Του Αντρέ Φερράρι,
Κόμμα «Ελευθερία, Σοσιαλισμός, Επανάσταση» ( LSR, CWI Βραζιλίας)
Επιμέλεια, σημειώσεις, Ανδρέας Νικητόπουλος
Ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της ταξικής πάλης έχει ανοίξει στη Βραζιλία. Η χώρα βιώνει τη βαθύτερη οικονομική και κοινωνική κρίση στην ιστορία της σε συνδυασμό με την τεράστια πολιτική κρίση που έχει προκύψει από την ανατροπή της προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ[1] μέσα από τις μανούβρες της παραδοσιακής Δεξιάς. Από την άλλη το μεγάλο κεφάλαιο εκμεταλλεύεται την κατάσταση για να εξαπολύσει μια νέα σκληρή επίθεση ενάντια στα δικαιώματα των εργαζομένων.
Ουσιαστικά όμως αντιπροσωπεύει την παταγώδη αποτυχία του συμφιλιωτικού μοντέλου της «συνεργασίας των τάξεων» που υιοθέτησε το Εργατικό Κόμμα (PT) της Βραζιλίας στα 13 χρόνια της διακυβέρνησής του (Παράρτημα 1).
Μομφή σε Ρούσεφ
Τον Απρίλιο του 2016 η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε κατά πλειοψηφία την έναρξη της διαδικασίας μομφής εναντίον της Ρούσεφ κατηγορώντας την για παράνομη έγκριση δανείων και απόκρυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Λίγες μέρες αργότερα, στις 12 Μαΐου η Ομοσπονδιακή Γερουσία αποφάσισε την απομάκρυνσή της από το αξίωμα του Προέδρου και την αντικατάστασή της από τον μέχρι τότε Αντιπρόεδρο Μισέλ Τέμερ.
Σημειώνεται ότι, μέλη τόσο της νέας κυβέρνησης όσο και των δύο αυτών σωμάτων είναι αναμεμειγμένα σε σκάνδαλα διαφθοράς (Παράρτημα 2).
Η Ρούσεφ θα παραμείνει εκτός αξιώματος για 180 ημέρες προτού η Γερουσία λάβει τελική απόφαση αναφορικά με τη μομφής της, με το αποτέλεσμα να είναι ουσιαστικά μη αναστρέψιμο.
Νεοφιλελεύθερη ατζέντα από τη Ρούσεφ
Η πτώση της Ρούσεφ οφείλεται στην αλλαγή της στάσης της άρχουσας τάξης και των πολιτικών κομμάτων με τα οποία συνεργάζεται, δεδομένου ότι ανέμεναν ότι η κυβέρνησή της θα ήταν ικανή να υλοποιήσει τις «αναγκαίες» αντεργατικές πολιτικές ώστε να πληρώσουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα το κόστος της εξόδου της χώρας από την οικονομική κρίση.
Όντως, η Ρούσεφ, σε πλήρη αντίθεση με αυτά που υποστήριζε στις τελευταίες εκλογές του 2014, υιοθέτησε μέτρα που προωθούσαν τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα με σκοπό την πλήρη σύμπλευση και αλληλοϋποστήριξη με την άρχουσα ελίτ.
Το άνοιγμα της οικονομίας σε ξένες επιχειρήσεις για την αναζήτηση πετρελαίου και η επαναδιαπραγμάτευση των κρατικών χρεών μεταφράζονταν σε βίαιες περικοπές, ιδιωτικοποιήσεις και επιθέσεις σε σημαντικά κομμάτια της εργατικής τάξης.
Παράλληλα, η υιοθέτηση του «αντι-τρομοκρατικού νόμου» άνοιξε το δρόμο για την ποινικοποίηση των κοινωνικών κινημάτων.
10 εκατομμύρια άνεργοι, διαφθορά κορυφών, μαζική δυσαρέσκεια
Η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης και η αυξανόμενη ανεργία που έχει ήδη ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση υφεσιακών δημοσιονομικών πολιτικών, τις επιθέσεις στα εργατικά δικαιώματα και τη συμμετοχή σε σκάνδαλα αφαίρεσαν κάθε ίχνος δημοφιλίας από τη Ρούσεφ.
Η παθητική δυσαρέσκεια που υπήρχε στους κόλπους της κοινωνίας επέτρεψε στη Δεξιά να παρέμβει δυναμικά και να κινητοποιήσει μεγάλα τμήματα της μεσαίας τάξης σε μαζικές διαδηλώσεις πολλών χιλιάδων ανθρώπων, αποδυναμώνοντας περαιτέρω την κυβέρνηση της Ρούσεφ στην εφαρμογή αντεργατικών πολιτικών.
Η άρχουσα τάξη αναγνωρίζοντας την κρισιμότητα της κατάστασης για τα συμφέροντά της και χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, ακόμα και ψευδείς καταγγελίες, κατάφερε να πετύχει τελικά την απομάκρυνσή της.
Παρόλα αυτά, τα λαϊκά στρώματα αντιλαμβανόμενα αφενός το εν εξελίξει πραξικόπημα και αφετέρου τις επερχόμενες και σκληρότερες αντεργατικές πολιτικές, κατέβηκε σε πολυπληθείς διαδηλώσεις ενάντια στη διαδικασία μομφής.
Το ΡΤ προσπάθησε να εκμεταλλευτεί το γεγονός αυτό πλασάροντας την εικόνα του μάχιμου κόμματος, αλλά η μαζική διαφθορά που διαπερνά τα ηγετικά του κλιμάκια[2] οδήγησαν στην απαξίωσή του.
