Έχει περάσει περίπου ενάμιση μήνας από τη δημόσια μαρτυρία της Σοφίας Μπεκατώρου για τον βιασμό που υπέστη στα πρώτα ενήλικα της χρόνια. Σύντομα άνοιξε ο δρόμος για να γίνουν μία σειρά από μαρτυρίες και καταγγελίες αθλητριών, ηθοποιών, φοιτητριών κ.α. σε σχέση με τα δικά τους περιστατικά βίας, παρενόχλησης και κακοποίησης.
Το ελληνικό #metoo έφερε στην επιφάνεια πολύχρονες υποθέσεις κακοποίησης και παραβίασης, προκάλεσε οργή στην κοινωνία και γέμισε με θάρρος τα θύματα ώστε να μιλήσουν για τις τραυματικές τους εμπειρίες. Σε αυτό το κλίμα, η πλειοψηφία των κυβερνητικών στελεχών, των κυρίαρχων ΜΜΕ κοκ έσπευσαν να πάρουν το μέρος των θυμάτων, να μιλήσουν για το (απαράδεκτο) κοινωνικό φαινόμενο του σεξισμού και της επιβολής εξουσίας μέσω της βίας και να καταδικάσουν όσα περιστατικά έγιναν γνωστά.
Το κλίμα όμως άρχισε να αλλάζει όταν τα φώτα επικεντρώθηκαν στην υπόθεση του Δημήτρη Λιγνάδη, που αποτέλεσε επιλογή της Κυβέρνησης για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, ο οποίος πλέον βρίσκεται προφυλακιστέος με κατηγορίες για βιασμούς ανηλίκων.
Οι πιέσεις και η κριτική που ασκήθηκαν στην κυβέρνηση και στην υπουργό πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, «ώθησε» ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ της άρχουσας τάξης να αναζητήσουν τρόπους για να δώσουν άλλοθι στην Κυβέρνηση και να προσπαθήσουν να μειώσουν τη βαρύτητα των καταγγελιών. Και, το καλύτερο «όπλο» στα χέρια τους δεν ήταν άλλο από την «κουλτούρα του βιασμού», η αντίληψη δηλαδή πως για το έγκλημα του βιασμού μέρος της ευθύνης μοιράζεται όχι μόνο στον θύτη αλλά και στο θύμα.
Κανάλια και δημοσιογράφοι μαζί στον αγώνα υπεράσπισης του Λιγνάδη
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το «ρεπορτάζ» στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του «Star» στις 12 Φλεβάρη, που ανέφερε πως ο Λιγνάδης βρίσκεται στο «μάτι του κυκλώνα για το τίποτα». Το «τίποτα» σύμφωνα με το ρεπορτάζ ήταν πως η συνέντευξη του ΝΣ δεν προχώρησε σε μήνυση, ενώ η μήνυση του ΒΚ για βιασμό παραγράφεται λόγω παρέλευσης των απαιτούμενων ετών που ορίζει ο νόμος. Έτσι, σύμφωνα με το κανάλι, οι καταγγελίες για βιασμό είναι «τίποτα», εφόσον δε θα γίνει δίκη, και κατά συνέπεια οι καταγγέλλοντες κακώς μιλήσανε και κακώς διέσυραν τον καταγγελλόμενο ως βιαστή τους!
Τη σκυτάλη παρέλαβε η δημοσιογράφος Ιωάννα Μάνδρου, η οποία δύο μέρες μετά τη σύλληψη του Λιγνάδη, αναρωτήθηκε στην πρωινή εκπομπή του «Σκάι»:
«Τα παιδιά αυτά που βρισκόντουσαν σε ένα σπίτι και ξενυχτάγανε και υφίσταντο αυτά που υφίσταντο, μάνα, πατέρα δεν είχανε;».
Αναπαράγοντας την πλέον συνηθισμένη αντίληψη πως το θύμα –ή στην περίπτωση των ανήλικων θυμάτων, οι γονείς τους– έχει ευθύνη εφόσον πήγε στο σπίτι του θύτη του, ή αν π.χ. φλέρταρε μαζί του κοκ, για τον βιασμό του. Με αυτόν τον τρόπο, η Μάνδρου προσπάθησε να αποπροσανατολίσει όσους/ες παρακολουθούσαν την εκπομπή και τη γενική αντίληψη ότι ο Λιγνάδης όφειλε να μην αγγίξει και να μην κακοποιήσει κανένα παιδί, στην αντίληψη πως οι γονείς όφειλαν να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή πού βρίσκονται τα παιδιά τους και να τα προστατέψουν.
