Δημοσιεύουμε σήμερα το β’ μέρος του κειμένου-απόφασης της πρόσφατης διεθνούς συνάντησης της συντονιστικής επιτροπής της CWI σχετικά με τη Διεθνή Κατάσταση. Το πρώτο μέρος δημοσιεύθηκε το Σάββατο 31-12-2016. Το επόμενο κείμενο που αφορά την Ευρώπη θα δημοσιευθεί την Πέμπτη 5-1-2016.
Προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία
Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, οι ίδιοι οι καπιταλιστές οικονομολόγοι αναγνωρίζουν το γεγονός ότι μια νέα ύφεση είναι αναπόφευκτη, ίσως και ένα νέο κραχ σε κάποιο στάδιο, αν και δεν καταλαβαίνουν πλήρως γιατί ισχύει αυτό.
Τα οικονομικά προβλήματα είναι βαθιά, γεγονός που καταδεικνύουν και οι διακυμάνσεις του παγκόσμιου εμπορίου, που στις παλιές καλές εποχές ήταν διπλάσιο από τους ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Αντίθετα, σήμερα, η ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου βρίσκεται μόλις στο 1,7% – σύμφωνα με στοιχεία του ΟΑΣΑ. Όσο για την ανάπτυξη (μεγέθυνση) της οικονομίας, είναι πενιχρή σε σχέση με το παρελθόν. Το κεντρικό πρόβλημα είναι η «έλλειψη ζήτησης». Το γεγονός αυτό τονίζεται ιδιαίτερα από την τρομακτική αύξηση της ανισότητας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η τάση αυτή ενισχύεται και από την αύξηση του δανεισμού, που έχει οδηγήσει το παγκόσμιο χρέος στο κολοσσιαίο μέγεθος που αντιστοιχεί τρεις φορές στο παγκόσμιο ΑΕΠ. Την ίδια ώρα έχουμε κορεσμό στην αποταμίευση και συσσώρευση των κερδών, μεγάλο τμήμα των οποίων βρίσκεται σε φορολογικούς παραδείσους, προκειμένου να αποφύγουν οι ιδιοκτήτες τους τη φορολόγηση.
Η αποφυγή μιας πιο βαθιάς ύφεσης, ή ενός κραχ, μετά την κρίση του 2007 – 2008 ήταν αποτέλεσμα των σχετικά αποτελεσματικών παρεμβάσεων από την πλευρά των Κεντρικών Τραπεζών, που έδωσαν «ενέσεις» στον καπιταλισμό στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έπαιξε κεντρικό ρόλο στο να υιοθετηθεί η άποψη ότι έπρεπε να δημιουργηθούν τραπεζικά αποθέματα προκειμένου να αποφευχθεί ένας νέος τραπεζικός πανικός. Ωστόσο, αυτό δε στάθηκε ικανό να αποτρέψει τον τρόμο που προκάλεσαν τα προβλήματα της Deutsche Bank, ή ο κίνδυνος κατάρρευσης μιας σειράς ευρωπαϊκών τραπεζών ιδιαίτερα της Ιταλίας.
Η κρίση του 2007 – 2008 άφησε ένα έντονο αποτύπωμα, που εξακολουθεί να επηρεάζει τη συνείδηση των τάξεων, συμπεριλαμβανομένης της αστικής τάξης. Πριν από οκτώ χρόνια, η κατάρρευση της Wall Street, βύθισε την παγκόσμια οικονομία, με αποτέλεσμα την απώλεια τρισεκατομμυρίων δολαρίων, 22 τρισ. $ στην περίπτωση των ΗΠΑ μέσα σε 5χρόνια, οδηγώντας στην ανεργία εκατομμύρια εργαζόμενους (8,8 εκατ. στην Αμερική, 1,2 εκατ. στη Βρετανία, κοκ).
