Δημοσιεύουμε άρθρο που μας έστειλε ο φίλος του «Ξ» σ. Χρήστος Κεφαλής, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού «Μαρξιστική Σκέψη».
Σε προηγούμενο άρθρο μας συζητήσαμε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τα καθήκοντα που θέτουν στην επαναστατική, κομμουνιστική αριστερά οι κοσμοϊστορικές εξελίξεις που πυροδοτεί1. Σημειώσαμε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία προέκυψε ως αποτέλεσμα των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ανάμεσα στη Ρωσία του Πούτιν και τους αμερικανονατοϊκούς ιμπεριαλιστές. Σε αυτό το πλαίσιο, τα διαμορφούμενα ιμπεριαλιστικά μπλοκ Ρωσίας-Κίνας και ΗΠΑ-ΕΕ έχουν το καθένα τις στοχεύσεις του, η ιδιαιτερότητα της κατάστασης έγκειται όμως στο ότι άμεσο θύμα του πολέμου είναι μια συγκριτικά αδύναμη, ανεξάρτητη χώρα. Το βάρβαρο καθεστώς του Πούτιν, μια μορφή ιμπεριαλιστικού βοναπαρτισμού, είναι σήμερα η πιο σαθρή, φιλοπόλεμη ιμπεριαλιστική δύναμη, απέναντι στην οποία ο ουκρανικός λαός μπορεί και πρέπει να αντισταθεί, χωρίς να ξεχνά τη φαυλότητα της «δικής του» αστικής κυβέρνησης και την υποκρισία των Δυτικών. Αλλά ανεξάρτητα από την άμεση έκβαση του πολέμου, η δυστυχία και τα εκατομμύρια πρόσφυγες για τον ουκρανικό λαό, ο μιλιταρισμός, η φτώχεια και ο αυταρχισμός για τους λαούς της Ευρώπης και νέοι πολεμικοί κίνδυνοι θα είναι τα αναπόφευκτα μακροχρόνια αποτελέσματα.
Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ξεπέρασαν τις χειρότερες προβλέψεις. Το καθεστώς του Πούτιν, μη έχοντας πετύχει άμεσα κανέναν από τους στόχους του και απέχοντας πολύ από την εύκολη νίκη στην οποία υπολόγιζε, εξαπέλυσε ανηλεείς πυραυλικές επιθέσεις, καταστρέφοντας πόλεις και δολοφονώντας αμάχους, γυναίκες και παιδιά. Μια απατηλή ειρηνευτική διαπραγμάτευση χρησίμευσε στους Ρώσους ιμπεριαλιστές για να προωθήσουν νέα στρατεύματα και να διεξάγουν βομβαρδισμούς και επιθέσεις στις μεγάλες πόλεις, Κίεβο, Χάρκοβο, Μαριούπολη, προκαλώντας εκατόμβες θυμάτων. Στη Δύση, από την άλλη, η Γερμανία, προοιωνίζοντας το μέλλον, ανακοίνωσε ένα πρωτοφανές πακέτο εξοπλισμών 100 δις ευρώ, και έπονται χειρότερα.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν είναι μόνο μια αποκάλυψη και μια καταδίκη της κτηνωδίας του ρωσικού ιμπεριαλισμού_ αυτή είναι μόνο η πιο άμεση όψη του. Αποκαλύπτει ταυτόχρονα το πραγματικό πρόσωπο του Δυτικού και παγκόσμιου ιμπεριαλισμού και καπιταλισμού, που σε αυτή τη φάση της βαθιάς κρίσης και του αδιεξόδου του δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα άλλο στους λαούς εκτός από πολέμους, δεινά και συμφορές. Αυτή η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί από τις φανφάρες των Δυτικών, τις προσπάθειές τους να εμφανιστούν ως θεματοφύλακες της ειρήνης, της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Από την άλλη μεριά, ο πόλεμος έφερε στο φως τη βαθιά κρίση και αποσύνθεση ενός μεγάλου μέρους της λεγόμενης «κομμουνιστικής» ή «ριζοσπαστικής αριστεράς» στη χώρα μας. Αυτό δεν αφορά μόνο την Ίσκρα του Λαφαζάνη, που έχει από καιρό περάσει στον ακροδεξιό εθνικισμό, έχει γίνει ένα παράρτημα του καθεστώτος του Πούτιν και υποστήριξε ανοικτά τη ρωσική επίθεση. Μια σειρά δημοσιολόγοι από το «Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο», μια διάσπαση του ΝΑΡ, το Σύλλογο Γιάνης Κορδάτος, κ.ά., συντάχτηκαν φανερά ή ντροπαλά με τη ρωσική εισβολή. Αυτές οι ομάδες επανέλαβαν το προπαγανδιστικό αφήγημα του ρωσικού ιμπεριαλισμού, ότι η Ρωσία είναι η αμυνόμενη πλευρά, απέναντι στον επεκτατισμό των Δυτικών και την ουκρανική κυβέρνηση, που αξιοποιούσε τις εγχώριες ναζιστικές συμμορίες για να καταπνίξει τους Ρώσους στις ΛΔ του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Αλλά και σε άλλους χώρους παρατηρείται μια γενικολογία, ασάφειες και αδυναμία σοβαρής μαρξιστικής ανάλυσης των εξελίξεων. Ιδιαίτερα η γυμνή ιμπεριαλιστική αιτιολόγηση της εισβολής από τον Πούτιν, με τις επιθέσεις στον Λένιν ως ένοχο για την ουκρανική ανεξαρτησία, προκάλεσε αμηχανία στο ΚΚΕ, που έσπευσε να καταδικάσει τον «αντικομμουνισμό», χωρίς όμως να βγάλει κανένα συμπέρασμα για τις δικές του φιλο-σταλινικές θέσεις, π.χ. σε σχέση με το αν ο σοβινισμός του Πούτιν σχετίζεται κάπως με το μεγαλορωσικό σοβινισμό του Στάλιν και του ΚΚΡΟ. Η καλύτερη στάση των οργανώσεων του τροτσκιστικού χώρου, που πήραν μια διεθνιστική θέση αναδεικνύοντας στις σωστές τους διαστάσεις τις ευθύνες του κάθε ιμπεριαλιστικού μπλοκ, δεν αλλάζει τη γενική εικόνα.
Έχει έτσι ένα νόημα να συζητήσουμε τις απόψεις που εκφράστηκαν, στο βαθμό που η κατάδειξη των ασυνεπειών τους βοηθά να συλλάβουμε καλύτερα τα γεγονότα και τις αναπτυσσόμενες τάσεις.
Είναι η Ρωσία αμυνόμενη και οι Δυτικοί ιμπεριαλιστές επιτιθέμενοι;
Για κάθε πραγματικό αριστερό και μαρξιστή, είναι εντελώς πρόδηλη η πλήρης πλαστότητα αυτού του ισχυρισμού. Στους ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται στην περιοχή και οδήγησαν στον τωρινό πόλεμο τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Δυτικοί ιμπεριαλιστές είναι εξίσου επιτιθέμενοι, επιδιώκουν τα επεκτατικά τους σχέδια –οι πρώτοι την ενσωμάτωση στη Ρωσία παλιών εδαφών της ΕΣΣΔ, οι δεύτεροι την επέκταση του ΝΑΤΟ σε χώρες που προέκυψαν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ– που καμιά σχέση δεν έχουν με τα συμφέροντα των λαών. Και οι δυο πλευρές έχουν προωθήσει μεθοδικά αυτούς τους στόχους τις τελευταίες δεκαετίες. Οι δυτικές επεμβάσεις ανά τον κόσμο είναι γνωστές (Ιράκ, Αφγανιστάν, κ.ά.), αλλά και ο ρωσικός ιμπεριαλισμός, παρά τη μικρότερη εμβέλεια του, δεν πάει πίσω τόσο στη (Οσετία και Αμπχαζία 2008, Κριμαία 2014, Συρία, Λιβύη, κ.ά.).
Ωστόσο, οι αξιώσεις ότι η Ρωσία απαντά νόμιμα στη Δυτική επιθετικότητα προβάλλονται κατά κόρο από τα καθεστωτικά ρωσικά ΜΜΕ και κάθε λογής αντιδραστικούς ρωσόφιλους δημοσιολόγους ανά τον κόσμο. Αυτές τις αξιώσεις τις αναμασά σε δεκάδες αναρτήσεις η Ίσκρα του Λαφαζάνη, βεβαιώνοντας σε όλους τους τόνους ότι ο Πούτιν είναι ο «καλός» της ιστορίας και ότι μια λογική «ίσων αποστάσεων» απέναντι στους Δυτικούς και τον Πούτιν είναι ανιστόρητη και επιβλαβής για την αριστερά. Τις ίδιες θέσεις πήραν επίσης, λίγο πιο ντροπαλά ο Κορδάτος και το Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο. Τις συνόψισε ο Λαφαζάνης σε πρόσφατη συνέντευξή του, διανθίζοντας μάλιστα με μπόλικο αντιναζισμό:
«Τον πόλεμο τον άρχισε η Ουκρανία, με το αμερικανοκίνητο, υπό την καθοδήγηση του αμερικανού πρέσβη στο Κίεβο Τζ. Πάιατ, νεοναζιστικό πραξικόπημα του 2014. Ήταν τότε που το Ουκρανικό καθεστώς έθεσε στην παρανομία το Κ.Κ. Ουκρανίας και τις αριστερές δυνάμεις της χώρας και ξεκίνησε ένα απηνή διωγμό με τρομοκρατία, δίκες, φυλακίσεις και δολοφονίες κατά των φιλορώσων και ρώσων πολιτών και ελλήνων ομογενών αλλά και όσων δημοκρατών διαφωνούσαν και αντιστέκονταν στη νεοναζιστική δικτατορία… Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ως απάντηση του τρομοκρατικού πολέμου Νατοϊκών και νεοναζιστών που ξεκίνησαν οι αρχές του Κιέβου, ήρθε η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας με στόχο μια Ουκρανία ουδέτερη και ανεξάρτητη, έξω από το ΝΑΤΟ, χωρίς επιθετικά και πυρηνικά όπλα και νεοναζιστικές εγκληματικές συμμορίες και με τιμωρία των νεοναζιστικών μαζικών εγκλημάτων»2.
Στο επόμενο μέρος θα δούμε ότι οι νεοναζί και οι ακροδεξιοί παίζουν κεντρικό ρόλο στις ΛΔ του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ, με τις ολόψυχες ευλογίες του Πούτιν. Παίζουν όμως σημαντικό ρόλο και στην ίδια την Ίσκρα, που δημοσιεύει αβέρτα τις αναλύσεις τους ως «αντιιμπεριαλιστικές» και «αντιναζιστικές» διακηρύξεις. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο Νικ Γκρίφιν, ο ηγέτης των νεοναζί της Βρετανίας, του οποίου μια συνέντευξη στο ρωσικό «Σπούτνικ», όπου εξαίρεται ο φιλειρηνικός ρόλος του Πούτιν, αναρτήθηκε στο σάιτ του Λαφαζάνη. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα:
«Οι συνωμότες της Ουάσιγκτον και του Λονδίνου λυσσούν να αναγκάσουν τον Βλαντιμίρ Πούτιν να εγκαταλείψει την πολιτική αυτοσυγκράτησης και διαπραγματεύσεων. Σκοπεύουν να μην του αφήσουν καμία επιλογή από το να χρησιμοποιήσει στρατιωτική δύναμη για να υπερασπιστεί τον ρωσικό πληθυσμό του Ντονμπάς. Έτσι, οι ηγέτες του ΝΑΤΟ συμμετέχουν τώρα στην πιο κραυγαλέα και ανεύθυνη υπονόμευση και υβριδική πολεμική επιχείρηση… Οι πολιτικές ελίτ έχουν πάντα μια θλιβερή τάση να βλέπουν τα βάσανα των “μικρών ανθρώπων” ως ένα τίμημα που αξίζει να πληρώσουν για δικό τους όφελος. Οι ιμπεριαλιστές της Ουάσιγκτον ήταν πάντα από τους χειρότερους σε αυτό. Η Αυτοκρατορία τους ιδρύθηκε με βάση τη γενοκτονία και τα ερείπια της Συνομοσπονδίας και αναπτύχθηκε μέσα από μια σειρά ψευδών πολέμων, και τη σκόπιμη και αδίστακτη υποκίνηση εντάσεων στην Ευρώπη για την καταστροφή μιας σειράς αντιπάλων»3.
Ο Γκρίφιν, που συστήνεται στη συνέντευξη ως «πρώην ευρωβουλευτής», δεν είναι βέβαια ένας τυχαίος ευρωβουλευτής. Από τα 14 του ήταν μέλος του Εθνικού Μετώπου, ενός καθαρά φασιστικού βρετανικού κόμματος, και σε συνέχεια ευρωβουλευτής και πρόεδρος στα 1999-2014 του BNP, του Βρετανικού Εθνικού Κόμματος, κύριου φασιστικού κόμματος της Βρετανίας. Επί δεκαετίες αγωνίστηκε ενάντια στις «διακρίσεις σε βάρος των λευκών», ήταν και παραμένει ένας αρνητής του Ολοκαυτώματος και υποκινητής της ρατσιστικής βίας (καταδικάστηκε για υποκίνηση ρατσιστικού μίσους σε 9 μήνες φυλακή το 1998) και υποστηρικτής της άποψης ότι η ορθή αντιμετώπιση των μεταναστών θα ήταν να βυθίζονται τα πλοιάριά τους, πετώντας τους κανένα σωσίβιο για να επιστρέφουν κολυμπώντας στη Λιβύη. Το 2017 εκδήλωσε την πρόθεση να μεταναστεύσει στην Ουγγαρία, από θαυμασμό για το ακροδεξιό καθεστώς του Όρμπαν, αλλά ακόμη και το ουγγρικό καθεστώς του απαγόρευσε τη διαμονή στη χώρα, θεωρώντας τον επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια. Ο λόγος ήταν ότι μαζί με έναν συνεργάτη του σκόπευαν να μετατρέψουν μια ουγγρική κωμόπολη που δέχεται μόνο λευκούς σε κέντρο οργάνωσης της παρακρατικής δράσης των Ευρωπαίων νεοφασιστών, υπό την αιγίδα μιας δικής τους «Διεθνούς των Ναϊτών Ιπποτών», πράγμα που πήγαινε πολύ ακόμη και για την ακροδεξιά ουγγρική κυβέρνηση να το επιτρέψει4.
