α’ μέρος – του Βαγγέλη Στογιάννη
Στις αρχές του 2011, με τα γεγονότα της Κερατέας στην κορύφωσή τους, άνοιξε ένας κύκλος προσπαθειών σύνδεσης των αγώνων που διαχρονικά αναπτύσσονται γύρω από έργα διαχείρισης απορριμμάτων, με μια πρόταση ασφαλούς περιβαλλοντικά διαχείρισης τους.
Κατάληξη αυτής της προσπάθειας, ήταν η συγκρότηση της «ΠΡΩΣΥΝΑΤ», (Πρωτοβουλία Συνεννόησης για τη Διαχείριση των Απορριμμάτων) η οποία παρουσίασε μια εφικτή και τεχνικά άρτια πρόταση για την αποκεντρωμένη διαχείριση των απορριμμάτων, προς όφελος της κοινωνίας. Το «Ξ» έχει υιοθετήσει τη συγκεκριμένη πρόταση, και στηρίζει τις προσπάθειες της «ΠΡΩΣΥΝΑΤ».
Στις 5/2/2013, ο κύκλος έκλεισε με την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του διαγωνισμού για τα τέσσερα εργοστάσια διαχείρισης απορριμμάτων της Αττικής, που θα εκτινάξουν το περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος της διαχείρισης, καταργώντας το δημόσιο χαρακτήρα της προς όφελος των μεγαλοεργολάβων. Πρόκειται για μονάδες στις οποίες θα γίνεται είτε «μηχανική ανακύκλωση», είτε «βιολογική ξήρανση».
Βιολογική ξήρανση και καύση
Σε μεγάλες εγκαταστάσεις μηχανικής επεξεργασίας, αφαιρούνται από τα σκουπίδια στοιχειωδώς τα μέταλλα και το γυαλί. Στη συνέχεια η μάζα των σκουπιδιών αφυδατώνεται και ομογενοποιείται. Το «προϊόν» αυτό, το οποίο ονομάζεται SRF ή RDF είναι έτοιμο για να οδηγηθεί σε μονάδες «θερμικής επεξεργασίας», δηλαδή σε μονάδες καύσης.
Η καύση αυτών των υλικών απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα μεγάλες ποσότητες εξαιρετικά επικίνδυνων ρύπων όπως: διοξίνες, φουράνια, αιώρουμενα σωματίδια, τα οποία προκαλούν πολλές μορφές καρκίνου καθώς και μια σειρά ασθένειες του νευρικού, αναπνευστικού, καρδιαγγειακού συστήματος κ.α. Την ίδια στιγμή, από την καύση παράγονται τεράστιες ποσότητες τοξικής τέφρας (τέφρα με μεγάλη περιεκτικότητα σε βαρέα μέταλλα κ.α.) της οποίας η ασφαλής διαχείριση είναι πρακτικά αδύνατη.
Προκειμένου να αποτιμήσουμε την κατάσταση και να βγάλουμε τα πρώτα συμπεράσματα για το πως φτάσαμε ως εδώ, πρέπει να δούμε συνοπτικά το περιεχόμενο της πρότασης (που αποτελεί και το πολιτικό μας όπλο) που έχουμε καταθέσει καθώς και το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής.
Η πρόταση
Απέναντι στις λυσσαλέες προσπάθειες των οικονομικών και πολιτικών ελίτ της χώρας να ιδιωτικοποιήσουν τη διαχείριση των απορριμμάτων με ενεργειακή αξιοποίηση (καύση) σε φαραωνικές εγκαταστάσεις εις βάρος της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, εμείς αντιτάξαμε την πρόταση της αποκεντρωμένης διαχείρισης, με δημόσιο χαρακτήρα, με έμφαση στη διαλογή στην πηγή, την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση των σκουπιδιών, σε μικρές αποκεντρωμένες εγκαταστάσεις, με ευθύνη των δήμων και υπό συνθήκες κοινωνικού και εργατικού ελέγχου.