Οι πολιτικοί και οι κυβερνήσεις της άρχουσας τάξης δήλωναν σε όλους τους τόνους ότι αυτό θα αλλάξει κι ότι έχουν τις απαντήσεις στην κρίση και στην ανεργία. Σήμερα, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια της εφημερίδας Guardian: «Σχεδόν μια δεκαετία μετά, το πιο εντυπωσιακό, είναι το γεγονός ότι ελάχιστα έχουν αλλάξει».
Η οικονομία στο σύνολό της δεν έχει ανακάμψει, παρά τα πολλά «επείγοντα» μέτρα που πάρθηκαν από κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες: ποσοτική χαλάρωση, άνευ προηγουμένου μείωση των επιτοκίων, παρεμβάσεις από τις Κεντρικές Τράπεζες για να στηρίξουν τον τραπεζικό τομέα, κοκ.
Παρά το γεγονός ότι η οικονομία έχει επιστρέψει στα προ 2008 επίπεδα, ενώ σε κάποιες χώρες τα έχει ξεπεράσει, αυτό δεν οδήγησε σε μείωση της ανεργίας. Η Ελλάδα και η Νότια Ευρώπη βρίσκονται στην καρδιά μιας κρίσης τόσο σαρωτικής όσο αυτή της δεκαετίας του 30 με τη μαζική φτωχοποίηση που αυτή συνεπάγεται. Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου έχουν δημιουργηθεί 15 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας από το 2010 μέχρι σήμερα, αυτό δεν έχει ανακόψει την καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου κυρίως γιατί αυτές οι νέες δουλειές είναι κατά κανόνα κακοπληρωμένες. Πάνω από το 60% του αμερικανικού εργατικού δυναμικού νιώθει ότι βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από πριν και πλέον αισθάνεται πολύ περισσότερο από ποτέ συνειδητά σαν «εργατική τάξη».
Οι προοπτικές των ΗΠΑ
Αυτοί οι παράγοντες, έχουν οδηγήσει στην εμφάνιση του «αριστερού λαϊκισμού» και σε φαινόμενα όπως του Μπέρνι Σάντερς στις ΗΠΑ. Την ίδια στιγμή έχουμε την εμφάνιση του επικίνδυνου δεξιού λαϊκισμού που στις ΗΠΑ αντανακλάται στην επικίνδυνη δημαγωγία του Τραμπ. Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης είναι σοβαρές για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, αλλά και για ολόκληρο τον κόσμο, τόσο στο άμεσο όσο και στο μεσοπρόθεσμο μέλλον.
Μια σημαντική προέκταση όλων αυτών είναι οι διεργασίες στο επίπεδο της συνείδησης στη βάση της κοινωνίας και η κίνηση της εργατικής τάξης προς την κατεύθυνση του σχηματισμού δικής της, ανεξάρτητης, πολιτικής εκπροσώπησης.
Οι προεδρικές εκλογές και η επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ αποτελούν ένα σημείο καμπή για τις ΗΠΑ. Και οι δύο υποψήφιοι ήταν ιδιαίτερα αντιπαθείς και οι ψηφοφόροι κλήθηκαν να επιλέξουν το «λιγότερο κακό»! Σύμφωνα με δημοσκοπήσεις, μόνο το ένα τρίτο των ερωτηθέντων θεωρούσε ότι η Χίλαρι πίστευε πραγματικά αυτά που έλεγε. Η πλειοψηφία θεωρούσε ότι ο Τραμπ πίστευε πραγματικά τις ασυναρτησίες του! Με άλλα λόγια, ελάχιστοι πίστευαν ότι κάποιος από τους δύο υποψήφιους είναι γνήσιος. Ο περισσότερος κόσμος ένιωθε ότι απλά υποκρίνονταν για να κερδίσουν τις εντυπώσεις και τις ψήφους.
Η νίκη του Τραμπ έχει ξυπνήσει φόβους για μια νέα περίοδο απομονωτισμού, ή τουλάχιστον για μια εν μέρει απόσυρση στο εσωτερικό της «Αμερικής-φρούριο». Αν αυτό συμβεί όμως, θα οδηγήσει αναπόφευκτα και σε μια «Ευρώπη-φρούριο», μια «Κίνα-φρούριο», Ασία, Ιαπωνία, και πάει λέγοντας – ένας εμπορικός πόλεμος δηλαδή που θα έχει οικονομικές επιπτώσεις για τις ΗΠΑ αλλά και για το σύνολο του πλανήτη.
