμός αλλά είναι κυρίως ένα ξεφάντωμα ειδικών εφέ, όπου οι εθνικές και οι Rainbow σημαίες, κυματίζουν μπροστά στις κάμερες, αποδεικνύοντας ότι το βράδυ του τελικού της Eurovision είμαστε όλοι ενωμένοι και χαρούμενοι. Προφανώς κανείς δεν δείχνει τι συμβαίνει στα παρασκήνια όταν κλείνουν οι κάμερες και οι προβολείς.
Όλοι όσοι προσπάθησαν να παραβιάσουν τους κανόνες του διαγωνισμού ακυρώθηκαν. Ας πάρουμε για παράδειγμα το τραγούδι με το οποίο η Γεωργία το 2009 θα έπαιρνε μέρος στη Eurovision στη Μόσχα. Το γεωργιανό συγκρότημα «3G» τραγουδά στον εθνικό τελικό της Γεωργίας το «We Don’t Wanna Put In» παίζοντας με την προφανή φωνητική ομοιότητα του ρήματος «Put In» με το όνομα του Ρώσου Προέδρου Πούτιν. Το 2008 είχε λήξει ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας στη Νότια Οσετία.
Η EBU αντέδρασε αρνητικά στο τραγούδι, παρά το γεγονός ότι η φωνητική ομοιότητα ήταν σύμφωνα με τους 3G προϊόν σύμπτωσης. Αυτή η δήλωση δεν έπεισε ούτε τους υπεύθυνους, ούτε τη ρωσική κυβέρνηση και, ως εκ τούτου, οι Γεωργιανοί «3G» εκδιώχθηκαν από τον διαγωνισμό.
Είναι προφανές ότι η EBU χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά όταν πρόκειται να επιτρέψει τη διάδοση ιδεών που είναι εχθρικές προς τις κυρίαρχες απόψεις. Ας πάρουμε το παράδειγμα της εκπροσώπου της Ουκρανίας στη Eurovision το 2016. Η Τζαμάλα παρουσίασε το τραγούδι «1944». Το 1944 ήταν το έτος κατά το οποίο οι Τάταροι της Κριμαίας εξορίστηκαν από τον Στάλιν κατηγορούμενοι για συνεργασία με τους Ναζί. Η Τζαμάλα μας εξιστορεί την ιστορία της Τάταρης γιαγιάς της, η οποία εκδιώχθηκε από τον Στάλιν, με μια συναισθηματική ερμηνεία που εξυπηρετούσε να συγκινήσει όλους τους λαούς της Ευρώπης. Η Ουκρανία κερδίζει τον διαγωνισμό με 534 πόντους. Επομένως, το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί απορρίπτονται κάποια τραγούδια διαμαρτυρίας ενώ οι μουσικές αντιδράσεις εναντίον της Πρώην Σοβιετικής Ένωσης γίνονται δεκτές;
Η απάντηση βέβαια είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιεί τη Eurovision ως εργαλείο στην υπηρεσία των κυρίαρχων αντιλήψεων των αρχουσών τάξεων χωρίς να επιτρέπει την ανάπτυξη τάσεων που να τις αμφισβητούν. Έτσι, δεν υπάρχει χώρος για φωνές έξω από το χορό τους και για μηνύματα που κάνουν τους ανθρώπους να ξυπνούν και να διαμαρτύρονται.
Η Eurovision δεν ήταν ποτέ ένας διαγωνισμός για ανθρώπους που μάχονται, αλλά για ανθρώπους που ωθούνται στο να κρατούν παθητική στάση. Ακολουθώντας αυτό το ετήσιο μουσικό γεγονός, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι μιλάμε καθαρά για ένα καπιταλιστικό προϊόν. Μια εκδήλωση που δεν προσφέρει εκπαιδευτική ψυχαγωγία βασισμένη στη μουσική των διαφόρων ευρωπαϊκών λαών, αλλά ένα σόου-fast food που βασίζεται σε απλοϊκή μουσική και φαντασμαγορικές χορογραφίες
Σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει σήμερα, ο διαγωνισμός αυτός θα μπορούσε μελλοντικά να χρησιμοποιηθεί ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ των λαών, χωρίς κανένα περιορισμό στο τι θα επιλέξει κάθε χώρα. Έτσι, μέσω της μουσικής αλλά και του στίχου να κατανοήσουμε καλύτερα τον πολιτισμό, τις παραδόσεις, τις συνθήκες ζωής και τις σκέψεις των λαών όλων των χωρών που συμμετέχουν. Αυτό βέβαια είναι κάτι που ο καπιταλισμός δεν μπορεί να επιτρέψει…