Η κυβέρνηση της Ρούσεφ και η ηγεσία του ΡΤ απέδειξαν ότι είναι ανίκανοι να οδηγήσουν την ταξική αυτή μάχη αυτή έως το τέλος, μια και κάτι τέτοιο θα σήμαινε την υιοθέτηση ενός προγράμματος σε πλήρη αντίθεση με τις πολιτικές που υπαγόρευε η άρχουσα τάξη και εφάρμοζαν έως τότε όλες οι κυβερνήσεις του ΡΤ.
Μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, που ιστορικά θεωρούσαν το ΡΤ ως το κόμμα που υπερασπίζει τα εργατικά δικαιώματα, συνειδητοποίησαν ότι η πολιτική της ταξικής συμφιλίωσης οδήγησε στην υποταγή και τις ήττες των εργαζομένων.
Νέα κυβέρνηση – ότι πιο αντεργατικό
Η νέα κυβέρνηση προσπαθεί από τους πρώτες μήνες της εξουσίας της να υλοποιήσει ότι πιο αντεργατικό και αντικοινωνικό μέτρο μπορεί, όπως τη διακοπή της υποχρεωτικής χρηματοδότηση της Υγείας και της Παιδείας σε ομοσπονδιακό επίπεδο, την εφαρμογή δραστικών περικοπών και την αναθεώρηση της υποχρέωσης του κράτους για καθολική πρόσβαση στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Παράλληλα, ανακοίνωσε ότι θα επανεξετάσει τις πολιτικές που είχαν υιοθετηθεί για την αντιμετώπιση συνθηκών εργασίας εφάμιλλων με αυτών της δουλείας, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει σε ορισμένα μέρη της Βραζιλία και ακύρωσε τα σχέδια για την κατασκευή 10.000 «κοινωνικών κατοικιών», γεγονός που πλήττει ακόμα περισσότερο τα εργατικά και πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα.
Οργισμένη αντίδραση λαϊκών στρωμάτων
Το πρόβλημα ωστόσο της νέας κυβέρνησης είναι η εκρηκτική αντίδραση του λαού με την κοινωνική αστάθεια και την οξύτητα των συγκρούσεων να αναμένεται να αυξηθεί τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες.
Ο Τέμερ αντιμετωπίζει ήδη καθημερινές διαδηλώσεις με την καθολική συμμετοχή εργατών, δημοσίων υπαλλήλων, αγροτών, καλλιτεχνών, μαθητών και φοιτητών, οι οποίες καταγγέλλουν τη νομιμότητα των πολιτικών του ενώ απαιτούν από την Κεντρική Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (CUT) καθώς και άλλες εργατικές Ομοσπονδίες, μετά από χρόνια απραξίας, να προκηρύξουν γενική απεργία.
Επιτακτικό είναι το αίτημα όχι μόνο για νέες εκλογές αλλά και για σύγκλιση Συντακτικής Συνέλευσης με σκοπό τη ριζική αναθεώρηση του πολιτικού συστήματος και του Συντάγματος του 1988.
Τέλος, η οικοδόμηση ενός αριστερού σοσιαλιστικού εργατικού μετώπου που θα ενώνει τα κόμματα και τα κοινωνικά κινήματα που κράτησαν μια συνεπή αντιπολιτευτική στάση στις κυβερνήσεις του PT όλα τα προηγούμενα χρόνια, είναι ζωτικής σημασίας στον αγώνα για μια σοσιαλιστική αριστερή εναλλακτική λύση στη χώρα.
Υστερόγραφο
Από τις 24/5 τα διεθνή Μίντια αναπαράγουν ρεπορτάζ των βραζιλιάνικων μέσων ενημέρωσης σύμφωνα με τα οποία έχουν αποκαλυφθεί καταγραμμένες συνομιλίες κορυφαίων στελεχών της παρούσας κυβέρνησης που συνωμότησαν για τη πτώση της Ρούσεφ. Οι νέοι κυβερνώντες αποδεικνύονται περισσότεροι διεφθαρμένοι από το επιτελείο της Ρούσεφ. Δείτε σχετικά http://tvxs.gr/news/kosmos/ntokoymento-eriksan-ti-roysef-gia-na-thaftei-skandalo-petrobras
Σημειώσεις
[1] Τη διαδικασία μομφής τον Απρίλιο του 2016, πέρα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, υπερψήφισαν και τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού που τοποθετούνται στο χώρο της κεντροδεξιάς/δεξιάς, όπως το Βραζιλιάνικο Κόμμα του Δημοκρατικού Κινήματος (PMDB), το Βραζιλιάνικο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (PRB), το Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα (PSD), το κόμμα της Δημοκρατίας (PR), το κόμμα Προόδου (PP) και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα της Κοινωνικής Τάξης (PROS).
[2] Ο πρώην Πρόεδρος Λούλα Ντα Σίλβα, ενώ στην αρχή διακήρυξε το τέλος της προσέγγισης «ειρήνης και αγάπης» σκορπώντας χαμόγελα και ελπίδα, στη συνέχεια μίλησε για «επαναδιαπραγμάτευση της συμφωνίας» με το PMDB (το κόμμα του Τέμερ και του Κούνια) για τον τερματισμό της διαδικασίας μομφής στο Κογκρέσο προξενώντας μεγάλη δυσαρέσκεια στην εργατική τάξη.
Παράρτημα 1