Συνάγεται ότι ο Λαφαζάνης υπερασπίζει τον «αγώνα» του Πούτιν ενάντια στους Ουκρανούς νεοναζί από κοινού με τον Γκρίφιν, ένα από τα χειρότερα φασιστοειδή στην Ευρώπη, ένα «διαμάντι» εφάμιλλο με τον δικό μας Μιχαλολιάκο, που ακόμη και η ακροδεξιά κυβέρνηση της Ουγγαρίας τον θεωρεί επικίνδυνο και ανεπιθύμητο…
Η ανάρτηση «αντιφασιστικών» πονημάτων όπως αυτό του Γκρίφιν δεν είναι κάτι μεμονωμένο στην Ίσκρα_ απεναντίας, το να δίνει φωνή σε φασιστοειδή και ακροδεξιούς είναι πάγια πρακτική της εδώ και χρόνια. Κατά καιρούς έχει γίνει βήμα για δεκάδες τέτοιους καιροσκόπους, συνωμοσιολόγους, εγχώρια και ξένα ακροδεξιά φυντάνια, που εκθειάζουν τον Πούτιν, τον Τραμπ και τη Λε Πεν, καλώντας σε υποστήριξή τους για χάρη της παγκόσμιας ειρήνης. Έχοντας ασχοληθεί ωστόσο αλλού με το ζήτημα της προβολής των κάθε λογής ακροδεξιών και νεοφασιστών από την Ίσκρα5, θα συζητήσουμε εδώ ένα πιο σοβαρό ερώτημα: Γιατί οι φασίστες τύπου Γκρίφιν συντάσσονται με το ρωσικό ιμπεριαλισμό και είναι γεμάτοι επαίνους για τον Πούτιν και το καθεστώς του;
Το ερώτημα υπογραμμίζεται από την προνομιακή σχέση που έχουν επί δεκαετίες με τον Πούτιν οι ακροδεξιοί και οι νεοφασίστες της Ευρώπης. Η Μαρίν Λε Πεν, π.χ., αναγνώρισε την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 ως «εντελώς νόμιμη», εκθειάζοντας τη «μετριοπάθεια» του Πούτιν κατά τη συνάντησή τους το 2017, ενώ μόνο χλιαρά καταδικάζει τώρα τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. To AFD επίσης απέδωσε την κύρια ευθύνη στους αμερικανονατοϊκούς. Ακόμη η Χρυσή Αυγή είχε λάβει το 2016 τα εγκώμια του Ντούγκιν, σύμβουλου τότε του Πούτιν, για την αποστολή της να ηγηθεί μιας μελλοντικής αντιδυτικής ελληνικής αυτοκρατορίας, ενώ σήμερα τα διάδοχα σχήματα, η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου και οι Έλληνες του Κασιδιάρη, παίρνουν ανοικτά φιλορωσική θέση6. Ποιοι είναι οι λόγοι αυτής της υποστήριξης;
Ο πρώτος λόγος θα βρεθεί στην πολιτική και ιδεολογική συγγένεια αυτών των δυνάμεων. Το βοναπαρτιστικό καθεστώς του Πούτιν είναι ένα ιδιόμορφο ρωσικό αντίστοιχο του λεπενισμού, στηριζόμενο από αστικούς κύκλους και στοιχεία αντίστοιχα με αυτά που προσελκύουν στην Ευρώπη οι ακροδεξιοί. Η Λε Πεν είχε λάβει δάνειο 9 εκ. ευρώ το 2014 από ρωσική τράπεζα για την προεκλογική της εκστρατεία και οι κάθε λογής ακροδεξιοί ανά τον κόσμο ενισχύονται ποικιλότροπα από το καθεστώς Πούτιν.
Ο δεύτερος και πιο σημαντικός λόγος, που εξηγεί τη στάση συνεπών φασιστών όπως ο Γκρίφιν, είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί συνθήκες που ευνοούν την άκρα αντίδραση, φέρνοντας μακροχρόνια στο προσκήνιο την πιο επιθετική, ακροδεξιά αστική πτέρυγα απέναντι στη μετριοπαθή, φιλελεύθερη πτέρυγα που έχει ακόμη τον έλεγχο στην ΕΕ.
Η ουσία του πολέμου στην Ουκρανία, από την άποψη των διεθνών, «γεωπολιτικών» επιπτώσεων, είναι ότι εισάγει στην περίοδο που οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις δεν είναι πια δυνατό να συμβιβάζονται και θα λύνονται με γροθιές, καταστρέφοντας έτσι το ευρωπαϊκό σύστημα σχέσεων της περιόδου μετά το 1990. Οι παραδοσιακοί αστοί στο στιλ του Μακρόν όμως δεν ταιριάζουν σε εποχές «γροθιών»_ το στοιχείο τους είναι να επινοούν τρόπους για να συμβιβάζουν τα πράγματα και οι ίδιοι υπερεκτιμούν αυτή τους την ικανότητα, γεγονός που τους κάνει σήμερα να ενεργούν λαθεμένα, ακόμη και από τη δική τους άποψη. Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που ο Μακρόν εξαπατήθηκε από τις διαβεβαιώσεις του Πούτιν ότι δεν θα επιτεθεί, ερμηνεύοντας τις συνομιλίες τους ως μια διασφάλιση της ειρήνης. Το γεγονός ότι, χάρη στον πόλεμο του Πούτιν, μπαίνουμε σε ένα στάδιο όπου η αστική τάξη θα καταφεύγει αυξανόμενα στις γροθιές τόσο απέναντι στους άλλους ιμπεριαλιστές όσο και απέναντι στα λαϊκά κινήματα, σημαίνει ότι θα έχει αυξανόμενα ανάγκη τους Γκρίφιν, όχι σαν εφεδρεία όπως στο προηγούμενο στάδιο, αλλά ως δύναμη κρούσης.
Το ότι οι Γκρίφιν μεταμφιέζουν το συνασπισμό τους με το ρωσικό ιμπεριαλισμό σε ένα δίκαιο πόλεμο ενάντια στο δυτικό ιμπεριαλισμό, τη Νέα Τάξη, κοκ, δεν αποτελεί πρωτοτυπία. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επίσης οι ιμπεριαλιστές των Κεντρικών Δυνάμεων εμφάνιζαν τον πόλεμό τους ενάντια στην Αντάντ σαν ένα αγώνα ενάντια στη Βρετανική Αυτοκρατορία, εκείνο το «έθνος των μαγαζατόρων» που συνέθλιβε όχι μόνο τη Γερμανία αλλά και όλο τον κόσμο_ οι ιμπεριαλιστές της Αντάντ, από την άλλη, παρίσταναν ότι πολεμούσαν τις «αυταρχικές μοναρχίες» των Χοεντσόλερν και των Αψβούργων (παραβλέποντας τη συμμαχία τους με τον τσαρισμό). Ουσιαστικά, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός ακολουθεί σήμερα την τακτική των Κεντρικών Δυνάμεων, παριστάνοντας ότι πολεμά τη Νέα Τάξη, ενώ οι Δυτικοί αναπαράγουν τις πόζες των ιμπεριαλιστών της Αντάντ εμφανιζόμενοι ως φρουροί της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι χειρότεροι αποστάτες στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα, οι Έμπερτ και οι Σάιντεμαν στη Γερμανία, οι Τομά και οι Σαμπά στη Γαλλία, κ.ά., αναπαρήγαγαν αυτή την προπαγάνδα για να δικαιολογούν το πέρασμά τους στο σοβινισμό και την αντίδραση. Η υποστήριξη της Ρωσίας ως φιλειρηνικής, αντιιμπεριαλιστικής, κοκ, από την Ίσκρα αποτελεί την ίδια μορφή κραυγαλέας αποστασίας στις μέρες μας.
Η άποψη ότι ο ρωσικός ιμπεριαλισμός είναι ο συγκριτικά λιγότερο επιθετικός, ότι θέλει την ειρήνη και ωθείται παρά τη θέλησή του στον πόλεμο από τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές, υποστηρίζεται και από άλλες ομάδες και σχολιαστές στο χώρο του ΝΑΡ, τον Κορδάτο, κ.ά. Μια χαρακτηριστική εκδοχή μάς προσφέρει ο Α. Αναγνωστάκης:
«Κι εμείς; Εμείς με ποιον ήμαστε; Με κανέναν εν πρώτοις. Πρόκειται για ενδοϊμπεριαλιστική διαμάχη μεταξύ βουβαλιών και όταν τα βουβάλια τσακώνονται στην λίμνη την πληρώνουν τα βατράχια σου λέει ο λαός. Ναι αλλά ακριβέστερα;… Όποια πολιτική πράξη και πολιτική θέση συμβάλλει στη διατήρηση της ισορροπίας που απομακρύνει τον πόλεμο δεν μπορεί παρά να βρίσκει την υποστήριξη μας, απ’ όπου αυτή κι αν προέρχεται. Και η στάση της ρώσικης κυβέρνησης, συγκυριακά και συγκεκριμένα… είναι προς ώρας στάση αποτροπής του πολέμου. Αλλά το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο και απαραίτητο, απαραίτητο και αναγκαίο που εν προκειμένω (άρνηση της Νατοϊκής περικύκλωσης της Ρωσίας ) μπορεί να αποδειχτεί και ωφέλιμο για την ειρήνη του κόσμου»7.
Ολοφάνερα η «γενική» (με κανέναν) και η «ειδική» (με τον Πούτιν) θέση του σχολιαστή μας βρίσκονται σε εμφανή αντίθεση μεταξύ τους. Επί της ουσίας εδώ ο Αναγνωστάκης μπαίνει στη λογική του μικρότερου κακού και εκτιμά ως τέτοιο την υποστήριξη της Ρωσίας του Πούτιν, θεωρώντας ότι η πολιτική της μπορεί σε αυτή τη φάση να συμβάλλει στην αποτροπή του πολέμου, ωφελώντας την παγκόσμια ειρήνη.
Το να υποστηρίζει κανείς μια τέτοια θέση ακόμη και πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ήταν μια καταφανής ανοησία. Σήμερα, μετά την εμπειρία του πολέμου, δεν είναι καν ανοησία, είναι καθαρή γελοιότητα. Η έκταση και η βαρβαρότητα της ρωσικής εισβολής καθιστά σαφές ότι ο Πούτιν προκρίνει τον πόλεμο ως κύριο μέσο για την επίτευξη των επεκτατικών στόχων του, όχι ως βοηθητικό για την εξασφάλιση πλεονεκτημάτων.
Η ουκρανική κυβέρνηση, ο Πούτιν και οι νεοναζί
Άλλη μια επιχειρηματολογία, που προβάλλουν κατά κόρο η Ίσκρα, ο χώρος του ΝΑΡ, ο Κορδάτος κ.ά., αφορά στους δεσμούς της ουκρανικής κυβέρνησης με τους νεοναζί της Ουκρανίας. Από το «ναζιστικό κίνημα» του Μαϊντάν το 2014, μας λένε, οι νεοναζί κατέλαβαν κεντρική θέση στη διακυβέρνηση της χώρας. Η απόσχιση των περιοχών του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ υποκινήθηκε από τις αντιναζιστικές διαθέσεις των μαζών και οι διαρκείς επιθέσεις από τους Ουκρανούς ακροδεξιούς δικαιολογούν τη ρωσική στάση, που απέβλεπε στην προστασία των απειλούμενων ρωσικών πληθυσμών. Την αναπαράγει πιστά ο Λ. Βατικιώτης, παρουσιάζοντας τον πόλεμο του Πούτιν σαν μια ιστορικά δικαιωμένη αποτρεπτική ενέργεια απέναντι σε έναν ευρύτερο μελλοντικό πόλεμο και μια απάντηση στις ναζιστικές προκλήσεις του Κιέβου απέναντι στους ρωσικούς πληθυσμούς του Ντονμπάς:
«Γενικά, ο πόλεμος είναι απευκταίος. Κατ’ εξαίρεση ωστόσο υπάρχουν… κι άλλοι πόλεμοι, κρατικοί, που διεξάγονται για να αποτρέψουν μεγαλύτερους κι ενδεχόμενα πιο μοιραίους πολέμους, όπως ο πόλεμος που εξαπέλυσε η Ρωσία στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022. Η επίθεση προετοιμάστηκε από τους ίδιους τους Ουκρανούς και το ΝΑΤΟ! Η αιτία του πολέμου πρέπει να αναζητηθεί στα επεκτατικά σχέδια του ΝΑΤΟ, όπως βήμα – βήμα υλοποιούνται από το 2014. Ποιος ξεχνάει το πραξικόπημα στην πλατεία Μαϊντάν του Κιέβου, όταν μια (ακόμη) “πορτοκαλί” επανάσταση, χρηματοδοτούμενη και υποκινούμενη από τις ΗΠΑ, κατάφερε τελικά να ανατρέψει τον φιλορώσο, δημοκρατικά εκλεγμένο τότε πρόεδρο Βίκτορ Γιανούκοβιτς; Το Ουκρανικό μπορεί έκτοτε να έφυγε από την ημερήσια διάταξη των Δυτικών ΜΜΕ, εφ’ όσον ο στόχος επιτεύχθηκε κι ας συμμετείχαν στη νέα κυβέρνηση Ναζί που χρηματοδοτούνταν αδρά από τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Στην Ουκρανία ωστόσο μαινόταν ένας καθημερινός και αιματηρός πόλεμος εναντίον των πολιτοφυλακών στις δύο δημοκρατίες του Ντονμπάς, με πρωταγωνιστή τον ουκρανικό στρατό και τους Ναζί. Ο απολογισμός των νεκρών μέχρι σήμερα φτάνει τους 14.000»8.
Ο Βατικιώτης, παραχαράσσει εδώ την πραγματικότητα. Το ότι υπάρχουν νεοναζί στην Ουκρανία και ότι οι παραστρατιωτικές οργανώσεις τους έχουν στενές συνδέσεις με το ουκρανικό κράτος, ιδιαίτερα τις δυνάμεις ασφαλείας, όντως αληθεύει. Το Τάγμα Αζόφ είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση, με τα μέλη του να έχουν προβεί σε δολοφονίες, βασανιστήρια, λεηλασίες και άλλα εγκλήματα πολέμου. Η ιδεολογία τους είναι καθαρά ναζιστική, ενώ και οργανώσεις, όπως ο Δεξιός Τομέας, ο Ουκρανικός Στρατός Εθελοντών και άλλες έχουν ισχυρά ακροδεξιά ιδεολογία.
Αν ο Βατικιώτης συζητούσε αντικειμενικά το ρόλο αυτών των οργανώσεων στην Ουκρανία, στον πόλεμο του Ντονμπάς, κ.ά., δεν θα υπήρχε αντίρρηση. Ωστόσο, η επίκλησή τους γίνεται ένα μέσο για να κρύβει ότι και στο Ντονμπάς υπάρχουν πλήθος νεοναζιστικές και ακροδεξιές τοπικές και ρωσικές παραστρατιωτικές ομάδες που δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν από τις ουκρανικές ομόλογές τους. Ανάμεσά τους περιλαμβάνονται η διάσημη Ομάδα Βάγκνερ, της οποίας ο επικεφαλής Ντ. Ούτκιν έχει παρασημοφορηθεί επανειλημμένα από το καθεστώς Πούτιν, οι εθνικιστές Λύκοι της Νύχτας, συνδεόμενοι επίσης στενά με τον Πούτιν, οι Εθελοντές της Ευρασιατικής Νεολαίας (του κόμματος του Ντούγκιν), οι Εθνικομπολσεβίκικες Ταξιαρχίες, ο Ρωσικός Ορθόδοξος Στρατός κ.ά. Αυτές οι ακροδεξιές ομάδες και τα φασιστοειδή έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στο Ντονμπάς, με τις ευλογίες του Πούτιν, ώστε η αγνόησή τους από τον Βατικιώτη συνιστά πλαστογράφηση της αλήθειας.
