Το παρακάτω άρθρο βασίστηκε στο εισαγωγικό άνοιγμα που έκανε ο σύντροφος Πάρης Μακρίδης σε ανοικτή εκδήλωση της Λαϊκής Συνέλευσης της Νέας Σμύρνης με θέμα το δημόσιο χρέος. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα 18 Μάη.
Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη περίοδο όπου η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους «εταίρους» συνεχίζεται, οι πιέσεις των «θεσμών» αυξάνονται και οι υποχωρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι σοβαρές. Οι υποχωρήσεις αυτές δίνουν το δικαίωμα στους δανειστές να πιέζουν ακόμα περισσότερο και να ωθούν την κυβέρνηση πίσω ακόμα και από τις «κόκκινες γραμμές» που έχουν απομείνει.
Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι το κεντρικότερο ζήτημα (δηλαδή αυτό που καθορίζει όλα τα υπόλοιπα) έχει φύγει από το «τραπέζι» της διεκδίκησης – μιλάμε φυσικά για το ζήτημα του δημοσίου χρέους.
Η κυβέρνηση με την συμφωνία της 20ης Φλεβάρη δεσμεύτηκε ότι η αποπληρωμή του χρέους προς τους δανειστές θα γίνεται πλήρως και έγκαιρα. Τρεις μήνες μετά, έχει επιλέξει το δρόμο της «πάση θυσία» εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεών της, ως μια ένδειξη «καλής θέλησης» προς τους πιστωτές.
Αυτή της η επιλογή όμως την οδηγεί σε αδιέξοδο. Την ίδια στιγμή που τα προβλήματα της κοινωνίας είναι μεγάλα, οι συνέπειες των μνημονιακών πολιτικών είναι παρούσες, η κυβέρνηση επιλέγει (και μάλιστα δεσμεύοντας για το λόγο αυτό τα αποθεματικά δημόσιων οργανισμών) να θέσει ως προτεραιότητά της να πάρουν τα λεφτά τους «πλήρως και έγκαιρα» αυτοί που ισοπέδωσαν το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων τα τελευταία χρόνια.
Ένα πολύ απλό παράδειγμα. Τα 750 εκατ. € που δόθηκαν για την αποπληρωμή μόνο της τελευταίας δόσης προς το ΔΝΤ, είναι σχεδόν τέσσερις φορές περισσότερα από το ποσό που προβλέπεται στο νόμο για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, ενώ θα έφταναν (και θα περίσσευαν) για τη χορήγηση 13ης σύνταξης σε 1,2 εκατ. συνταξιούχους κάτω των 700 €.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση μιας φιλολαϊκής πολιτικής είναι η στάση πληρωμών, η άρνηση πληρωμής και διαγραφή του χρέους. Και υπάρχουν πολλοί λόγοι που καθιστούν αυτή την επιλογή απολύτως αναγκαία:
-
Η αποπληρωμή του χρέους δεν σημαίνει ότι το χρέος μειώνεται. Το 2009 το δημόσιο χρέος έφτανε τα 298 δισ. € (129% του ΑΕΠ). Στο τέλος του 2014 και μετά από πέντε χρόνια Μνημονίων, κουρεμάτων, πακέτων «σωτηρίας» και φυσικά πληρωμής όλων των δόσεων των δανείων, το χρέος αυξήθηκε στα 324 δισ. € (181% του ΑΕΠ) [1].
-
Μέσω της επιλογής της αποπληρωμής του χρέους εξυπηρετούνται αποκλειστικά τα συμφέροντα των δανειστών. Από τα 252 δισ. € των δανείων του Μηχανισμού Στήριξης, το 92% (δηλαδή 231,9 δισ. €) επέστρεψε στους ξένους και ντόπιους τοκογλύφους.
Συγκεκριμένα:
- 149,2 δισ. € δόθηκαν για την αποπληρωμή παλιότερων τόκων και χρεολυσίων
- 48,2 δισ. € δόθηκαν στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών
- 34,5 δισ. € δόθηκαν ως «δωράκια» στους ιδιώτες κατόχους ομολόγων για τη συμμετοχή τους στο PSI [2]
Ξέρουμε φυσικά ποιες πολιτικές πέρασαν και τι αποτέλεσμα είχαν ως προϋπόθεση για να «μας» δοθούν αυτά τα χρήματα. Η επιλογή της «πάση θυσία» αποπληρωμής του χρέους λειτούργησε ως ένας σκληρά ταξικός μηχανισμός επιβολής λιτότητας στα φτωχά λαϊκά στρώματα και «κατάφερε» να «μαζέψει» το χρέος από τους ιδιώτες κατόχους του και να το μεταφέρει στα κράτη. Αυτή τη στιγμή, σχεδόν το 80% του χρέους [3] ανήκει στους «θεσμούς». Σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι εργαζόμενοι πλήρωσαν αδρά έτσι ώστε να σωθούν τα κέρδη των τραπεζιτών.
