Άρθρο της Σύνταξης από το νέο τεύχος του «Ξ», 482, 1 – 15 Νοέμβρη, που κυκλοφορεί
Μέχρι πριν από δύο μήνες ο πιο μεγάλος πονοκέφαλος για την ΕΕ, ήταν η Ιταλία. Οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες είχαν πια προσαρμοστεί στην παρουσία του ακροδεξιού Ορμπάν στην Ουγγαρία και στην πορεία της Βρετανίας προς το Brexit… Αρχές Σεπτέμβρη όμως ήρθαν τα κακά μαντάτα από τις εκλογές στη Σουηδία στις οποίες η Ακροδεξιά είχε τέτοια άνοδο που προκάλεσε σοκ στην Ευρώπη και διεθνώς. Από την Κυριακή 28 Οκτώβρη, ο νέος πονοκέφαλος ονομάζεται Γερμανία, μετά τις εξελίξεις που οδήγησαν την Μέρκελ στην απόφαση να παραιτηθεί από την ηγεσία του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος.
Τα πράγματα έγιναν έτσι ακόμα πιο δύσκολα και η ανησυχία στα επιτελεία του ευρωπαϊκού και διεθνούς κεφαλαίου πιο έντονη. Παρά τις νέες περιπλοκές της κατάστασης όμως, η Ιταλία παραμένει το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της Ευρώπης.
Ιταλικό έλλειμμα και χρέος
Η άνοδος του εθνικισμού και της Ακροδεξιάς αποτελεί την πιο μεγάλη απειλή για το εγχείρημα της ΕΕ που από τη σκοπιά των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου και των πολυεθνικών έχει κρίσιμη σημασία.
Η ανάληψη της κυβέρνησης της Ιταλίας από το «Κίνημα των 5 Αστέρων» και την ακροδεξιά «Λέγκα», σήμαινε μετωπική σύγκρουση με την ΕΕ, κατ’ αρχήν πάνω στο μεταναστευτικό ζήτημα καθώς η ιταλική κυβέρνηση ακολουθεί μια ωμή ρατσιστική πολιτική αρνούμενη να δεχτεί μετανάστες στο έδαφός της. Στη συνέχεια όμως η σύγκρουση μεταφέρθηκε στο θέμα της οικονομίας.
Η ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να επιδιώξει έλλειμμα 2,4% του ΑΕΠ στον προϋπολογισμό του 2019, πράγμα το οποίο προκαλεί έντονους τριγμούς στα διεθνή οικονομικά επιτελεία (η ΕΕ ζητούσε να μην ξεπερνά το 1,6%).
Ο λόγος πίσω από αυτή την αντιπαράθεση είναι το μέγεθος του ιταλικού χρέους, το οποίο είναι περίπου 7 φορές όσο ήταν το ελληνικό όταν προκλήθηκε η ελληνική κρίση που απείλησε την Ευρωζώνη την περίοδο 2010-2012. Το ιταλικό χρέος είναι πάνω από το 130% περίπου του ΑΕΠ, γύρω στα 2,3 τρισεκ. ευρώ και το τρίτο μεγαλύτερο στον κόσμο μετά από αυτό των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Είναι δε οριακά πριν από το να ξεφύγει από τον έλεγχο – δηλαδή να μην μπορεί να αποπληρωθεί.
Ο μόνος τρόπος για να ηρεμήσουν οι διεθνείς «αγορές» είναι να δουν ότι η ιταλική κυβέρνηση δεν έχει σοβαρά ελλείμματα στον προϋπολογισμό (δηλαδή καινούργια χρέη κάθε χρόνο) έτσι ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία μείωσης, έστω σταδιακά και αργά, του χρέους. Αντί γι’ αυτό η κυβέρνηση των «5 Αστέρων» και της «Λέγκα» ορίζει έλλειμμα στο 2,4% και κάνει τους διεθνείς τραπεζίτες να πιάνουν το κεφάλι τους…
Το χειρότερο γι’ αυτούς είναι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την Ιταλία όπως αντιμετώπισαν την Ελλάδα. Το μέγεθος της Ιταλικής οικονομίας, 3ης σε μέγεθος στην Ευρωζώνη και μέσα στις πρώτες 10 παγκόσμια, δεν επιτρέπει τέτοιου είδους «τσαμπουκάδες». Αν βυθιστεί η Ιταλία θα παρασύρει όχι μόνο την Ευρώπη αλλά την παγκόσμια οικονομία συνολικά. Η σοβαρή εφημερίδα της άρχουσας τάξης, Καθημερινή, στις 29.10.18 περιγράφει με τα ακόλουθα λόγια την εικόνα:
«…Η Ιταλία δεν είναι Ελλάδα καθώς τα μεγέθη όχι μόνο είναι τελείως διαφορετικά, αλλά ικανά να δημιουργήσουν μια παγκόσμια και βαθιά οικονομική κρίση… αν ζητούσε πρόγραμμα διάσωσης, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης (ESM) δεν θα είχε τα ανάλογα κεφάλαια για να καλύψει ένα πρόγραμμα διάσωσης για τη χώρα…»
Ένα στοιχείο είναι από μόνο του αρκετό για να δώσει μια εικόνα των κινδύνων για το ευρωπαϊκό και διεθνές τραπεζικό σύστημα: όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση το 2010 οι γαλλικές και οι γερμανικές τράπεζες είχαν στα χέρια τους ελληνικό χρέος ίσο με 115 δισ. δολάρια. Όμως απέναντι στην Ιταλία, σήμερα, η έκθεση των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών ξεπερνά τα 400 δισ. δολάρια! Αν η Ιταλική οικονομία βυθιστεί, οι ζημιές θα είναι ανυπολόγιστες προκαλώντας μια τεράστια πανευρωπαϊκή και διεθνή τραπεζική κρίση.