Επιπρόσθετα, η παρουσία της ακροδεξιάς στη Ρωσία είναι πολύ πιο ισχυρή από την αντίστοιχη της ουκρανικής ακροδεξιάς. Στην Ουκρανία, στις εκλογές του 2019 ο ακροδεξιός συνασπισμός Σβόμποντα συγκέντρωσε ένα πενιχρό 2,1%, εκλέγοντας ένα βουλευτή. Στη Ρωσία, αντίθετα, ακόμη και αν αγνοήσουμε τα ακροδεξιά στοιχεία στο επιτελείο και το κόμμα του Πούτιν, την Ενωμένη Ρωσία, η ακροδεξιά έχει διαρκή ισχυρή πολιτική παρουσία, με τα ακροδεξιά/φασιστικά κόμματα (Ζιρινόφσκι, Ρόντινα, κ.ά.) να συγκεντρώνουν στις εκλογές του 2021 περί το 10% (και το 2016, 16%).
Σε ένα παλιό άρθρο μας είχαμε τεκμηριώσει εκτενώς την ακροδεξιά φυσιογνωμία των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών του Ντονμπάς και τη στενή σύνδεσή τους με τα μεγαλορωσικά σχέδια του Πούτιν. Χωρίς να επανέλθουμε διεξοδικά, παραθέτουμε εδώ λίγα στοιχεία:
• Στο σύνταγμα της ΛΔ του Ντονέτσκ διακηρύσσεται ως στόχος «η δημιουργία ενός κυρίαρχου και ανεξάρτητου κράτους, προσανατολισμένου προς την παλινόρθωση ενός ενιαίου χώρου κουλτούρας και πολιτισμού του Ρωσικού Κόσμου, πάνω στη βάση των κοινωνικών θρησκευτικών, πολιτισμικών και ηθικών παραδοσιακών αξιών του, στην προοπτική της προσχώρησης στη Μεγάλη Ρωσία, διάδημα των εδαφών του Ρωσικού Κόσμου». Επιπλέον διασφαλίζεται η κεντρική θέση της ρωσικής εκκλησίας κατοχυρώνεται συνταγματικά η απαγόρευση των αμβλώσεων, το κράτος δεσμεύεται συνταγματικά ότι θα καταδιώκει τους ομοφυλόφιλους, ενώ προβλέπει ότι «Το δικαίωμα στην ιδιωτική περιουσία είναι προστατευμένο από το νόμο».
• Ενδεικτικό του ρωσικού επεκτατισμού είναι ότι μετά την απόσχιση των ΛΔ του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ αναγγέλθηκε η συνένωσή τους στη Νοβορωσία, από το φιλορωσικό Κόμμα της Νοβορωσίας, ιδρυμένο το 2014. Στο σχετικό συνέδριο πήραν μέρος αξιωματούχοι της ΛΔ του Ντονέτσκ, όπως ο Πάβελ Γκούμπαρεφ και Ρώσοι ακροδεξιοί, όπως ο Αλεξάντερ Πρoχάνοφ, εκδότης της Ζάφτρα, ο μυστικοσύμβουλος του Πούτιν Αλεξάντερ Ντούγκιν κ.ά. Σύμφωνα με τις εξαγγελίες του Ντούγκιν το κράτος θα είχε ως πρωτεύουσα το Ντονέτσκ και επίσημη θρησκεία το χριστιανισμό, ενώ ο Γκούμπαρεφ ανήγγειλε ότι θα περιλάμβανε τις περιοχές του Χαρκόβου, Ντνιεπροπετρόφσκ, Ζαπορόζιε, Χερσώνας κ.ά., σε μια προοπτική ενοποίησης με τη Ρωσία.
• Από τους ηγέτες των «ΛΔ του Ντονμπάς», ο Γκούμπαρεφ, ο πρώτος επικεφαλής της ΛΔ του Ντονέτσκ, είναι ένας σλαβόφιλος και φιλορώσος Ουκρανός, παλιότερα μέλος της νεοναζιστικής παραστρατιωτικής ομάδας Ρωσική Εθνική Ενότητα. Η συγκεκριμένη οργάνωση, ενεργή στην πολιτοφυλακή του Ντονέτσκ από το 2014, συνδέεται στενά με τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες και υποστηρίζει να εκτοπιστούν από τη Ρωσία Εβραίοι, Αζέροι, Γεωργιανοί, Αρμένιοι, Καζάκοι, κ.ά. Αλλά και μετέπειτα επικεφαλής, όπως οι Ζαχάρτσενκο, Μοζγκοβόι, Πλοτνίτσκι, Στρέλκοφ, κ.ά., δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν. Ο Ιγκόρ Στρέλκοφ, υπουργός άμυνας και στρατιωτικός διοικητής της ΛΔ του Ντονέτσκ το Μάη-Αύγουστο του 2014, ένας Ρώσος εθνικιστής, πρώην στρατιωτικός και πράκτορας των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και στην προώθηση των ρωσικών πολιτικών σε Ουκρανία, Τσετσενία, Υπερδνειστερία και Βοσνία. Παντού κατηγορήθηκε για πλήθος εγκλήματα, δολοφονίες και απαγωγές αμάχων, ενώ εμπλέκεται στην κατάρριψη της πτήσης 17 των Μαλαισιανών Αερογραμμών, που κόστισε τη ζωή σε 298 ανθρώπους. Έχει συνδεθεί με τους Προχάνοφ, Ντούγκιν και άλλους Ρώσους ακροδεξιούς. Ο πολέμαρχος του Λουγκάνσκ Αλεξέι Μοζγκοβόι ήταν στενός συνεργάτης του Στρέλκοφ ως το 2015, όταν δολοφονήθηκε, ενώ είχε σχέσεις και με τον ακροδεξιό Ζιρινόφσκι και τους Ρώσους «ορθοδοξοφασίστες», ομάδες ακροδεξιών μεταξύ των Κοζάκων. Για το σκοταδισμό του Μοζγκοβόι ενδεικτική είναι η διαταγή του τον Οκτώβρη του 2014 για περιορισμό των γυναικών στις δουλειές του σπιτιού και απαγόρευση, με ποινή φυλάκισης, της εισόδου τους σε καφετέριες και παμπ. Παρόμοιες είναι οι βιογραφίες των υπόλοιπων9.
Ο Βατικιώτης μάς παραχωρεί μεγαλόψυχα ότι «η Ρωσία δεν αποτελεί τον καλύτερο των δυνατών κόσμων στον οποίο θα θέλαμε να ζήσουμε»10. Αυτό όμως είναι πολύ λίγο. Αν λάβαινε υπόψη τα παραπάνω θα έπρεπε να παραδεχτεί δυο ακόμη πράγματα. Πρώτον, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός είναι ακόμη πιο αντιδραστικός από τον δυτικό, που τουλάχιστον δεν φυλακίζει τις γυναίκες όταν πάνε στις παμπ. Και δεύτερο, οι λεγόμενες ΛΔ του Ντονμπάς, της Υπερδνειστερίας, κ.ά., δεν είναι παρά τεχνητά μορφώματα που έστησε ο Πούτιν, για να «πατήσει πόδι» στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και να προωθήσει τα ιμπεριαλιστικά του σχέδια (πατώντας φυσικά στα εθνικά αισθήματα των εκεί Ρώσων, που συχνά καταπιέζονταν).
Φυσικά, ο Πούτιν δεν βγήκε ανοικτά να διακηρύξει: «Είμαι ιμπεριαλιστής και μεγαλορώσος σοβινιστής και με τη δημιουργία των ΛΔ του Ντονμπάς προετοιμάζω το έδαφος για τους πολέμους μου». Προσπάθησε, όπως κάνουν πάντα οι ιμπεριαλιστές, να καμουφλάρει τον ιμπεριαλισμό του, προσδίδοντας μια «λαϊκή» χροιά, βάζοντας πάνω λίγη κόκκινη μπογιά από τη σοβιετική εποχή, κοκ. Για το λόγο αυτό αξιοποίησε μερικούς αφελείς διανοούμενους από τη Ρωσία και το εξωτερικό, που ήταν πρόθυμοι να γίνουν μαϊντανοί στο σκηνικό του. Το ΝΑΡ, η ομάδα Λαφαζάνη κ.ά., έπαιξαν και παίζουν στη χώρα μας ακριβώς το ρόλο αυτών των μαϊντανών. Οι προσπάθειές τους να πείσουν ότι ο ρωσικός ιμπεριαλισμός πρέπει να προτιμηθεί από το δυτικό και ότι λέγοντάς το αυτό μένουν ασυμβίβαστοι αγωνιστές ενάντια στον αμερικανισμό και την ΕΕ, τους κύριους εχθρούς της ειρήνης και δολοφόνους των λαών, δεν είναι κάτι άλλο από μια προσπάθεια να κρύψουν ότι με την υποστήριξή τους στις «ΛΔ του Ντονμπάς» στάθηκαν μαϊντανοί του Πούτιν. Αν τα περί ΛΔ, λαϊκών εξεγέρσεων, κοκ, είχαν ουσία, αυτό θα φαινόταν κάπου σήμερα, αποδεικνύεται όμως ότι τα αφεντικά του σπιτιού ήταν οι Πούτιν και οι Στρέλκοφ και απλά είχαν τους ήρωές μας για μόστρα, για να προετοιμάσουν καλύτερα στο παρασκήνιο το βιασμό της Ουκρανίας.
Βέβαια θα ήταν λάθος να αποδώσουμε τις αυθαίρετες εκτιμήσεις των Βατικιώτη και Αναγνωστάκη απλά σε μια προσπάθεια να αποποιηθούν τις ευθύνες τους. Όντας δυο από τους υποκειμενικά έντιμους ακτιβιστές του χώρου, είναι ενδεικτικοί μιας άλλης σοβαρής αδυναμίας της «ακαδημαϊκής» αριστερής διανόησης – της τάσης της να προσεγγίζει τα ζητήματα αφηρημένα, βάσει γενικών σχημάτων και αρχών. Και οι δυο διαπλάστηκαν με την παραδοσιακή κομμουνιστική ιδεολογία που έλεγε ότι ο αμερικανισμός είναι ο κύριος εχθρός των λαών και ότι η ουσία της κομμουνιστικής στάσης συνίσταται στο να καταγγέλλουμε τις ανά τον κόσμο επεμβάσεις και ασχημοσύνες του. Αν αυτό είχε βάση στην εποχή που ο αμερικανισμός κυριαρχούσε στο Δυτικό κόσμο ως τη διάλυση της ΕΣΣΔ και μετά όταν κυριαρχούσε παγκόσμια, είναι σίγουρα ανεπαρκές σήμερα, όταν έχουν διαμορφωθεί αρκετά ιμπεριαλιστικά κέντρα με αντιτιθέμενες επιδιώξεις σε έναν πολυπολικό κόσμο.
Μια κρίσιμη αρνητική συνέπεια αυτής της προσέγγισης είναι η σύγχυση, εμφανής στους αναλυτές μας, δυο διαφορετικών ζητημάτων: του ποιος ιμπεριαλισμός είναι πιο επικίνδυνος μακροχρόνια και ποιος είναι πιο επικίνδυνος σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή.
Δεν χωρά αμφιβολία ότι οι πιο ισχυροί ιμπεριαλισμοί, ο αμερικάνικος και ο αναδυόμενος σήμερα κινέζικος, είναι και οι πιο επικίνδυνοι σε ιστορικό βάθος χρόνου. Όλα δείχνουν ότι η νίκη του σοσιαλισμού θα κριθεί τελικά σε μια μάχη με τους δυο αυτούς ιμπεριαλισμούς. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι και οι πιο επικίνδυνοι σε κάθε δεδομένη στιγμή, όπως μηχανικά συνάγουν οι θεωρητικοί μας. Κάθε κυνηγός ξέρει ότι ένα μικρότερο θηρίο, αν είναι πληγωμένο και πεινασμένο, μπορεί να γίνει πιο επικίνδυνο από ένα μεγάλο και χορτάτο. Αλλά ένα τέτοιο θηρίο είναι επίσης αδύναμο και αν αποτύχει να βρει γρήγορα θήραμα μπορεί να ψοφήσει ή να σκοτωθεί από έναν άνθρωπο που κινδυνεύει. Σήμερα ο ρωσικός ιμπεριαλισμός είναι ένα τέτοιο ακριβώς θηρίο και αυτό εγείρει μια σειρά ζητήματα, που ξεφεύγουν πλήρως από το οπτικό πεδίο του Βατικιώτη και όσων σκέφτονται όπως αυτός.
Το ότι ο Πούτιν εξαπολύει έναν τέτοιο μαζικό πόλεμο, διατυπώνοντας ως και πυρηνικές απειλές, είναι δείγμα δύναμης ή αδυναμίας; Ξεκάθαρα το δεύτερο: η επιθετικότητα του ρωσικού ιμπεριαλισμού φανερώνει τη βαθιά κρίση του, την ανάγκη να βρει μια διέξοδο από τις εσωτερικές του αντιθέσεις, αποτρέποντας να πυροδοτήσουν μια ριζοσπαστική κοινωνική αντιπολίτευση και διαμαρτυρία, που θα προέκυπτε σύντομα χωρίς αυτό τον αποπροσανατολισμό. Το 1904 ο τσαρισμός εξαπέλυσε τον πόλεμο ενάντια στην Ιαπωνία σε μια προσπάθεια να αποτρέψει την επανάσταση που ωρίμαζε στο εσωτερικό της χώρας, όμως οι ήττες του στον πόλεμο τελικά επιτάχυναν την επανάσταση. Ο πόλεμος του Πούτιν μπορεί να γίνει το ίδιο μπούμερανγκ για τη δικτατορία του, πυροδοτώντας ανάλογες εξελίξεις που θα επισπεύσουν το τέλος της και θα ανοίξουν επαναστατικές δυνατότητες.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αντίσταση του ουκρανικού λαού, επιδρά ευεργετικά στις μελλοντικές εξελίξεις. Αν ο Πούτιν είχε επιτύχει το στόχο του για ένα κεραυνοβόλο νικηφόρο πόλεμο, θα ερχόταν μετά η σειρά της Γεωργίας και της Μολδαβίας, με ακόμη χειρότερες διεθνείς συνέπειες. Η ουκρανική αντίσταση στερεί από το ρωσικό ιμπεριαλισμό τους πόρους για άμεσες παραπέρα επιχειρήσεις, εξαντλώντας τα οικονομικά του αποθέματα (σε 10 δις δολάρια υπολογίζεται το καθημερινό κόστος των επιχειρήσεων). Αυτή η χρονική μετάθεση δίνει περιθώριο στα ριζοσπαστικά κινήματα, που οπωσδήποτε θα ξεσπάσουν στην Ευρώπη τα αμέσως επόμενα χρόνια, να έρθουν πρώτα, προλαβαίνοντας ένα νέο, ακόμη πιο θερμό γύρο πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές.
Από την άλλη μεριά, η ουκρανική αντίσταση υπονομεύει δραστικά το κύρος του Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας. Οι μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στον πόλεμο, η δυσαρέσκεια του κόσμου για τις απώλειες και τα δεινά του, η αίσθηση του καταπιεστικού, αυταρχικού χαρακτήρα του καθεστώτος και της αποξένωσής του από το ρωσικό λαό, η αποθάρρυνση ακόμη και στις γραμμές του στρατού – όλα αυτά λαμβάνουν μια ισχυρή ώθηση που δεν θα υπήρχε στην περίπτωση μιας εύκολης και γρήγορης ρωσικής νίκης.