Το κατεστημένο του κόμματος των «Ρεπουμπλικάνων» φοβόταν ακόμη και για το μέλλον του κόμματός τους, αν ο Τραμπ κατάφερνε να μπει στο Λευκό Οίκο.
Έντονες προειδοποιήσεις έχουν προέλθει από στελέχη του ίδιου του ρεπουμπλικανικού κατεστημένου, όπως ο Τζον Μακ Κέην. Όπως έγραψε στους «Financial Times» στις 7 Δεκέμβρη: «Μία στις 12 θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ εξαρτάται από το παγκόσμιο εμπόριο. Το να διαφωνείς με το πως λειτουργεί η παγκόσμια οικονομία είναι σα να διαφωνείς με τον καιρό. Συνεχίζει ως έχει, είτε σου αρέσει, είτε όχι. Πάνω από το 95% των καταναλωτών του πλανήτη ζει έξω από τις ΗΠΑ».
Έτσι, η άρχουσα τάξη των ΗΠΑ και το ίδιο το κατεστημένο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος θα ασκήσουν τεράστια πίεση στον Τραμπ, προκειμένου να ανατρέψουν, ή τουλάχιστον να μετριάσουν τις προτάσεις του να «τιμωρηθεί» η Κίνα και άλλοι οικονομικοί αντίπαλοι, προκειμένου να μην πυροδοτήσουν μια νέα οικονομική κρίση.
Ο Τραμπ κέρδισε τους Εκλέκτορες, αλλά στο επίπεδο της λαϊκής ψήφου έχασε – με πάνω από 2,6 εκατομμύρια. Αυτό τον περιορίζει ως ένα βαθμό από το να υποστηρίζει ότι έχει την πολιτική «νομιμοποίηση» προκειμένου να περάσει πιο εύκολα νέα αντεργατικά μέτρα. Παρόλα αυτά τις πρώτες εβδομάδες από την εκλογή του και μετά, ο Τραπ επέλεξε το επιτελείο του που αποτελείται από δισεκατομμυριούχους όπως και ο ίδιος, πράγμα που δείχνει πως θα κάνει ό,τι μπορεί για να χτυπήσει το βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα της αμερικάνικης εργατικής τάξης. Αυτό κατά πάσα πιθανότητα θα περιλαμβάνει (στα πρότυπα του Ρόναλντ Ρίγκαν) μέτρα ενάντια στο συνδικαλισμό, όπως η νομοθεσία για το «δικαίωμα στην εργασία» και την απόλυση δημοσίων υπαλλήλων, παράλληλα με μαζικές ιδιωτικοποιήσεις.
Είναι πιθανό, γύρω από την ημέρα της ορκωμοσίας του Τραμπ, στις 20 Γενάρη, να οργανωθούν μαζικές διαδηλώσεις εναντίον του, τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όσο και διεθνώς. Το σκηνικό που έχει διαμορφωθεί αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να έχει ξεκινήσει η διαδικασία διάλυσης του δικομματικού συστήματος και η αντικατάστασή του από ένα πολυκομματικό, μια ιδέα που κερδίζει έδαφος ακόμη και στα μέσα ενημέρωσης της άρχουσας τάξης. Η CWI και οι σύντροφοί της «Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής» (Σ.Ε.) στις ΗΠΑ έχουν παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτές τις διαδικασίες. Η «Σ.Ε.» έχει μετατραπεί σε μια από τις πιο ισχυρές οργανώσεις της Αριστεράς στις ΗΠΑ. Οι δυνατότητες που θα προκύψουν την επόμενη περίοδο για επέκταση και ενίσχυση των μαρξιστικών-σοσιαλιστικών ιδεών θα είναι ακόμη μεγαλύτερες.
