Του Φοίβου Γούζιου
Όπως διαφαινόταν εδώ και κάτι μήνες, ο Μπαράκ Ομπάμα είναι αυτός που κέρδισε την υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές από την πλευρά των Δημοκρατικών. Αν και δεν μπορούμε να μιλήσουμε για «περίπατο», κατάφερε κάτι που ιστορικά φαινόταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας: να υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να εκλεγεί μαύρος στην Αμερικανική Προεδρία. Και μόνο το γεγονός πως ένας μαύρος και μία γυναίκα ήταν υποψήφιοι για το χρίσμα των Δημοκρατικών, αντανακλά τις βαθιές κοινωνικές αλλαγές στις ΗΠΑ. Και αυτές οι αλλαγές είναι αποτέλεσμα και της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στις ΗΠΑ όπου 28 εκατομμύρια άνθρωποι τρέφονται με κουπόνια σίτισης και αυτό σε μία χώρα που παρουσιάζεται ως η χώρα της «ευκαιρίας».
Οι εκλογές όμως δεν έχουν καν ξεκινήσει. Και απέναντι του, εκτός από τον -εδώ και πολύ καιρό ξεκάθαρο νικητή των Ρεπουμπλικάνων- Τζον Μακκέιν, έχει και την αστείρευτη απο ιδέες μηχανή «λάσπης» του αντίπαλου κόμματος. Ήδη ένα βιβλίο με τίτλο «Υπόθεση κατά Ομπάμα» είναι έτοιμο να εκδοθεί παρουσιάζοντας τον Ομπάμα απλά ως τον αγαπημένο των μίντια και τίποτα παραπάνω.
Αν εκλεγεί τελικά ο Μπαράκ Ομπάμα, θα έχει ακόμα περισσότερα προβλήματα να αντιμετωπίσει. Και μάλιστα τα πιο σοβαρά καθώς αφορούν τους Αμερικάνους νεολαίους και εργαζόμενους. Σε συνδυασμό με την σφοδρότατη πίεση που θα ασκήσουν όλοι οι καπιταλιστές και οι αστοί οι οποίοι θέλουν να δρέψουν τους «κόπους» του προηγούμενου καιρού όταν στήριξαν (κυρίως οικονομικά) τον Ομπάμα, το τοπίο στην Αμερική δε φαίνεται να αλλάζει για τους άνεργους, τους φτωχούς και τα κατώτερα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Και βέβαια μία νίκη του Μακκέιν, ο οποίος ελάχιστα έως καθόλου διαφέρει από τον Μπους, μόνο άσχημα αποτελέσματα μπορεί να έχει. Αυτό γιατί ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων έχει σκοπό να κάνει μετωπική επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα των Αμερικανών εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των γιγάντιων επιχειρήσεων και της αστικής τάξης ενώ θα συνεχίσει την ίδια καταστροφική εξωτερική πολιτική. Το καλό με την υποψηφιότητα Ομπάμα είναι ότι πολλοί -κυρίως νεολαίοι- έχουν αρχίσει να πολιτικοποιούνται και να ζητούν πολιτική αλλαγή. Αυτό βασικά έχει να κάνει με την οικονομική κρίση στις ΗΠΑ και την οργή για την πολιτική Μπους που ριζοσπαστικοποιεί συνειδήσεις και πιέζει τον Ομπάμα.
Αυτό αποτελεί και την πιο μεγάλη ελπίδα για μία μελλοντική αριστερή στροφή της αμερικανικής κοινωνίας. Όταν αυτοί που σήμερα στηρίζουν τον Ομπάμα απογοητευτούν από την προεδρία του, αυτό θα κάνει ένα κομμάτι τους να στραφεί σε ριζοσπαστικές ιδέες. Κι αυτό καθώς, εκατομμύρια άνθρωποι όχι μόνο στην Αμερική αλλά και γενικότερα στον πλανήτη πιστεύουν πως μία εκλογή του Ομπάμα θα σημαίνει καλύτερες συνθήκες ζωής και ένα καλύτερο μέλλον. Αυταπατώνται βεβαίως.
Αυτό αποδεικνύεται και από τις προεκλογικές του εξαγγελίες που είναι αρκετά πιο συντηρητικές από αυτές που έκανε αρχικά και πριν πάρει το χρίσμα των Δημοκρατικών. Για παράδειγμα, ενώ στην αρχή τόνιζε την αντίθεσή του στον πόλεμο του Ιράκ, τώρα λέει με νόημα πως «θα υπερασπίσει τα συμφέροντα» του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε κάθε γωνιά της γης αφήνοντας ανοικτό και το ενδεχόμενο μιας επίθεσης στο Ιράν. Ενώ παλιά είχε τεθεί ανοιχτά, πολλές φορές, εναντίον της ισραηλινής κατοχής παλαιστινιακών εδαφών, ο Μπαράκ Ομπάμα φαίνεται να «αλλάζει γνώμη». Στο ισραηλινό λόμπι λοιπόν, ο Ομπάμα υποσχέθηκε έξτρα 30 δις. δολάρια για ενίσχυση του Ισραήλ και τόνισε πως θα υποστηρίξει την προσπάθεια να γίνει η Ιερουσαλήμ πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ, παραγνωρίζοντας εντελώς τα αιτήματα των Παλαιστινίων. Επιπλέον στηρίζει ανοιχτά τη συνέχιση του εμπάργκο προς την Κούβα και θα ενισχύσει την στρατιωτική βοήθεια προς το αντιδραστικότατο καθεστώς Ουρίμπε στην Κολομβία.
Οι δημοσκοπήσεις μέχρι σήμερα δίνουν προβάδισμα για τον Ομπάμα της τάξης του 15% έναντι του Μακκέιν αν και είναι νωρίς για να έχει κριθεί το αποτέλεσμα. Η ερώτηση είναι αν υπάρχει εναλλακτική λύση. Ο ανεξάρτητος υποψήφιος Ραλφ Νέϊντερ κατεβαίνει στις εκλογές για ακόμα μία φορά μετά το 2000 όπου είχε πάρει 2.8 εκατ. ψήφους και 2.7% και το 2004 όταν πήρε περίπου 1%. Παρόλο που η φρασεολογία του είναι αντιπολεμική και υπέρ των εργαζομένων σε πολλά ζητήματα, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σοσιαλιστής. Είναι όμως ένα «καταφύγιο» για ψηφοφόρους οι οποίοι ψάχνουν για μία εναλλακτική στο δικομματικό σύστημα της Αμερικής. Αυτό που δείχνει η περίπτωση Νέηντερ είναι ότι στην πραγματικότητα αυτό που χρειάζεται είναι ένα νέο μαζικό αριστερό σοσιαλιστικό κόμμα που θα «δώσει φωνή» στην αμερικανική εργατική τάξη. Η “Σοσιαλιστική Εναλλακτική”, το τμήμα της CWI στις ΗΠΑ, στηρίζει (κριτικά) τον Νέϊντερ, καθώς είναι ο μόνος αριστερός υποψήφιος, και καθώς γύρω από του συσπειρώνονται δυνάμεις που έχουν πολλά να προσφέρουν στη μελλοντική δημιουργία ενός τέτοιου μαζικού, αριστερού, σοσιαλιστικού κόμματος.