Συνολικά, τα γεγονότα δείχνουν ότι η Ρωσία μπορεί να γίνει ο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού, κάτι που δεν ισχύει άμεσα για τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ΗΠΑ, ΕΕ, Κίνα και Ιαπωνία. Επί της ουσίας, λοιπόν, οι Βατικιώτης και Αναγνωστάκης μας προτείνουν να μην κτυπήσουμε τώρα το ρωσικό ιμπεριαλισμό, τον κρίκο που μπορεί άμεσα να κτυπηθεί, με το επιχείρημα ότι ο κύριος εχθρός μας είναι ο αμερικάνικος και ο ρωσικός είναι τάχα σύμμαχος και στήριγμά μας ενάντια σε αυτόν. Μπορεί να φανταστεί κανείς μεγαλύτερη απόσπαση από τη ζωή και διανοουμενίστικη νάρκη;
Θα μπορούσε ασφαλώς να αμφισβητήσει κανείς τις παραπάνω εκτιμήσεις, όμως οι θεωρητικοί μας δεν είναι ικανοί ούτε να τις διανοηθούν_ δεν περνά καν από το μυαλό τους ότι η ιστορία μπορεί να θέτει τέτοια καθήκοντα στην ημερήσια διάταξη. Αν αυτό δείχνει κάτι, είναι ότι ο «αντιιμπεριαλισμός» τους είναι κάλπικος, παρανοεί πλήρως τις εξελίξεις και ουσιαστικά δεν είναι αντιιμπεριαλισμός αλλά αντιδυτικισμός: δεν στρέφεται ενάντια και στα δυο ιμπεριαλιστικά μπλοκ, όπως θα έκανε κάθε γνήσιος, μαρξιστικός αντιιμπεριαλισμός, αλλά μόνο ενάντια στο ένα, και για να το κάνει αυτό πλαστογραφεί την πραγματικότητα με τον τρόπο που το κάνει το άλλο μπλοκ.
Ο Βατικιώτης ειδικά διαπρέπει σε αυτό το σπορ, αναμασώντας ως αλήθεια την προπαγάνδα του ρωσικού ιμπεριαλισμού (που ακόμη και εκεί που περιλαμβάνει μια «μισή αλήθεια» είναι το είδος της «αλήθειας» που είναι χειρότερη από το ψέμα). Μας λέει για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, την απειλή που αντιπροσώπευε για τη Ρωσία, κοκ, ξεχνά όμως ότι ως το 2014 στην Ουκρανία μόνο το 20% του λαού ήταν υπέρ της ένταξης στο ΝΑΤΟ και οι διαθέσεις άλλαξαν μετά τη ρωσική προσάρτηση της Κριμαίας11. Κάνει λόγο για 14.000 θύματα στη μεριά των ρωσόφωνων του Ντονμπάς, δίνοντας πάλι ρωσικά στοιχεία. Η αλήθεια όμως είναι ότι στα 2014-21 έγιναν πολεμικές επιχειρήσεις και από τις δυο πλευρές, με περίπου ίσες απώλειες, 4.600 στην ουκρανική πλευρά και 5.700 στη ρωσική, και περί τις 10.000 τραυματίες αντίστοιχα12. Δεδομένου ότι και οι διάφοροι Στρέλκοφ, που κινούν τα ρωσικά νήματα στο Ντονμπάς, είναι εφάμιλλα φασιστοειδή με τους Ουκρανούς συναδέλφους τους, όλα τα περί «Ουκρανών ναζί», θυμάτων, κοκ, ισχύουν και γι’ αυτούς. Ο Βατικιώτης όμως παρουσιάζει τα πράγματα σαν όποιος λέει κάτι τέτοιο να είναι αυτονόητα πράκτορας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και δεν υποψιάζεται μήπως ο ίδιος γίνεται έτσι υποχείριο του ρωσικού ιμπεριαλισμού.
Σε ένα άλλο άρθρο του, ο Βατικιώτης επιχειρηματολογεί ότι για τον τωρινό πόλεμο ευθύνεται η Ουκρανία, γιατί δεν εφάρμοσε τις συμφωνίες του Μινσκ. «Η Ουκρανία φέρει ακέραια την ευθύνη αθέτησης των συμφωνιών του Μινσκ, που υπογράφτηκαν το 2014 και 2015». Οι συμφωνίες αυτές όμως δεν υπογράφτηκαν στο αστρικό κενό. Έγιναν αμέσως μετά τη ρωσική κατάληψη της Κριμαίας και τον πρώτο πόλεμο στο Ντονμπάς, όπου παρενέβηκε η Ρωσία, η δε Ουκρανία τις υπέγραψε πιεζόμενη για να αποφύγει τα χειρότερα. Δεδομένου ότι και οι Στρέλκοφ του Ντονμπάς διακήρυσσαν σε κάθε ευκαιρία ότι θα εντάξουν την Ουκρανία στη Ρωσία, ήταν αδύνατο να τηρηθούν. Ταυτόχρονα, ο Βατικιώτης δεν λέει κουβέντα για τη Συμφωνία της Βουδαπέστης του 1994, με την οποία η Ουκρανία είχε παραδώσει στη Ρωσία τα πυρηνικά της και η Ρωσία είχε εγγυηθεί την εδαφική της ακεραιότητα, κάτι εμφανώς μη συμβατό με την προσάρτηση της Κριμαίας και του Ντονμπάς.
Όλα αυτά είναι, φαίνεται, μυθεύματα των δυτικών ιμπεριαλιστών. «Η μαγική λέξη που απαντάει στα παραπάνω ερωτήματα», διαβάζουμε παραπέρα, «είναι …Ντεμπαλτσέβε! Άρει δε κάθε μυστήριο γύρω από το περίφημο “αίνιγμα του Μινσκ”, όπως συχνά αποκαλείται η συνθήκη ειρήνης». Στο Ντεμπαλτσέβε, μια πόλη μεταξύ των ΛΔ του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, οι «Ουκρανοί νεοναζί» οργάνωσαν μια αποτυχημένη επίθεση στις αρχές του 2015, με μεγάλες απώλειες. Τότε ο ουκρανικός στρατός «Συνειδητοποίησε… πώς είχε εγκλωβιστεί και κινδύνευε το Ντεμπελτσέβε να μετατραπεί σε Στάλινγκτραντ [sic!] των Ουκρανών ναζί…». Αυτή τη βαριά ήττα δεν μπόρεσαν να χωνέψουν και παραβίασαν τις συμφωνίες του Μινσκ13.
Ακριβώς έτσι! Αναρωτιέται μόνο κανείς πώς μπορεί νοήμονες άνθρωποι να αραδιάζουν τέτοιες ασυναρτησίες. Ακόμη και αν δεχτούμε όσα λέει ο Βατικιώτης, ότι όλη η ουκρανική κυβέρνηση και ο ουκρανικός στρατός είναι νεοναζί, το επιχείρημά του είναι σε βάρος του. Το Ντεμπαλτσέβε ήταν ένα τριτεύον γεγονός χωρίς κανένα σοβαρό εσωτερικό και διεθνές αντίκτυπο. Αν δείχνει κάτι είναι ότι όλοι μαζί οι «Ουκρανοί ναζί» είναι ικανοί μόνο για τέτοια τριτεύοντα γεγονότα. Ο πόλεμος που εξαπέλυσε όμως ο Πούτιν στην Ουκρανία είναι ένα κοσμοϊστορικό γεγονός, αλλάζει ριζικά όλη τη διεθνή κατάσταση, τις σχέσεις μεταξύ των κρατών και των ιμπεριαλιστικών μπλοκ, τα παγκόσμια οικονομικά δεδομένα (μέσω των κυρώσεων), τα δημογραφικά, κοκ. Και μέσα σε αυτή την κατάσταση, υπάρχουν άνθρωποι που ισχυρίζονται σοβαρά ότι το κλειδί για όσα συμβαίνουν θα βρεθεί στο Ντεμπαλτσέβε…
Αντικειμενικά αν το δούμε, ο «αντιιμπεριαλισμός» των Βατικιώτη, Αναγνωστάκη, κ.ά. δεν διαφέρει σε τίποτα από τον «αντιιμπεριαλισμό» του Γκρίφιν και των ομοίων του. Το πνεύμα τους είναι ταυτόσημο και είναι βέβαιο ότι αν ο Γκρίφιν διάβαζε τα άρθρα τους, θα τους αγκάλιαζε με λατρεία.
Θα μας αντιτάξουν ίσως ότι ο Γκρίφιν καταγγέλλει το δυτικό ιμπεριαλισμό ψεύτικα και δημαγωγικά, ενώ αυτοί είναι ειλικρινείς και έντιμοι στις δηλώσεις τους. Αυτό κατ’ αρχήν είναι σωστό, τα φασιστοειδή τύπου Γκρίφιν είναι καιροσκόποι, δεν πιστεύουν όσα λένε. Το ότι ο Γκρίφιν όμως παίρνει θέση υπέρ του Πούτιν, όπως έκαναν για καιρό και οι Λε Πεν και σία, όπως κάνει σήμερα και ο Βελόπουλος, κοκ, δεν απορρέει από τη δημαγωγία του. Παίρνει αυτή τη θέση ακριβώς γιατί εκτιμά πως ο πόλεμος του Πούτιν ενισχύει μακροχρόνια και στη Δύση την πιο φιλοπόλεμη, ακροδεξιά/φασιστική πτέρυγα της αντίδρασης στην οποία ανήκει ο ίδιος. Οι Βατικιώτης, Αναγνωστάκης και σία, αντίθετα, μας λένε πως ο πόλεμος του Πούτιν βοηθά την ειρήνη, γιατί διατηρεί την ισορροπία μεταξύ των υπερδυνάμεων, κοκ. Αυτές οι εκτιμήσεις δεν μπορεί να είναι και οι δυο σωστές, η μια ή η άλλη, εκείνη του Γκρίφιν ή εκείνη των Βατικιώτη και σία, είναι λάθος. Σε αυτό το θέμα, θα δώσουμε δίκιο στους Γκρίφιν, γιατί η ιστορία δείχνει ότι οι φασίστες, ακόμη και αν είναι κτήνη, δεν είναι τόσο βρέφη και ανεγκέφαλοι όπως μερικοί άλλοι.
Οι Βατικιώτης, Αναγνωστάκης και όσοι σκέφτονται όπως αυτοί μπορεί, σε αντίθεση με τον Λαφαζάνη, να είναι υποκειμενικά έντιμοι. Η πολιτική τους όμως δεν παύει να είναι τυχοδιωκτική. Είναι η πολιτική που βεβαιώνει ότι μπορούμε να βοηθήσουμε την ειρήνη ενισχύοντας τη φασιστική, την πιο φιλοπόλεμη πτέρυγα της αστικής τάξης, παρερμηνεύοντας εξελίξεις που ενισχύουν αυτή την πτέρυγα ως εξελίξεις που ενισχύουν την ειρήνη.
Το διάγγελμα του Πούτιν, η στάση του ΚΚΡΟ και το ΚΚΕ
Αν ο Πούτιν φλερτάριζε κατά καιρούς με το «σοβιετικό παρελθόν», δηλαδή βασικά με τις μεγαλορωσικές, καταπιεστικές πρακτικές του Στάλιν, ο πόλεμος τον υποχρέωσε να φανερώσει ξεκάθαρα το ιμπεριαλιστικό πρόσωπό του. Στο διάγγελμά του έκανε άμεση επίθεση στον Λένιν, αποδίδοντάς του την «ευθύνη» για τη συγκρότηση και ανεξαρτησία σήμερα της Ουκρανίας: «Ως αποτέλεσμα της μπολσεβίκικης πολιτικής, προέκυψε η σοβιετική Ουκρανία, η οποία ακόμη και σήμερα μπορεί να αποκληθεί “η Ουκρανία του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν”. Αυτός [ο Λένιν] είναι ο εμπνευστής και ο αρχιτέκτονάς της. Αυτό επιβεβαιώνεται πλήρως από αρχειακά ντοκουμέντα»14.
Η τοποθέτηση του Πούτιν προκάλεσε την αντίδραση του «Ριζοσπάστη», ο οποίος σε εκτενές σχόλιο υπεραμύνθηκε της εθνικής πολιτικής των Μπολσεβίκων, η οποία βασιζόταν στις αρχές της εθνικής ισοτιμίας και της αυτοδιάθεσης. Έσπευσε όμως να εμφανίσει ότι η μπολσεβίκικη πολιτική ακολουθήθηκε αδιατάρακτα επί Στάλιν και η σημερινή έξαρση των εθνικισμών οφείλεται στην «αντεπανάσταση» (της Περεστρόικα) και τη διάλυση της ΕΣΣΔ:
«Η συζήτηση που υπήρξε στους κόλπους των μπολσεβίκων σε σχέση με τους όρους ίδρυσης της Σοβιετικής Ενωσης δεν έχει καμία σχέση με την αστική πολεμική που ασκείται από την ηγεσία της καπιταλιστικής Ρωσίας. Αφορούσε ποιοι ήταν οι όροι που θα εξασφάλιζαν την αρμονικότερη συμβίωση των διαφόρων εθνοτήτων που ζούσαν στα εδάφη των Σοβιετικών Δημοκρατιών, στηριγμένη στην αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών… Δηλαδή η ΕΣΣΔ συγκροτήθηκε ως ισότιμη ένωση σοσιαλιστικών κρατών στην οποία οι λαοί, τα έθνη και οι εθνότητες που την αποτελούσαν ζούσαν ειρηνικά και ισότιμα, χωρίς βεβαίως να έχουν εκλείψει όλα τα προβλήματα των εθνοτικών διαφορών κ.λπ. που κληρονομήθηκαν από το παρελθόν, ήταν όμως σε πορεία επίλυσής τους στον βαθμό που δυνάμωναν οι σοσιαλιστικές σχέσεις. Η αποδυνάμωση των σοσιαλιστικών σχέσεων και η περίοδος της αντεπανάστασης σημαδεύτηκαν από την ενδυνάμωση των εθνικισμών, την αναμόχλευση εθνικών διαφορών και αντιθέσεων, και τελικά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και την αντικατάστασή της από καπιταλιστικά κράτη, την όξυνση των μεταξύ τους ανταγωνισμών. Αυτή είναι η αλήθεια»15.
Αυτή, βέβαια, μπορεί να είναι η αλήθεια μέσα στο μυαλό των σταλινικών γραφιάδων του Περισσού, σε καμιά περίπτωση όμως δεν είναι η ιστορική αλήθεια.
