Eργαζόμενη στην απεξάρτηση
Τα καταστροφικά αποτελέσματα της συγχώνευσης όλων των δημόσιων και δωρεάν προγραμμάτων απεξάρτησης (ΚΕΘΕΑ, 18 Άνω, ΟΚΑΝΑ, Αργώ, κα) σε έναν ενιαίο φορέα δεν άργησαν να εμφανιστούν.
Παρά τις αντιστάσεις και κινητοποιήσεις των εργαζομένων και θεραπευόμενων των εμπλεκόμενων φορέων όλο το προηγούμενο διάστημα (από τότε που διέρρευσε το προσχέδιο του νομοσχεδιου για την «ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» μεχρι και μετά την ψήφισή του το καλοκαίρι), την 1η Φλεβάρη ξεκίνησε τελικά η λειτουργία του νέου φορέα. Ο ΕΟΠΑΕ (Εθνικός Οργανισμός Πρόληψης και Αντιμετώπισης Εξαρτήσεων), υποτίθεται ότι θα βελτίωνε το τοπίο και θα έφερνε τον εκσυγχρονισμό σε έναν κρίσιμο και ευαίσθητο τομέα της κοινωνίας. Τίποτα τέτοιο δεν πρόκειται βέβαια να συμβεί.
Ο νέος φορέας, που είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, είναι αποκομμένος πλέον από το εθνικό σύστημα υγείας (ΕΣΥ), πράγμα που δημιουργεί προβλήματα και προβληματισμούς και από μόνο του σηματοδοτεί το άνοιγμα του δρόμου για την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου στο χώρο των εξαρτήσεων. Από την στιγμή που η απεξάρτηση φεύγει από τα χέρια του κράτους, αυτό σημαίνει αυτόματα και μείωση της χρηματοδότησης. Τα Προγράμματα θα έχουν την «επιλογη» ή να ψάχνουν για εξωτερική χρηματοδότηση ή να υποβαθμίσουν τις υπηρεσίες τους. Ετσι ανοίγει και η πίσω πόρτα για την νομιμοποίηση των ιδιωτικων κέντρων απεξάρτησης που λειτουργούν μέχρι σήμερα ως επι το πλείστον παράνομα και με αμφιβόλου ποιότητας αποτελεσματα, και «ξεζουμίζουν» τις ήδη ταλαιπωρημένες οικογένειες. Προωθείται λοιπόν στην ουσία η «πολυπόθητη» σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και διακυβεύεται ο δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας της απεξαρτησης.
Οι εργαζόμενοι στο στόχαστρο
Με τη δημιουργία του ΕΟΠΑΕ, η κυβέρνηση κατάργησε όλα τα μέχρι τώρα προγράμματα και τα συνένωσε σε εναν ενιαιο φορέα κάτω από ασφυκτικό κυβερνητικό έλεγχο. Ο πρόεδρος και το Διοικητικό Συμβούλιο, διορισμένοι από την εκάστοτε κυβέρνηση, θα παίρνουν όλες τις αποφάσεις για έναν οργανισμό με περίπου 1.700 εργαζόμενους σε ολη τη χώρα, μακριά από το κάθε πρόγραμμα, την καθημερινότητα του και τις ανάγκες του. Αυτοί είναι που θα διορίζουν και το επιστημονικό συμβούλιο. Οι εργαζόμενοι δηλαδή των δομών, που επι 40 πλέον χρόνια έχουν εργαστεί στον χώρο της απεξάρτησης, έχουν εκπαιδευτεί και έχουν πολύτιμη εμπειρία, δεν έχουν πλέον λόγο στις αποφάσεις, όπως δεν είχαν εξαρχής και στον σχεδιασμό του περιβόητου νομοσχεδιου.
Πριν τον ΕΟΠΑΕ, κάποιες από τις δομές απεξάρτησης, όπως του ΚΕΘΕΑ, λειτουργούσαν με αυτοδιοίκητο μοντέλο, βασισμένο στη δημοκρατική συμμετοχή μέσα από συνελεύσεις των εργαζομένων, των ατόμων που βρίσκονται σε απεξάρτηση και των οικογενειών. Εκεί αποφάσιζαν συλλογικά, με ανοιχτούς διαγωνισμούς για τις προμήθειες και τα έξοδα τους, με βάση τις πραγματικές τους ανάγκες. Αυτή η διαδικασία μάλιστα αποτελούσε μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας.