Δε σταμάτησε όμως εκεί. Την επόμενη ημέρα συνέχισε την απέλπιδα προσπάθειά της να «ξεπλύνει» τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορείται ο Λιγνάδης, εφευρίσκοντας μία ακόμα ένοχη, την αρχαία ελληνική γραμματεία:
«Ο Λιγνάδης βίωνε βαθιά μέσα του αυτά που η αρχαία ελληνική γραμματεία μας έχει δώσει. Τα βίωνε ως πραγματικότητα. Και κάπου εκεί το πράγμα είχε μπερδέψει στο μυαλό του και είχε βάλει σε δοκιμασία τόσα παιδιά που τώρα τι να πούμε…».
Με τον Δημήτρη Οικονόμου να τη σιγοντάρει… Θα ήταν γελοίο, αν δεν ήταν τραγικό. Ανάμεσα σε όλες τις φτηνές δικαιολογίες που ακούμε επί χρόνια για να καλύψουν βιαστές, η υπόθεση Λιγνάδη μας «αξίωσε» να ακούσουμε κι αυτό. Πως ο «θεατράνθρωπος» βίωνε τόσο πολύ στο πετσί του τις αρχαίες τραγωδίες, που «μπερδεύτηκε» και αποφάσισε να τις αναπαραστήσει… Τι άλλο θα σκεφτούν εκεί στον «Σκάι» για να «ξεπλύνουν» ένα από τα αγαπημένα τους παιδιά;
Επιπλέον, λίγη «επίκληση στο συναίσθημα» δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Κάτι τέτοιο πρέπει να σκέφτηκε και η Τατιάνα Στεφανίδου, η οποία στη εκπομπή της στον «Άλφα», προβάλλοντας εικόνες από τη σύλληψη του Λιγνάδη, είπε:
«Η μάσκα κρύβει το πρόσωπο. Ο σκούφος κρύβει τα μαλλιά. Το βλέμμα όμως είναι ελεύθερο. Αυτό το βλέμμα είναι ένα βλέμμα που μιλάει. Είναι το βλέμμα του φόβου, της αποτυχίας, της απόγνωσης και θα πούμε κιόλας πως πέρασε το βράδυ στα κρατητήρια ο Δημήτρης Λιγνάδης».
Προσπαθώντας να προκαλέσει συμπάθεια ή έστω συμπόνια για τον Λιγνάδη στο τηλεοπτικό κοινό. Και δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει τις εκφράσεις που ακούμε συχνά για τους βιαστές, δηλαδή το πόσο κρίμα είναι που οι καταγγελίες των θυμάτων, σπιλώνουν το όνομα και καταστρέφουν τις ζωές των θυτών τους.
Κούγιας: ο κατάλληλος άνθρωπος για να ξεπλύνει έναν βιαστή
Αν σε όλη αυτή την υπόθεση υπάρχει ένα πράγμα που δεν προκαλεί έκπληξη, αυτό είναι πως ο δικηγόρος που ανέλαβε την υπεράσπιση του Λιγνάδη είναι ο Κούγιας. Ήδη με το που έγινε γνωστό, όλοι και όλες ήμασταν έτοιμοι/ες για αυτό που θα ακολουθήσει: η προσπάθεια του συνηγόρου του Λιγνάδη όχι τόσο να υπερασπιστεί τον πελάτη του, αλλά να προσβάλει και να υποτιμήσει σε ακραίο βαθμό τους καταγγέλλοντες και όσους στέκονται στο πλευρό τους.
Έτσι, στην πρώτη δήλωση του Κούγια διαβάσαμε ότι:
«Όσον αφορά τους δήθεν μάρτυρες που δήθεν επιβεβαιώνουν γεγονότα, πρόκειται για «επαγγελματίες» ομοφυλόφιλους, οι οποίοι ως επάγγελμα έχουν την επ’ αμοιβή συνύπαρξή τους με αντίστοιχους ομοφυλόφιλους, και μία κυρία 40 ετών, η οποία ομολογεί ότι ήταν αθεράπευτα ερωτευμένη και είχε σεξουαλική σχέση με τον κύριο Λιγνάδη, ενώ ήταν δεσμευμένη, και της οποίας η προσωπικότητα είναι γνωστή στο χώρο του θεάτρου, λεπτομέρειες της οποίας θα αναδείξουμε με το απολογητικό μας υπόμνημα και όσα θα απολογηθούμε στην κυρία Ανακριτή.»