Η ΕΣΣΔ θεμελιώθηκε πράγματι σε σχέσεις εθνικής ισοτιμίας, σε συμφωνία με τη μαρξιστική αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα σε όλη τη δεκαετία του 1920 να αναπτυχθούν οι εθνικοί πολιτισμοί των λαών της με σεβασμό των δικαιωμάτων τους στην αυτοδιοίκηση, την εκπαίδευση και την καλλιέργεια των παραδόσεών τους. Αυτό αντιστράφηκε στη δεκαετία του 1930, με εξαιρετικά βαριές συνέπειες για την Ουκρανία. Η Ουκρανία ήταν η δημοκρατία της ΕΣΣΔ που πλήγηκε περισσότερο από το λιμό του 1932-33 (επακόλουθο της βίαιης κολεκτιβοποίησης), με περί τα 3 εκατομμύρια θύματα. Καταργήθηκαν, όπως γενικά στην ΕΣΣΔ, οι αυτόνομες εθνικές περιοχές, απαγορεύτηκε ο τοπικός Τύπος και επιβλήθηκε ένας βίαιος εκρωσισμός. Μόνο στα 1936-38 περί τις 250.000 πολίτες της ΕΣΣΔ, Πολωνοί, Έλληνες, Γερμανοί, Λευκορώσοι, Ουκρανοί, Κορεάτες, κ.ά., εκτελέστηκαν στο πλαίσιο των εθνικών εκκαθαρίσεων του Στάλιν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες εξορίστηκαν στα Γκούλαγκ. Επαναφέρθηκε ακόμη ο αντισημιτισμός, η πιο ειδεχθής παράδοση του τσαρισμού, με πολλούς Εβραίους να διώκονται και να εκτελούνται ως το 1953, λίγο πριν το θάνατο του Στάλιν, στη διάσημη «Συνωμοσία των γιατρών». Ο μεγαλορωσικός σοβινισμός, ενάντια στον οποίο είχε παλέψει επίμονα ο Λένιν, έγινε επίσημη ιδεολογία, με τον Στάλιν να εμφανίζει το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως νίκη των σλαβικών λαών εναντίον του προαιώνιου γερμανικού εχθρού και, στην ανατολή, ως εκδίκηση για την ταπείνωση της τσαρικής Ρωσίας από την Ιαπωνία στον πόλεμο του 1904-05.
Αυτή είναι όλη η αλήθεια, που αποφεύγουν στο ΚΚΕ όπως ο διάβολος το λιβάνι, γιατί εκθέτει την απάτη της από μέρους τους αποθέωσης του Στάλιν ως δήθεν «υπερασπιστή του σοσιαλισμού», «συνεχιστή του Λένιν», κοκ. Οι προφανείς συγγένειες ανάμεσα στο μεγαλορωσικό σοβινισμό του Στάλιν και την εθνικιστική ιδεολογία του Πούτιν καταρρίπτουν ιδιαίτερα τη θέση τους ότι το 20ό Συνέδριο και η Περεστρόικα έφεραν την «αντεπανάσταση». Ο ίδιος ο Λένιν, στα τελευταία κείμενά του είχε χαρακτηρίσει τον Στάλιν σοσιαλεθνικό και σκαιό Μεγαλορώσο χωροφύλακα, τονίζοντας ότι ο κρατικός μηχανισμός της ΕΣΣΔ ήταν ένα τσαρικό μείγμα και ότι η μεγαλορωσική καταπίεση θα μπορούσε να επαναληφθεί στο μέλλον από τους γραφειοκράτες στο όνομα του κομμουνισμού16. Ο Πούτιν προέρχεται ακριβώς από αυτά τα στοιχεία, που κυριαρχούσαν στο στρατό, τις μυστικές υπηρεσίες, κοκ. Είναι σίγουροι στο «Ριζοσπάστη» ότι αυτό που εξέθρεψε αυτές τις δυνάμεις ήταν το 20ό Συνέδριο και όχι οι εθνικιστικές, μεγαλορωσικές παραδόσεις του σταλινισμού;
Η δουλική στάση του ΚΚΡΟ στο πλευρό του Πούτιν στον πόλεμο με την Ουκρανία, φωτίζει έμπρακτα τον αχρείο ρόλο των οπαδών του σταλινισμού σήμερα. Η ηγεσία του ΚΚΡΟ κάλυψε με όλες της τις δυνάμεις τον πόλεμο του Πούτιν, απαιτώντας επίμονα την αναγνώριση από τη Ρωσία των ΛΔ του Ντονμπάς –κατέθεσε η ίδια σχετική πρόταση στη ρωσική Βουλή που υπερψηφίστηκε στα μέσα Φλεβάρη– και βοηθώντας να προπαρασκευαστεί το κλίμα για τη ρωσική εισβολή. Οι διακηρύξεις του Ζιουγκάνοφ, του ηγέτη του ΚΚΡΟ, όπου εξαίρει την «αιώνια αποστολή» της Ρωσίας, χωρίς καμιά νύξη για τον αστικό, ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της τωρινής Ρωσίας, είναι διαφωτιστικές:
«Η Ρωσία απομακρύνεται επιτέλους από την ολέθρια ειδωλολατρία της Δύσης…. Ήρθε η ώρα να δείξουμε το χαρακτήρα μας στο Ντονμπάς. Είμαστε περικυκλωμένοι από μια αλυσίδα εχθρικών κρατών. Είναι αδύνατο να υποχωρήσουμε περαιτέρω. Η Δύση πρέπει να νιώσει την αποφασιστικότητα της Ρωσίας να υπερασπιστεί τον εαυτό της και τους φίλους της… Είμαστε έτοιμοι να υποστηρίξουμε τα αποφασιστικά μέτρα της κυβέρνησης για την προστασία της ασφάλειας της Ρωσίας και των συμπολιτών μας στις Λαϊκές Δημοκρατίες στην περιοχή του Ντονμπάς. Και επιμένουμε στην άμεση αναγνώριση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας τους… Η Ρωσία δεν μπορεί να επιτρέψει την κατάληψη των πόλεων και των χωριών των δύο Λαϊκών Δημοκρατιών από φασιστικές δυνάμεις στην Ουκρανία_ δεν μπορεί να αγνοήσει την απειλή μιας σφαγής του άμαχου πληθυσμού από βάναυσες δυνάμεις με την ευλογία του ΝΑΤΟ… Ήρθε η ώρα να εκπληρώσουμε την αποστολή που οι Ρώσοι γνωρίζουν πολύ καλά από την πείρα τους»17.
Ακόμη και μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής, ο Ζιουγκάνοφ εξέφρασε την πλήρη υποστήριξή του, παρουσιάζοντάς τη σε δήλωσή του σαν «επιχείρηση για να απελευθερωθεί η Ουκρανία από το ναζισμό του Μπαντέρα»18.
Ο Ζιουγκάνοφ δεν πήρε τυχαία αυτή τη θέση. Επί δεκαετίες έχει υποστηρίξει μια καθαρά αντιδραστική ιδεολογία, ένα μίγμα σταλινισμού, εθνικισμού και θρησκευτικού σκοταδισμού, με αναφορές σε φασίστες θεωρητικούς και προοπτική την ίδρυση μιας νέας ρωσικής αυτοκρατορίας. Αυτά είναι επίσημες θέσεις του ΚΚΡΟ, που εκφράστηκαν και σε ανακοινώσεις του19. Στηρίζοντας τον πόλεμο του Πούτιν ο Ζιουγκάνοφ και το ΚΚΡΟ μένουν λοιπόν πιστοί σε όλη την πορεία τους και την ιδεολογία που διαμόρφωσαν μετά το 1990.
Σήμερα το ΚΚΕ καταδικάζει με ανακοινώσεις του τον πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό, με εξίσου υπαίτιους τους Δυτικούς και Ρώσους ιμπεριαλιστές: «Η απαράδεκτη στρατιωτική επέμβαση και εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία», λένε, «είναι η τυπική έναρξη ενός πολέμου, που έχει προετοιμαστεί όλα τα προηγούμενα χρόνια και αφορά στον ανταγωνισμό δύο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων – από την μία οι ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ και από την άλλη η Ρωσία – για τα κέρδη, για το μοίρασμα αγορών, εδαφών»20.
Στο επόμενο μέρος θα συζητήσουμε το χαρακτήρα του πολέμου στην Ουκρανία. Εδώ θα αρκεστούμε να υποδείξουμε τη στοιχειώδη υποχρέωση του ΚΚΕ, αν είναι ειλικρινείς στη θέση τους, να καταδικάσουν τη στήριξη του ΚΚΡΟ στον Πούτιν. Είναι αυτή μια προδοτική θέση, μια υποστήριξη στο ρωσικό ιμπεριαλισμό; Και έχουν κάποια άλλη, δική τους εξήγηση για το τι έκανε το ΚΚΡΟ να πάρει αυτή τη θέση;
Ατυχώς δεν καταδικάζουν απολύτως τίποτα. Στο «Ριζοσπάστη» αναφέρουν απλά ότι «το ΚΚΡΟ ζητά η ρωσική κυβέρνηση να τις αναγνωρίσει [τις ΛΔ του Ντονμπάς] ως αυτόνομες Δημοκρατίες» και ότι σχετικό ψήφισμα του ΚΚΡΟ υπερψηφίστηκε «με 351 ψήφους υπέρ, 16 κατά και 1 αποχή»21, και πέραν αυτού ουδέν. Αυτό είναι ευνόητο. Αν το ΚΚΡΟ εκθείαζε 30 χρόνια τώρα όπως αυτοί τον Στάλιν και ο Στάλιν ήταν ο φρουρός του κομμουνισμού που λένε, δεν θα έπρεπε να κάνει κάτι καλύτερο από το να γίνουν νεροκουβαλητές του Πούτιν σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή; Τους είναι αδύνατο να καταδικάσουν τη στάση του ΚΚΡΟ γιατί θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι η από μέρους τους αποθέωση του Στάλιν ήταν μια ανοησία.
Αλλά τότε τι αξία έχει η από μέρους τους «καταδίκη των ιμπεριαλιστών»; Καμία απολύτως. Στην πράξη δεν είναι κάτι άλλο από το οικείο σύνθημα του Ναπολέοντα-Στάλιν στη Φάρμα των Ζώων, το «Τετράποδα καλά, δίποδα κακά» – οι ιμπεριαλιστές είναι κακοί και εμείς οι κομμουνιστές είμαστε καλοί. Αυτό είναι όλο κι όλο που πραγματικά λένε. Το να είμαστε έμπρακτα κομμουνιστές όμως απαιτεί κάτι παραπάνω από αυτό. Γι’ αυτό το παραπάνω η ηγεσία του ΚΚΕ είναι τελείως ανίκανη: αποθεώνοντας τον Στάλιν πέταξαν το μαρξισμό στα σκουπίδια, στερώντας τον εαυτό τους από κάθε μαρξιστική κουλτούρα και εκπαίδευση, αναγκαία για να οικοδομηθεί ένα πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα.
Δεν θα ήταν περιττό να προσθέσουμε ότι η βαθύτερη αιτία για την κατάπτωση της ομάδας Λαφαζάνη, των δημοσιολόγων του ΝΑΡ, του Κορδάτου και άλλων προερχόμενων από το χώρο του ΚΚΕ, καθώς και της αποτυχίας τους να βρουν ένα σωστό προσανατολισμό στην παρούσα κρίση, θα βρεθεί στην άρνηση και την αδυναμία τους να έρθουν σε μια ουσιαστική ρήξη με το σταλινισμό μετά την αποχώρησή τους από το ΚΚΕ. Μερικοί, όπως η ομάδα του Λαφαζάνη, πέρασαν ως αποτέλεσμα στην ακροδεξιά αντίδραση, άλλοι καταδίκασαν τον εαυτό τους σε ιδεολογική στειρότητα και αποχαύνωση.
Σαν μια παραπέρα κατάδειξη, ας ρίξουμε μια ματιά στις θέσεις που πήρε ο Σύλλογος Γιάνης Κορδάτος. Η ομάδα αυτή ξεπέρασε παρασάγγες τα «επιτεύγματα» των άλλων.
Στο άρθρο του «O Λένιν για τον ιμπεριαλισμό και η Ουκρανία σήμερα» ο Δ. Καλτσώνης επαναλαμβάνει τις ως άνω εκτιμήσεις του ΚΚΕ. Ο Καλτσώνης παραθέτει μπόλικα τσιτάτα από τον Λένιν περί ιμπεριαλισμού και ιμπεριαλιστικών πολέμων, για να καταλήξει ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ιμπεριαλιστικός από όλες τις μεριές: «…Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν έχει σχέση με το εθνικό ζήτημα, την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, ή τα δικαιώματα των ρωσόφωνων του Ντονμπάς. Αυτά απλώς χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα από τις ΗΠΑ και τη Ρωσία». Ο ίδιος δεν αγνοεί, βέβαια, τη λενινιστική θέση ότι η ιμπεριαλιστική εποχή δεν αποκλείει και εθνικούς, δίκαιους πολέμους, αλλά βεβαιώνει ότι τίποτα τέτοιο δεν θα βρεθεί στον πόλεμο της Ουκρανίας_ δίκαιοι πόλεμοι μετά το 1990, εκτιμά, ήταν οι πόλεμοι της Σερβίας και της Συρίας: «Μπορεί δηλαδή να υπάρχουν δίκαιοι εθνικοανεξαρτησιακοί ή εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι. Τέτοιοι ήταν για παράδειγμα οι αντιαποικιακοί πόλεμοι των δεκαετιών 1950 και μετά όπως και οι πόλεμοι της Σερβίας (1999) ή της Συρίας ενάντια στις ΗΠΑ… Παρεμπιπτόντως, η Ρωσία δεν είναι κάτι αντίστοιχο της Συρίας ή της Σερβίας που δέχτηκαν την επίθεση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ»22.
Συνάγεται ότι κατά τη «λενινιστική προσέγγιση» του Καλτσώνη, για να συμμετάσχουμε σε ένα δίκαιο εθνικό πόλεμο στις μέρες μας, θα έπρεπε να πάμε να πολεμήσουμε στο πλευρό του Μιλόσεβιτς και του Άσαντ. Μπορεί να φανταστεί κανείς μεγαλύτερη ανοησία;
Εκτιμώντας αυτούς τους πολέμους ως «εθνικοαπελευθερωτικούς», ο Καλτσώνης ξεχνά μερικές λεπτομέρειες. Ο πόλεμος στη Σερβία δεν προκλήθηκε από ιμπεριαλιστική επέμβαση, αλλά την προσπάθεια του σερβικού εθνικισμού υπό τον Μιλόσεβιτς να ακυρώσει τα εθνικά δικαιώματα των άλλων δημοκρατιών της Γιουγκοσλαβίας. Στη σερβική πλευρά, οι δυνάμεις των Μλάντιτς και Κάρατζιτς κινητοποιώντας ένα σωρό φασιστοειδή και παραστρατιωτικούς εθνικιστές εκπλήρωσαν κάτι πογκρόμ στη Σρεμπρένιτσα, με «μόνο» 8.000 θύματα. Στον αραβικό κόσμο, από την άλλη, έλαβαν χώρα στα 2011-12 μεγάλες λαϊκές εξεγέρσεις, στην πορεία των οποίων η δικτατορία του Άσαντ έπαιξε ρόλο κυματοθραύστη. Για το λόγο αυτό όλοι οι ακροδεξιοί και οι νεοναζί κινητοποιήθηκαν στο πλευρό του Άσαντ, αισθανόμενοι ότι έπαιζε το παιχνίδι τους, ενώ και ο Πούτιν στήριξε απλόχερα το καθεστώς του με δεκάδες δις δολάρια. Ο Άσαντ παρέμεινε στην εξουσία βομβαρδίζοντας τον ίδιο του το λαό, ρημάζοντας τη χώρα και μετατρέποντας εκατομμύρια Σύριους σε πρόσφυγες που φυτοζωούν στην Τουρκία και αλλού. Ο Καλτσώνης δεν βλέπει τίποτα από όλα αυτά και το μόνο που διακρίνει στη Συρία είναι η «αμερικάνικη επέμβαση», η οποία βασικά στράφηκε ενάντια στον ISIS και όχι ενάντια στον Άσαντ, τον υποτιθέμενο «αντιιμπεριαλιστή».
