Την ώρα που στην Βουλή διεξαγόταν η συζήτηση για τον Προϋπολογισμό του 2006, τον πιο αντιλαϊκό των τελευταίων ετών, ο Καραμανλής επέστρεψε από τις Βρυξέλλες έχοντας μια μεγάλη “επιτυχία” στις αποσκευές του. “Μετά από μια μαραθώνια και σκληρή διαπραγμάτευση, πέτυχε να αποσπάσει για την Ελλάδα το ποσό των 20,1 δις ευρώ από το Δ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (ΚΠΣ), για την περίοδο 2007 – 2013, ένα ποσό που θα επιτρέψει να συνεχιστεί απρόσκοπτα η οικονομική μας ανάπτυξη. Επίσης, πέτυχε να παραμείνει η ΚΑΠ (η πολιτική αγροτικών επιδοτήσεων της ΕΕ) αναλλοίωτη για την ίδια περίοδο”.
Μην βιάζεστε να χαρείτε πάντως. Βλέπετε, οι παραπάνω φράσεις, που κατά κόρον προβλήθηκαν από την κυβέρνηση στην προσπάθειά της να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από την συζήτηση για τον ελληνικό προϋπολογισμό και να δείξει ότι τουλάχιστον σ’ ένα μέτωπο τα κατάφερε καλά, είναι όλες ψέματα…
Πρώτο ψέμα: Καμιά διαπραγμάτευση δε χρειάστηκε ο πρωθυπουργός. Τα ποσά ήταν προκαθορισμένα, όπως προκαθορισμένη ήταν και η τεράστια ανάγκη των ηγετών της ΕΕ να καταλήξουν σε συμφωνία, κάτι που εκμεταλλεύτηκαν οι περισσότερες χώρες (πλην Ελλάδας) στο να πετύχουν διάφορες βελτιώσεις για τις οικονομίες τους. Μετά τα δημοψηφίσματα σε Γαλλία και Ολλανδία και το ναυάγιο του Ευρωσυντάγματος, ήταν κάτι παραπάνω από απαραίτητο για την ΕΕ να καταφέρει επιτέλους να ψηφίσει τον προϋπολογισμό της.
Δεύτερο ψέμα: Τα 20 δις που θα συνεχίσουν να μας αναπτύσσουν για ακόμα μια εξαετία, θα αποδειχθούν εντελώς ανεπαρκή. Όχι μόνο είναι 25% λιγότερα από το προηγούμενο πακέτο, αλλά καθώς και το ποσοστό συμμετοχής του Δημοσίου μειώνεται, αντίστοιχα θα μειωθεί και το ύψος των συνολικών επενδύσεων που θα γίνουν στη χώρα μέσα στην επόμενη εξαετία. Θα είναι δηλαδή πάνω από 35% μικρότερες από αυτές της προηγούμενης περιόδου. Το επιχείρημα άλλωστε ότι αυτό οφείλεται στην είσοδο των νέων χωρών της διεύρυνσης είναι τουλάχιστον παραπλανητικό, αφού όλες οι πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας που είναι υπέρ της ΕΕ (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ) υποστήριξαν αναφανδόν αυτή την διεύρυνση.
Τρίτο ψέμα: που μπορεί να έχει τεράστιες επιπτώσεις στον αγροτικό κόσμο, είναι αυτό για τη διατήρηση της ΚΑΠ. Ναι μεν αποφασίστηκε να μην αλλάξει άμεσα (αφού η Γαλλία πρόβαλλε βέτο), αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτε. Στην απόφαση που λήφθηκε αναφέρεται ρητά ότι “η ΚΑΠ θα επανεξεταστεί από μηδενική ουσιαστικά βάση μετά το 2008”, πράγμα που σημαίνει φυσικά ότι οι Έλληνες αγρότες δεν έχουν καμιά απολύτως κατοχύρωση για το μέλλον τους μετά από αυτή την ημερομηνία.
Ανεξάρτητα πάντως από τις μικροπολιτικές αυτές απάτες, τυπικές για κάθε αστική κυβέρνηση, υπάρχει το γενικότερο ζήτημα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και της σημασίας τους για την ελληνική οικονομία. Έχει γίνει κυρίαρχη η άποψη πως η Ελλάδα στηρίζεται αποκλειστικά σχεδόν στα κονδύλια της ΕΕ και πως χωρίς αυτά θα είχαμε καταστραφεί. Αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, παρά μόνο σ’ έναν μικρό βαθμό. Είναι γεγονός ότι μια σειρά μεγάλα έργα των τελευταίων ετών χρηματοδοτήθηκαν κατά ένα μεγάλο ποσοστό από αυτά τα κονδύλια. Αλλά ας μην φαντάζεται κανείς πως αυτά είναι δωρεάν. Αν και το θέμα είναι τεράστιο, μπορούμε εδώ να δώσουμε επιγραμματικά κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία:
Η υποχρέωση της Ελλάδας ν’ ανοίξει την αγορά της στους εταίρους της, οδήγησε το εμπορικό έλλειμμα με την ΕΕ στο δυσθεώρητο ύψος των 17,7 δις ευρώ, μόνο για το 2004, από 0,2 δις που ήταν το 1980. Αυξήθηκε δηλαδή κατά …85 φορές! Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στο γεωργικό ισοζύγιο, που ήταν θετικό το 1980.
Αυτή η τεράστια αύξηση των εισαγωγών είναι που έσπρωξε στα ύψη το δημόσιο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, μεγέθη για τα οποία σήμερα βρισκόμαστε σε επιτήρηση. Με δυο λόγια, οι προϋπολογισμοί λιτότητας, η …ήπια προσαρμογή και τα υπόλοιπα μέτρα που μας υποχρεώνει η ΕΕ να εφαρμόσουμε, οφείλονται κυρίως στο ότι αγοράζουμε τα προϊόντα της!
Τέλος, αλλά καθόλου λιγότερο σημαντικό, τα πακέτα των επιδοτήσεων σε μεγάλο βαθμό είναι κατευθυνόμενα, καταλήγουν δηλαδή σε έργα και πολιτικές που εκπορεύονται από την ίδια την ΕΕ. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος π.χ των αγροτικών επιδοτήσεων διοχετεύεται σε προγράμματα συνταξιοδότησης και εξόδου από την παραγωγική διαδικασία και όχι στην ανάπτυξη και βελτίωση της παραγωγής. Τεράστια κονδύλια “επιμόρφωσης και τόνωσης της απασχόλησης” καταλήγουν στις τσέπες των εργοδοτών που αποκτούν φτηνό ή και τζάμπα εργατικό δυναμικό, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των έργων υποδομής ανατίθεται σε ομίλους εταιριών της ΕΕ και άρα ουσιαστικά τα κονδύλια επιστρέφουν με την μορφή κερδών εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν.
Έτσι, ο Πρωθυπουργός είχε κάθε λόγο να επιστρέψει περιχαρής απ’ τις Βρυξέλλες, δηλώνοντας πως “το 2005 κλείνει έχοντας πετύχει όλους μας τους στόχους”. Είχε δίκιο ο άνθρωπος, αφού κάνοντας αυτή τη δήλωση δεν είχε βέβαια στο μυαλό του τους εργαζόμενους…
Παναγιώτης Βογιατζής