Στις ελληνικές τράπεζες συγκεκριμένα, την περίοδο 2008 – 2013 δόθηκαν 211, 5 δισ. € είτε με τη μορφή «ζεστού» ρευστού χρήματος, είτε με τη μορφή εγγυήσεων έτσι ώστε να μπορούν αυτές να δανείζονται από την ΕΚΤ, είτε με τη μορφή άλλων εγγυήσεων [4]. Όλα αυτά όταν την περίοδο 2000 – 2009 οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες (Εθνική, Eurobank, Alpha και Πειραιώς) εμφάνισαν καθαρά κέρδη άνω των 30 δισ. € [5]!
Άρα, τσακίζεται το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών στρωμάτων για να δανειζόμαστε και να παρέχουμε ρευστό και εγγυήσεις για τις χρεοκοπημένες τράπεζες που όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαν μεγάλα κέρδη (που πήγαν αυτά άραγε;) έτσι ώστε να σωθούν και να μπουν εκ νέου σε έναν κύκλο νέας κερδοφορίας.
Η επιλογή αποπληρωμής του χρέους είναι ένας φαύλος κύκλος. Αν αποφασίσεις να βαδίσεις σε αυτό το δρόμο, σημαίνει ότι χρειάζεσαι λεφτά για να αποπληρώνεις τα παλιότερα δάνεια. Αν δεν μπορείς να δανειστείς «ελεύθερα» από τις «αγορές» τότε θα σου δανείσουν οι «θεσμοί», βάζοντάς σου όμως συγκεκριμένους μνημονιακούς όρους. Αλλά για ποιο λόγο γίνονται όλα αυτά; Μα φυσικά για να κερδίσεις ξανά την εμπιστοσύνη των «αγορών» (την οποία βέβαια την κερδίζεις μόνο αν έχεις μισθούς 300 €, εργαζόμενους χωρίς δικαιώματα κ.λπ. έτσι ώστε να μπορέσουν να επενδύσουν) και για να βγεις πάλι σε αυτές και να δανειστείς πάλι «ελεύθερα». Για να αναπαράγεις δηλαδή τις αιτίες που μας οδήγησαν μέχρι εδώ…
Αυτός ο δρόμος βέβαια είναι ένα τούνελ χωρίς τέλος. Ακόμα και να μην δανειζόμασταν ούτε ένα ευρώ τα επόμενα χρόνια, η τελευταία δόση για την αποπληρωμή των χρεών που έχουν συσσωρευτεί μέχρι σήμερα θα δινόταν… το 2057 [6]! Δηλαδή δυο γενιές ακόμα (επαναλαμβάνουμε: μόνο με το χρέος που έχει μαζευτεί μέχρι τώρα) θα έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες αυτών των πολιτικών, είτε είναι «ντυμένες» με κάποιο Μνημόνιο είτε όχι.
Η αποπληρωμή του χρέους στερεί από τον προϋπολογισμό τεράστια ποσά που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να πηγαίνουν στην κάλυψη των αναγκών του εργαζόμενου λαού. Συγκεκριμένα:
- Από το 1992 μέχρι σήμερα έχει δοθεί σχεδόν 1 τρισ. € για την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας (τόκοι, χρεολύσια, γραμμάτια βραχυπρόθεσμου δανεισμού) [7]
- Μέχρι το 2030, σύμφωνα με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, έχουμε να πληρώσουμε άλλα 300 δισ. € σε τόκους και χρεολύσια [8]
- Οι ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους διαρκώς αυξάνονται, ως άλλη μια απόδειξη του όσο πληρώνεις τόσο περισσότερα πληρώνεις. Το 2000 έφταναν τα 29 δισ. €, το 2009 τα 77 δισ. € και το 2015 αγγίζουν τα 105 δισ. € [9]
Ας σκεφτούμε πόσες αναγκαίες και πόσο βαθιές και ριζικές αλλαγές θα μπορούσαν να γίνουν με τόσο μεγάλα ποσά…
Το χρέος διογκώνεται αφενός επειδή (όχι παρόλο) το πληρώνουμε και αφετέρου επειδή όλες οι κυβερνήσεις τα προηγούμενα χρόνια συνειδητά προωθούσαν την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Γιατί, για να δούμε συνολικά το ζήτημα του χρέους πρέπει να αναρωτηθούμε: γιατί δανειζόμαστε; Επειδή χρειαζόμαστε λεφτά για να καλυφθούν οι ανάγκες της χώρας. Όμως, γιατί δεν μας φτάνουν τα λεφτά; Μήπως επειδή ο λαός ζούσε πάνω από τις δυνατότητές του, όπως μας λένε τα «παπαγαλάκια» των ΜΜΕ; Η απάντηση είναι φυσικά όχι.