Αν ο Καλτσώνης εννοεί σοβαρά όσα λέει, δεν θα έπρεπε να τα λέει στο σάιτ του Κορδάτου, όπου έτσι κι αλλιώς δεν τα διαβάζει κανείς. Θα έπρεπε να έχει το σθένος να πάει στους συγγενείς των θυμάτων της Σρεμπρένιτσα και τους Σύριους πρόσφυγες στην Τουρκία για να τους πει ότι οι γενοκτονίες που διέπραξαν οι Μλάντιτς και οι Άσαντ, ήταν δίκαιες, αντιιμπεριαλιστικές γενοκτονίες, και ότι η λενινιστική τακτική θα ήταν να πολεμήσουν στο πλευρό τους, γενοκτονώντας οι ίδιοι τον εαυτό τους. Αυτό στην ουσία λέει. Και η βαθύτερη αιτία θα βρεθεί στην πεισματική άρνηση του ίδιου και της ομάδας του να έρθουν σε μια πραγματική ρήξη με το σταλινισμό μετά την αποχώρησή τους από το ΚΚΕ. Μη έχοντας συνεισφέρει τίποτα στα καθήκοντα του κινήματος στα χρόνια που ακολούθησαν, αναπληρώνουν την αποτυχία τους φαντασιακά, αναγνωρίζοντας σαν υπερασπιστές της ελευθερίας τους Μιλόσεβιτς και τους Άσαντ. Δεν υποψιάζονται καν ότι έτσι εγκαταλείπουν το κομμουνιστικό κίνημα, προδίδουν το λενινισμό και περνούν στον αστικό εθνικισμό, όπως ο Λαφαζάνης.
Στην πραγματικότητα η καταδίκη και των δυο μερών στον πόλεμο στην Ουκρανία ως «ιμπεριαλιστικών» από τον Κορδάτο είναι υποκριτική, χρησιμεύοντας ως φύλλο συκής για να πάρουν το μέρος του Πούτιν, του ρωσικού ιμπεριαλισμού. Σε ανακοίνωσή τους για τον πόλεμο στην Ουκρανία λένε μεταξύ άλλων:
«Η ευθύνη για τις εξελίξεις αυτές βαραίνει κατά κύριο λόγο τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, και ιδιαίτερα την ηγεμονική ιμπεριαλιστική δύναμη των ΗΠΑ και την περί αυτής συμμαχία του ΝΑΤΟ… Έτσι, και στην περίπτωση της Ουκρανίας, η πολύχρονη σύγκρουση ξεκίνησε από το αμερικανοκίνητο πραξικόπημα που έμεινε γνωστό ως “ευρωμαϊντάν”, από το οποίο αναδείχτηκε μια φιλοδυτική, αλλά και ακροδεξιά και φιλο-ναζιστική εξουσία… Δρώντας, πλέον, ως προτεκτοράτο του ΝΑΤΟ στην περιοχή, η εξουσία αυτή έχει καταδικάσει έκτοτε όλους τους λαούς της Ουκρανίας, που μέχρι τότε ζούσαν ειρηνικά για ολόκληρες δεκαετίες, ειδικά εντός της ΕΣΣΔ, σε πόλεμο, θάνατο, φτώχεια, πείνα, αναγκαστική μετανάστευση, ανελευθερία, εθνική και θρησκευτική καταπίεση, και, γενικότερα, έλλειψη δημοκρατίας. Η καπιταλιστική Ρωσία δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τις εξελίξεις αυτές… Οι ενέργειες αυτές [της Ρωσίας] μάλλον βρίσκουν μια ισχυρά πλειοψηφική υποστήριξη από τους λαούς των περιοχών της ανατολικής Ουκρανίας… Οι λαοί αυτοί βρίσκονταν υπό τον κίνδυνο, είτε εθνικής καταπίεσης από το φιλο-ναζιστικό ακροδεξιό καθεστώς της δυτικής Ουκρανίας, αν δεν εξεγείρονταν και δεν αντιστέκονταν, είτε υπό θανάσιμο κίνδυνο αντιμετωπίζοντας έναν ουκρανικό στρατό σημαντικά ενισχυμένο από νατοϊκούς εξοπλισμούς, μισθοφόρους και νεοναζιστικά εθελοντικά τάγματα»23.
Με απλά λόγια, δηλαδή, ε, μπορεί να φταίει και η Ρωσία σε κάτι, αλλά επί της ουσίας οι λαοί της Ουκρανίας ξεσηκώθηκαν ενάντια στους ναζί κυβερνώντες και ο Πούτιν με την εισβολή του αντικειμενικά τους βοηθά. Αν ο Καλτσώνης εννοεί σοβαρά τις εκτιμήσεις του για «ιμπεριαλιστικό πόλεμο» θα είχε ήδη αποχωρήσει από τον Κορδάτο, γιατί αυτό ξεκάθαρα δεν συμβαδίζει. Και θα όφειλε ακόμη να εξηγήσει γιατί, αν η Ουκρανία, που έχει λάβει ως τώρα μια μέτρια βοήθεια από τη Δύση, κάνει ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν κάνει ο Άσαντ, που έχει λάβει δεκάδες δις από τη Ρωσία και την υποστήριξη όλων των Ευρωπαίων νεοναζί.
Όσο για το τι συμβαίνει τώρα στην Ουκρανία, σύμφωνα με τους δημοσιολόγους του Κορδάτου, όλα όσα βλέπουμε στις τηλεοράσεις για ρωσικούς βομβαρδισμούς, καταστροφές και θύματα, είναι πλασματικά, μυθεύματα της δυτικής προπαγάνδας. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία πολεμά να ανατρέψει τη φασιστική ουκρανική κυβέρνηση και θα το είχε ήδη καταφέρει, αν δεν υπήρχαν οι φασίστες του τάγματος Αζόφ. Αυτοί οι τελευταίοι σκοτώνουν τον ουκρανικό πληθυσμό, παριστάνοντας τάχα την αντίσταση. Σε ένα άρθρο του Μ. Χονδροκούκη στο σάιτ τους όλα αυτά δηλώνονται με κάθε σοβαρότητα:
«– Οι ΗΠΑ εγκαθιδρύουν φασιστική κυβέρνηση στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ εξάγουν φασισμό. – Οι Ρωσόφωνοι του Ντονμπάς αντιστέκονται και ανακηρύσσουν αυτόνομες λαϊκές δημοκρατίες. – Οι Ουκρανοί φασίστες καταπιέζουν τον λαό, καταστρέφουν τη χώρα, σαμποτάρουν και δολοφονούν στις λαϊκές δημοκρατίες. – Οι ΗΠΑ δρομολογούν την εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, ενώ υπάρχει επίσημη δέσμευση μη επέκτασης. – Η Ρωσία αρχίζει τον πόλεμο με την Ουκρανία και στην πρώτη φάση ξεκινούν με την απώθηση των ουκρανικών φασιστικών δυνάμεων από το Ντονμπάς, έχοντας την υποστήριξη του ντόπιου πληθυσμού και με τους περισσότερους Ουκρανούς στρατιώτες να παραμερίζουν στην προέλαση. Ακολούθως, οι επιχειρήσεις στρέφονται προς την ανατροπή της φασιστικής κυβέρνησης, όπου οι συγκρούσεις συνεχίζονται. – Το νεοναζιστικό τάγμα Αζόφ, στελεχωμένο διεθνώς τεκμηριωμένα από νεοναζί-εγκληματίες πολέμου, υπό τη σκιώδη καθοδήγηση των ΗΠΑ απειλεί, σκοτώνει αδιακρίτως εντός των πόλεων και παρουσιάζεται ως η δήθεν ουκρανική αντίσταση»24.
Οι του Κορδάτου αυτοαποκαλούνται «Σύλλογος διάδοσης μαρξιστικής σκέψης», όσοι όμως προβαίνουν σε τέτοιες εκτιμήσεις δεν έχουν ίχνος σεβασμού ούτε για το μαρξισμό, ούτε για τον εαυτό τους. Αυτά όλα είναι καθαρές ανοησίες, υπάρχουν μόνο μέσα στο κεφάλι του Χονδροκούκη και των ομοίων του. Και το μέρος για την Ουκρανία είναι ψεύτικο, η ουκρανική κυβέρνηση εκφράζει την αστική τάξη αλλά δεν είναι φασιστική, και το μέρος για τη Ρωσία, τις «ΛΔ του Ντονμπάς» και τον πόλεμο είναι πλήρης απάτη. Στην πράξη, όσοι φορούν την ταμπέλα «μαρξισμός» και προβαίνουν σε τέτοιες εκτιμήσεις είναι ψευδο-κομμουνιστικές ουρές των Πούτιν και των Βελόπουλων.
Ένα τελευταίο σημείο αφορά στην συνωμοσιολογική αντίληψη της ιστορίας, που διαπερνά τις απόψεις τους ότι το κίνημα του Μαϊντάν και ό,τι το ακολούθησε ήταν αμερικανόπνευστα. Το Μαϊντάν κράτησε τρεις μήνες, καταλήγοντας στην ανατροπή του φιλορώσου Γιανουκόβιτς και στο ρωσο-ουκρανικό πόλεμο που οδήγησε στην απόσπαση της Κριμαίας και του Ντονμπάς από την Ουκρανία. Στην ουσία του ήταν ένα κίνημα πάνω στο αν η Ουκρανία θα προσανατολιστεί οικονομικά προς την ΕΕ ή τη Ρωσία, που εξαπλώθηκε στις δυτικές, πλειοψηφικά ουκρανικής εθνικότητας περιοχές της χώρας, ενώ ανατολικά και νότια ήταν μειοψηφικό. Οι ιμπεριαλιστές μπορεί, βέβαια, να κάνουν πραξικοπήματα, αλλά όχι και να κινητοποιούν πλατιές μάζες κουνώντας το δακτυλάκι τους. Αυτό που κινητοποίησε τις μάζες, με αφορμή την κυβερνητική ακύρωση της συμφωνίας ΕΕ-Ουκρανίας, ήταν ο καταπιεστικός χαρακτήρας της τότε φιλορωσικής κυβέρνησης και οι φόβοι για τον παραπέρα αυταρχισμό από την πλήρη ρωσική κυριαρχία στην Ουκρανία. Ούτε είναι αλήθεια ότι ήταν φασιστικό κίνημα. Αν και το ακροδεξιό Σβόμποντα είχε όντως σημαντικό ρόλο, δεν ήταν ποτέ πλειοψηφικό στο κίνημα ή την κυβέρνηση. Στις εκλογές του 2012 το Σβόμποντα πήρε 10% και 37 έδρες, δυο χρόνια όμως μετά απώλεσε πάνω από τη μισή του δύναμη και περιορίστηκε στις 6, όντας έκτοτε περιθωριακό. Το αποτέλεσμα του κινήματος ήταν να έρθει στην κυβέρνηση η φιλο-ΕΕ πτέρυγα της ουκρανικής μεγαλοαστικής τάξης, κάτι που φυσικά δεν αποτελεί θετική εξέλιξη, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως φασισμός ή ιμπεριαλιστική συνωμοσία_ ήταν το αποτέλεσμα ενός πραγματικού κινήματος, η έκβαση του οποίου καθορίστηκε από την απουσία εναλλακτικής και την ικανότητα της αστικής τάξης, λόγω της οργάνωσής της, να δίνει σε τέτοιες καταστάσεις τη δική της διέξοδο.
Όσοι από το τελευταίο γεγονός συμπεραίνουν ότι επρόκειτο για αντιδραστικό κίνημα –μια ιστορία «χρηματοδοτούμενη και υποκινούμενη από τις ΗΠΑ», κατά Βατικιώτη– αποκαλύπτουν μόνο ότι ποτέ δεν θα σταθούν ικανοί να διαμορφώσουν τους όρους ώστε ένα τέτοιο αυθόρμητο, ασαφές κίνημα να μην έχει αστική έκβαση. Αν ήταν ειλικρινείς σε όσα λένε, θα όφειλαν το λιγότερο να καταδικάσουν και τον Γιανουκόβιτς, έναν από τους πιο διεφθαρμένους αστούς πολιτικούς της Ουκρανίας, που ανατράπηκε από το κίνημα του Μαϊντάν. H ανάμειξη της ρωσικής πλευράς στο πλευρό του δεν ήταν μικρότερη από εκείνη της αμερικανικής υπέρ του Μαϊντάν, όντας πολύ πιο κυνική. Στις 31 Ιανουαρίου 2014, π.χ., ο γνωστός ακροδεξιός Ζιρινόφσκι δήλωνε: «Σήμερα ο πελάτης μας στο Κίεβο, ο τιμώμενος Βίκτωρ Φεντόροβιτς Γιανουκόβιτς, θα σας συγυρίσει… Θα μάθετε τι είναι ο Γιανουκόβιτς. Αυτή τη στιγμή αρρώστησε για παν ενδεχόμενο, αλλά αργότερα θα ανακοινώσει, “Μη λυπάστε τις σφαίρες!” Και θα δώσουμε σφαίρες, αντί για χρήματα θα δώσουμε σφαίρες»25. Όποιος βλέπει τι υπήρχε στη μια πλευρά και δεν βλέπει καθόλου την άλλη, παρακάμπτοντας τόσο σαφείς δηλώσεις όπως του Ζιρινόφσκι (που ο Γιανουκόβιτς προσπάθησε επίμονα να τις κάνει πράξη), υιοθετεί στην πράξη την ερμηνεία των γεγονότων που πρέσβευε η πλευρά του Γιανουκόβιτς (η φιλορωσική πτέρυγα της ουκρανικής μεγαλοαστικής τάξης), ότι όλα τα κάνουν οι «πράκτορες των Δυτικών», κοκ.
Το Μαϊντάν ήταν μια σύγκρουση σε αστικό πλαίσιο, το πρώτο στάδιο των εξελίξεων που οδήγησαν στον τωρινό πόλεμο. Ο Καλτσώνης και ο Αναγνωστάκης λένε ότι οι συγκρούσεις αυτού του είδους είναι κακό πράγμα και δεν πρέπει να μας πολυενδιαφέρουν. Ο Χονδροκούκης και ο Βατικιώτης λένε ότι υπήρχε ήδη μια σχεδόν κομμουνιστική διέξοδος από τη σύγκρουση, οι ΛΔ του Ντονμπάς. Και οι μεν και οι δε καταλήγουν στην πράξη στο ίδιο συμπέρασμα, ότι έπρεπε και πρέπει να συνταχτούμε με τον Πούτιν και τους Γιανουκόβιτς.
Η μαρξιστική θέση αρχών για το πώς πρέπει να στέκονται οι κομμουνιστές απέναντι στις αστικές διαμάχες είχε διατυπωθεί υποδειγματικά από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, με αφορμή την υπόθεση Ντρέιφους:
«Η σοσιαλιστική αρχή της ταξικής πάλης απαιτεί τη δράση του προλεταριάτου οπουδήποτε εμπλέκονται τα συμφέροντά του ως τάξης. Αυτό ισχύει για όλες τις συγκρούσεις που διαιρούν την αστική τάξη. Κάθε μετατόπιση στη σχέση των κοινωνικών δυνάμεων στην αστική κοινωνία, κάθε αλλαγή στις πολιτικές σχέσεις της χώρας, επηρεάζει, κατά πρώτο λόγο, την κατάσταση της εργατικής τάξης. Δεν μπορούμε να λειτουργούμε ως αδιάφοροι μάρτυρες για το τι συμβαίνει στο εσωτερικό της αστικής τάξης… [Για] να ανατρέψουμε την αστική κοινωνία με μέσα που δημιουργήθηκαν μέσα στην ίδια αυτή κοινωνία, το προλεταριάτο πρέπει… να προσπαθήσει να γίνει μια δύναμη που ζυγίζει όλο και περισσότερο στην ισορροπία σε όλα τα πολιτικά γεγονότα της αστικής κοινωνίας. Η αρχή της ταξικής πάλης όχι μόνο δεν απαγορεύει, αλλά αντίθετα επιβάλλει την ενεργό παρέμβαση του προλεταριάτου σε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις κάποιας σημασίας που λαμβάνουν χώρα μέσα στην αστική τάξη»26.
