Δημοσιεύουμε κείμενο των συντρ. Δημήτρη Κανελλή, Παγώνας Στόμη και Λάμπρου Χήτα, στελεχών της Αριστερής Ανασύνθεσης (ΑΡΑΝ) που είναι μία από τις συνιστώσες που αποτελούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το πλήρες κείμενο, που κατατέθηκε σαν κείμενο προβληματισμού στην πρόσφατη (1η) Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στάλθηκε στο Ξεκίνημα, προς ενημέρωση ή και δημοσίευση, είναι το ακόλουθο:
Για την επικαιρότητα της ανάγκης συγκρότησης ενός ριζοσπαστικού αριστερού και λαϊκού μετώπου
Διανύουμε μία εκρηκτική περίοδο όπου οι κοινωνικές αντιφάσεις οξύνονται στον μέγιστο βαθμό. Η τύχη, (δηλαδή η συσσώρευση του δυναμικού όλων των ενεργών αντιθέσεων σε μια και μόνη χρονική στιγμή), παίζει πάντα παράξενα παιχνίδια και ανακατεύει αναπάντεχα τους νόμους της ιστορικής κίνησης. Άλλωστε αυτοί οι ίδιοι οι νόμοι εξυπηρετούν ταυτόχρονα ποικίλες και συχνά αλληλοαναιρούμενες αναγκαιότητες.
Α. Για την πολιτική κατάσταση
Αντικειμενικά η τεράστια και πρωτοφανής συγκέντρωση του λαού στους δρόμους της Αθήνας αλλά και ολόκληρης της χώρας για δυο συνεχόμενες ημέρες (19-20/10) αποτελεί ένα ανεπανάληπτο πολιτικό γεγονός με τεράστια ιστορική δυναμική. Αποτελεί μια σημαντική νίκη των λαϊκών δυνάμεων, της τεράστιας πλειοψηφίας των απλών, ειρηνικών και εργαζόμενων ανθρώπων, απέναντι σε μια σιδηρόφρακτη απομειούμενη και «στείρα» πολιτική εξουσία. Η εξέλιξη αυτή όμως δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός πως αυτή η ίδια η εξουσία αναπαράγει το αποτρόπαιο πρόσωπό της θερίζοντας την βία και τον φόβο που η ίδια σπέρνει. Σήμερα το λαϊκό κίνημα μετράει όχι μόνο την δυναμική μιας καθολικής άρνησης της κυρίαρχης πολιτικής, αλλά και την διάλυση των συγκεντρώσεών του από τις δυνάμεις καταστολής, τον θάνατο ενός αγωνιστή από τον χημικό πόλεμο του κράτους, τον σοβαρό τραυματισμό δεκάδων άλλων, την θηριώδη και δολοφονική οργή μεγάλων τμημάτων της νεολαίας, το γενικευμένο πολιτικό αδιέξοδο της αριστεράς. Αυτή μάλιστα η αντίφαση οξύνεται στο μέγιστο βαθμό, γίνεται κυρίαρχη.
Έχουμε την τύχη και την ατυχία να βρισκόμαστε στην αρχή μιας καινούργιας ιστορικής περιόδου και να ζούμε ζαλισμένοι την βίαιη εκκίνηση μιας νέας «Νεότερης Ιστορίας» του λαού μας που ψάχνει να βρει τα βήματά του για να αποδράσει από τον θανάσιμο εναγκαλισμό της ΕΕ, των τραπεζών και του Ευρώ και να απεξαρτηθεί από τις δηλητηριώδεις δόσεις των μνημονίων. Το παλιό πολιτικό σύστημα αποσυντίθεται παράγοντας τον ενοχλητικό θόρυβο μιας πολιτικής βαβυλώνιας που καταρρέει. Η ρητορεία των πάλε ποτέ κραταιών εκπροσώπων της αστικής κυριαρχίας, του πρωθυπουργού, των αντιπροέδρων της κυβέρνησής του, όλων των πρωτοπαλίκαρων της τηλεοπτικής δημοκρατίας, μεταλλάσσονται σε κοάσματα βατράχων και σε άναρθρες και μεταξύ τους αλληλοδιαψευδούμενες εξαγγελίες. Οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι τράπεζές τους, υποτιθέμενοι εγγυητές της «Ισχυρής Ελλάδος», μεταλλάσσονται σε φθηνούς τοκογλύφους εκβιαστές που εποφθαλμιούν το δημόσιο και φυσικό πλούτο της χώρας, τους μισθούς των εργαζομένων, τις συντάξεις των ηλικιωμένων, τα δικαιώματα της νεολαίας, προκειμένου να εκτονώσουν τα αποτελέσματα μιας «κρίσης» που συνεχώς βαθαίνει.
