Του Αλέξανδρου Πραντούνα
Η απόφαση του πρόεδρου της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες να προχωρήσει στην εθνικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων (γαλακτοβιομηχανίας και τσιμεντοβιομηχανίας) καθώς και στην αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 30% έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση (τόσο στα πλαίσια της διεθνούς αριστεράς όσο και στον αστικό τύπο) για το κατά πόσο αυτές οι κινήσεις είναι ένα ακόμα βήμα της χώρας προς τον σοσιαλισμό και για το κατά πόσο θα ωφελήσουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων.
Αυτές οι αποφάσεις που πάρθηκαν 5 περίπου μήνες από την ήττα του Τσάβες στο δημοψήφισμα για την συνταγματική αναθεώρηση (δες Ξεκίνημα, τεύχος 306) είναι μια προσπάθεια του Τσάβες να διατηρήσει τα ερείσματα του στο εργατικό κίνημα της χώρας. Αυτό, παρ’ όλο το γεγονός πως στην περίοδο αμέσως μετά το δημοψήφισμα έκανε εκκλήσεις για «εθνική ομοφωνία» για να εξευμενίσει τους καπιταλιστές ενώ θεωρούσε σύμφωνα με δηλώσεις του πως ο βασικός λόγος για τον οποίο έχασε στο δημοψήφισμα ήταν πως ο λαός δεν είναι έτοιμος για τον σοσιαλισμό και πρέπει η επανάσταση να προχωρήσει με πιο αργούς ρυθμούς.
Είναι σίγουρο πως αυξήσεις 30% στον βασικό μισθό ακούγονται εξωπραγματικές στον μέσο έλληνα εργαζόμενο. Αν αναλογιστεί κανείς όμως πως ο (επίσημος) πληθωρισμός βρίσκεται στο 22% γίνεται φανερό πως η πραγματική αύξηση δεν είναι και τόσο εντυπωσιακή. Την ίδια ώρα εξακολουθούν να υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις τροφίμων (οργανωμένες συνειδητά από τις μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων προκειμένου να πλήξουν την κυβέρνηση), ενώ η μεγάλη εγκληματικότητα και τα εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Εθνικοποιήσεις
Οι μαρξιστές δεν θα μπορούσαν να είναι αντίθετοι με την εθνικοποίηση επιχειρήσεων από το κράτος ακόμα και αν αυτές γίνονται στα πλαίσια μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Κατ’ αρχήν γιατί αυτές δεν θα μπορούν πλέον να αποτελούν μέσο εκβιασμού απέναντι σε μια φιλολαϊκή κυβέρνηση, κατά δεύτερον γιατί δεν θα υπάρχει πλέον ασυδοσία στην διαμόρφωση των τιμών και κατά τρίτον γιατί μια εθνικοποιημένη επιχείρηση σημαίνει καλύτερες συνθήκες δουλειάς για τους εργαζόμενους. Ας μην πάμε μακριά, ο (κάποτε) δημόσιος ΟΤΕ, παρ’ όλα τα προβλήματα, την κακοδιοίκηση και τα ρουσφέτια, σήμαινε πολύ φτηνότερες υπηρεσίες για τους καταναλωτές και περισσότερα δικαιώματα για τους εργαζόμενους σε πλήρη αντίθεση με την σημερινή κατάσταση.
Οι εθνικοποιήσεις αυτές όμως είναι τελείως διαφορετικές από αυτές που οι μαρξιστές προτείνουν. Το αίτημα για εθνικοποίηση των βασικών μέσων παραγωγής συνδυάζεται με την πάλη για εργατικό έλεγχο και διαχείριση των επιχειρήσεων αυτών από τους ίδιους τους εργαζόμενους και την κοινωνία, όχι από managers και γραφειοκράτες. Μόνο τότε μπορεί μια επιχείρηση να δουλεύει πραγματικά υπέρ του λαού. Για να μπορέσει ένα τέτοιο σχέδιο να γίνει πράξη πρέπει να υπάρχει μια κυβέρνηση αποφασισμένη να τραβήξει τον αγώνα μέχρι τέλους, μέχρι την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση ενός σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής, μια κυβέρνηση βασισμένη σε επιτροπές εργαζομένων, νεολαίων και αγροτών που θα εκλέγουν αντιπροσώπους τους σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης της χώρας.
Ο Τσάβες κάθε άλλο παρά έχει την διάθεση να «σπρώξει» την κατάσταση προς αυτή την κατεύθυνση. Έχει όντως πάρει μια σειρά φιλολαϊκά μέτρα (κύρια βασισμένος στην μεγάλη άνοδο της τιμής του πετρελαίου) τα οποία όμως σχεδόν εξανεμίζονται εντελώς από τα σαμποτάζ της αστικής τάξης. Είναι ενδεικτικό, πως μετά από 10 χρόνια παραμονής του στην εξουσία εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν ακόμα άστεγοι, ενώ η ανεργία βρίσκεται στο 10%. Την ίδια ώρα τα κέρδη στον τραπεζικό τομέα ανέβηκαν κατά 33% το 2006 ενώ ο ιδιωτικός τομέας (λόγω της πολύ πιο γρήγορης ανάπτυξης του από το δημόσιο) έχει τώρα μεγαλύτερο μερίδιο της οικονομίας από ότι είχε πριν την άνοδο του στην εξουσία. Παρά το ότι ο Τσάβες έχει λεκτικά απειλήσει να εθνικοποιήσει τις τράπεζες, δεν το έχει κάνει.
Ανάμεσα στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα που στηρίζουν την κυβέρνηση υπάρχει αυτή τη στιγμή δυσπιστία και απογοήτευση απέναντι στην κυβέρνηση καθώς δεν βλέπουν την καθημερινή τους ζωή να καλυτερεύει με έναν δραστικό τρόπο. Η πλάστιγγα δεν έχει γείρει ακόμα αποφασιστικά προς την μεριά της αντεπανάστασης, όμως η ήττα στο δημοψήφισμα του Δεκέμβρη ήταν μια ισχυρή προειδοποίηση. Οι μαρξιστές στην Βενεζουέλα δίνουν την μάχη για να χτίσουν μια πραγματικά επαναστατική πτέρυγα μέσα στο εργατικό κίνημα και το PSUV (το κόμμα-ομπρέλα των οργανώσεων και κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση) που θα μπορέσει να ανταποκριθεί στα ιστορικά καθήκοντα της περιόδου.