Μια σοβαρή συζήτηση για το ποιος ήταν τι στο Μαϊντάν και σε άλλα παρόμοια κινήματα (όπου κινητοποιούνται κυρίως μικροαστοί), ποια μπορούσε και έπρεπε να είναι η κομμουνιστική παρέμβαση, κοκ, ήταν και είναι επιβεβλημένη. Μια τέτοια συζήτηση μπορεί να γίνει μόνο πετώντας πρώτα στα σκουπίδια τις παραπάνω προσεγγίσεις27.
Ιμπεριαλιστικός πόλεμος; Ουδετερότητα; Αποχή;
Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν προκάλεσε μόνο τα φάλτσα των κάθε λογής ανεγκέφαλων και φωνακλάδων. Μια σειρά οργανώσεις στην κομμουνιστική αριστερά, κυρίως του τροτσκιστικού χώρου, πήραν μια κατ’ αρχή βάσιμη διεθνιστική θέση απέναντι στις εξελίξεις. Οι οργανώσεις αυτές τόνισαν το ρόλο και των δυο ιμπεριαλισμών, δυτικού και ρωσικού, στο ξέσπασμα του πολέμου, και τα καθήκοντα που μπαίνουν για οργάνωση ενός πλατιού αντιπολεμικού κινήματος που θα υψώσει φραγμό στις φιλοπόλεμες ενέργειες των ιμπεριαλιστών και τους ορατούς κινδύνους νέων πολεμικών συγκρούσεων. Ταυτόχρονα, οι ανακοινώσεις τους περιέχουν ασάφειες και ανακρίβειες, δικαιολογημένες εν μέρει από την πολυπλοκότητα των γεγονότων.
Μια εκτίμηση, που εκφράστηκε έτσι ή αλλιώς, ήταν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι ιμπεριαλιστικός και το μόνο αποτέλεσμά του μπορεί να είναι η αλληλοσφαγή των λαών_ η σωστή στάση των επαναστατών διεθνιστών απέναντί του πρέπει να είναι έτσι κάποιο είδος ουδετερότητας ή αποχής. Αυτό το πνεύμα διακρίνεται ισχυρά σε ανακοινώσεις και άρθρα οργανώσεων όπως η ΟΚΔΕ, και λιγότερο η ΔΕΑ, η Μαρξιστική Τάση, το Ξεκίνημα, κ.ά.
Για να αρκεστούμε σε 1-2 παραδείγματα, ο Ά. Γουντς, αφού αναδεικνύει την ευθύνη και των δυο ιμπεριαλισμών, δυτικού και ρωσικού, για το ξέσπασμα του πολέμου, διατυπώνει την εξής θέση: «Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε καμία πλευρά σε αυτόν τον πόλεμο, γιατί είναι ένας αντιδραστικός πόλεμος και από τις δύο πλευρές. Σε τελική ανάλυση, πρόκειται για μια σύγκρουση μεταξύ δύο ομάδων ιμπεριαλιστών. Δεν υποστηρίζουμε καμία από τις δύο. Ο λαός της φτωχής, αιμοραγούσας Ουκρανίας είναι το θύμα αυτής της σύγκρουσης, την οποία δεν δημιούργησε και δεν επιθυμεί»28. Παρόμοια στην ανακοίνωση της ΟΚΔΕ διακηρύσσεται: «Όχι στους Ανταγωνισμούς. Πόλεμο στον Πόλεμο των Ιμπεριαλιστών, με Απεργίες, Διαδηλώσεις, Καταλήψεις… Δεν πρέπει να ταχθούμε στην πλευρά καμιάς από τις αντιδραστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συγκρούονται»29.
Το σωστό στις παραπάνω θέσεις είναι η εκτίμηση ότι ο πόλεμος προέκυψε από την αδιαλλαξία και των δυο ιμπεριαλισμών: των δυτικών στην επέκταση του ΝΑΤΟ, της Ρωσίας στην αποστρατιωτικοποίηση της Ουκρανίας (μια ιμπεριαλιστική απαίτηση, υποκινούμενη από την επιδίωξη να έχει τη χώρα του χεριού της) και απομάκρυνση της κυβέρνησης Ζελένσκι. Θεωρητικά οι αντιθέσεις αυτές θα μπορούσε να συμβιβαστούν, ας πούμε, με μια συμφωνία που θα απαγόρευε την εγκατάσταση βαλλιστικών πυραύλων και άλλων επιθετικών όπλων στην Ουκρανία, επιτρέποντας την ένταξή της υπό αυτούς τους όρους στο ΝΑΤΟ. Σήμερα όμως έχουμε μπει σε ένα στάδιο όπου ο κάθε ιμπεριαλισμός τα θέλει όλα δικά του_ καμιά πλευρά δεν έκανε ούτε βήμα πίσω και αυτό οδήγησε αναπόφευκτα στον πόλεμο.
Ο πόλεμος προέκυψε έτσι από τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, την όξυνση και το ασυμβίβαστό τους στο παρόν στάδιο. Αυτό ακριβώς τον κάνει μια καμπάνα για τις απειλές νέων πολέμων που απορρέουν αναγκαία από την παρατεινόμενη ύπαρξη του ιμπεριαλισμού και την παρόξυνση της κρίσης και των αντιθέσεών του. Από το γεγονός όμως ότι ο πόλεμος προέκυψε από τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς δεν προκύπτει αναγκαία ότι είναι και ιμπεριαλιστικός. Οπωσδήποτε είναι από τη μεριά της Ρωσίας. Είναι όμως και από τη μεριά της Ουκρανίας; Το να τον χαρακτηρίζουμε ιμπεριαλιστικό σημαίνει να λέμε ότι είναι ιμπεριαλιστικός και από τη μεριά της Ουκρανίας. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου αυτονόητο. Απεναντίας, μπορεί βάσιμα να υποστηριχτεί ότι από τη μεριά της Ουκρανίας είναι κατ’ αρχήν ένας αμυντικός πόλεμος.
Το να βλέπουμε μόνο τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στον παρόντα πόλεμο σημαίνει να ξεχνάμε έναν ουσιαστικό παράγοντα, που επίσης επεμβαίνει ενεργά στις εξελίξεις, δηλαδή τον ουκρανικό λαό_ να τον θεωρούμε βασικά ως ένα παθητικό στοιχείο, που δεν μπορεί να επιδράσει ουσιαστικά στο χαρακτήρα του πολέμου. Αν ο πόλεμος είχε ξεσπάσει ανάμεσα σε δυο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αυτό θα ήταν μια σωστή εκτίμηση_ σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν πράγματι ιμπεριαλιστικός και από τις δυο μεριές και η μόνη διέξοδος προς το συμφέρον των εμπλεκόμενων λαών θα ήταν η σοσιαλιστική επανάσταση. Εδώ όμως δεν έχουμε έναν γενικό πόλεμο ανάμεσα σε μεγάλες δυνάμεις, αλλά έναν τοπικό πόλεμο ανάμεσα σε μια ιμπεριαλιστική και μια μη ιμπεριαλιστική χώρα. Σε έναν τέτοιο πόλεμο η λαϊκή επέμβαση που τον καθιστά ένα δίκαιο πόλεμο, τουλάχιστον στη μεριά της μη ιμπεριαλιστικής χώρας, δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Επιπλέον, ακόμη και αν επρόκειτο για έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, έναν πόλεμο ανάμεσα σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι προοδευτικός και εθνικός από τη μεριά μιας τρίτης, μη ιμπεριαλιστικής χώρας, που θα τραβιόταν αθέλητα σε αυτόν και θα υπεράσπιζε την ανεξαρτησία της.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, όλοι οι μαρξιστές που έμειναν πιστοί στο μαρξισμό χαρακτήρισαν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ιμπεριαλιστικό. Στον πόλεμο αυτό, αντικείμενο του οποίου ήταν η διανομή των σφαιρών επιρροής ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, η υπεράσπιση της πατρίδας ήταν μια απάτη και η μόνη διέξοδος για τους λαούς ήταν η μετατροπή του σε εμφύλιο. Ο Λένιν όμως φρόντισε να υπογραμμίσει ότι ενώ αυτό ίσχυε γενικά, ακόμη και στο συγκεκριμένο πόλεμο υπήρχε μια εξαίρεση, ο πόλεμος της Σερβίας ενάντια στην Αυστρία. Η Σερβία, μια μικρή χώρα που είχε μόλις ολοκληρωθεί εθνικά μετά από μακροχρόνιους αγώνες, είχε δεχτεί επίθεση από μια ιμπεριαλιστική δύναμη, ώστε στην περίπτωσή της η υπεράσπιση της πατρίδας δεν ήταν απάτη. Ο Λένιν έγραφε σχετικά:
«Στο σημερινό πόλεμο, το εθνικό στοιχείο αντιπροσωπεύεται μόνο από τον πόλεμο της Σερβίας εναντίον της Αυστρίας… Μόνο στη Σερβία και μεταξύ των Σέρβων μπορούμε να βρούμε ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα μακροχρόνιο, που αγκαλιάζει εκατομμύρια, “τις μάζες του λαού”, κίνημα του οποίου ο σημερινός πόλεμος της Σερβίας κατά της Αυστρίας αποτελεί “συνέχεια”. Αν αυτός ο πόλεμος ήταν μεμονωμένος, δηλαδή, αν δεν συνδεόταν με τον γενικό ευρωπαϊκό πόλεμο, με τους ιδιοτελείς και ληστρικούς στόχους της Βρετανίας, της Ρωσίας κ.λπ., θα ήταν καθήκον όλων των σοσιαλιστών να επιθυμούν την επιτυχία της σερβικής αστικής τάξης… Για τη Σερβία, δηλαδή, ίσως για το 1% περίπου των συμμετεχόντων στον παρόντα πόλεμο, ο πόλεμος είναι μια “συνέχεια της πολιτικής” του αστικοαπελευθερωτικού κινήματος. Για το άλλο 99%, ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής του ιμπεριαλισμού, δηλαδή της εξαχρειωμένης αστικής τάξης, που είναι ικανή μόνο να βιάζει τα έθνη, όχι να τα απελευθερώνει»30.
Ο Λένιν λέει ξεκάθαρα εδώ ότι, σε αντίθεση με όλο τον υπόλοιπο πόλεμο που ήταν ιμπεριαλιστικός, η Σερβία έκανε ενάντια στην Αυστρία έναν εθνικό, αμυντικό και δίκαιο πόλεμο. Βέβαια, η κυριαρχία του ιμπεριαλιστικού στοιχείου στον ευρύτερο πόλεμο (το 99%, κατά τον Λένιν) έφερνε μια περιπλοκή, ωστόσο ο Λένιν επέμενε ότι για τη Σερβία ο πόλεμος παρέμενε εθνικός, μια συνέχεια του αστικοαπελευθερωτικού κινήματος_ το νόημα της επιφύλαξης είναι ότι θα έπρεπε κανείς να υπολογίζει πιθανούς ελιγμούς της σερβικής αστικής τάξης, που θα πρόδιδαν την υπόθεση της εθνικής ελευθερίας.
Ας θέσουμε το ερώτημα: Ο τωρινός πόλεμος ανάμεσα στην Ουκρανία και τη Ρωσία μοιάζει περισσότερο με τον πόλεμο στα 1914 μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας και Γερμανίας και Αγγλογάλλων ή με τον πόλεμο μεταξύ Σερβίας και Αυστρίας. Ο καθένας θα δει ότι μοιάζει περισσότερο με τον πόλεμο μεταξύ Σερβίας και Αυστρίας, με την Ουκρανία να παίζει το ρόλο της Σερβίας και τη Ρωσία εκείνον της Αυστρίας. Να δεχτούμε ότι η περίπτωση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη, ότι στην Ουκρανία έχει παίξει σημαντικό ιστορικό ρόλο ένας αντιδραστικός εθνικισμός, που εκφράστηκε από τον Πετλιούρα το 1917, τον Μπαντέρα και τους συνεργάτες των ναζί αργότερα και τους ακραίους εθνικιστές μετά το 1990, ότι το γενικό ιμπεριαλιστικό πλαίσιο παίζει επίσης ρόλο, κοκ. Σήμερα όμως η ρωσική εισβολή ξεσήκωσε αναμφισβήτητα ένα γνήσιο λαϊκό πατριωτισμό, ο οποίος έχει επίσης ρίζες στο παρελθόν, στη συμμετοχή μιας σημαντικής μερίδας του ουκρανικού λαού στην επανάσταση του 1917 (όπου, σε αντίθεση με τη Ρωσία, οι «πατριωτικοί» Αριστεροί Εσέροι, το κόμμα των Μποροτμπιστών, συντάχτηκαν ως το τέλος με τη σοβιετική εξουσία και πολέμησαν στο πλευρό των Μπολσεβίκων τους Λευκούς), αργότερα την αντιναζιστική αντίσταση, κοκ.
Το να αγνοήσει κανείς αυτό το λαϊκό πατριωτισμό, να τον δει σαν μια απάτη που οδηγεί στην υποταγή του ουκρανικού λαού στα ιμπεριαλιστικά σχέδια θα ήταν ένα σοβαρό λάθος. Απεναντίας, μπορεί να στραφεί όχι μόνο ενάντια στο Ρώσο εισβολέα αλλά και ενάντια στην ουκρανική αστική κυβέρνηση, όταν φανεί ανίκανη να υπερασπίσει τη χώρα. Το λαϊκό πνεύμα του το έκφρασε η επικεφαλής της εδώ ουκρανικής κοινότητας Γ. Μάσλουκ, όταν δήλωσε ότι ο Ζελένσκι συντάχτηκε με την αντίσταση γιατί ήταν υποχρεωμένος να το κάνει, τον ανάγκασαν οι περιστάσεις (περίπου, θα προσθέταμε, όπως ο Μεταξάς αναγκάστηκε να πει το «όχι» το 1940). Όλο το καθήκον των κομμουνιστών και των αριστερών στην Ουκρανία συνίσταται στο να βρουν τρόπους να ενισχύσουν την πηγαία λαϊκή δυσπιστία απέναντι στον Ζελένσκι, που εκφράστηκε εμβρυωδώς σε αυτή τη δήλωση_ αλλά για να το κάνουν πρέπει να πρωτοστατήσουν στην αντίσταση. Διαφορετικά, αν κρατήσουν μια στάση αποχής, θα μπορεί να τους κολλά στον τοίχο η αστική κυβέρνηση ότι ήταν απόντες στην κρίσιμη ώρα.