Το συμβολικό «όλο» του ιστορικού αλλά και νεότερου ΠΑΣΟΚ γυρνά σαν πολιτικό ζόμπι στις τηλεοράσεις αναζητώντας την αιμοδοσία νέων εθνικών συναινέσεων για να συντηρήσει την φθίνουσα εξουσία του. Άλλοτε με απειλές απέναντι στους 153 εναπομείναντες βαστάζους τους και άλλοτε με επικλήσεις απέναντι στους «συνοδοιπόρους» της πολιτικής εξουσίας ολόκληρης της μεταπολιτευτικής περιόδου, παρακαλούν για πολιτικές ενισχύσεις, τις οποίες όμως δεν βρίσκουν! Το γεγονός όμως πως όλοι όσοι κάθισαν στο τραπέζι των «ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ» δεν προστρέχουν προς στήριξη και συμπαράταξη των εφεδρειών τους στην κυβέρνηση, είναι απλά γιατί αυτές δεν υπάρχουν, γιατί μοιάζουν να έχουν εξαντληθεί και κάτω από το βάρος των αντιφάσεων της ίδιας της αστικής στρατηγικής. Τα ίδια τα κυβερνητικά υπουργεία, οι μηχανισμοί του κράτους όπου οργανώνεται η αστική κυριαρχία και κρατική εξουσία, καταλαμβάνονται από τους εργαζομένους που μέχρι πρότινος η κυβέρνηση προσμετρούσε στον μηχανισμό της και μπαίνουν και αυτά σε έναν γενικευμένο κύκλο πολιτικής ανυπακοής και παράλυσης. Σε αυτήν την συγκυρία η πολιτική απομόνωση του κυβερνητικού κέντρου είναι πλέον απόλυτη!!
Όμως σήμερα και παρόλο αυτόν τον παλλαϊκό ξεσηκωμό, την απόλυτη παράλυση της καπιταλιστικής μηχανής από μια καθολική πολιτική απεργία των εργαζομένων αλλά και των καταστηματαρχών, την κατάληψη των υπουργείων της κυβέρνησης, την γενίκευση της πολιτικής και κοινωνικής ανυπακοής, την στάση πληρωμών του λαού προς τους τοκογλύφους και τα χαράτσια τους, την απόλυτη πολιτική απομόνωση της κυβέρνησης, εντούτοις! αυτή παραμένει.
Ενώ αυτή η κυβέρνηση δέχεται συντριπτικά πολιτικά πλήγματα, από τυπική άποψη δεν πέφτει.
Μάλιστα όχι μόνο δεν πέφτει αλλά φαίνεται να κερδίζει ορισμένο πολιτικό χρόνο εκμεταλλευόμενη το γεγονός πως δεν υπάρχει καμία οργανωμένη πολιτική δύναμη που να επιθυμεί να την ρίξει. Η Πλατεία Συντάγματος που για δύο περίπου μήνες αναδείχθηκε από συμβολική άποψη στο επίκεντρο της ταξικής πολιτικής αναμέτρησης, αντί να γίνει αντικείμενο διεκδίκησης του παλαϊκού αγώνα, μετασχηματίστηκε σε αποτρόπαιο πεδίο μάχης μεταξύ δύο πολιτικών χώρων με σκοπό την συμβολική κατοχύρωση της κυριαρχίας τους στο λαϊκό κίνημα, επιδεικνύοντας αμοιβαία απόλυτο κυνισμό, ελιτισμό και αδιαφορία για τις τεράστιες μάζες λαού που συμμετείχαν και πρόσφεραν τον εαυτό τους στον αγώνα αυτό.
Οι ευθύνες της αριστεράς στο αποτέλεσμα αυτό είναι τεράστιες, εφόσον αυτή είναι ο οργανωμένος πολιτικός χώρος που υποτίθεται ότι επιθυμεί να παράγει γραμμή για τις μάζες και να παίρνει πρωτοβουλίες με τρόπο γειωμένο και λαϊκό.
Β. Για την αντίφαση
Για να μπορέσουμε ίσως να κατανοήσουμε την περίοδο στην οποία ζούμε θα πρέπει να σκεφτούμε ότι δυο αντίθετα μεταξύ τους φαινόμενα συμβαίνουν και τα αρνητικά αποτελέσματα του ενός αναιρούν τα θετικά αποτελέσματα του άλλου. Από την μια μεριά διαμορφώνεται η θετική δυναμική της καθολικής πολιτικής αντίστασης του Ελληνικού λαού απέναντι στην πολιτική της κυβέρνησης, του ΔΝΤ και της ΕΕ, φαινόμενο που έγινε απολύτως αισθητό με το κίνημα των πλατειών. Ο λαός είναι στους δρόμους και επηρεάζει καθοριστικά τις πολιτικές εξελίξεις. Το φαινόμενο αυτό της αποφασιστικής παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα συνεχίζει να βρίσκεται σε εξέλιξη και δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί η δυναμική του.