Ανησυχία στους «Οίκους», τσαμπουκάδες από τη Ρώμη
Αυτό το ξέρουν οι διεθνείς «επενδυτικοί οίκοι», και γι’ αυτό είναι προσεκτικοί. Έχουν μεν μειώσει την αξιοπιστία της ιταλικής οικονομίας και των Ιταλικών τραπεζών, αλλά δεν πάνε σε ακραίες επιθετικές ενέργειες.
Όλα αυτά τα ξέρει καλά και η ιταλική κυβέρνηση. Τα λόγια του στελέχους της Λέγκας και συνεργάτη του υπουργού Εσωτερικών Ματέο Σαλβίνι, Κλαούντιο Μπόρκγι, είναι πολύ χαρακτηριστικά:
«Αν προσπαθήσετε να μας κάνετε Ελλάδα, ρισκάρετε παγκόσμια οικονομική καταστροφή… το χάος που θα προκληθεί θα είναι χίλιες φορές χειρότερο από αυτό που σημειώθηκε όταν τα αφεντικά της Ευρώπης υιοθέτησαν μια σκληρή πολιτική λιτότητας έναντι της Ελλάδας το 2010».
Πέρα από το σκληρό περιεχόμενο της τοποθέτησης του Μπόργκι, αξίζει να σημειώσουμε τη φράση «αφεντικά της Ευρώπης», την οποία χρησιμοποιεί για να περιγράψει τους κατά τα άλλα «εταίρους» και «συμμάχους»…
Οι εκπρόσωποι της Κομισιόν είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν διπλωματική γλώσσα και προσέγγιση, επιδιώκοντας κάποιο συμβιβασμό, όμως ο πολύ γνωστός και πολύ μισητός στην Ελλάδα, πρώην επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάιζελμπλουμ, είναι πιο άμεσος στις εκτιμήσεις του:
«Κοιτάζοντας τι έχουν βάλει στο τραπέζι οι Ιταλοί αξιωματούχοι, η Κομισιόν δεν έχει άλλη επιλογή από το να τα στείλει πίσω… Είναι πολύ ανησυχητικό, θα υπάρξει σύγκρουση και πιστεύω πως η Κομισιόν δεν έχει εναλλακτική από το να αποδεχτεί και να διαχειριστεί αυτή τη σύγκρουση».
Η διεθνής οικονομία και κατάσταση
Αυτό που, ιδιαίτερα, κάνει τα προβλήματα της ιταλικής οικονομίας εξαιρετικά δυσεπίλυτα, είναι η σαθρή κατάσταση της διεθνούς οικονομίας.
Όλα δείχνουν ότι ο κύκλος της ανόδου στη διεθνή οικονομία πλησιάζει προς το τέλος του και μια νέα ύφεση/κρίση διαφαίνεται στον ορίζοντα. Σ’ αυτή τη γενική αντικειμενική τάση του καπιταλισμού προστίθεται η «τρέλα» που χαρακτηρίζει τον Τραμπ, ο οποίος έχει ανοίξει έναν εμπορικό πόλεμο σε διεθνές επίπεδο, με πρώτο στόχο την Κίνα και δεύτερο την ΕΕ (και ειδικά τη Γερμανία). Ο «προστατευτισμός» του Τραμπ μπορεί να λειτουργήσει σαν πυροκροτητής για την επόμενη ύφεση σπρώχνοντας τη διεθνή οικονομία προς τα κάτω. Παράλληλα, μια σειρά οικονομίες από τον λεγόμενο «αναπτυσσόμενο» κόσμο, βρίσκονται αντιμέτωπες με τεράστια προβλήματα, με πιο γνωστά παραδείγματα την Τουρκία και την Αργεντινή, ενώ οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας μειώνονται ραγδαία.