Εξίσου σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στο νεοαποικιακό κόσμο. Οι θεσμοί του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, όπως ο OECD (ΟΟΣΑ – Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) ο UNCTAD (ΔΗΕΕΑ – Διάσκεψη Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη) κλπ, έχουν προειδοποιήσει ότι «ο κόσμος μπαίνει στην τρίτη φάση της οικονομικής κρίσης».
Η φούσκα των στεγαστικών δανείων που έσκασε στις ΗΠΑ το 2007 έχει μεταφερθεί στο νεοαποικιακό κόσμο, μέσω της μεταφοράς τρισεκατομμυρίων δολαρίων στις «αναπτυσσόμενες» οικονομίες.
Υπολογίζεται πως τα ποσά που εισρεύσανε ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική αλλά επίσης στην Ασία και στην Αφρική αντιστοιχούν στο 50% του συνόλου των τραπεζικών δανείων και ομολόγων του πρώτου μισού της τρέχουσας δεκαετίας. Τά ποσά που εισρεύσανε στις «αναδυόμενες» αγορές αντιστοιχούν σε 7 τρισ. δολ.
Αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω διεργασιών είναι αυτές οι χώρες να έχουν φορτωθεί με χρέη που στην πραγματικότητα είναι αδύνατο να αποπληρωθούν, κάτι που μπορεί να θέσει τις βάσεις για τη δημιουργία κινημάτων άρνησης πληρωμής του χρέους.
Ο ιδιωτικός μη-τραπεζικός τομέας στις «αναπτυσσόμενες» οικονομίες έχει χρέη που φτάνουν το 450% του ΑΕΠ, ποσοστό που αντιστοιχεί περίπου στο διπλάσιο του αντίστοιχου χρέους των «ανεπτυγμένων» χωρών.
Αυτή η κατάσταση έχει παίξει σημαντικό ρόλο στην οικονομική κατάρρευση που χτύπησε χώρες σαν τη Βραζιλία, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη οικονομική κρίση εδώ και δεκαετίες.
Σαν αποτέλεσμα, οι βραζιλιάνικες μάζες θα είναι υποχρεωμένες να ζουν με το «δελτίο» καθώς οι δημόσιες δαπάνες θα είναι παγωμένες για τα επόμενα είκοσι χρόνια! Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις πρόσφατες αναταράξεις στην οικονομία, είναι αναπόφευκτο να οδηγήσουν σε νέες ταξικές εντάσεις και συγκρούσεις. Πρώτο δείγμα αυτής της κατάστασης ήταν η ανασυγκρότηση της Δεξιάς και η ανατροπή της Ντίλμα Ρούσεφ, όπως και οι πιθανές διώξεις εναντίον του ίδιου του Λούλα. Από την άλλη μεριά, τα παραπάνω έχουν οδηγήσει την εργατική τάξη σε πόλωση και έντονη αντίθεση με το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα που έριξε την κυβέρνηση, κάτι που ξυπνάει μνήμες από τα στρατιωτικά καθεστώτα της προηγούμενης περιόδου.
Η Λατινική Αμερική περνάει μια περίπλοκη και δύσκολη φάση, μετά τις αποτυχίες των «αριστερών» κυβερνήσεων στη Βενεζουέλα, τη Βολιβία και το Εκουαδόρ, να αμφισβητήσουν σε οποιοδήποτε σοβαρό βαθμό το καπιταλιστικό σύστημα. Παράλληλα, οι διαδικασίες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στην Κούβα προχωράνε. Και, ταυτόχρονα, οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις στη Βραζιλία και σε άλλες χώρες, έχουν χάσει την όποια αξιοπιστία είχαν σε μια προηγούμενη φάση (οικονομικής ανάπτυξης) γεγονός που έχει οδηγήσει την παραδοσιακή Δεξιά σε εκλογικές νίκες. Σε κάποιο στάδιο, αυτό αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε ανασυγκρότηση της Αριστεράς και σε ένα νέο κύκλο μεγάλων ταξικών αγώνων. Αυτές οι διεργασίες εξετάζονται σε ξεχωριστό κείμενο.