Από την άλλη μεριά όμως βρίσκεται σε εξέλιξη μια ιστορικής κλίμακας ήττα της αριστεράς. Η ήττα αυτή αφορά στην απώλεια της ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς μέσα στο λαϊκό κίνημα και την νεολαία, η οποία εκφράζεται σε μια σειρά από διαστάσεις που κάθε μια από αυτές έχει την ιδιαίτερη σημασία της:
– Η υποχώρηση αναφορικά με τον ζωτικό χαρακτήρα για τις λαϊκές ανάγκες της ύπαρξης και προστασίας της σφαίρας των δημόσιων αγαθών. (απονομιμοποίηση των δημόσιων σχολείων και πανεπιστημίων, απονομιμοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων και γενικά κάθε δημόσιας λειτουργιάς).
– Η υποχώρηση αναφορικά με την σημασία των συνδικάτων, των σωματείων, των συνεταιρισμών ως των αναγκαίων μορφών οργάνωσης των υποτελών τάξεων προκειμένου στην κατοχύρωση και διεύρυνση των ζωτικών εργασιακών δικαιωμάτων του λαού (κρατικοποίηση του συνδικαλισμού, οικονομισμός, αναχωρητισμός κλπ.)
– Η υποχώρηση αναφορικά με την πίστη των λαών στην δυνατότητά τους να υπερασπίζονται την εθνική τους ανεξαρτησία και να μπορούν να δημιουργούν στην χώρα τους κοινωνικά συστήματα με επίκεντρο την εργασία και την δημοκρατία, σε ρήξη με τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού. (φετιχοποίηση του σοβιετικού πειράματος, έλλειψη αυτοκριτικής αναφορικά με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, υποτίμηση άλλων εκδοχών ριζοσπαστικού κοινωνικού μεταρρυθμισμού)
Προφανώς το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι από πολιτική άποψη αντικειμενικό. Μια τεράστια συντηρητική ιδεολογική επίθεση έχει ενισχύσει αυτό το αποτέλεσμα. Όμως αυτή η επίθεση δεν είναι αρκετή από μόνη της για να παραχθεί αυτό το αποτέλεσμα. Το καθοριστικό είναι ότι η αριστερά αποδέχτηκε αυτό το αποτέλεσμα, το ενσωμάτωσε ως υπαρξιακό χαρακτηριστικό και το μεγιστοποίησε. Σε τελευταία ανάλυση το καθοριστικό είναι ότι η ίδια η αριστερά αποτελεί μέρος μιας ολότητας καθορισμών μέσα από τους οποίους εμφανίζεται η συστημική κυριαρχία του κεφαλαίου. Τι άλλο είναι σε τελευταία ανάλυση ο κατακερματισμός της αριστεράς σήμερα, ακριβώς μπροστά στην πιο μεγάλη υπαρξιακή της πρόκληση, στην πιο σκληρή επίθεση του κεφαλαίου απέναντι στις λαϊκές τάξεις;
Είναι σαφές πως καμία από τις εκδοχές της αριστεράς που διαθέτουμε σήμερα δεν μπορούν να συναντηθούν με τα ζωτικά συμφέροντα και τις ανάγκες των λαϊκών μαζών χωρίς ουσιώδεις ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς, πολιτικές τομές και υπερβάσεις.
– είτε στην εκδοχή της φιλοευρωπαϊκής πρότασης και της κοινωνικά ήπιας κυβερνητικής εφεδρείας
– είτε στην εκδοχή των κομματικοποιημένων κινημάτων και της υπερβατικής μελλοντολογίας θεολογικού χαρακτήρα που τελικά οδηγεί σε κοινωνική υποχώρηση και συντηρητισμό
– είτε στην εκδοχή της αυτοπεριχαράκωσης, του αγωνιστικού βερμπαλισμού, της αυτοαναγόρευσης σε επαναστατικό πόλο και της μεταφυσικής αντίληψης του πολιτικού προγραμματισμού, όπου τα ζητούμενα τίθενται ως προϋποθέσεις
σε όλες αυτές τις εκδοχές η αριστερά αποτελεί υλική έκφραση της συστημικής κυριαρχίας του κεφαλαίου.
Άλλωστε είναι προφανές πως δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση στα χειμαζόμενα λαϊκά στρώματα μια αφήγηση που να μεταφέρει την επίλυση των προβλημάτων του λαού σε ένα σοσιαλιστικό υπερμέλλον όταν στην καθημερινότητα συντελείται ο οικονομικός, πολιτικός και πολιτισμικός εξανδραποδισμός της εργατικής τάξης. Πολύ περισσότερο μάλιστα δεν μπορεί να αποτελεί απάντηση η συνδιαχείριση των αντιφάσεων της αστικής κυριαρχίας και το παζάρι γύρω από τους ρυθμούς με τους οποίους η κρίση θα καταβροχθίζει τα λαϊκά δικαιώματα.
