Ελένη Μπέκου, πρωτοετής φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βόλος
Το βράδυ της Δευτέρας 5 Απριλίου, στην Αγία Τριάδα της Μακρινίτσας Πηλίου δολοφονήθηκαν μία 28χρονη γυναίκα και ο αδερφός της από τον 31χρονο πρώην σύζυγό της. Ο δολοφόνος συνελήφθη μιάμιση ώρα αργότερα.
Για μία ακόμα φορά, τα ρεπορτάζ στα τοπικά ΜΜΕ κάνουν λόγο για «άτυχη» γυναίκα και δράστη με «ψυχολογικά προβλήματα», φράσεις που ουσιαστικά προσπαθούν να δώσουν άλλοθι και να δικαιολογήσουν τη συγκεκριμένη γυναικοκτονία. «Η γυναίκα βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή», «ο δράστης εξαιτίας των ψυχολογικών του προβλημάτων τη σκότωσε». Σωστά;
Δεν ήταν «τυχαίο περιστατικό»
Σύμφωνα με τα τοπικά ρεπορτάζ ο 31χρονος θύτης ήταν γνωστός για την κακοποιητική συμπεριφορά του – γεγονός που ήξεραν και οι συντοπίτες των δύο αδερφών – και γι’ αυτό η κοπέλα ζήτησε διαζύγιο. Αναφέρεται μάλιστα πως μία φορά την είχε τραυματίσει και στο πρόσωπο.
Παρά το γεγονός ότι η κοπέλα δεν επιθυμούσε να επιστρέψει σπίτι μαζί του, ο πρώην σύζυγός της συνέχιζε να την προσεγγίζει και να την απειλεί, γεγονός που οδήγησε το θύμα να ζητήσει καταφύγιο στο πατρικό της σπίτι. Μάλιστα, σύμφωνα με ρεπορτάζ της ΕΡΤ λίγες ώρες πριν τη δολοφονία της, η 28χρονη είχε ζητήσει εισαγγελική παρέμβαση και την προστασία της οικογένειας της με την επιβολή περιοριστικών μέτρων. Όμως, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, μετά τις απαραίτητες συστάσεις ο δράστης αφέθηκε ελεύθερος.
Οι ευθύνες των αρχών
Αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, όταν ο δράστης προσέγγισε το σπίτι και προσπάθησε να μπει μέσα, η γυναίκα κάλεσε την αστυνομία, ζητώντας βοήθεια. Η αστυνομία καθυστέρησε να φτάσει γιατί όπως αναφέρουν τα διάφορα ρεπορτάζ, το περιπολικό βρέθηκε πίσω από ένα φορτηγό, δεν έκανε προσπέραση και έτσι κινήθηκε με αργή ταχύτητα προς το σπίτι της γυναίκας. Το περιπολικό έφτασε τελικά αφού ο πρώην σύζυγος της γυναίκας είχε μαχαιρώσει και αυτήν και τον αδερφό της και είχε διαφύγει. Πρόκειται, όπως προαναφέρθηκε, για μία ακόμα γυναικοκτονία και όχι απλά ένα ατυχές περιστατικό. Πρόκειται για άλλο ένα θύμα έμφυλης βίας που απευθύνθηκε όπου μπορούσε, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να προστατευθεί!
Η αδιαφορία και η αμέλεια της αστυνομίας και των αρχών για τα θύματα έμφυλης βίας είναι για μία ακόμα φορά ξεκάθαρη. Παράλληλα αναδεικνύεται πόσο σημαντικό είναι να υπάρχουν κρατικές δομές φιλοξενίας για τις κακοποιημένες γυναίκες, ώστε να τους προσφέρουν στέγη αλλά και προστασία από τους εκδικητικούς συντρόφους τους.
Πλέον, η δικαιοσύνη πρέπει να φροντίσει ώστε ο θύτης να τιμωρηθεί όπως προβλέπει ο νόμος, κάτι που είναι σημαντικό και για να αποθαρρύνει επόμενα αντίστοιχα περιστατικά. Το θέμα όμως δεν τελειώνει εκεί. Το κράτος και η πολιτεία πρέπει με τη σειρά τους να αναλάβουν τις ευθύνες τους ώστε να αποτραπούν μελλοντικές γυναικοκτονίες. Πρέπει να παρέχουν στις γυναίκες την κατάλληλη προστασία ώστε να μην έχουμε άλλα θύματα έμφυλης βίας.
Να μπει ένα τέλος στις γυναικοκτονίες
Αυτή η προστασία, εκτός από την ίδρυση κρατικών δομών φιλοξενίας, περιλαμβάνει το θεσμικό πλαίσιο όπως είναι η αυστηρότερη νομοθεσία για τους θύτες αλλά και να αλλάξει ριζικά ο τρόπος που αντιμετωπίζονται τα θύματα όταν απευθύνονται στην αστυνομία, η οποία συνήθως αντιμετωπίζει το θέμα ως κάτι ασήμαντο, αποθαρρύνει τα θύματα από το να προσφύγουν στη δικαιοσύνη, τα χλευάζει και, εν τέλει, δεν τους προσφέρει την κατάλληλη προστασία.
Για να αλλάξει αυτή η συμπεριφορά χρειάζεται να γίνει επιμόρφωση των αστυνομικών ώστε να αντιμετωπίζουν με κατανόηση και ευαισθησία τα θύματα βίας και να απομακρύνονται από τη θέση τους όσοι/ες αποθαρρύνουν το θύμα από το να καταφύγει σε μήνυση. Επίσης πρέπει τα αστυνομικά τμήματα να διαθέτουν ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, εκπαιδευμένες σε ζητήματα έμφυλης βίας που να είναι παρούσες κατά την κατάθεση των θυμάτων, να αξιολογούν την κατάσταση και να προτείνουν τις απαραίτητες επόμενες ενέργειες (απομάκρυνση από το σπίτι, παρακολούθηση ψυχολόγου κλπ).
Τελικά, χρειάζεται ένα εντελώς διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο που θα αντιμετωπίζει με ευαισθησία όσες καταγγέλλουν περιστατικά βίας και το κυριότερο θα λάβει υπόψη τις φωνές και τα αιτήματά των ίδιων των γυναικών.
Όσο απαραίτητα κι αν είναι τα παραπάνω μέτρα, ο αγώνας μας για να δοθεί ένα τέλος στη βία κατά των γυναικών και τις γυναικοκτονίες, πρέπει παράλληλα να είναι και αγώνας ενάντια σε ό,τι γεννά αυτά τα φαινόμενα. Ενάντια στο σύστημα που ζει μέσα από τις διακρίσεις και τις ανισότητες και που γαλουχεί την κοινωνία με σεξιστικές αντιλήψεις, για να μας κρατά διαιρεμένους.
Όχι άλλες γυναικοκτονίες! Όχι άλλα θύματα έμφυλης βίας!