Νέα αντικαπιταλιστική διάθεση
Οι αναταραχές και ανατροπές που προκύπτουν και θα προκύψουν στο μέλλον αποτελούν μια ακόμη έκφραση της μαζικής διάθεσης που αναπτύσσεται ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, πράγμα που ανάγκασε ακόμη και τη Χίλαρι Κλίντον να κάνει πίσω από τη στήριξή της στη συνθήκη TPP, την οποία αρχικά επικροτούσε με ενθουσιασμό. Αυτή η κατάσταση αποτελεί μέρος της αυξανόμενης οργής σε μαζικό επίπεδο για την ανισότητα που κλιμακώνεται και της πλατιάς απέχθειας απέναντι στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Οι καπιταλιστές και οι εκπρόσωποι τους έχουν αρχίσει να το συνειδητοποιούν σε πολύ μεγάλο βαθμό, γεγονός που φαίνεται και στα γραπτά τους που είναι γεμάτα έντονη ανησυχία για τη διογκούμενη εχθρότητα απέναντι στον ωμό, βάρβαρο καπιταλισμό.
Στην πραγματικότητα οι καπιταλιστές ήταν πολύ τυχεροί που η «μεγάλη ύφεση» του 2007-8 και μετά, ήρθε μετά την κατάρρευση του Σταλινισμού το 1990. Αυτό τους επέτρεψε να αναπτύξουν μια τεράστια ιδεολογική προπαγάνδα ενάντια στο σοσιαλισμό και ενάντια στην ιδέα μιας κοινωνίας που λειτουργεί με κινητήρια δύναμη τους ίδιους τους εργαζόμενους και στη βάση της εργατικής-λαϊκής εξουσίας. Η Σοβιετική Ένωση και οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ αποτελούσαν ένα σημείο αναφοράς στη σχεδιασμένη οικονομία, παρότι βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο μιας γραφειοκρατικής ελίτ. Μετά την κατάρρευση των σταλινικών καθεστώτων, τα μαζικά «σοσιαλιστικά» και «κομμουνιστικά» κόμματα βρέθηκαν αντιμέτωπα με κρίση και διάλυση, με τις ηγεσίες τους να μετακινούνται στο στρατόπεδο της αστικής τάξης. Η εργατική τάξη βρέθηκε πολιτικά αφοπλισμένη, αντιμέτωπη με μια καταστροφική κρίση. Παραλυμένη, δεν ήταν σε θέση να βγάλει καθαρά, ταξικά συμπεράσματα. Οι γνήσιοι μαρξιστές και σοσιαλιστές απομονώθηκαν.
Έτσι η «μεγάλη ύφεση» που ξέσπασε το 2007 – 8 βρήκε την εργατική τάξη ιδεολογικά και πολιτικά αφοπλισμένη και χωρίς ηγεσίες ικανές και διατεθειμένες να δώσουν πραγματικά τη μάχη ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου. Σίγουρα, οι μάζες αντιστάθηκαν δίνοντας εκπληκτικά κινήματα ενάντια στη λιτότητα: για παράδειγμα πάνω από 40 γενικές απεργίες στην Ελλάδα, με αντίστοιχα, παρότι μικρότερης έντασης, κινήματα στην Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και αλλού. Δεν μπόρεσαν να νικήσουν – από την άλλη όμως άντλησαν πολύ σημαντικά συμπεράσματα από τους μεγάλους αυτούς ταξικούς αγώνες.
Ωστόσο, μια νέα οικονομική κρίση –πιθανά η δεύτερη μέσα σε μια δεκαετία– θα έχει ακόμη μεγαλύτερες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες. Όχι μόνο οι ιδέες ενάντια στη λιτότητα και τον καπιταλισμό θα απλώνουν, αλλά και οι σοσιαλιστικές και μαρξιστικές ιδέες θα ελκύουν μαζικότερα ακροατήρια, ενώ θα αρχίσουν να αναπτύσσονται συζητήσεις για το τι είδους σοσιαλισμό χρειαζόμαστε.