Η απόφαση των βασικών πόλων της αριστεράς να βρίσκονται εντός του κοινοβουλίου και να στηρίζουν συμβολικά την ακεραιότητα του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος την ώρα που ψηφιζόταν το αποκρουστικό μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα στις 28-29/6, όπως επίσης και η απόφαση του ΚΚΕ να περικυκλώσει την βουλή (19-20/10) όταν ψηφιζόταν το πολυνομοσχέδιο, διατηρώντας όμως αλυσίδες απέναντι στις λαϊκές μάζες και όχι απέναντι στο αστικό κοινοβούλιο, αποδεικνύουν πως και αυτό το φαινόμενο της απώλειας της ηγεμονίας της αριστεράς στο λαϊκό κίνημα συνεχίζει να εξελίσσεται και δεν έχει φτάσει ακόμη στην μέγιστη δυναμική του.
Γ. Ένα κριτήριο για την χρονική στιγμή
Ταυτόχρονα ένας άλλος προβληματισμός αντικειμενικά γεννιέται. Τι θα συμβεί όταν θα φτάσει στο όριό της η εξέλιξη αυτών των φαινομένων; Υπάρχει μεταξύ τους μια διασύνδεση και ποια είναι αυτή;
α) Η κρίση της αριστεράς θα τελειώσει όταν μεγιστοποιηθεί η δυναμική του λαϊκού κινήματος;
β) ή μήπως βρισκόμαστε στην συγκυρία μιας κρίσιμης χρονικής στιγμής, που εάν δεν μπορέσει η αριστερά να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να αντιστρέψει αυτήν την διαδικασία της ήττας, τότε το λαϊκό κίνημα κινδυνεύει να υποστεί συντριπτικές ήττες σε πολιτικό επίπεδο και συνεπακόλουθα και σε κοινωνικό;
Στην ίδια κατηγορία εντάσσονται και άλλα συνεπακόλουθα ερωτήματα:
Εάν ισχύει η δεύτερη πρόταση και εάν ταυτόχρονα η αριστερά τελικά δεν μπορέσει να ανακτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων και οι λαϊκές μάζες οδηγηθούν σε κοινωνική και πολιτική ήττα. Εάν κάτι τέτοιο τελικά συμβεί! μήπως τελικά αυτό θα έστρεφε μέρος των λαϊκών μαζών ενάντια στην αριστερά;
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα έδινε την δυνατότητα σε άλλους πολιτικούς χώρους έξω από την αριστερά να αναλάβουν πρωτοβουλίες μέσα στο λαϊκό κίνημα και να στοχοποιήσουν τη αριστερά;
Μήπως κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα; Μήπως έχουμε αργήσει ήδη;
Προφανώς και η μεγάλη πλειοψηφία των ριζοσπαστών διανοουμένων αλλά και το ταξικό ένστικτο των εργαζομένων κατανοεί ότι η δεύτερη πρόταση είναι η σωστή. Προφανώς και μια λογική που δίνει προτεραιότητα στο κοινωνικό μέτωπο των λαϊκών αγώνων χωρίς να αντιλαμβάνεται την ανάγκη να προωθούνται ταυτόχρονα και εκείνοι (οι αναγκαίοι κάθε φορά) πολιτικοί όροι που να μπορούν να δώσουν στην αριστερά την πρωτοβουλία των κινήσεων, οδηγούν με ακρίβεια τα λαϊκό κίνημα στην ήττα και την αριστερά στο περιθώριο ή ακόμη και στο στόχαστρο τμημάτων του λαϊκού κινήματος.
Τι θα συμβεί εάν τελικά οι λαϊκές μάζες συντριβούν, αλλά η αριστερά έχει κρατήσει την αγνότητά της; Μήπως όλη αυτή η κοινωνική δυναμική συγκεντρωθεί σε ανταγωνιστικούς με την αριστερά πολιτικούς χώρους; Τι θα σήμαινε για το λαϊκό κίνημα μια ενίσχυση του αναρχικού και του εθνικιστικού χώρου με την ταυτόχρονη συρρίκνωση της επιρροής της αριστεράς;
Δ. Για τις παράπλευρες απώλειες και την επίθεση της αναρχίας στην «αριστερά»
Μέσα από αυτό το σχήμα και με αυτό το κριτήριο, μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την επίθεση των αναρχικών απέναντι στο ΚΚΕ. Η επίθεση αυτή είναι μέρος της συνολικής επίθεσης που γίνεται σήμερα προς την αριστερά. Η επίθεση αυτή είναι αποτέλεσμα της απώλειας της ηγεμονίας της αριστεράς στο λαϊκό κίνημα αλλά και μηχανισμός που διευρύνει ακόμη περισσότερο αυτό το αποτέλεσμα.