Ο λόγος για τον οποία τα λεφτά δεν «φτάνουν» είναι η προκλητική (νόμιμη ή μη) φοροασυλία και φοροαποφυγή της οικονομικής ολιγαρχίας, ντόπιας και ξένης. Ο πλούτος στην Ελλάδα, πολύ απλά, δεν φορολογείται:
-
Βιομήχανοι, εφοπλιστές και μεγαλοεπιχειρηματίες χρωστούν στο δημόσιο σχεδόν 70 δισ. € [10]
-
Από το 2004 ως το 2013, το ποσοστό συμμετοχής των Νομικών Προσώπων (των εταιρειών δηλαδή) στα φορολογικά έσοδα μειώθηκε από το 11,9% στο 3,3%. Ειδικά την περίοδο των Μνημονίων (2010 – 2013), σε σύνολο 191, 573 δισ. € φορολογικών εσόδων, η «συνεισφορά» των επιχειρηματιών ήταν… 9,051 δισ. € [11]
-
Βέβαια, ο πλούτος του κεφαλαίου αυξάνεται, με 559 Έλληνες να έχουν περιουσία συνολικής αξίας 76 δισ. δολάρια [12]
-
Το 1% των Ελλήνων κατέχει το 56,1% του εγχώριου πλούτου, ενώ το 2007 κατείχε το 48,6% [13]
-
Το 2012 από τις 16.580 ξένες εταιρείες που υπάρχουν στην Ελλάδα, φορολογικές δηλώσεις υπέβαλλαν μόλις οι… 956, προσφέροντας στα κρατικά ταμεία το «αστρονομικό» ποσό των… 345.201,02 € [14]
Η λίστα είναι ατέλειωτη και τα παραδείγματα αμέτρητα. Η ουσία είναι η εξής: δανειζόμαστε – κερδίζουν οι τραπεζίτες – δανειζόμαστε – δεν φορολογούνται και κερδίζουν οι καπιταλιστές – δημιουργείται μια φούσκα – η φούσκα σκάει – αυτοί που κέρδιζαν προηγουμένως σώζονται και συνεχίζουν να κερδίζουν – φτωχοποιούνται άγρια τα λαϊκά στρώματα που ούτε συμμετείχαν στο «πανηγύρι» ούτε ευθύνονται για την κρίση. Δίκαιο, δεν νομίζετε;
Πολλά από αυτά τα στοιχεία ίσως να είναι γνωστά. Πολλοί ίσως συμφωνήσουν ότι είναι άδικη και καταστροφική για τα λαϊκά στρώματα η συνέχιση της αποπληρωμής του χρέους. Όμως το βασικό ερώτημα παραμένει: είναι εφικτή μια άρνηση πληρωμής και διαγραφή του χρέους;
Το ερώτημα αυτή εμπεριέχει φυσικά πολλές παραμέτρους που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Καταρχήν όμως πρέπει να συνεννοηθούμε σε ένα ζήτημα: τι εννοούμε όταν λέμε «είναι εφικτή»; Αν εννοούμε «αν έχει ξαναγίνει» τότε μπορούμε να βρούμε πολλά παραδείγματα χωρών που, έστω και με ημιτελή ή μερικό τρόπο, προχώρησαν σε ρήξεις, στάση πληρωμών και διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους τους. Στοιχεία από αυτά τα ιστορικά παραδείγματα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ως «μπούσουλα» για το τι μπορεί να γίνει και στην Ελλάδα. Αξιοποιώντας την εμπειρία άλλων περιπτώσεων, μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα για το τι πρέπει να γίνει έτσι ώστε και εμείς να οδηγηθούμε σε ανάλογες ρήξεις. Θα αναφέρω, για λόγους χρόνου, δύο από αυτά.