Με τη δημιουργία του ΕΟΠΑΕ, η κυβέρνηση όχι μόνο καταργεί το αυτοδιοίκητο των δομών αλλά έχει ξεκινήσει να ξηλώνει όσους δεν της είναι «αρεστοί». Όπως καταγγέλλει ο Σύλλογος Εργαζομένων ΚΕΘΕΑ, μέσα σε δύο μόλις 24ωρα λειτουργίας του, η προσωρινή διοίκηση του ΕΟΠΑΕ χωρίς καμία φανερή διαβούλευση, χωρίς καν να γνωρίσει τους εργαζόμενους, χωρίς αιτιολόγηση, καθαίρεσε προϊσταμένους και μετακίνησε εργαζομενους που κατείχαν θέσεις μετά από προκηρύξεις και κρίσεις, όπως ορίζονταν από τον κανονισμό εργασίας του μέχρι πρότινος ΚΕΘΕΑ. Χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εμπειρία και η προϋπηρεσία των εργαζομένων μετακινούνται ακουσίως με όρους ιδιωτικής εταιρείας, επιβεβαιώνοντας έτσι τους φόβους των εργαζομένων (και μάλιστα «με το καλήμερα σας») πως ο υπερσυγκεντρωτισμός του ΕΟΠΑΕ θα οδηγήσει σε αυταρχισμό.
Λίγες μέρες μετά, ο Σύλλογος Εργαζομένων στο ΚΕΘΕΑ ανακοίνωσε ότι ένα μεγάλο ποσοστό εργαζομένων στο νέο φορέα δεν πληρώθηκε εγκαίρως τα δεδουλευμένα του από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, καθώς ο ΕΟΠΑΕ δεν είχε αποκτήσει ακόμα τη δυνατότητα να στέλνει τα στοιχεία για τις πληρωμές.
Αντίστοιχα, στο πρώην 18 Άνω, η κατάσταση αποκαλύπτει τα μεγάλα προβλήματα που έχουν δημιουργηθεί ήδη, την προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται αυτή η μεταρρύθμιση, την έλλειψη οποιαδήποτε προετοιμασίας και σχεδιασμού και εν τέλει την ελλειψη φροντίδας για τους θεραπευομενους.
Αρχικά, πρέπει να σημειώσουμε ότι στους εργαζόμενους του 18 Άνω δόθηκε η δυνατότητα, λόγω της δημοσιοϋπαλληλικής τους ιδιότητας, να μην ενταχθούν στον νέο ενιαίο φορέα ΕΟΠΑΕ και να μεταφερθούν στις οικιες ΥΠΕ (Υγειονομικές Περιφέρειες), παραμένοντας στο ΕΣΥ. Όσοι επέλεξαν να μετακινηθούν στον ΕΟΠΑΕ προχωρησαν σε ένα άγνωστο τοπίο καθώς δεν είχαν εικόνα για τη λειτουργία του νέου φορέα, όπου αιτούνταν να μετακινηθούν, για τις εργασιακές συνθήκες και τα εργασιακά τους δικαιώματα, κατι το οποίο συνεχίζεται παρά την έναρξη λειτουργίας του φορέα, καθώς δεν έχει ξεκαθαρίσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εργαστούν και το τι «μελλει γενεσθαι».
Έτσι, ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων του πρώην 18 Άνω επέλεξε να παραμείνει στο ΕΣΥ. Μέχρι όμως να ολοκληρωθεί η μετακίνηση συνεχίζουν να δουλεύουν στον ΕΟΠΑΕ, ενώ πολλοί από αυτούς αναφέρουν ότι αυτή τη στιγμή νιώθουν σαν να βρίσκονται σε συνθήκες ομηρίας. Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι αρκετοί εργαζόμενοι οδηγήθηκαν στην επιλογή παραμονής στο ΕΣΥ, έχει σαν αποτέλεσμα να αποδυναμωθεί το πρώην 18 Άνω, χωρίς να έχουν γίνει νέες προσλήψεις προκειμένου να καλυφθούν τα κενά. Ετσι η λειτουργία του προγράμματος συνεχίζεται μέσα σε ένα κλίμα ανασφάλειας και δυσφορίας, τόσο για αυτούς που επέλεξαν να μείνουν όσο και για αυτούς που επέλεξαν να φύγουν. Φυσικά, μέρος αυτης της ανασφάλειας και αβεβαιότητας μοιραζονται και οι θεραπευόμενοι των δομων, μαζί με ένα σωρό γραφειοκρατικες και άλλες δυσλειτουργιες που έχουν προκύψει και δυσχεραίνουν την λειτουργία και την καθημερινότητα του Προγράμματος.
Επίσης, όσοι επέλεξαν να μετακινηθούν στον ΕΟΠΑΕ ήδη βιώνουν τις εργασιακές αλλαγές. Σε πρώτη φάση απειλείται και δεν εχει ξεκαθαριστεί το πλαίσιο εφημερευσης των ψυχολόγων στον φορέα προέλευσης, πράγμα που θα αντανακλα αναπόφευκτα και τις οικονομικές τους απολαβές. Παράλληλα, οι εργαζόμενοι έχουν δει αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι άδειες που δικαιούνταν μέχρι τώρα (πχ περικοπή αποδοχών σε άδεια ασθένειας τέκνου), ενώ την ίδια στιγμή δεν έχει ενταχθεί στο μισθολόγιο τους το προβλεπόμενο επίδομα ανθυγιεινης εργασίας.
Στροφή στην «μείωση της βλάβης» και την «ιατρικοποίηση»
Ως προς το θεραπευτικό κομμάτι, παρά το ότι ο τρόπος με τον οποίον γίνεται η απεξάρτηση μέσα από τις στεγνες δομές στη Ελλάδα έχει φέρει αποδεδειγμενα και αναγνωρισμένα παγκοσμίως αποτελεσματα, όλα δείχνουν πως η κυβέρνηση μέσω του ΕΟΠΑΕ στρέφεται προς τις πολιτικές της «μείωσης της βλάβης»- όπως η μείωση των επιπτώσεων από τη χρήση ουσιών (πχ μετάδοση ασθενειών κτλ).
Η διάθεση αυτη του υπουργείου για τον ΕΟΠΑΕ φαίνεται από τον κατακερματισμο των υπηρεσιών και των διευθύνσεων, καθώς η επανένταξη αποκόπτεται από την θεραπεία, η υποστήριξη της οικογένειας και των σημαντικών άλλων υποβαθμίζεται. Αντίστοιχο μήνυμα προκύπτει και από την σύνθεση του επιστημονικού συμβουλίου που είναι ιατροκρατούμενη. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση δεν στοχεύει στην ουσιαστική απεξάρτηση αλλά συνδέεται με την κυριάρχη τάση για «ιατρικοποίηση» της εξάρτησης, αποσπώντας την δηλαδή από την κοινωνική της διάσταση και αποσκοπώντας στην κυριαρχία των υποκατάστατων ουσιών, των οποίων η μαζική χρήση έχει ήδη αποδεχτεί ότι δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα.
Για έναν ενιαίο σύλλογο εργαζομένων
Είναι εμφανές ότι η δημιουργία του ΕΟΠΑΕ, με την κατάργηση των προγραμμάτων που ο πληθυσμος των εξαρτημενων ανθρώπων, των οικογενειων τους και η κοινωνια γνωρίζει και εμπιστεύεται, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην διάλυση του θεραπευτικού πλουραλισμού, της θεραπευτικής συνέχειας και τελικά στην υποβάθμιση και την διάλυση της δημόσιας απεξάρτησης. Οι εργαζόμενοι στον ΕΟΠΑΕ πρέπει να δώσουν από κοινού τη μάχη σε δύο επίπεδα. Από τη μια για την διασφάλιση μιας δημόσιας και δωρεάν, ποιοτικής απεξάρτησης και κοινωνικής επανένταξης και από την άλλη για την υπεράσπιση των εργασιακών τους δικαιωμάτων που πλήττονται.
Για να γίνει αυτό εφικτό, είναι πολύ σημαντικό οι εργαζόμενοι στον καινούριο φορέα να προχωρήσουν στη συγκρότηση ενός ενιαίου συλλόγου εργαζομένων (όπου θα συμμετέχουν εκπρόσωποι από όλους τους καταργημένους φορείς), προκειμένου να δώσουν τους αγώνες που έρχονται με έναν ενωτικό και συλλογικό τρόπο, διεκδικώντας την συνέχιση του πολύτιμου έργου τους και την επιβίωση τους, απέναντι σε ενα συστημα που σαρώνει οτιδήποτε δημόσιο και ανθρώπινο.