Ξανά στους δρόμους οι Βέλγοι μεταλλωρύχοι με κεντρικό τους αίτημα την εθνικοποίηση της Acelor Mital της μεγαλύτερης χαλυβουργίας του πλανήτη. Αξίζει να κάνουμε μία σύγκριση με την Ελλάδα και να τονίσουμε ότι στην σκληρή απεργία των εργαζομένων της Ελληνικής Χαλυβουργίας που κράτησε 9 μήνες, κάτω από την ηγεσία του ΚΚΕ-ΠΑΜΕ, σε καμία στιγμή δεν τέθηκε το αίτημα της εθνικοποίησης της βιομηχανίας. Ούτε βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε ποτέ ένα τέτοιο αίτημα, είτε στην Χαλυβουργία είτε αλλού.
Διαβάστε στη συνέχεια άρθρο των Βέλγων συντρόφων του Αριστερού Σοσιαλιστικού Κόμματος,, από το site της CWI. Μετάφραση – επιμέλεια, Άννα Κλείτσα.
Η διοίκηση της χαλυβουργικής βιομηχανίας Arcelor Mittal, ανακοίνωσε στις 24 Γενάρη την «ριζική αναδιάρθρωση της εταιρείας», δηλαδή, κλείσιμο τμήματος των εγκαταστάσεων της και την απόλυση 1300 εργαζομένων με συνοπτικές διαδικασίες. Από τότε, το μέλλον της χαλυβουργίας στη Λιέγη, όπου δραστηριοποιείται η εταιρεία – κολοσσός, έχει βρεθεί στο επίκεντρο της συζήτησης σε όλη την χώρα και οι εικόνες των κινητοποιήσεων των εργαζομένων έχουν κάνει τον γύρο του κόσμου.
Αυτή η ανακοίνωση εκ μέρους της εταιρείας δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία: μόλις τον Σεπτέμβρη του 2011, η Arcelor Mittal, σταμάτησε την λειτουργία υψικαμίνων, κάτι που κόστισε 795 θέσεις εργασίας.
Σε απάντηση, τα συνδικάτα, (προκειμένου να εξασφαλιστεί η χαλυβουργική δραστηριότητα και οι θέσεις εργασίας), είχαν τότε ζητήσει την εθνικοποίηση της εταιρείας. Η κυβέρνηση όμως, όπως ήταν αναμενόμενο, απάντησε πως κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο και δεν πρόκειται να το δεχτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση! Τα συνδικάτα σαν αντεπιχείρημα, έδωσαν το παράδειγμα της τράπεζας Dexia, από τις μεγαλύτερες βελγικές τράπεζες, που εθνικοποιήθηκε σύμφωνα με το γνωστό, πλέον, σχέδιο «διάσωσης των τραπεζών», μόλις λίγες εβδομάδες νωρίτερα. Στην περίπτωση της Dexia, η κυβέρνηση «έριξε» 1δις ευρώ, μόνο για τον «εκσυγχρονισμό των χώρων» της…
H εταιρεία «υποσχέθηκε» τότε σαν αντιστάθμισμα, να επενδύσει στην φάση της παραγωγής προϊόντων χάλυβα που ονομάζεται ψυχρή έλαση, μια υπόσχεση την οποία η τοπική Βαλλωνική κυβέρνηση (γαλλόφωνο Βέλγιο) έσπευσε να υποστηρίξει και να εγγυηθεί επιδοτήσεις. Μπροστά σε αυτή την ανακοίνωση, δεν ήταν λίγοι οι εργαζόμενοι και οι συνδικαλιστές που εμπιστεύτηκαν τις «καλές προθέσεις» της εταιρείας (και της κυβέρνησης) που φαινομενικά ενίσχυαν τη δραστηριότητα των εγκαταστάσεών της στη Λιέγη. Αυτός είναι και ο λόγος που οι πολύ δυναμικές κινητοποιήσεις των δεκάδων χιλιάδων εργατών τον Δεκέμβρη του 2011, σταμάτησαν. Από τότε, η διοίκηση και τα σωματεία των εργαζομένων βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις χωρίς να καταλήγουν σε συμφωνία όσον αφορά στο θέμα του κλεισίματος των εγκαταστάσεων της θερμής έλασης.
