Καθώς μαίνεται ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι δυτικές κυβερνήσεις εντείνουν την οικονομική πίεση προς την Ρωσία, είναι υποχρεωμένες να αναζητούν εναλλακτικές στο πεδίο της ενέργειας. Το ρωσικό καθεστώς απαντώντας στις κυρώσεις, ζητάει να πληρώνεται σε ρούβλια για το φυσικό αέριο που εξάγει σε «μη φιλικές χώρες», απειλώντας πως σε διαφορετική περίπτωση θα διακόψει την παροχή του. Έτσι η Ευρώπη και οι ΗΠΑ –τις οποίες βασικά αφορά αυτή η απειλή– εκτός από τη στροφή στον λιγνίτη και τα σχέδια επέκτασης της πυρηνικής ενέργειας, αναζητούν επιπλέον, νέες πηγές πετρελαίου και κυρίως φυσικού αερίου.
Σε όλες τις περιπτώσεις, η «πολιτισμένη» Δύση ποντάρει σε λύσεις που περιλαμβάνουν νέους μεγάλους κινδύνους για το περιβάλλον και σε συνεργασία με χώρες στις οποίες τα ανθρώπινα δικαιώματα καταπατώνται βάναυσα και ο ντόπιος πληθυσμός ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και εκμετάλλευσης. Και βέβαια, σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχουν μεγάλες εταιρείες ενέργειας οι οποίες κερδίζουν από την εκμετάλλευση των παλιών αλλά και των νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων (πετρελαίου και φυσικού αερίου) που ανακαλύπτονται.
Η πολεμοχαρής Ρωσία και η «Αγία» Μέση Ανατολή
Ανάμεσα στους «αγνούς» συμμάχους της Δύσης βρίσκονται τα πλούσια σε υδρογονάνθρακες καθεστώτα της Μέσης Ανατολής. ΗΠΑ και ΕΕ επιβάλλουν οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία με πρόσχημα τη βάναυση επίθεση στην Ουκρανία, καθώς οι ίδιες υποτίθεται ότι προσπαθούν να προστατέψουν τους αμάχους και να υπερασπιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Δεν έχουν όμως κανένα πρόβλημα στο να προχωρήσουν σε ακόμη πιο στενές εμπορικές σχέσεις στον τομέα της ενέργειας με καθεστώτα όπως αυτό του Κατάρ, που το τελευταίο διάστημα συζητάει το πως θα προμηθεύει μέσα στα επόμενα χρόνια μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου τη Γερμανία. Το σχέδιο περιλαμβάνει την κατασκευή στη Γερμανία δύο σταθμών υποδοχής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από το Κατάρ στα πλαίσια ενός σχεδίου σταδιακής απεξάρτησης της από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Στο μεταξύ το Κατάρ μπορεί να μην έχει πρόσφατα εισβάλει σε κάποια γειτονική χώρα, ωστόσο θεωρείται μια από τις χώρες όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα παραβιάζονται συστηματικά, οι γυναίκες αντιμετωπίζονται σαν ιδιοκτησία των αντρών, ενώ μέσα σε περίπου δέκα χρόνια, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για τη διοργάνωση του Μουντιάλ, υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 6.700 μετανάστες εργάτες σκοτώθηκαν στα έργα που σχετίζονται με τη διοργάνωση.
Όσο για τις ΗΠΑ, παρά τα σύννεφα που μαζεύονται το τελευταίο διάστημα πάνω από τη σχέση τους με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, έχουν εδώ και δεκαετίες στενή συνεργασία με αυτές τις χώρες, χάρη στο πετρέλαιο που παράγουν οι τελευταίες σε μεγάλες ποσότητες. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία οι ΗΠΑ και η Βρετανία προσπαθούν να κρατήσουν με το μέρος τους τα ισχυρά κράτη της Μέσης Ανατολής, ελπίζοντας σε αύξηση των ποσοτήτων πετρελαίου που εισάγουν από αυτά, κάτι όμως που μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έτσι, οι ΗΠΑ αναγκάζονται να «βάλουν χέρι» στα «στρατηγικά αποθέματα» πετρελαίου που διαθέτουν για έκτακτες ανάγκες. Αυτό όμως δε μειώνει καθόλου την εξαιρετικά στενή συνεργασία που διατηρεί εδώ και δεκαετίες η Δύση με τα αυταρχικά, ακραία συντηρητικά καθεστώτα αυτών των χωρών.