Η περίπτωση της 20/10 όπου μια ομάδα κουκουλοφόρων ανεβαίνει στο σύνταγμα να συγκρουστεί με τη αστυνομία ή με το ΚΚΕ ή και με τους δύο, είναι το καλύτερο παράδειγμα για το τι σημαίνει σε μια συγκυρία όξυνσης των αντιφάσεων και μεγάλης ανάπτυξης των λαϊκών αγώνων, η αριστερά να μην μπορεί να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και κατά συνέπεια το ίδιο το λαϊκό κίνημα να απομειώνεται. Επίσης το σχήμα αυτό, μπορεί να ερμηνεύσει το γεγονός, γιατί τμήματα των λαϊκών μαζών φαίνονται να συναινούν στις πρακτικές των αναρχικών. Ακριβώς γιατί μεγάλο τμήμα του αγωνιζόμενου κόσμου αισθάνεται προδομένο από το ΚΚΕ ως την κυρίαρχη έκφραση της αριστεράς στην περίοδο που έκλεισε με την κατασταλτική επίθεση στις 28-29/6. Άλλωστε το γεγονός πως η αριστερά δεν μπορεί να καθοδηγήσει τις λαϊκές μάζες σε σύγκρουση με το πολιτικό σύστημα, οδηγεί στην μεγιστοποίηση της «οργής» και της «πολιτικής ασφυξίας» του κόσμου και σε σημαντικό βαθμό τελικά στην παθητική αποδοχή των πραχτικών της συμβολικής σύγκρουσης με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που προτείνουν οι αναρχοαυτόνομοι.
Δεν είναι σκοπός αυτού του κειμένου να αναλύσει τους ειδικούς όρους με τους οποίους διεξάγεται η αντιπαράθεση μεταξύ ΚΚΕ και αναρχίας, ή αριστεράς και αναρχίας (σχετικά έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η ανάλυση του Γιώργου Αλεξάτου στο Αριστερό Βήμα). Αυτά όμως που είναι αναγκαία να επισημάνουμε εδώ είναι τα εξής.
Από την μια μεριά οι αναρχοαυτόνομοι με πυκνωμένες τις γραμμές τους με μεγάλη μάζα νεολαίας, φορείς αλλά και αποτέλεσμα της ίδιας της κοινωνικής βίας που εξαπολύει σε κλίμακα η κρατική μηχανή, η νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση και η καπιταλιστική κρίση, φαίνεται πλέον να μεταλλάσσονται σε έναν χώρο που φετιχοποιεί την βία και την επιδιώκει συνεχώς ως την ύψιστη πολιτική πρακτική. Μια βία τυφλή, δολοφονική που δεν σταματάει ούτε στο όριο της κατασπατάλησης της ανθρώπινης ζωής. Μια βία που απευθύνεται όχι μόνο στο κράτος αλλά απέναντι σε κάθε τι οργανωμένο, σε κάθε τι που θέτει περιορισμούς στην ατομικότητα. Μια βία που έχει εγγεγραμμένη όλη την ιδεολογία αυτού που υποτίθεται πως αντιπαλεύει. Σε τελευταία ανάλυση αυτός ο χώρος λειτουργεί εκφυλιστικά και νομιμοποιεί την ίδια την βία της εξουσίας. Αντικειμενικά δίνει έδαφος στους κατασταλτικούς μηχανισμούς να επιτίθενται ανελέητα στο λαϊκό κίνημα.
Από την άλλη μεριά το ΚΚΕ, εγκλωβισμένο στην ιδιοκτησιακή λογική του κινήματος, φετιχοποιόντας τον εαυτό του ως το μοναδικό αυθεντικό αγωνιστικό σύμβολο του λαού και εξωραΐζοντας την βία που εκπορεύεται από το ίδιο, ως αυθεντική έκφραση του λαού, τελικά κινείτε με σαφή προσανατολισμό την κατοχύρωση της κυριαρχίας του στους λαϊκούς αγώνες απέναντι σε κάθε αμφισβήτηση. Κατ’ αρχάς απέναντι στην αμφισβήτηση που γίνεται από τον χώρο της αναρχίας αλλά όχι μόνο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως παρά το όργιο της κρατικής καταστολής, για την πολιτική δολοφονία του Δημήτρη Κοτσαρίδη συνδικαλιστή του ΠΑΜΕ από τις δυνάμεις καταστολής, το ΚΚΕ επιμένει να στοχοποιεί δεικτικά το κίνημα «Δεν Πληρώνω», και να αναγορεύει σε εχθρούς του λαού τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Η στρατιωτική αναμέτρηση στο Σύνταγμα μεταξύ δυο πολιτικών χώρων, με «παράπλευρες απώλειες» τον τραυματισμό δεκάδων αγωνιστών, την απογοήτευση του αγωνιζόμενου κόσμου, την ηθική συρρίκνωση της αριστεράς, γίνεται μέσα στο σκηνικό μιας «Προαναγγελμένης Σύγκρουσης». Και τα δυο μέρη αυτής της σύγκρουσης ήξεραν πως κάποια στιγμή θα γίνει η «στρατιωτική» αναμέτρησή τους και στην δεδομένη χρονική στιγμή επεδίωξαν αυτό να συμβεί ως το συμβολικό όριο της κατοχύρωσης της κυριαρχίας τους. Προφανώς μια τέτοια φιλοδοξία δεν μπορεί να έχει κανένα ηθικό έρεισμα μέσα στην τεράστια μάζα του εργαζόμενου κόσμου. Από πολιτική άποψη όμως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εφόσον η αντιπαράθεση για την κυριαρχία κατά αρχάς επικυρώνει το γεγονός πως αυτή η κυριαρχία βρίσκεται σε αμφισβήτηση, αλλά και κυρίως γιατί αυτή η κυριαρχία του ΚΚΕ μέσα στην αριστερά και το λαϊκό κίνημα δεν αμφισβητείτε από μια άλλη εκδοχή της αριστεράς αλλά από τον χώρο της αναρχοαυτονομίας.