Το πρώτο παράδειγμα αποτελεί η Αργεντινή. Μετά τη χρεοκοπία του 2001, η χώρα προχώρησε σε μονομερή στάση πληρωμών των 100 περίπου δισ. δολαρίων που χρωστούσε στους δανειστές της. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνήθηκε να τα πληρώσει αλλά ότι διέκοψε προσωρινά την αποπληρωμή του χρέους της. Από το 2003 και μετά, η οικονομία της χώρας γνωρίζει μια πρωτοφανή ανάπτυξη, πράγμα που δίνει τη δυνατότητα στον Πρόεδρο Κίρχνερ να διαπραγματευτεί με τους δανειστές μια «αναδιάρθρωση» του χρέους. Και τα κατάφερε σε δύο φάσεις. Το 2005 και 2010 δηλαδή πέτυχε να ανταλλάξει τα ομόλογα που κρατούσαν στα χέρια τους οι δανειστές αυτοί, με άλλα ομόλογα μικρότερης αξίας (κατά 65-75%) και μεγαλύτερης διάρκειας αποπληρωμής. Αυτή η «αναδιάρθρωση» αφορούσε το 92,6% του χρέους της χώρας. Αυτό βέβαια δεν ίσχυε για όλους. Αξίζει να πούμε ότι το ΔΝΤ πληρώθηκε όσα του χρωστούσε η χώρα μέχρι τελευταίου σεντ! Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αναδιάρθρωσης το ΔΝΤ αναγνωρίστηκε ως «προνομιούχος πιστωτής» και αποφασίστηκε ότι το χρέος προς αυτό θα πληρωθεί στο έπακρο, όπως και έγινε το 2006 [15].
Ακόμα όμως κι έτσι, τα ποσά που εξοικονομήθηκαν από την εξυπηρέτηση του χρέους ήταν μεγάλα, πράγμα που έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση της Αργεντινής να ασκήσει μια πολιτική που έδωσε «ανάσες» στα φτωχά λαϊκά στρώματα. Οι κοινωνικές δαπάνες τριπλασιάστηκαν «ανασύροντας εκατομμύρια πολίτες από την απόλυτη φτώχεια, στην οποία τους είχε οδηγήσει η νεοφιλελεύθερη πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων» [16], το ποσοστό πολιτών που βρίσκονταν κάτω από το όριο της φτώχειας έπεσε από το 47,8% το 2003 στο 15,3% το 2008 ενώ το ίδιο διάστημα η ανεργία μειώθηκε από το 17,25% στο 7,9% [17]. Καθόλου άσχημα, ειδικά για μια χώρα που, όπως μας λένε οι απολογητές του Μνημονίου, «καταστράφηκε»…
Το δεύτερο και ίσως πιο σημαντικό παράδειγμα αποτελεί το Εκουαδόρ. Το 2007 ξεκινά Λογιστικός Έλεγχος του χρέους, υπό την προεδρία του νεοεκλεγέντος προέδρου, Ραφαέλ Κορέα. Ο έλεγχος αυτός καθίσταται αναγκαίος, καθώς οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους απομυζούν την οικονομία. Όπως αναφέρει στο ντοκιμαντέρ Debtocracy [18] ο Ούγκο Αρίας (πρόεδρος της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου), τις δεκαετίες του 1980, του 1990 μέχρι και το 2005, το 50% του προϋπολογισμού της χώρας πήγαινε στην αποπληρωμή του χρέους, δηλαδή 3 – 4 δισ. δολάρια το χρόνο. Την ίδια στιγμή, μόνο με 400 εκατ. δολάρια χρηματοδοτούνταν η Υγεία και με 800 εκατ. δολάρια η Παιδεία. «Σκοτώναμε το λαό μας», αναφέρει με περισσή ειλικρίνεια…
Ο Λογιστικός Έλεγχος του χρέους φέρνει στην επιφάνεια πολλές παρατυπίες και αδικίες του χρέους. Με βάση το πόρισμα της Επιτροπής (η οποία δούλεψε για 14 μήνες, αναλύοντας το χρέος και ανοίγοντας κρυφά και μη βιβλία, η χώρα κηρύσσει στάση πληρωμών το 2008 και παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας και των ιμπεριαλιστών, η κυβέρνηση του Εκουαδόρ δεν υποχωρεί. Οι δανειστές πανικοβάλλονται και αρχίζουν να πωλούν τα ομόλογα που κατείχαν στη δευτερογενή αγορά στο 20% της αξίας τους. Η κυβέρνηση του Εκουαδόρ τα αγοράζει μυστικά και με 800 εκατ. δολάρια αγοράζει χρέος αξίας περίπου 3 δισ. δολαρίων. Σύμφωνα με τον Ερίκ Τουσέν (που συμμετείχε στην Επιτροπή και είναι μέλος και της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους που δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της ελληνικής Βουλής), η χώρα γλιτώνει μεγάλο μέρος των τόκων που είχε να πληρώσει για τα έτη 2012 έως 2030, εξοικονομώντας συνολικά περίπου 7 δισ. δολάρια, πράγμα που της επέτρεψε να αυξήσει τις δαπάνες για την Παιδεία, την Υγεία και τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Και στις δύο περιπτώσεις που αναφέραμε η αντιμετώπιση του χρέους αποτέλεσε την αιχμή συνολικότερων παρεμβάσεων και αλλαγών στην οικονομία. Η στάση πληρωμών συνοδεύτηκε από εθνικοποιήσεις, από έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών, δηλαδή με συνολικότερες ρήξεις με τη ντόπια και ξένη οικονομική ολιγαρχία.