Τι έχει γίνει μέχρι σήμερα
Έως τις 5/2/2013, η περιφέρεια Αττικής κατάφερε να ολοκληρώσει την πρώτη φάση του διαγωνισμού για τα τέσσερα νέα συγκροτήματα διαχείρισης απορριμμάτων, δύο από τα οποία χωροθετούνται στην πολύπαθη Φυλή (με δυναμικότητα 400.000 και 700.000 τόνους κατά έτος) και από ένα (130.000 τόνων κατά έτος) σε Γραμματικό και Κερατέα.
Ειδικότερα στη Φυλή αναμένεται να κατασκευαστούν ένα νέο Εργοστάσιο Μηχανικής Ανακύκλωσης (ΕΜΑΚ) 400.000 τόνων απορριμμάτων ανά έτος και μία μονάδα βιολογικής ξήρανσης, δυναμικότητας 700.000 τόνων.
Ταυτόχρονα, σε Γραμματικό – Κερατέα δημοπρατούνται δύο αντίστοιχες υποδομές των 130.000 τόνων η κάθε μία, που έρχονται να προστεθούν στην ήδη λειτουργούσα ΕΜΑΚ στα Λιόσια – Φυλή (δυναμικότητας 350.000 τόνων).
Βλέπουμε δηλαδή, πως πολύ απλά, 1.710.000 τόνοι, από τους 2.000.000 τόνους απορριμμάτων της Αττικής (το 85% περίπου), θα οδηγούνται σε επεξεργασία που θα αποδώσει ελάχιστα ανακυκλώσιμα υλικά, και θα μετατρέψει τη μεγαλύτερη ποσότητα των σκουπιδιών σε δευτερογενές καύσιμο (SRF και RDF) προετοιμάζοντάς τα για καύση, με τραγικές περιβαλλοντικές συνέπειες.
Αυτή η εξέλιξη στην Αττική ήρθε σαν το κερασάκι στην τούρτα, να προστεθεί σε μια βροχή αδειοδοτήσεων και δρομολόγησης κατασκευής αντίστοιχων υποδομών σε όλη την Ελλάδα, στα πλαίσια ενός κεντρικού σχεδιασμού που κανένας αγώνας δεν κατάφερε να ανακόψει τα τελευταία δύο χρόνια, παρόλο που πολλοί από αυτούς ήταν μεγάλοι και επίμονοι, όπως στη Λευκίμη, την Κερατέα, το Γραμματικό, την Ευκαρπία, κλπ.
Εδώ εύλογα κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί, γιατί οι αγώνες αυτοί δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να νικήσουν την περιβαλλοντική φρίκη που δρομολογούν οι οικονομικές ελίτ της χώρας, παρόλο που αυτό γίνεται κατά παράβαση κάθε έννοιας λογικής και νομιμότητας στους κανόνες που βάζουν το δίκαιο και η επιστήμη για την ασφαλή διαχείριση των απορριμμάτων (οδηγία «98 2008» της Ε.Ε. – αρχές της εγγύτητας και της μικρής κλίμακας).
Αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς ανάλυση των αδυναμιών των κινημάτων, της τακτικής των πολιτικών και οικονομικών ελίτ, της στάσης των μαζικών κομμάτων της αριστεράς, των ηγεσιών των συνδικάτων εργαζομένων στην τοπική αυτοδιοίκηση, και το ρόλο που έπαιξαν ορισμένες περιβαλλοντικές ΜΚΟ μαζί με τμήμα των Πρασίνων. Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά:
Η τακτική του αντιπάλου:
Εδώ και πολλά χρόνια, όταν οι ελίτ προωθούν έργα συγκεντρωτικής διαχείρισης των απορριμμάτων, γνωρίζοντας άριστα πως οι επιδιώξεις τους συνιστούν εκτροπή της λογικής, της επιστήμης και του δικαίου, ακολουθούν την ίδια και απαράλλακτη τακτική: αρχικά φουσκώνουν επικοινωνιακά το (υπαρκτό) πρόβλημα των ανεξέλεγκτων χωματερών (ΧΑΔΑ) τονίζοντας ιδιαίτερα το θέμα του κινδύνου προστίμων που επιβάλλει η Ε.Ε. για παράβαση των κοινοτικών κανόνων.