Θα υπάρξουν νέες, μεγάλες ευκαιρίες για το χτίσιμο ισχυρών οργανώσεων, μαζικών σχηματισμών της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, που θα στηρίζονται στα συμπεράσματα από το παρελθόν.
Τα αποτελέσματα της ενδημικής κρίσης έχουν οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου αμφισβήτηση της βιωσιμότητας του συστήματος, ακόμη και μέσα στις γραμμές των ίδιων των καπιταλιστών, που βγάζουν απαισιόδοξα συμπεράσματα για το μέλλον της «Δύσης» και της παγκοσμιοποίησης. Ακόμη και ο Economist, που είναι φανατικός υποστηρικτής της παγκοσμιοποίησης, δεν κρύβει την ανησυχία του για τα προβλήματα που την συνοδεύουν:
«Μόνο στο Λονδίνο και τη νοτιοανατολική του ενδοχώρα έχει αυξηθεί το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα πάνω από τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν πριν από την κρίση του 2007 – 2008 και οι περισσότερες από τις υπόλοιπες πλούσιες χώρες βρίσκονται στην ίδια κατάσταση… τα πραγματικά εισοδήματα των 2/3 των νοικοκυριών σε 25 ανεπτυγμένες οικονομίες, έμειναν στάσιμα ή έπεσαν ανάμεσα στο 2005 και το 2014 (σε σύγκριση με 2% τα προηγούμενα 50 χρόνια). Τα λίγα κέρδη της νωθρής οικονομικής ανάπτυξης έχουν πάει στην ελίτ».
Την ίδια ώρα, βλέπουμε μια άνευ προηγουμένου συγκέντρωση κεφαλαίων, μια τεράστια κυριαρχία των μονοπωλίων, με το 10% των επιχειρήσεων να παράγουν το 80% των κερδών! Οι 100 κορυφαίες αμερικανικές εταιρείες είδαν τον πλούτο τους να αυξάνεται από 57% του συνολικού πλούτου σε 63% κατά τη διάρκεια των χρόνων της κρίσης.
Στην καρδιά του λεγόμενου «ελεύθερου καπιταλισμού των αγορών», τις ΗΠΑ, ο δισεκατομμυριούχος Πήτερ Τιλ, από το χώρο των νέων τεχνολογιών, δήλωσε ωμά:
«Ο ανταγωνισμός είναι για τους χαμένους».
Υπό το φως της αρκετά προφανούς τάσης της εξάλειψης του ανταγωνιστικού χαρακτήρα του πρώιμου καπιταλισμού υπάρχει πλέον η ανοιχτή παραδοχή (κάτι που ήταν αδιανόητο σε προηγούμενες περιόδους) ότι χωρίς «κρατική παρέμβαση» ο «σύγχρονος» καπιταλισμός δε θα μπορούσε να λειτουργήσει. Ακόμα και η νέα πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τερέζα Μέι έχει εγκαταλείψει το δόγμα της Θάτσερ, σύμφωνα με το οποίο «δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που αποκαλείται κοινωνία» και έχει παραδεχτεί ανοιχτά ότι το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει. Επιπλέον, σε πλήρη αντιδιαστολή με τα όσα έλεγε ο πρώην πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον, έχει απευθυνθεί… στην εργατική τάξη, μιλώντας στο όνομά της και καταγγέλλοντας, ακόμα, τις πολιτικές της λιτότητας – όλα αυτά βέβαια μόνο στα λόγια.
Ανεξέλεγκτος καπιταλισμός
Μερικοί αστοί αναλυτές στέκονται πολύ εμφατικά στους κινδύνους από τον ανεξέλεγκτο χαρακτήρα που έχει πάρει ο καπιταλισμός σήμερα. Σημειώνουν με ιδιαίτερη ανησυχία το γεγονός ότι οι οικονομικές συναλλαγές στη σημερινή εποχή εξαρτώνται περισσότερο από τη χρήση αλγορίθμων μέσω υπολογιστών, που είναι σε μεγάλο βαθμό έξω από τον ανθρώπινο έλεγχο, και κινούνται με ιλιγγιώδεις ταχύτητες, πράγμα που μεγεθύνει τους κινδύνους πρόκλησης νέων κρίσεων.