Όμως μια στρατιωτικού τύπου αναμέτρηση του ΚΚΕ με τον χώρο της αναρχίας καθόλου βέβαιο δεν είναι πως θα οδηγήσει σε ανάκτηση της κυριαρχίας του μέσα στο λαϊκό κίνημα. Αντίθετα είναι δυνατόν να οδηγήσει στην ακόμη μεγαλύτερη αποστείρωση του, την αύξηση της φοβικότητας και της εχθρότητάς του απέναντι σε κάθε κίνημα που δεν ελέγχεται άμεσα από το ίδιο.
Προφανώς το ΚΚΕ δεν θα αντιστρέψει αυτό το φαινόμενο της απώλειας της ηγεμονίας της αριστεράς μέσα στο λαϊκό κίνημα, με την βία απέναντι στους αναρχικούς, στοχοποιόντας τα δεκαεξάχρονα παιδία που η αριστερά χάρισε στην αναρχία και κυρίως με δική του ευθύνη σε όλη την περίοδο από το 2006 έως και το 2008 με αποκορύφωμα την εξέγερση του Δεκέμβρη.
Σε καμία περίπτωση η αριστερά δεν θα μπορέσει να ανατρέψει αυτό το αποτέλεσμα στοχοποιόντας τους αναρχικούς. Η επίθεση από την αναρχία προς την αριστερά είναι δείκτης της απώλειας της ηγεμονίας και όχι η αιτία της απώλειάς της. Και προφανώς μια αντεπίθεση προς τους αναρχικούς δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ανάκτηση της ηγεμονίας. Το σύνθημα βία στην βία της εξουσίας δεν μπορεί να δώσει μακροπρόθεσμα καμιά απάντηση στο λαϊκό κίνημα. Πολύ περισσότερο φτωχό και αποπροσανατολιστικό θα είναι το «βία στην βία» των αναρχικών.
Αντίθετα όσο το ΚΚΕ δεν θα μπορεί να παίξει θετικό ρόλο στην πολιτική σύγκρουση των λαϊκών τάξεων με την αστική τάξη, τόσο θα οδηγείτε σε απώλεια της κυριαρχίας του μέσα στο λαϊκό κίνημα και τόσο πιο ευάλωτο θα γίνεται στις επιθέσεις των αναρχικών, όπως άλλωστε ευάλωτο είναι το σύνολο της αριστεράς.
Εάν το ΚΚΕ θα ήθελε να ανατρέψει αυτό το αποτέλεσμα, θα όφειλε να προχωρήσει σε ένα ηγεμονικό κάλεσμα ριζοσπαστικής συμπαράταξης, προς το σύνολο των αριστερών και λαϊκών δυνάμεών. Να απευθύνει έκκληση για κοινή δράση, για συντονισμό, για περιφρούρηση των αγώνων, στα σωματεία, κλπ και να προβάλει ως στόχο την ανάγκη τροποποίησης του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, την υπεράσπιση του λαϊκού κινήματος, την διεύρυνση των αντιστάσεων του λαού. Μονάχα μια τέτοια πραχτική θα μπορούσε να τροποποιήσει την σημερινή κατάσταση και να δώσει στην αριστερά την πρωτοβουλία των κινήσεων. ‘Όμως δυστυχώς δεν φαίνεται το ΚΚΕ να κινείτε σε αυτήν κατεύθυνση, αλλά στην ακριβώς αντίθετη.
Γι’ αυτό είναι αναγκαίο σήμερα να αναζητηθούν, να βρεθούν και να συγκεντρωθούν όλες εκείνες οι εφεδρείες πολιτικού ριζοσπαστισμού που διαθέτει σήμερα η αριστερά και να δοκιμάσουν αυτές να αλλάξουν τα πολιτικά δεδομένα. Να χαράξουν και να βαθύνουν τις διαχωριστικές γραμμές με την επίθεση του κεφαλαίου, να δοκιμάσουν να συνθέσουν ένα πολιτικό σχέδιο που να επιτρέπει την ανάκτηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων μέσα στο λαϊκό κίνημα και να δώσουν στην αριστερά συνολικό νόημα και περιεχόμενο.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε να ενισχύσει την όποια ριζοσπαστική δυναμική παραμένει ενεργή και μέσα στο ΚΚΕ και να επιτρέψει μια συνολική ριζοσπαστική ανασύνθεση της αριστεράς στην χώρα μας.