Σίγουρα τα προβλήματα των χωρών αυτών δεν λύθηκαν. Σίγουρα οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα. Όμως τα παραπάνω παραδείγματα μας αποκαλύπτουν μερικές αλήθειες:
- Η άρνηση πληρωμής και η διαγραφή του χρέους μπορούν να γίνουν
- Η άρνηση πληρωμής και η διαγραφή του χρέους σημαίνει καταστροφή μόνο για τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα
- Η άρνηση πληρωμής και η διαγραφή του χρέους μπορεί να έχει πολύ θετικά αποτελέσματα για το λαό, αρκεί να συνοδεύεται από ένα συνολικότερο σχέδιο ρήξεων που θα βάζει ως απόλυτη προτεραιότητα τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων
- Η ρήξη με τους δανειστές είναι εφικτή και αναγκαία και όσο πιο τολμηρή, όσο πιο βαθιά και όσο πιο μονομερής είναι, τόσο θετικότερα θα είναι τα αποτελέσματά της. υπό δύο προϋποθέσεις βέβαια:
- Να υπάρχει από πλευράς κυβέρνησης που θα διαχειριστεί μια τέτοια κατάσταση σθεναρή πολιτική βούληση βάσει της οποίας δεν θα υποχωρεί στις τεράστιες πιέσεις που θα δέχεται
- Ένα ισχυρό εργατικό – λαϊκό κίνημα που θα διεκδικεί αυτές τις ρήξεις. Γιατί ο καθοριστικός παράγοντας που μετέτρεψε και τον Κίρχνερ και τον Κορέα σε πολιτικούς που προχώρησαν σε ρήξεις, ήταν τα κινήματα, οι εξεγέρσεις, η αγωνιστικότητα και η μαχητικότητα του λαού των δύο αυτών χωρών. Σε τελική ανάλυση, αυτό είναι που θα κρίνει τα πάντα: το πώς θα μπορέσουμε να συμβάλλουμε στην ανάπτυξη «από τα κάτω» κινηματικών διεργασιών έτσι ώστε μαζικά να διεκδικήσουμε την άρνηση πληρωμής και διαγραφή του χρέους αλλά και γενικότερων ριζοσπαστικών ρήξεων.
Γιατί το εφικτό, για να επανέλθουμε στο προηγούμενο ερώτημά μας, δεν καθορίζεται αφηρημένα και με απόλυτα κριτήρια. Ούτε το 8ωρο ήταν «εφικτό» αφού, πριν γίνει αντικείμενο διεκδίκησης και αγώνα και μέσω αυτών υλοποιηθεί, δεν υπήρχε προηγούμενο παράδειγμα εφαρμογής του.
Το εφικτό δηλαδή καθορίζεται από το όταν το κοινωνικά αναγκαίο και δίκαιο γίνεται αντικείμενο συνεχούς διεκδίκησης από τα λαϊκά στρώματα. Όταν για το κοινωνικά αναγκαίο και δίκαιο είμαστε διατεθειμένοι να παλέψουμε, να πάρουμε ρίσκα, να σχεδιάσουμε τρόπους αντιμετώπισης των δυσκολιών που θα προκύψουν, χρησιμοποιώντας τις εμπειρίες άλλων χωρών και άλλων ιστορικών παραδειγμάτων.
Ο δρόμος της συνέχισης της αποπληρωμής του χρέους είναι γνωστός και μόνο φτώχεια και δυστυχία μπορεί να «προσφέρει». Ο δρόμος της ρήξης και της σύγκρουσης με την οικονομική ολιγαρχία είναι «άγνωστος» αλλά ο μοναδικός που μπορεί να βελτιώσει τις ζωές μας…