Αυτή η πραγματικότητα αποκαλύπτει, αν όχι τίποτε άλλο, τον παρασιτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού σήμερα, όπου όχι μόνο οι καπιταλιστές-ιδιοκτήτες, αλλά ούτε και οι μάνατζερ που διευθύνουν τα κεφάλαιά τους, δεν παίζουν ρόλο στο πώς κατευθύνονται και που διοχετεύονται αυτά τα κεφάλαια.
Αναδεικνύει το ρόλο της τεχνολογίας, ο οποίος, ενώ μπορεί να είναι εξαιρετικά θετικός, μπορεί να γίνει εντελώς αρνητικός καταστρέφοντας θέσεις εργασίας και το βιοτικό επίπεδο μεγάλων μαζών..
Η αξιοποίηση των κύριων τεχνολογικών επιτευγμάτων της εποχής μας μπορεί να απελευθερώσει πραγματικά την ανθρωπότητα, υπό τον όρο ότι θα βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο της εργατικής τάξης, σε μια σοσιαλιστική κοινωνία.
Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, θα είναι (όπως συμβαίνει σήμερα) μια μηχανή καταστροφής θέσεων εργασίας και ένα απεχθές όπλο του ίδιου του ταξικού πολέμου ενάντια στα λαϊκά στρώματα. Οι καπιταλιστές μπορούν να την χρησιμοποιήσουν για να υποβαθμίσουν το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, να περικόψουν τους μισθούς, να προκαλέσουν μαζική ανεργία, κλπ. Η παραγωγική της χρήση για την πλειοψηφία της κοινωνίας, εξαρτάται από το ποιος την ελέγχει.
Συμπέρασμα
Το συμπέρασμα που προκύπτει από όλα τα παραπάνω, είναι ότι οι ευκαιρίες για την ανάπτυξη των μαρξιστικών, σοσιαλιστικών ιδεών, πραγματικά μεγαλώνουν στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη – κάτι που θα συνεχίσει στα επόμενα χρόνια, δεδομένης της βαθιάς και χρόνιας κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού. Δεν είναι μόνο τα οικονομικά και «στενά» ταξικά με μια έννοια, ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία και τα κινήματα και θα προσφέρουν σημαντικές ευκαιρίες παρέμβασης για την ενίσχυση των μαρξιστικών ιδεών και για το χτίσιμο μαζικών πραγματικά σοσιαλιστικών κομμάτων της Αριστεράς. Όλο και περισσότερο ενισχύονται οι κινηματικές διεργασίες γύρω από ζητήματα όπως αυτό του περιβάλλοντος, του γυναικείου κινήματος, του κινήματος «Black Lives Matter» στις ΗΠΑ, του αγώνα ενάντια στο ρατσισμό και το φασισμό, κλπ.
Η ανάγκη και το καθήκον να μπολιαστούν αυτά τα κινήματα με την κατανόηση ότι πρέπει να συνδεθούν με την πάλη ενάντια στο σύστημα, ότι λύση στα πλαίσια του καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρξει, είναι εντελώς απαραίτητα και οι δυνάμεις της CWI θα αναλάβουν όλο το βάρος που τους αναλογεί σ’ αυτή την προσπάθεια.
Η περίοδος που έρχεται, είναι κρίσιμη για τη μαζικοποίηση των επαναστατικών σοσιαλιστικών ιδεών και μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας για το χτίσιμο των δυνάμεων και οργανώσεων που συμμετέχουν στη CWI μετατρέποντάς την στην πιο ισχυρή τροτσκιστική οργάνωση σε διεθνές επίπεδο και συμβάλλοντας καταλυτικά στη δημιουργία νέων μαζικών σχηματισμών της Αριστεράς.