Ενώ για τις ίδιες τις καταγγελίες αναφέρει πως:
«είναι χοντροκομμένα ψέματα από αναξιόπιστες προσωπικότητες.»
Μέσα σε λίγες γραμμές, ο Κούγιας καταφέρνει να σπείρει ομοφοβία και σεξισμό και παράλληλα να κάνει σαφές πως τόσο τα ίδια τα θύματα όσο και οι μάρτυρες θα πρέπει να έχουν πολύ γερά στομάχια για να αντέξουν τις φραστικές επιθέσεις που θα δεχτούν από τον συνήγορο του Λιγνάδη.
Αν και οι δηλώσεις του Κούγια είναι εξοργιστικές, δυστυχώς δεν αποτελούν εξαίρεση στις υποθέσεις βιασμού, αφού στη συντριπτική τους πλειοψηφία, όταν καταλήγουν στα δικαστήρια τέτοιες υποθέσεις, τα θύματα έρχονται αντιμέτωπα με αντίστοιχες επιθέσεις για την προσωπική τους ζωή, το κατά πόσο θεωρούνται «αξιόπιστα» όσα λένε κοκ.
Η κουλτούρα του βιασμού δεν αποτελεί πρωτοτυπία του Κούγια και των καναλιών
Αυτό που βλέπουμε τελικά να εκτυλίσσεται αυτές τις μέρες, είναι η πιο ακραία εκδοχή της πραγματικότητας και της αντιμετώπισης των θυμάτων βιασμού ή παρενόχλησης από τις Αρχές και τα Δικαστήρια. Και αποτελεί μία από τις πολλές απαντήσεις σε όσους αναρωτιούνται γιατί θα θύματα δε μιλάνε, ή μιλάνε αργά, γιατί δεν αντιδρούν αμέσως, γιατί δεν καταγγέλλουν την κακοποίησή τους.
Γιατί σε κάθε περίπτωση βιασμού και κακοποίησης που παίρνει τον δικαστικό δρόμο, υπάρχει πάντα ένας «Κούγιας» που θα υπερασπιστεί τον θύτη με αντίστοιχα επιχειρήματα, υπάρχουν πάντα ρεπορτάζ που θα προσπαθήσουν να εντοπίσουν τα «μελανά σημεία» της ζωής του θύματος που θα μετατρέπει την καταγγελία του σε «αναξιόπιστη», σε «ψέμα» ή υπερβολή.
Αγώνας ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού
Όμως, σήμερα, βλέπουμε να εκτυλίσσεται και μία παράλληλη πραγματικότητα. Σήμερα βλέπουμε πως κάθε δήλωση που αναπαράγει την κουλτούρα του βιασμού, άμεσα γεννάει οργή και αντιδράσεις. Έτσι, το «Star» αναγκάστηκε να δημοσιεύσει μία –έστω και λειψή– «Συγγνώμη» για το ρεπορτάζ του, κάνοντας λόγο για «ατυχή τίτλο» και «ανθρώπινο λάθος». Χορηγοί της εκπομπής της Τατιάνας Στεφανίδου αποχωρούν από την εκπομπή της ή διαχωρίζουν τη θέση τους από τις δηλώσεις και τη στάση της απέναντι στον Λιγνάδη. Ενώ ο Κούγιας, έχει καταφέρει να μαλώσει ακόμα και με παρουσιαστές και κανάλια που παλιότερα τον φιλοξενούσαν με χαρά και πλέον επιδίδεται σε ένα «κυνήγι μαγισσών», ρίχνοντας αφορισμούς και κατάρες σε όποιον –δηλαδή στους περισσότερους– παίρνει θέση υπέρ των θυμάτων και κατά της χυδαίας επιχειρηματολογίας του.
Αυτές οι αντιδράσεις είναι πολύ σημαντικές, όχι μόνο για τα σημερινά θύματα και τις παρούσες υποθέσεις, αλλά και επειδή μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για να αντιπαλέψουμε την κουλτούρα του βιασμού και συνολικά των σεξιστικών αντιλήψεων στην κοινωνία.
Το γυναικείο κίνημα βρίσκεται μπροστά σε μία ευκαιρία, να μεταφέρει τη συζήτηση σε επίπεδο κοινωνίας και να οργανώσει τον αγώνα ενάντια στον σεξισμό και την ανισότητα, ενάντια στην έμφυλη βία και κακοποίηση και τελικά, ενάντια στο ίδιο το σύστημα που τα γεννά.