Το πιο μεγάλο πρόβλημα της παγκόσμιας οικονομίας όμως είναι το χρέος. Βρίσκεται αυτή την περίοδο κοντά στα 250 τρισεκατομμύρια δολάρια, που αντιστοιχεί στο 318% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Όλοι πια ξέρουν, μετά την παγκόσμια κρίση του 2008, ακόμα και αν δεν σκαμπάζουν λέξη από «οικονομία», ότι υπάρχει ένα όριο μέχρι το οποίο μπορεί κανείς να δανείζεται…
Και τώρα… το τέλος του Μερκελισμού
Για πολλούς αναλυτές της άρχουσας τάξης, η Μέρκελ ήταν ο άνθρωπος που έσωσε την κατάσταση στην Ευρώπη στην προηγούμενη δεκαετία της κρίσης. Μετά την ανάληψη της κυβέρνησης των ΗΠΑ από τον Τραμπ πολλοί ήταν αυτοί που είπαν «ευτυχώς στην Ευρώπη ηγείται η Μέρκελ»!
Όχι πια! Οι εκλογές για τις τοπικές κυβερνήσεις στη Βαυαρία στις 14 Οκτώβρη και την Έσση, 28 Οκτωβρίου επέφεραν καίρια πλήγματα στη Μέρκελ. Το θέμα δεν είναι απλά προσωπικό. Αυτό που έδειξαν οι δύο εκλογικές αναμετρήσεις ήταν τη συντριβή των σχηματισμών που κυριαρχούν στη γερμανική πολιτική σκηνή για δεκαετίες, των Σοσιαδλημοκρατών και Χριστιανοδημοκρατών (Χριστιανοκοινωνιστών στη Βαυαρία).
Στη Βαυαρία οι Χριστιανοκοινωνιστές είχαν το χειρότερο αποτέλεσμα από τη δεκαετία του 1950 ενώ οι Σοσιαλδημοκράτες το χειρότερο εδώ και 100 χρόνια, χάνοντας, αμφότεροι, από 10% περίπου! Στην Έσση, έχασαν και οι δύο από 11-12%, παίρνοντας τα χειρότερα αποτελέσματα από τη δεκαετία του 50 και του 40 αντίστοιχα. Είχαν αλματώδη ενίσχυση των δυνάμεών τους οι Πράσινοι και το Ακροδεξιό AfD!
Αυτό ανάγκασε τη Μέρκελ να δηλώσει παραίτηση από την ηγεσία του κόμματος. Θα παραμείνει μεν Καγκελάριος όμως η ισχύς της θα είναι μειωμένη. Κι αυτό σημαίνει πως οι φωνές αμφισβήτησης, σε όλα τα επίπεδα, θα εντείνονται στην ΕΕ, απειλώντας όχι μόνο το κοινό νόμισμα, αλλά και την ίδια την ΕΕ.
Η Αριστερά
Απέναντι στην κρίση της ΕΕ, η πλειοψηφία των οργανώσεων και κομμάτων της Αριστεράς κάνει ένα από δύο λάθη. Είτε γίνεται «βασιλικότερη του βασιλέως» υπέρ της ΕΕ, τη στιγμή ο κόσμος αγανακτεί με τις πολιτικές της ΕΕ, είτε περιορίζει την πρότασή της στο απλουστευτικό σύνθημα «έξω από την ΕΕ», δημιουργώντας αυταπάτες ότι υπάρχει ένας «τρίτος» δρόμος, για έξοδο από τη λιτότητα πάνω σε εθνική καπιταλιστική βάση.
Πρόκειται για δύο αδιέξοδες λογικές. Η καπιταλιστική κρίση θα συνεχίζεται και θα χτυπάει το βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα, είτε μέσα, είτε έξω από την ΕΕ. Η απάντηση επομένως δεν είναι μπορεί να είναι απλά «μέσα» ή «έξω», πρέπει να είναι πάλη για μια Ευρώπη στην υπηρεσία των εργαζομένων και των λαών της Ευρώπης, μια Ευρώπη δηλαδή σοσιαλιστική.
Η εμπειρία δε διδάσκει (όπως σαν «Ξ» προβλέπουμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια) ότι ενωμένη Ευρώπη στη βάση του καπιταλισμού είναι αδύνατο να υπάρξει. Μόνο η σύγκρουση με το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να φέρει το τέλος των πολιτικών της λιτότητας και την ευημερία για τους λαούς και μόνο στη βάση του σοσιαλισμού μπορεί τελικά να υπάρξει η ενοποίηση της Ευρώπης, πραγματικά και σε βάθος, ενάντια στους εθνικισμούς και το ρατσισμό για το καλό όλων των εργαζομένων της.