Μια άλλη προφανής αντίρρηση στην υποστήριξη της ουκρανικής ανεξαρτησίας αφορά στον αντικομμουνισμό της τωρινής ουκρανικής κυβέρνησης. Στην Ουκρανία, όπως και σε άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, έλαβε χώρα η λεγόμενη αποκομμουνιστικοποίηση, με την απαγόρευση των κομμουνιστικών συμβόλων, της συμμετοχής των εκεί κομμουνιστικών κομμάτων στις εκλογές (το τελευταίο σημείο πάντως δεν εφαρμόστηκε), κοκ. Δεν αρμόζει σε κομμουνιστές να συμμετάσχουν σε έναν πόλεμο που καθοδηγείται από μια τέτοια, αντικομμουνιστική κυβέρνηση31.
Τα επιχειρήματα αυτού του είδους αγνοούν το κρίσιμο σημείο ότι ο χαρακτήρας ενός πολέμου δεν καθορίζεται μόνο από το χαρακτήρα της κυβέρνησης που τον διευθύνει_ αυτός έχει ασφαλώς σημασία, αλλά δεν είναι πάντα καθοριστικός. Μια αντιδραστική, αυταρχική κυβέρνηση μπορεί να υποχρεωθεί από την ιστορία να διεξάγει έναν προοδευτικό πόλεμο και στην πορεία, να ξεπεραστεί και να παραμεριστεί από τα καθήκοντα του πολέμου, στα οποία θα αποδειχτεί εκ των πραγμάτων εμπόδιο.
Μια τυπική τέτοια περίπτωση ήταν ο πόλεμος που υποχρεώθηκε να διεξάγει ο Τσιανγκ Κάι-σεκ στη δεκαετία του 1930 ενάντια στους Γιαπωνέζους εισβολείς στην Κίνα. Ο Τσιανγκ Κάι-σεκ είχε σφαγιάσει στα 1926-27 τους Κινέζους κομμουνιστές και τους αγρότες: από τα 50.000 μέλη του ΚΚ Κίνας είχαν εξοντωθεί μετά το πραξικόπημά του τα 40.000. Παρ’ όλα αυτά, όταν ξέσπασε ο πόλεμος με την Ιαπωνία, ο Τρότσκι (όπως και το ΚΚ της Κίνας) κάλεσαν τον κινεζικό λαό να συμμετάσχει στον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας. Μερικοί το εμφάνισαν αυτό σαν «προδοσία της επανάστασης», συμβιβασμό με τον Τσιανγκ που είχε κατασφάξει τους κομμουνιστές, κοκ. Ο Τρότσκι όμως εξήγησε ότι μόνο μέσα από τη συμμετοχή στον απελευθερωτικό αγώνα το κόμμα θα μπορούσε να αποκτήσει την αναγκαία ισχύ και επιρροή για να απομακρύνει στην πορεία τον δικτάτορα Τσιανγκ:
«Ο Τσιανγκ Κάι-σεκ είναι ο δήμιος των Κινέζων εργατών και των αγροτών. Σήμερα, όμως, αναγκάζεται, παρά τη θέλησή του, να παλέψει ενάντια στην Ιαπωνία για ό,τι απομένει από την ανεξαρτησία της Κίνας. Αύριο μπορεί και πάλι να προδώσει. Αυτό είναι δυνατό. Είναι πιθανό. Είναι ακόμη αναπόφευκτο. Σήμερα, όμως, αγωνίζεται. Μόνο δειλοί, αχρείοι ή εντελώς ηλίθιοι μπορεί να αρνηθούν να συμμετάσχουν σε αυτόν τον αγώνα… Αλλά μπορεί ο Τσιανγκ Κάι-σεκ να διασφαλίσει τη νίκη; Δεν το πιστεύω. Είναι αυτός, όμως, που άρχισε τον πόλεμο και που τον διευθύνει σήμερα. Για να είμαστε σε θέση να τον αντικαταστήσουμε, είναι αναγκαίο να αποκτήσουμε αποφασιστική επιρροή στο προλεταριάτο και στο στρατό, και για να γίνει αυτό, είναι απαραίτητο να μην παραμένουμε μετέωροι στον αέρα, αλλά να βρεθούμε στο κέντρο του αγώνα. Πρέπει να κερδίσουμε επιρροή και κύρος στο στρατιωτικό αγώνα ενάντια στην ξένη εισβολή και στον πολιτικό αγώνα ενάντια στις αδυναμίες, τις ελλείψεις και την εσωτερική προδοσία»32.
Το πρόβλημα μπορεί να προσεγγιστεί και από μια άλλη πλευρά, αναφορική με την ιστορία της ΕΣΣΔ. Στη δεκαετία του 1930 ο σταλινισμός, όπως ήδη αναφέραμε, ρήμαξε την Ουκρανία, πρώτα με το λιμό της βίαιης κολεκτιβοποίησης και στη συνέχεια με τις εθνικές διώξεις και τις εκκαθαρίσεις. Ενόψει αυτών, ο Τρότσκι, στα 1939, πρότεινε το σύνθημα της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, σαν μια απάντηση στη σταλινική καταπίεση και τις εξελίξεις με το σύμφωνο Στάλιν-Χίτλερ33.
Μπορεί να συζητηθεί αν η συγκεκριμένη στιγμή ήταν κατάλληλη για να τεθεί αυτό το ζήτημα, δεδομένου ότι επέκειτο σε 1-2 χρόνια η ναζιστική επίθεση. Ωστόσο, στη δεκαετία του 1930 η προοπτική της ουκρανικής ανεξαρτησίας ανταποκρινόταν γενικά στη σωστή ιστορική κατεύθυνση. Η ίδια η ΕΣΣΔ είχε συγκροτηθεί στη βάση του δικαιώματος αποχωρισμού των συστατικών της εθνών και αν απέναντι σε τέτοια δεινά που προκάλεσαν οι πολιτικές του σταλινισμού δεν επιβεβαιώνει κανείς αυτό το δικαίωμα, τότε στην πράξη ο διεθνισμός, ως υποχρέωση υποστήριξης του αδύναμου, καταπιεζόμενου έθνους, ακυρώνεται.
Ο Πούτιν είναι ο συνεχιστής του μεγαλορωσικού σοβινισμού που παρέλαβε από τον τσαρισμό ο Στάλιν και που ενθαρρύνουν σήμερα οι ανεγκέφαλοι σταλινικοί λακέδες του ΚΚΡΟ. Αν, λοιπόν, στη δεκαετία του 1930 η υποστήριξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας έδινε μια σωστή προοπτική απέναντι στις σταλινικές εκατόμβες, γιατί να είναι λαθεμένη απέναντι σε όσα κάνει σήμερα εκεί ο ρωσικός ιμπεριαλισμός;
Θα αντιταχθεί ίσως ότι οι παραπάνω περιπτώσεις δεν είναι ίδιες με τον τωρινό ουκρανικό πόλεμο. Μια ιστορική κατάσταση δεν επαναλαμβάνεται ποτέ πανομοιότυπα, είναι όμως οι πιο παρεμφερείς που έρχονται στο μυαλό. Από καμιά δεν προκύπτει ότι η υπεράσπιση της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας από τους κομμουνιστές στη χώρα και στον υπόλοιπο κόσμο θα ήταν τώρα ένα λαθεμένο βήμα_ απεναντίας όλες μιλούν υπέρ της.
Τέλος, δεν είναι περιττό να επαναλάβουμε απέναντι σε όσους υιοθετούν το εύκολο σλόγκαν «Όχι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο» ότι την ίδια ακριβώς θέση υιοθετούν οι σταλινικές οργανώσεις. Στο ΚΚΕ, όπως είδαμε, είναι η κεντρική γραμμή – «Συναγερμός! Οχι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο!»34, κοκ. Οι δημοσιολόγοι του «ορθόδοξου» ΝΑΡ στιλ Μαυροειδή κ.ά. λένε το ίδιο: «Με τους λαούς! Όχι με τον πόλεμο του κεφαλαίου»35. Και οι σταλινοαναρχοανόητοι στο eksegersi.gr δηλώνουν: «Ουκρανία: Ενας πόλεμος αντιδραστικός και άδικος απ’ όλες τις πλευρές… Θα υπενθυμίσουμε την επί της αρχής τοποθέτησή μας, κατευθείαν βγαλμένη από τη διδασκαλία του Λένιν και των Μπολσεβίκων (και του Στάλιν, φυσικά, που την επανέλαβε πολλές φορές, στη θεωρία και στην πράξη)…: Μια ακόμη ιμπεριαλιστική σύγκρουση για το ξαναμοίρασμα αγορών και σφαιρών επιρροής»36.
Τα παραδείγματα αυτά, που εύκολα θα μπορούσε να δεκαπλασιαστούν, θα έπρεπε να είναι μια προειδοποίηση για την ανάγκη δυσπιστίας απέναντι σε εύκολα σλόγκαν, που στην πράξη σημαίνουν παραίτηση από τον πραγματικό επαναστατικό αγώνα και φυγή από τις δυσκολίες του (όντας γι’ αυτό προσφιλή σε κάθε λογής χρεοκοπημένες, γραφειοκρατικές ηγεσίες). Στην πραγματικότητα, η γενικόλογη καταδίκη του πολέμου με φωνές ενάντια στον ιμπεριαλισμό και η αποχή, δεν είναι μαρξιστική, αλλά πασιφιστική πολιτική. Ο μαρξισμός απαιτεί αντίθετα την απόλυτα ακριβή εκτίμηση των συνεπειών ενός πολέμου.
Η Ουκρανία είναι ήδη μια κατεστραμμένη χώρα και είναι σαφές ότι όποια λύση και αν δοθεί, αν και όταν δοθεί, το χάος θα παραταθεί για χρόνια. Θα υπάρχουν σαφείς κίνδυνοι για νέες συγκρούσεις ή και εμφύλιο πόλεμο, με επιβολή δικτατόρων τύπου Άσαντ, από τη ρωσική ή τη δυτική πλευρά. Σε τέτοιες καταστάσεις οι επαναστατικές δυνάμεις μπορεί να ενισχυθούν γρήγορα, αρκεί να έρθουν σε επαφή με το λαό, ιδιαίτερα με τις λαϊκές πολιτοφυλακές, αφού η ένοπλη δύναμη αποφασίζει. Μόνο έτσι θα είναι οι Ουκρανοί κομμουνιστές ικανοί να αντισταθούν στα επόμενα στάδια στην υπερίσχυση των Ρώσων και Ουκρανών ακροδεξιών, που βασίζονται ήδη σε ισχυρές παραστρατιωτικές οργανώσεις (Βάγκνερ, Αζόφ, κ.ά.). Μια στάση αποχής θα τους καταδικάσει μόνο σε αδυναμία και απομόνωση. Η άλλη πλευρά –την οποία ήδη συζητήσαμε– το ότι ο πόλεμος, δεδομένης ήδη της αποτυχίας να εκπληρώσει άμεσα τους στόχους του και της σοβαρής φθοράς του, σημαίνει την αρχή του τέλους του καθεστώτος Πούτιν, είναι ακόμη πιο σημαντική και τονίζει παραπέρα τη θετική σημασία της ουκρανικής αντίστασης.
Πρέπει, βέβαια, να πούμε ότι οι σύντροφοι της Μαρξιστικής Τάσης επί της ουσίας παίρνουν θέση υπέρ της ουκρανικής ανεξαρτησίας και συνολικά θέτουν μια σωστή κομμουνιστική, διεθνιστική γραμμή. Στη Δήλωση της τάσης τους αναφέρουν:
«Αυτός ο πόλεμος γεννά το εθνικό μίσος μεταξύ λαών που τους ενώνουν ιστορικοί δεσμοί, τροφοδοτεί περαιτέρω τις διαθέσεις αντιδραστικού ουκρανικού εθνικισμού από τη μια πλευρά και αντιδραστικού μεγάλου ρωσικού σωβινισμού από την άλλη, διχάζοντας την εργατική τάξη σε εθνικές γραμμές. Η μόνη εγγύηση ενάντια σε αυτό το εθνικιστικό δηλητήριο είναι ότι οι Ρώσοι εργάτες διατηρούν μια αδιάλλακτη στάση προλεταριακού διεθνισμού, στέκονται σταθερά ενάντια στο σοβινιστικό δηλητήριο και αντιτίθενται στις αντιδραστικές πολιτικές του Πούτιν, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό… Από την πλευρά τους, ενώ αντιστέκονται στη ρωσική επιθετικότητα, οι εργαζόμενοι της Ουκρανίας πρέπει να καταλάβουν ότι η χώρα τους έχει προδοθεί επαίσχυντα από εκείνους που ισχυρίστηκαν ότι ήταν φίλοι και σύμμαχοί τους. Οι δυτικοί ιμπεριαλιστές γύπες τους ώθησαν εσκεμμένα σε έναν πόλεμο και μετά παρακολουθούσαν με σταυρωμένα τα χέρια την Ουκρανία να βυθίζεται σε ένα αιματηρό τέλμα»37.
Αυτή η δήλωση διατυπώνει σωστά τα καθήκοντα των Ρώσων και των Ουκρανών κομμουνιστών, συμβαδίζοντας με τη θέση για υπεράσπιση της ουκρανικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής αντίστασης που υποκίνησε ο πόλεμος. Το να μιλά κανείς για «αντίσταση στη ρωσική επιθετικότητα» είναι το ίδιο πράγμα. Η διαφορά βρίσκεται στη φρασεολογία, ότι οι σύντροφοι στη Μαρξιστική Τάση, φοβούμενοι ίσως μήπως φανεί ότι ταυτίζονται με τους ιμπεριαλιστές, τοποθετούνται «περιφραστικά». Σήμερα όμως οι περιστάσεις απαιτούν σαφήνεια: δεν μπορεί κανείς να καλεί σε αποχή και ταυτόχρονα σε απόκρουση της ρωσικής επιθετικότητας. Μια σαφής θέση θα έπρεπε πάνω-κάτω να λέει: «Υπεράσπιση της ουκρανικής ανεξαρτησίας, τώρα ενάντια στο ρωσικό ιμπεριαλισμό που είναι η άμεση απειλή, και από αύριο απέναντι στους δυτικούς ιμπεριαλιστές, που δεν έχουν παραιτηθεί από τα αρπακτικά σχέδιά τους».
Εκείνο που πρέπει όμως κυρίως να κατανοηθεί είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί μια τεράστια ιστορική κρίση, από την οποία δεν θα μπορεί να βρεθεί αστική διέξοδος. Πέρα από τις άμεσες καταστροφές είναι ορατός ο κίνδυνος να δημιουργηθεί στην Ευρώπη μια νέα Συρία ή μια Κύπρος σε εκατό φορές μεγέθυνση, με μια αντίστοιχη ανθρωπιστική κρίση μόνο τα προεόρτια της οποίας βλέπουμε σήμερα. Μια τέτοια κατάσταση δεν θα είναι μόνο ανεπίλυτη όσο παραμένει στην εξουσία ο Πούτιν_ ακόμη και μια διάδοχη ρωσική αστική κυβέρνηση λόγω του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της θα μπλοκάρει και θα δυσχεραίνει μια βιώσιμη λύση. Αυτό σημαίνει ότι, όπως συνέβηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ίδια τα γεγονότα θα θέτουν επί τάπητος, μέσα από μια εξαιρετικά σύνθετη, επίπονη διαδικασία, το ζήτημα της υπέρβασης του καπιταλισμού, της εργατικής εξουσίας που θα ξεκινήσει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό.