Με αφορμή την διαφαινόμενη άνοδο του νεοναζισμού στις ευρωεκλογές
Του Ανέστη Ταρπάγκου,
Θεσσαλονίκη – Μάιος 2014
Καπιταλιστική ανάπτυξη και αστική δημοκρατία
Στις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες (1950 – 80) καταγράφονταν κυρίαρχα στον καπιταλιστικό κόσμο η εντατική οικονομική ανάπτυξη, η κεϋνσιανή κυβερνητική πολιτική, μια ορισμένη εισοδηματική αναδιανεμητική πρακτική. Μ’ αυτό τον τρόπο διασφαλίζονταν οι αντικειμενικοί όροι λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, με δύο ισχυρούς εναλλασσόμενους πολιτικούς πόλους (σοσιαλδημοκρατικό και συντηρητικό) αλλά και ισχυρή την σχετική αριστερή πολιτική και συνδικαλιστική παρουσία. Η εργαζόμενη πλειοψηφία συναινούσε γενικά στην ασκούμενη αστική οικονομική πολιτική με αντάλλαγμα το «κράτος πρόνοιας», το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο», τη λειτουργία των βασικών πολιτικών ελευθεριών.
Η ανάδειξη της πρώτης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970, οδήγησε στην δρομολόγηση πολιτικών του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, είτε με έντονο τρόπο (ΗΠΑ και Βρετανία) είτε με ηπιότερες μορφές (δυτική ηπειρωτική Ευρώπη) ανάλογα με τους ισχύοντες συσχετισμούς των ταξικών δυνάμεων. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπήκαν σε κίνηση οι διαδικασίες αμφισβήτησης βασικών κοινωνικών παραμέτρων της προηγούμενης 30ετίας, όπως της πλήρους απασχόλησης, της σταδιακής αποδιάρθρωσης των δημόσιων υπηρεσιών και κοινωφελών επιχειρήσεων, της ενίσχυσης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου κλπ.
Νεοφιλελεύθερη επέλαση χωρίς επαρκείς αντιστάσεις
Το ευρωπαϊκό αριστερό κίνημα δεν στάθηκε επαρκές και στις τρεις εκδοχές του (σοσιαλιστικό, ευρωκομμουνιστικό, παραδοσιακό κομμουνιστικό) να αναχαιτίσει την αρχόμενη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του αστικού κοινωνικού καθεστώτος. Αυτό είχε καθοριστικές συνέπειες στις επόμενες δεκαετίες (από το μεταίχμιο του 1980 μέχρι την έκρηξη της καπιταλιστικής κρίσης του 2008). Αρχίζει δηλαδή πλέον να δημιουργείται ένα «πολιτικό κενό εκπροσώπησης» των λαϊκών και μικροαστικών συμφερόντων, που σταδιακά έρχονται να καταλάβουν οι δυνάμεις της ακροδεξιάς, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την άνοδο του λεπενισμού στη Γαλλία και του μπερλουσκονισμού στην Ιταλία.
Το Εθνικό Μέτωπο αυξάνει σημαντικά την επιρροή του καθώς παράλληλα απομειώνεται η πολιτική επιρροή του γαλλικού ΚΚ, ενώ τα νεοναζιστικά κόμματα συμμετέχουν στην κυβερνητική συμμαχία του Λαού της Ελευθερίας. Η ευρωπαϊκή Αριστερά αυτή την περίοδο δείχνει να παρακμάζει, όχι τόσο εξ αιτίας των συνεπειών της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», όσο εξ αιτίας της αδυναμίας της να λειτουργήσει ως το αντίπαλο δέος στον επελαύνοντα νεοφιλελευθερισμό, ενώ παράλληλα η σοσιαλδημοκρατία μεταλλάσσεται σταδιακά σε ακραιφνώς νεοφιλελεύθερο πολιτικό πόλο.
Η ανάδειξη της μεγάλης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου του 2008, καταδεικνύει πλέον ότι ακόμη και με την εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού, ο σύγχρονος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός δεν μπορεί να εξασφαλίσει την σταθεροποιημένη αναπαραγωγή του. Έτσι βαθαίνει η ύφεση και μηδενίζονται οι ρυθμοί ανάπτυξης, ένα ολόκληρο φάσμα επιχειρήσεων οδηγείται στην εκκαθάριση, το ζήτημα του δημόσιου χρέους μετατρέπεται σε θηλιά στο λαιμό των νότιο-ευρωπαϊκών οικονομιών, η μαζική ανεργία φουντώνει, τα λαϊκά εισοδήματα εξαερώνονται. Οι αστικές κυβερνήσεις, συντηρητικές όσο και σοσιαλδημοκρατικές, επιχειρούν να ξεπεράσουν την κρίση προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου, ωθώντας τη νεοφιλελεύθερη πολιτική στα έσχατα όριά της (μνημονιακές πολιτικές).
Η ώθηση του νεοφιλελευθερισμού στα ακραία του όρια
Αυτή η αστική κρατική διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης επιφέρει στην τελευταία πενταετία (τέλη 2008 – αρχές 2014) την απονομιμοποίηση της αστικής πολιτικής, μορφές αποδόμησης των αστικών διαχειριστικών πολιτικών σχηματισμών (η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ είναι η χαρακτηριστικότερη όλων). Οι λαϊκές και μικροαστικές δυνάμεις που πλήττονται από τις δρακόντειες δημοσιονομικές πολιτικές, την εισοδηματική λιτότητα, τις αβάσταχτες φορολογικές επιβαρύνσεις κ.ά., αποδεσμεύονται σε σημαντικό βαθμό από της αστικές πολιτικές εκπροσωπήσεις (σοσιαλδημοκρατικού ή συντηρητικού χαρακτήρα) και στρέφονται προς την κατεύθυνση εναλλακτικών πολιτικών εκπροσωπήσεων.