Στη συνέχεια παρουσιάζουν μια συγκεντρωτική πρόταση μεγακλίμακας (ΧΥΤΑ, ΕΜΑΚ, βιοξήρανση, καύση, κλπ), που θα «λύσει» τελικά το πρόβλημα, διασφαλίζοντας με «επιστημονικό» υποτίθεται τρόπο το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
Αμέσως μετά, κατηγορούν όσους αντιδρούν, σαν τοπικιστές που θέλουν να στείλουν τα σκουπίδια στην πόρτα του γείτονα. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνουν να προωθήσουν κάθε φορά τα σχέδιά τους, πετυχαίνοντας δύο πράγματα: Να πείσουν ότι το πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων είναι πρόβλημα χωροθέτησης (και όχι μεθοδολογίας) και να εμποδίσουν τις κοινωνικές αντιστάσεις να αποκτήσουν υπερτοπικό (και ανεξέλεγκτο) χαρακτήρα, έως ότου η κούραση, η καταστολή, η συκοφαντία και η εξαγορά συνειδήσεων να κάνουν από μόνες τους τη δουλειά.
Οι αδυναμίες του κινήματος:
Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις ανάδυσης κοινωνικών αντιστάσεων, γεννιούνται όταν οι κάτοικοι ξαφνικά συνειδητοποιούν το μέγεθος της καταστροφής που περιμένει την περιοχή τους. Αυτό δημιουργεί εύκολα το υπόβαθρο, προκειμένου η πρώτη αντίδραση να συσπειρωθεί γύρω από το αίτημα «όχι σκουπίδια εδώ!», σπρώχνοντας έτσι αυτά τα κινήματα να πάρουν χαρακτηριστικά «υπέρ βωμών και εστιών», αγώνων που στηρίζονται στη λογική της απόκρουσης μιας απειλής στο χώρο τους, χωρίς να μπαίνουν στη διαδικασία να προτείνουν βιώσιμη λύση για το πρόβλημα της διαχείρισης των απορριμμάτων τους.
Αυτή η κατάσταση, εκθέτει επικοινωνιακά αυτούς τους αγώνες, σαν τοπικιστικές εκδηλώσεις, εμποδίζοντας τους να πάρουν πανελλαδικό χαρακτήρα, κινητοποιώντας το σύνολο της κοινωνίας πίσω από ένα συγκεκριμένο πρόταγμα διαχείρισης των απορριμμάτων προς όφελός της.
Ακόμη κι όταν οι αγώνες αυτοί με τον ηρωισμό τους προκαλούν μεγάλες εκδηλώσεις συμπάθειας και αλληλεγγύης σε διάφορες περιοχές της χώρας (π.χ. Κερατέα) εν τέλει βαλτώνουν και εκφυλίζονται σε αιτήματα για μικροαλλαγές στη χωροθέτηση, ή τη χωρητικότητα των εγκαταστάσεων, εξαιτίας της δράσης ανόητων, ή εγκάθετων τοπικών παραγόντων, που εμποδίζουν το κίνημα να διεκδικήσει συγκεκριμένη λύση για τα απορρίμματα της περιοχής του… (η Κερατέα εν προκειμένω, που δεν παράγει ούτε 20.000 τόνους σκουπιδιών το χρόνο, θα υποδεχτεί τελικά, ενδεχομένως λίγο μακρύτερα από το Οβριόκαστρο 130.000 τόνους).
Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται από τη συστηματική απουσία ουσιαστικής παρέμβασης στις τοπικές κοινωνίες των κομμάτων της μαζικής Αριστεράς (για διαφορετικούς κατά περίπτωση λόγους) προκειμένου να διεκδικήσουν τα κινήματα βιώσιμη λύση για τις περιοχές τους. Με τον τρόπο αυτό, το αποτέλεσμα είναι κάθε φορά το ίδιο: απομόνωση και τελικά ήττα των κινημάτων, που δεν καταφέρνουν να συναντηθούν αποτελεσματικά, μετατρέποντας το αίτημα για κοινωνικά επωφελή διαχείριση των απορριμμάτων σε αίτημα όλης της κοινωνίας.