Ε. Για ένα ριζοσπαστικό αριστερό και λαϊκό μέτωπο
Τα πρόσφατα γεγονότα αποδεικνύουν με τον πιο εναργή τρόπο ότι τα αποτελέσματα αυτής της φάσης της επίθεσης του αντιπάλου έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται πραγματικότητα με τον πιο άσχημο και επώδυνο τρόπο για το λαϊκό κίνημα και την αριστερά.
Κανένας κοινωνικός αυτοματισμός δεν σημαίνει ότι η επιδείνωση των ορών ζωής των λαϊκών μαζών θα δώσει την δυνατότητα στην αριστερά να έρθει αυτόματα στο προσκήνιο. Πολύ περισσότερο είναι αδόκιμη κάθε πρακτική ξεκαθαρίσματος των συσχετισμών και των αντιθέσεων μέσα στην αριστερά, ως προϋπόθεση για την ριζοσπαστικοποίηση και την νίκη των λαϊκών δυνάμεων. Αντίθετα εκείνες οι δυνάμεις της αριστεράς που θα συμβάλουν καθοριστικά από την πλευρά της νίκης της αντίστασης του λαϊκού κινήματος και την πραγματική τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης απέναντι στον ταξικό αντίπαλο, θα μπορέσουν να τροποποιήσουν συνολικά τον συσχετισμό δύναμης και μέσα στο λαϊκό κίνημα και στην αριστερά από την κατεύθυνση της αναζήτησης ενός νέου κομμουνιστικού απελευθερωτικού οράματος με επίκεντρο την εργασία και την δημοκρατία.
Προϋπόθεση γι αυτό είναι η αναζήτηση ενός γειωμένου και ταυτόχρονα ριζοσπαστικού πολιτικού προγράμματος του λαού με κέντρο την αριστερά, στην κατεύθυνση της ανάκτησης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, της διεύρυνσης των δημοκρατικών, εργασιακών και μορφωτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νεολαίας. Το περιεχόμενο αυτό έχει ήδη αναδειχτεί με όρους μαζικούς και πλειοψηφικούς όλη την προηγούμενη περίοδο και αφορά στα κεντρικά ζητήματα της ταξικής αντιπαράθεσης. Στάση πληρωμών του χρέους, διαγραφή του χρέους, έξοδος της χώρας από το Ευρώ και ανάκτηση της νομισματικής αυτοτέλειάς της, εθνικοποίηση των τραπεζών, παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με παράλληλη προστασία των λαϊκών εισοδημάτων και αποταμιεύσεων, ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας, διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και της νεολαίας, διάλυση της ΕΕ. Στην κατεύθυνση αυτή και για την πολιτική γείωση, εκλαΐκευση και διεύρυνση της επιρροής αυτού του περιεχομένου σημαντική υπήρξε η πρωτοβουλία των οικονομολόγων, το αριστερό βήμα διαλόγου, η επιτροπή λογιστικού ελέγχου του χρέους. Αυτό δείχνει πόσο σημαντικά πράγματα δύναται να συμβούν μέσα από ενωτικά παραδείγματα και πρωτοβουλίες.
Είναι σαφές πως για μεγάλες μερίδες του λαϊκού κινήματος το περιεχόμενο αυτό κατοχυρώνεται ως μια εναλλακτική πολιτική στρατηγική που έχουμε κάθε λόγο να διεκδικήσουμε ως μια ρεαλιστική και αναγκαία εναλλακτική κατεύθυνση για την χώρα μας, σε αντιπαράθεση με τον θανάσιμο εναγκαλισμό του ΔΝΤ, της ΕΕ και της προδοτικής στάσης της ελληνικής αστικής τάξης. Μια τέτοια προοπτική δεν αποτελεί έκφραση του πολιτικού φαντασιακού της αριστεράς, αλλά έκφραση των άμεσα ζωτικών συμφερόντων των εργαζόμενων και της νεολαίας. Αυτή η προοπτική δεν πρέπει να τίθεται από την αριστερά κάπου στο βαθύ σοσιαλιστικό υπερμέλλον. Αντίθετα είναι αναγκαίο να βρεθούν εκείνες οι κοινωνικές και πολιτικές εφεδρείες που να οξύνουν στο μέγιστο βαθμό τις αντιφάσεις της αστικής κίνησης και να απαιτήσουν μια τέτοια προοπτική ως ένα άμεσο ρεαλιστικό εναλλακτικό σχέδιο ριζικά αντίθετο στον μονόδρομο της αποπτώχευσης του ελληνικού λαού. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο έχουν κάθε λόγο οι σοσιαλιστές και οι επαναστάτες να στηρίξουν γιατί προφανώς μια τέτοια νίκη του λαϊκού κινήματος ανοίγει δρόμους και για άλλες διεκδικήσεις. Αντίθετα ο κοινωνικός εξανδραποδισμός της εργατικής τάξης οδηγεί το λαϊκό κίνημα στην ήττα και την αριστερά στην πολιτική και ιδεολογική συρρίκνωση. Ο πολίτικος θρυμματισμός, η αδυναμία κατανόησης του αιτίου από το αιτιατό, του πρωτεύοντος από το δευτερεύων, του λογικά προηγούμενου από το συνεπακόλουθο, είναι αποτέλεσμα και ένδειξη της ήττας και όχι στοιχείο καθαρότητας το οποίο πρέπει να διαφυλαχθεί.
