Μάχη Μαργαρίτη,
δημοσιογράφος στην ΕΡΤ3
Ιουλίου 06, 2013
Στις 11 Ιουνίου το μεσημέρι, με το μακιγιάζ της δουλειάς ακόμη στα πρόσωπά μας, μας είπαν γρήγορα να πάμε στη συνέλευση. Από εκεί μας είπαν ακόμη πιο γρήγορα να γυρίσουμε στο κτίριο της ΕΡΤ3 και να μείνουμε μέσα, γιατί η κυβέρνηση “την κλείνει”. Όσα ακολούθησαν από εκείνη τη στιγμή και μετά, ούτε στα όνειρά μας δεν τα είχαμε δει –ίσως μόνο κάποιοι, από αυτούς που ονειρεύονται και ξύπνιοι.
Τις πρώτες ώρες επικράτησε το χάος. Η ιεραρχία καταργήθηκε, ήταν φανερό, αλλά τι θα την αντικαθιστούσε;
Σε ποιον θα απευθυνόσουν αν ήθελες να πάρεις την οποιαδήποτε πρωτοβουλία; Ποιος θα αποφάσιζε; Ποιος θα έλεγε τι θα παίξει στον αέρα, και ποιος θα ανανέωνε το σαπούνι στις τουαλέτες;
Άρχισαν οι πρώτες συνελεύσεις. Όλοι μαζί, μπορεί όχι και όλοι. Δύσκολα ξεμαθαίνει την πυραμίδα της εξουσίας αυτός που είναι στην κορυφή της.
Οι πρώτες αποφάσεις. Συντονιστικό αγώνα, επιτροπή προγράμματος, εθελοντική συμμετοχή.
Και οι “ρόλοι”, οι “ιδιότητες”; Μένουν όπως πριν; Τα πράγματα δουλεύουν όπως μέχρι τότε; Γίνεται να μείνει κάτι ίδιο, όταν τίποτα δεν είναι όπως πριν;
Πολύ γρήγορα, πιο γρήγορα από ό, τι θα φαντάζονταν οι περισσότεροι, το πράγμα άρχισε να λειτουργεί. Και να γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρον.
Είδα οπερατέρ να συμμετέχει στη διαμόρφωση του νέου προγράμματος.
Είδα δημοσιογράφο με τις σαγιονάρες να σφουγγαρίζει στις δύο η ώρα τη νύχτα την αίθουσα σύνταξης.
Είδα μοντέρ να σκουπίζει ξημερώματα τον δρόμο μπροστά στο κτίριο.
Είδα ηχολήπτη να κάθεται με τις ώρες μπροστά στις ηχητικές εγκαταστάσεις για να έχουν καλό ήχο οι συναυλίες.
Είδα εργαζόμενους που πριν μετρούσαν τα λεπτά για να τελειώσει το ωράριο να κάθονται δωδεκάωρα στον χώρο της δουλειάς τους. Είδα ανθρώπους που πριν πετούσαν κάτω το αποτσίγαρο, να κάνουν τα πλακάκια του ίδιου πατώματος να λάμπουν.
Είδα ανθρώπους που βαρυγκομούσαν κάτω από προϊσταμένους, υποπροϊσταμένους και ανθυποπροϊσταμένους, να αναζωογονούνται. Είδα απολυμένους να λειτουργούν με όρεξη. Είδα ανθρώπους με το μέλλον αβέβαιο, να έχουν ξανά λάμψη στα μάτια. Είδα τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν μπορεί να γυρίσει πίσω στην προηγούμενη κατάσταση. Είδα συναδέλφους, φίλους πια, να ρωτάνε τον εαυτό τους το ίδιο.
Είδα παιδιά συναδέλφων να μπαινοβγαίνουν στο κτίριο, για να δουν τους γονείς τους που τους έχασαν. Είδα γονείς εργαζόμενους στην ΕΡΤ να ταϊζουν τα μωρά τους μέσα σε μοντάζ. Είδα τα ταίρια συναδέλφων να περνούν δίπλα τους τις νύχτες έξω στον δρόμο. Είδα ζευγάρια να αγκαλιάζονται και να χαμογελούν ο ένας στον άλλο.
Είδα “αλληλέγγυους” να ξημεροβραδιάζονται στην ΕΡΤ, την ίδια ΕΡΤ που μπορεί να μην τους άρεσε πριν, που μπορεί να τη θεωρούσαν μηχανισμό προπαγάνδας. Είδα πολίτη να γίνεται αυτοσχέδιος τροχονόμος για να ρυθμίζει την κίνηση. Είδα νέους που βρήκαν κάτι νέο μπροστά τους. Και παλιούς που δε θέλουν να αφήσουν μόνους τους μικρότερους.
Είδα συναδέλφους να συζητούν για την πολιτική, για τη ζωή, για την εξουσία. Να συμφωνούν, να διαφωνούν, να οργίζονται, να ελπίζουν.
Είδα ανθρώπους να κλαίνε. Είδα ανθρώπους να αγκαλιάζουν αυτούς που κλαίνε.
Είδα ανθρώπους να κάνουν σχέδια για το μετά, να μεταναστεύσουν, να φτιάξουν καραβάνια απολυμένων, να ζήσουν μαζί σε χωριά και νησιά, να πάνε να φυτεύουν ντομάτες και να μαζεύουν ελιές.
Είδα συνάδελφό μου να χαμογελάει ακούγοντας τα σουρεαλιστικά μας σχέδια και να μας λέει, “ποια σχέδια για την επόμενη μέρα; Εδώ είναι η επόμενη μέρα, στην ΕΡΤ”. Και να συνεχίζει να χαμογελάει.
Και μετά είδα τους ίδιους ανθρώπους να γελάνε με τα σχέδιά τους, να σηκώνουν το κεφάλι, και να λένε “συνεχίζουμε”. Και κάθε φορά που κάποιος λιγοψυχά, κάποιος άλλος θα βρεθεί να τον κάνει να συνεχίσει.
Δεν είδα μόνο αυτά, τα ωραία. Είδα και άλλα, τα άσχημα. Όμως, αυτό δεν είναι ένα κείμενο για τα άλλα. Είναι ένα κείμενο για όσους δεν ήταν εκεί για να δουν τα ωραία μαζί μου. Είναι ένα κείμενο για να πει σε όλους ότι στην ΕΡΤ δεν υπάρχουν “ερυθροί χμερ”, ούτε “τσε γκεβάρα”. Υπάρχουν εργαζόμενοι που έζησαν χρόνια ολόκληρα το γκρίζο της εξουσίας, μέχρι που είδαν το πιο μαύρο της πρόσωπο μπροστά τους. Και ανακάλυψαν ότι δε θέλουν άλλο πια. Όποια και να είναι η εξέλιξη, επιστροφή στο πριν, δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο το μπροστά. Και σε αυτό το μπροστά, οι εργαζόμενοι ξέρουν πια ότι δε γίνεται να μην έχουν λόγο.