Του Δημήτρη Χατζηκώστα
Μέσα στον Μάιο ψηφίστηκε από τη βουλή το ν/σ του υπουργείου Παιδείας με τίτλο «Επείγοντα μέτρα για την Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση» ενώ δόθηκε στη δημοσιότητα και ένα νέο πολυνομοσχέδιο για την εκπαίδευση που θα κατατεθεί το επόμενο διάστημα.
Τι ψηφίστηκε;
Τα επείγοντα μέτρα που ρύθμιζε το πρώτο ν/σ αφορούσαν:
α) την κατάργηση της Τράπεζας Θεμάτων, που αποδεδειγμένα οδήγησε στη «σφαγή» των μαθητών του Λυκείου την προηγούμενη χρονιά,
β) την επανασύσταση των ειδικοτήτων της Τεχνικής Εκπαίδευσης που είχαν καταργηθεί με τον νόμο Αρβανιτόπουλου και την επανατοποθέτηση των διαθέσιμων εκπαιδευτικών,
γ) την παύση των διαγραφών των (λεγόμενων) «αιώνιων» φοιτητών,
δ) την κατάργηση των εξετάσεων για τα Πειραματικά Γυμνάσια και Λύκεια (ένα μέτρο που τα είχε μετατρέψει σε ελιτίστικά «σχολεία αριστείας») και
ε) την αλλαγή του τρόπου επιλογής διευθυντών και στελεχών εκπαίδευσης με τη –για πρώτη φορά– συμμετοχή των εκπαιδευτικών (κατά ποσοστό 33%) στην επιλογή των διευθυντών.
Τι περιλαμβάνει το νέο νομοσχέδιο;
Τα σημαντικότερα μέτρα που περιλαμβάνονται στο νέο ν/σ που δόθηκε στη δημοσιότητα αφορούν:
α) Την κατάργηση των Συμβουλίων Διοίκησης των Πανεπιστημίων που λειτουργούσαν ως «Δούρειος Ίππος» επιχειρηματικών συμφερόντων μέσα στα ιδρύματα,
β) την επαναφορά της συμμετοχής των φοιτητών και των διοικητικών υπαλλήλων στις εκλογές των οργάνων,
γ) τη μερική αποκατάσταση του ασύλου,
δ) το άνοιγμα των πινάκων των αναπληρωτών που είχαν «παγώσει» από το 2010 και
ε) την αποκατάσταση των σταθερών σχέσεων των ιδιωτικών εκπαιδευτικών με την κατάργηση των διατάξεων Αρβανιτόπουλου για ελεύθερες απολύσεις, αλλά και του ν. Διαμαντοπούλου που επέτρεπε τη μία αναιτιολόγητη απόλυση τον χρόνο ανά σχολείο.
Όλα τα παραπάνω μέτρα, ασφαλώς κινούνται σε θετική κατεύθυνση. Καταργούν τα πιο ακραία μνημονιακά μέτρα στον χώρο της Παιδείας και ικανοποιούν εν μέρει αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος.
Είναι όμως αρκετά πίσω από τις ανάγκες της περιόδου, αλλά και τις παλαιότερες προτάσεις του Τμήματος Παιδείας του ΣΥΡΙΖΑ. Στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, για παράδειγμα, το άσυλο επανέρχεται μεν, αλλά με τον ορισμό που έδινε ο ν. Γιαννάκου, δηλαδή ως χώρος «προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της εργασίας των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας», κάτι που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο κατάλυσης του σε περιόδους φοιτητικών καταλήψεων.
Επίσης, η συνδιοίκηση επανέρχεται, αλλά η φοιτητική συμμετοχή που προβλέπεται είναι μικρότερη και από αυτήν που προέβλεπε ο νόμος Γιαννάκου.
Οι αντιδράσεις
Η μετριοπάθεια βέβαια στις αλλαγές καθόλου δεν «εξευμένισε» το συντηρητικό μπλοκ που ξεκίνησε ήδη την εκστρατεία με τίτλο «Όχι Μπαλτά στην Παιδεία».
Μια εκστρατεία με κύριους οργανωτές τον Άδωνι Γεωργιάδη, στελέχη του Ποταμιού και της ΝΔ, ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων, μεγαλοδημοσιογράφους, κλπ. Όλοι αυτοί μιλούν για «σοβιετικά μέτρα», για «υποβάθμιση», για χτύπημα στην «αριστεία» και προώθηση της ισοπέδωσης. Είναι οι ίδιοι βέβαια που τα προηγούμενα χρόνια στήριζαν με νύχια και με δόντια τις περικοπές και τους νόμους διάλυσης της εκπαίδευσης που προωθήθηκαν από τη Διαμαντοπούλου, τον Αρβανιτόπουλο και τον Λοβέρδο.
Είναι ώρα για αντεπίθεση!
Απέναντι σε όλους τους παραπάνω, το σύνολο του εκπαιδευτικού κινήματος και της Αριστεράς οφείλει να δώσει μια ολοκληρωμένη απάντηση σε όλα τα επίπεδα: κινηματικό, πολιτικό και ιδεολογικό.
Την ίδια στιγμή που είναι αναγκαίο να υποστηρίξουμε τα θετικά μέτρα της κυβέρνησης, πρέπει να τονίσουμε ότι δεν επαρκούν για να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα της εκπαίδευσης.
Όσο περισσότερο δίκαιο και να είναι το σύστημα των διορισμών των εκπαιδευτικών, αν ο αριθμός όσων διορίζονται κινείται σε «μνημονιακά» επίπεδα, τότε τα κενά και οι ελλείψεις θα είναι παρόντα.
Όσο οι δαπάνες για την Παιδεία παραμένουν καθηλωμένες, τόσο η εικόνα των σχολείων και των πανεπιστημίων θα είναι αυτή της μιζέριας και της παρακμής.
Όσο η ελεύθερη πρόσβαση στα Πανεπιστήμια δεν προχωράει, τόσο η παραπαιδεία θα κυριαρχεί εξοντώνοντας τους μαθητές και τις οικογένειές τους.
Και όσο η οικονομία δεν παίρνει μπροστά με ένα γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων στην έρευνα και την παραγωγή, τόσο οι νέοι επιστήμονες θα εξακολουθούν να μένουν άνεργοι ή να μεταναστεύουν. Για να λυθούν όμως τα παραπάνω προβλήματα, χρειάζονται μονομερείς ενέργειες: Προς τους δανειστές, προς το ελληνικό κεφάλαιο, προς τα επιχειρηματικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στον χώρο της Παιδείας, προς το Πανεπιστημιακό κατεστημένο των Φορτσάκη, Βερέμη και σία. Η κυβέρνηση είναι διατεθειμένη να τις κάνει;