Στην κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία η ενδυνάμωση κάθε πρωτοβουλίας που θα διαμορφώνει τους όρους μιας πλατιάς λαϊκής αυτοοργάνωσης και ξεσηκωμού των μαζών, η οργάνωση θεσμών όπου θα μπορεί να εκφράζεται η λαϊκή βούληση για αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης της χώρας. Σωματεία, συντονιστικά, λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές κατοίκων, πρέπει να προσπαθήσουν να διευρύνουν την ρευστοποίηση των σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης και να ενισχύσουν με κάθε τρόπο την διεκδίκηση μιας άλλης πολιτικής. Το πολιτικό σύστημα μπορεί στο σύνολό του να ανατραπεί συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς στις σημερινές ανεπαρκής της εκδοχές. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα σηματοδοτούσε μια τεράστια πολιτική επιτυχία του λαϊκού κινήματος στην χώρα μας με διεθνή σημασία.
ΣΤ. Για τον πολιτικό καταλύτη των εξελίξεων
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί μια σημαντική συνιστώσα της αριστεράς στην χώρα μας. Η αντικαπιταλιστική αριστερά, ως μια τρίτη εκδοχή της αριστεράς, συμβολίζει με την παρουσία της, όχι μόνο το γεγονός πως η ίδια είναι αποτέλεσμα της μεγάλης πολιτικής κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά μπορεί να λειτουργήσει ταυτόχρονα και σαν δύναμη διόρθωσής του. Η δυναμική αυτή αποδείχτηκε στην συγκυρία, ειδικά στον τρόπο που οι στόχοι της στάσης πληρωμών και της διαγραφής του χρέους μπόρεσαν να αποτελέσουν κεντρικά πολιτικά επίδικα στο σύνολο της αριστεράς. Είναι πάρα πολύ σημαντικό το γεγονός πως το ΚΚΕ ανακτά την θέση για την ανάγκη της άμεσης εξόδου από το ευρώ και την θέση για διαγραφή του χρέους, όπως επίσης ένα τέτοιο περιεχόμενο κερδίζει συνεχώς έδαφος και στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και σε ένα σημαντικό τμήμα του ΣΥΝ. Αυτό δείχνει ότι η πολιτική σημασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπερβαίνει κατά πολύ την όποια εν δυνάμει εκλογική της δυναμική εφόσον μπορεί να λειτουργεί παραδειγματικά για ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και το παράδειγμα της δημοκρατικής πολιτικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η προσπάθεια κατοχύρωσης της δημοκρατικής αρχής «ένας άνθρωπος μία ψήφος». Αυτή η επιλογή έχει μια ιδιαίτερη δυναμική που εάν δοκιμαστεί σε μια ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα μπορεί να αλλάξει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά των μετωπικών πολιτικών μορφών συγκρότησης της αριστεράς, δημιουργώντας σχήματα πολύ πιο σταθερά, με οριζόντια ανταλλαγή της εμπειρίας, έλεγχο των αποφάσεων από την βάση και αίσθηση πραγματικής δημοκρατικής συντροφικής ενότητας.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η πολιτική δυναμική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι δεδομένη. Αντίθετα το ενδεχόμενο της πολιτικής συρρίκνωσης και περιθωριοποίησής της παραμένει ανοιχτό, εάν τελικά επιλεχθεί ο δρόμος του αυτοαναφορικού βερμπαλισμού και η διαφυγή από τα πραγματικά προβλήματα και προκλήσεις, μέσα από ιδεολογικά σχήματα πολιτικού υποκειμενισμού και σεχταρισμού.
Μονάχα και στον βαθμό που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ή τουλάχιστον ένα κρίσιμο τμήμα της) μαζί με ένα σύνολο άλλων δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς μπορέσουν να πάρουν μια σημαντική πολιτική πρωτοβουλία για ένα «ριζοσπαστικό αριστερό και λαϊκό μέτωπο» είναι δυνατό να κατοχυρώσει και την δική της δυναμική και να έχει παίξει τον δικό της καταλυτικό ρόλο στην αλλαγή της κατάστασης στο λαϊκό κίνημα και στην αριστερά.
Κανελλής Δημήτρης,
Στόμη Παγώνα,
Χήτας Λάμπρος,
28-10-2011