Ούτε βέβαια μειώνει τον ρόλο των Δυτικών σε πολέμους στην περιοχή, όπως για παράδειγμα τον πόλεμο στην Υεμένη, όπου ΗΠΑ και Σαουδική Αραβία υποστηρίζουν στρατιωτικά τη μια από τις φατρίες που διεκδικούν την εξουσία στη χώρα, οδηγώντας τη σε διάλυση και επισιτιστική κρίση. Μετά από οκτώ περίπου χρόνια πολέμου, σχεδόν ένας στους δύο κατοίκους δεν έχει πρόσβαση σε επαρκή τροφή, τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι (σε 30 εκατομμύρια πληθυσμό) έχουν εκτοπιστεί, ενώ μέχρι το τέλος του 2021 ο πόλεμος μετρούσε 377.000 νεκρούς (είτε από τις ένοπλες συγκρούσεις είτε από την πείνα) το 70% των οποίων ήταν παιδιά.
Σε αυτούς τους συμμάχους στηρίζεται η Δύση για να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση που εντείνεται κάθε μέρα που περνάει εξαιτίας της σύγκρουσης με τη Ρωσία. Κατά τα άλλα, οι αιτίες της σύγκρουσης είναι υποτίθεται η προστασία των άμαχων Ουκρανών, της ελευθερίας, της ειρήνης και άλλα τέτοια παραμύθια.
Καταστροφικές εξορύξεις και στις ΗΠΑ
Στο μεταξύ η αναζήτηση ενεργειακών κοιτασμάτων από τις χώρες της Δύσης δεν περιορίζεται στο εξωτερικό. Στις ίδιες τις ΗΠΑ, οι εξορύξεις έχουν τις τελευταίες δεκαετίες «ανθίσει» χάρη στο fracking, που ξεκίνησε αρχικά σαν μέθοδος εξόρυξης φυσικού αερίου, αλλά στη συνέχεια επεκτάθηκε και στο πετρέλαιο. Η μέθοδος αυτή έχει δώσει στις εξορυκτικές εταιρείες πρόσβαση σε μεγάλα κοιτάσματα υδρογονανθράκων τα οποία δεν θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν διαφορετικά, καθώς επιτρέπει την εξόρυξη σε μεγάλα βάθη και σε μη συμπαγή κοιτάσματα. Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας υπολογίζεται ότι δαπανήθηκαν στις ΗΠΑ 340 δισ. δολάρια για την επέκταση της μεθόδου του fracking.
Πρόκειται για μια πρακτική η οποία έχει σοβαρές περιβαλλοντικές συνέπειες και ενώ χρησιμοποιείται μαζικά στην Αμερική, σε πολλές χώρες της Ευρώπης είναι απαγορευμένη.
Το fracking επιτρέπει την αποδέσμευση του φυσικού αερίου και του πετρελαίου από βραχώδη πετρώματα, προκαλώντας τους ρωγμές σε βάθος εκατοντάδων μέτρων, στις οποίες στη συνέχεια διοχετεύεται νερό, άμμος (για να παραμένουν οι ρωγμές ανοιχτές) και διάφορα μίγματα χημικών. Σε αντίθεση με την εξόρυξη από συμπαγή κοιτάσματα, η παραγωγή πέφτει σχετικά σύντομα μετά το αρχικό άνοιγμα του πηγαδιού και έτσι απαιτείται διαρκώς η δημιουργία νέων.
Επιπλέον το fracking απαιτεί μεγάλες ποσότητες νερού (κατά μέσο όρο υπολογίζεται ότι η διάνοιξη ενός πηγαδιού χρειάζεται οκτώ εκατομμύρια λίτρα, όσο δηλαδή καταναλώνει σε μία μέρα μια πόλη 65.000 ανθρώπων). Παράλληλα απειλεί την ποιότητα των υπόγειων αποθεμάτων νερού, καθώς υπάρχει πάντα ο κίνδυνος διαρροών των χημικών που χρησιμοποιούνται, ενώ αποσταθεροποιεί το υπέδαφος αυξάνοντας τον κίνδυνο σεισμών. Τέλος, τα πηγάδια εξόρυξης επιτρέπουν σε ένα ποσοστό των αερίων που βρίσκονται παγιδευμένα στο υπέδαφος (όπως το μεθάνιο από το οποίο αποτελείται κατά κύριο λόγο το φυσικό αέριο) να διαρρεύσουν στην ατμόσφαιρα.
Η παραπάνω μέθοδος επέτρεψε τις τελευταίες δεκαετίες στις ΗΠΑ να εξάγουν μεγάλες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ιδιαίτερα στον τομέα του LNG (υγροποιημένου φυσικού αερίου που μεταφέρεται σε όλο τον κόσμο με τεράστια δεξαμενόπλοια) οι εξαγωγές ανεβαίνουν διαρκώς, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα. Μέσα στον Μάρτη, η Ευρώπη αγόρασε το 65% της παραγωγής των ΗΠΑ, των οποίων οι συνολικές εξαγωγές LNG αυξήθηκαν κατά 16% μέσα στον ίδιο μήνα.
Παλιά και νέα κοιτάσματα – η Αφρική ξανά στο στόχαστρο
Επειδή όμως όλα τα παραπάνω δεν αρκούν, οι χώρες της Δύσης και οι μεγάλες πολυεθνικές της ενέργειας αναζητούν νέα κοιτάσματα και επέκταση της εκμετάλλευσης των ήδη υπαρχόντων σε ολόκληρο τον κόσμο. Από αυτό το σχέδιο δεν θα μπορούσε να λείπει η Αφρική, την οποία η Ευρώπη και οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σταθερά σαν ένα γιγάντιο σούπερ μάρκετ, από το οποίο μπορούν να παίρνουν ότι χρειάζονται πληρώνοντας ψίχουλα και αφήνοντας πίσω τα σκουπίδια τους.
Ένα βασικό σημείο του σχεδίου αφορά στα μεγάλα ενεργειακά αποθέματα της Νιγηρίας και την επέκταση του δικτύου μεταφοράς τους. Το πλάνο πάνω στο οποίο έχουν συμφωνήσει μέχρι στιγμής η Νιγηρία, ο Νίγηρας και η Αλγερία αφορά στην κατασκευή αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου που θα ξεκινάει από την πρώτη και θα διασχίζει τις άλλες δύο αφρικανικές χώρες, με τελικό προορισμό χώρες της Ευρώπης όπως η Ισπανία και η Ιταλία. Πρόκειται για ένα σχέδιο που είχε παγώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα και επανέρχεται σήμερα στην επικαιρότητα εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης.
Η κατασκευή του αγωγού Nigal αναμένεται να κοστίσει 21 δισ. δολάρια και θα μπορεί να μεταφέρει 30 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου τον χρόνο από τη Νιγηρία στην Αλγερία (που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός στην ήπειρο) και από εκεί στην Ευρώπη. Παρότι ο συγκεκριμένος αγωγός δεν μπορεί να αποτελέσει άμεση λύση στο ενεργειακό πρόβλημα της Ευρώπης, θεωρείται ότι σε βάθος χρόνου θα μπορέσει να συμβάλει στην ομαλή τροφοδοσία της ΕΕ.
Όσο για τη Νιγηρία βέβαια, θα συνεχίζει να βιώνει τα αποτελέσματα της ακραίας περιβαλλοντικής υποβάθμισης στην οποία έχουν οδηγήσει δεκαετίες εξορύξεων υδρογονανθράκων στο Δέλτα του Νίγηρα. Παράλληλα θα συνεχίσει να επεκτείνεται και η τεράστια φτώχεια στην οποία έχουν καταδικάσει οι εξορυκτικές εταιρείες τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής καταστρέφοντας κάθε άλλη πηγή εισοδήματος όπως η αλιεία, η γεωργία, κλπ. Ταυτόχρονα, ακόμη ένας αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου συνολικής έκτασης 4.000 χιλιομέτρων θα απειλεί διαρκώς με διαρροές αερίων του θερμοκηπίου και κυρίως μεθανίου στην ατμόσφαιρα. Για τις κυβερνήσεις της Ευρώπης και τις εταιρείες ενέργειας όμως, αυτά είναι λεπτομέρειες… Εξάλλου, μεγάλο μέρος του αγωγού θα διασχίζει έρημο, ποιος θα το καταλάβει;
Ένα άλλο σημαντικό κοίτασμα φυσικού αερίου βρίσκεται στις ανατολικές ακτές της ηπείρου, στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Τανζανίας και Μοζαμβίκης. Μέχρι στιγμής η Total, μια από τις βασικές εταιρείες που έχουν αναλάβει την εκμετάλλευση του κοιτάσματος έχει σταματήσει τα έργα εξαιτίας των βίαιων συγκρούσεων ανάμεσα στον στρατό της χώρας και ισλαμιστικές τρομοκρατικές ομάδες. Ωστόσο στις σημερινές συνθήκες, τόσο η κυβέρνηση της χώρας όσο και η εταιρεία, φαίνονται πρόθυμες να επιταχύνουν την επαναφορά του σχεδίου. Το ενδιαφέρον αυτό είχε ήδη εκδηλωθεί ήδη από τις αρχές του χρόνου με τα πρώτα συμπτώματα της ενεργειακής κρίσης και πριν το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Η Μοζαμβίκη είναι η τρίτη αφρικανική χώρα σε κοιτάσματα φυσικού αερίου μετά τη Νιγηρία και την Αλγερία, με 2,8 τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας που βρέχει τις βόρειες ακτές της.
Τα τελευταία χρόνια στην επαρχία Κάμπο Ντελγκάντο (Cabo Delgado) έχουν γίνει επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων σε υποδομές από εταιρείες όπως η Total, η Exxonmobil και άλλες. Την ίδια ώρα οι κάτοικοι των παραλίων που παραδοσιακά ζούσαν από την αλιεία και τη γεωργία έχουν εκδιωχθεί κατά χιλιάδες από τις περιοχές τους και έχουν χάσει την πρόσβαση στα μέσα επιβίωσής τους. Για την εκμετάλλευση των ίδιων πόρων ενδιαφέρεται και η κυβέρνηση της Τανζανίας, η οποία λέει ανοιχτά ότι η κατάσταση στην Ουκρανία αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία για μπίζνες. Από τις οποίες μπίζνες βέβαια δεν θα κερδίσουν οι πάμφτωχοι κάτοικοι της χώρας, αλλά οι διεφθαρμένοι πολιτικοί και τα ντόπια στελέχη των πολυεθνικών ενέργειας.
Ο κόσμος των πολυεθνικών δεν είναι ο κόσμος των ανθρώπων
Η κρίση στον τομέα της ενέργειας είναι από τη μια αποτέλεσμα του παραλογισμού που επικρατεί στην παραγωγή της και από την άλλη των ανταγωνισμών και του πολέμου. Σήμερα η επιδείνωσή της έχει δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για τον πολλαπλασιασμό των περιβαλλοντικών καταστροφών σε ολόκληρο τον πλανήτη. Από τον χαρακτηρισμό της πυρηνικής ενέργειας ως «πράσινης εναλλακτικής», μέχρι την επιστροφή στον λιγνίτη –ακόμη και εκεί όπου σταδιακά η παραγωγή του πάγωνε– και τον αγώνα δρόμου για την ανακάλυψη και την εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου, το σύστημα στήνει για άλλη μια φορά ένα εφιαλτικό σκηνικό για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Οι λαοί του πλανήτη δεν έχουν να περιμένουν καμία διέξοδο από τις μεγάλες επιχειρήσεις που καθορίζουν το μέλλον του και από τις κυβερνήσεις που τις υπηρετούν. Οι ανταγωνισμοί και οι πόλεμοι, η διαρκής καταστροφή του περιβάλλοντος, η φτώχεια και η εκμετάλλευση των πολλών για το κέρδος των λίγων δεν οφείλονται σε μια σειρά από «λάθη» στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά αποτελούν την ίδια του τη φύση. Μόνο αν απαλλαγούμε από την εξουσία τους μπορούμε να βάλουμε τις βάσεις για μια κοινωνία ισότητας και ειρήνης, που θα λειτουργεί με κριτήριο τις ανάγκες της πλειοψηφίας των ανθρώπων και την προστασία του πλανήτη.