Ένα μέρος αυτών των λαϊκών δυνάμεων που αποδεσμεύονται πολιτικά από τις αστικές εκπροσωπήσεις στρέφεται προς τα αριστερά, επιφέροντας μιαν ορισμένη σχετική άνοδο των δυνάμεών της (στην προσδοκώμενη τρίτη θέση στο ευρωκοινοβούλιο και στο 7% κατά μέσον όρο) ενώ ωστόσο ένα σημαντικό τους τμήμα προσανατολίζεται προς τα νεοναζιστικά ρεύματα στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών, αναδεικνύοντας την σύγχρονη νεοναζιστική απειλή. Αυτή στο θεσμικό επίπεδο χαρακτηρίζεται από την επιστροφή στον εθνικισμό και ρατσισμό, στην υιοθέτηση αντιδημοκρατικών – πατερναλιστικών κυβερνητικών πρακτικών, ενώ στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο διαμορφώνει τους όρους δουλικής και ολοσχερούς υποταγής της εργατικής τάξης στην επιχειρηματική εργοδοσία.
Το νεοναζιστικό άρα φαινόμενο που διογκώνεται επικίνδυνα στο ευρωπαϊκό επίπεδο (με πιο ακραία εκδοχή την εγκληματική του δραστηριότητα στην ουκρανική κρίση) δεν αποτελεί παρά την ώθηση του ακραίου νεοφιλελευθερισμού της αστικής διαχείρισης ακόμη πιο πέρα, δηλαδή στην δικτατορική διακυβέρνηση, την αναίρεση των δημοκρατικών ελευθεριών και την ολοσχερή καθυπόταξη της μισθωτής εργασίας στο κεφάλαιο. Παράλληλα, η ανάδυσή του εκ νέου στο ιστορικό προσκήνιο, αντιπροσωπεύει, είτε θέλουμε να το δεχτούμε, είτε όχι, το αποτέλεσμα της ιστορικής αδυναμίας της ευρωπαϊκής Αριστεράς να απαντήσει αποτελεσματικά στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης, και καλύπτει το «πολιτικό κενό» στις εκπροσωπήσεις των λαϊκών τάξεων που δημιουργείται κατ’ αυτό τον τρόπο.
Σκληρή η γλώσσα του καπιταλισμού, αυστηρή η απάντηση των αριστερών λαϊκών δυνάμεων
Μ’ αυτή την έννοια, το νεοφασιστικό ρεύμα είναι ταυτόχρονα βαθύτατα αντισυστημικό (εφόσον επιδιώκει την κατάργηση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας) και μαζί βαθιά συστημικό (βίαιη προάσπιση του καπιταλιστικού κοινωνικού καθεστώτος). Η αντιμετώπιση αυτού του νεοναζιστικού φαινομένου σε πανευρωπαϊκό πλέον επίπεδο δεν μπορεί να γίνεται μονοδιάστατα με όρους «αντι-φασισμού», «αντι-ρατσισμού», «αντι-εθνικισμού» κλπ. με την οχύρωση της Αριστεράς πίσω από την πρωταρχική προάσπιση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Άλλωστε, ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός διαπερνά σήμερα το σύνολο των αστικών κομμάτων της αστικής διαχείρισης, και επιπλέον έχουν αναδειχθεί στην επιφάνεια τα πολύμορφα κανάλια επικοινωνίας και αλληλοεπηρεασμού των αστικών και νεοναζιστικών πολιτικών δυνάμεων (με ακραία την περίπτωση Τ. Μπαλτάκου).
Σε κάθε περίπτωση δεν είναι παρά αυτές οι αστικές μνημονιακές δυνάμεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ που εφαρμόζοντας τον πιο ακραίο νεοφιλελευθερισμό, ενισχύοντας την εκτελεστική εξουσία, παραγκωνίζοντας την κοινοβουλευτική διαδικασία, χειραγωγώντας τη δικαστική εξουσία, οδηγούν σε μορφές «ημι-δικτατορικής» άσκησης της πολιτικής εξουσίας που προλειαίνουν τον δρόμο προς νεοναζιστικές μορφές εκτροπών.
Εφόσον άρα ο νεοφασισμός αντιπροσωπεύει την έσχατη καταφυγή του σύγχρονου καπιταλισμού που διανύει βαθύτατη κρίση (οικονομική αλλά και νομιμοποίησης) τότε η αποτελεσματική απάντηση δεν μπορεί να είναι άλλη από την ανάδειξη στο προσκήνιο της σοσιαλιστικής εναλλακτικής λύσης, δηλαδή την ριζική αλλαγή μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής λειτουργίας, σε αντιστοίχηση με την ικανοποίηση των ζωτικών λαϊκών αναγκών και τη λειτουργία των πολιτικών ελευθεριών.
Αν ο νεοναζισμός είναι η σημερινή «σκληρή πολιτική γλώσσα» του καπιταλισμού σε κρίση, η «αυστηρή πολιτική γλώσσα» του αριστερού και λαϊκού κινήματος δεν μπορεί παρά να είναι ο σοσιαλισμός.