Μετά τις 24 Γενάρη, οι εργαζόμενοι πλέον έχουν επίγνωση της κατάστασης – οι υποσχέσεις της εταιρείας και της τοπικής κυβέρνησης τους «χόρτασαν» ψέματα. Τα αντανακλαστικά τους μετά την 24η Γενάρη ήταν εξαιρετικά γρήγορα και αποφάσισαν απεργία μέχρι την 28η, οπότε θα γινόταν και νέα γενική συνέλευση που θα αποφάσιζε το μέλλον των κινητοποιήσεων. Ανάμεσά τους κυριαρχεί η οργή. Σε μια από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις τους, μόλις είδαν τα οδοφράγματα που είχε στήσει η αστυνομία, όρμησαν εναντίον της, ξεκινώντας μια σύγκρουση που κράτησε τέσσερις ώρες, παρά την χρήση δακρυγόνων και ισχυρών αντλιών νερού.
Το Αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα (αδελφή οργάνωση του «Ξ» στο Βέλγιο) που έχει πλήρη συμμετοχή στον αγώνα αυτό πρότεινε να συζητηθεί ένα σχέδιο δράσης από τους απεργούς, που να στοχεύει στην εθνικοποίηση της βιομηχανίας υπό τον δημοκρατικό έλεγχο και τη διαχείριση των εργαζομένων.
Αυτή η ιδέα αναζωπυρώνεται σε μεγάλη μερίδα των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι όταν η ηγεσία του Σωματείου βγήκε από μία συνάντηση με αντιπροσωπεία της κυβέρνησης την 25η Γενάρη, και εξήγησε στους συγκεντρωμένους εργαζομένους πως «η κυβέρνηση ήταν στο πλευρό τους κάνοντας ότι μπορεί για να βρει… αγοραστή»! Η απάντηση των συγκεντρωμένων εργαζομένων στην ηγεσία τους ήταν βροντερή: «Απαλλοτρίωση κι εθνικοποίηση!». Οι εργαζόμενοι κατανοούσαν πλήρως ότι μετά από τόσους μήνες αναμονής και ψέματος, δεν είχαν κανένα λόγο να δείξουν την παραμικρή εμπιστοσύνη σε αυτούς που μονίμως ψηφίζουν μέτρα λιτότητας και τώρα προσποιούνται πως νοιάζονται για τις δουλειές τους και τάζουν αλληλεγγύη.
Το Αριστερό Σοσιαλιστικό Κόμμα, εξηγεί πλατιά στους εργαζόμενους πως ο «νέος αγοραστής» που προτείνει η κυβέρνηση καθόλου δεν αφαιρεί τον κίνδυνο να χαθούν οι θέσεις εργασίας. Όποιος και να είναι ο ιδιοκτήτης, θα προσπαθήσει να βρει τον τρόπο για να μειωθεί το κόστος παραγωγής και άρα ν’ αυξήσει τα κέρδη του. Αυτή την στιγμή είναι εξαιρετικά κρίσιμο οι εργάτες να κρατήσουν στα χέρια τους το εργοστάσιο με όλο του τον εξοπλισμό και να μην επιτρέψουν να λαμβάνονται αποφάσεις γι αυτούς, χωρίς αυτούς από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Και προτείνει την κατάληψη του εργοστασίου, αφού πρώτα εκλεγεί μια απεργιακή επιτροπή που να συντονίζει τον αγώνα, να ενημερώνει, να ζητά έμπρακτη συμπαράσταση από άλλους εργαζόμενους και να διατηρεί ανέπαφο τον εξοπλισμό.
Ένα ακόμη σημαντικότατο βήμα, είναι η επαφή και ο συντονισμός όχι μόνο με τους εργαζόμενους στην υπόλοιπη χαλυβουργία αλλά και με τους εργάτες της Ford στην πόλη Γκενκ, οι οποίοι επίσης απειλούνται με κλείσιμο του εργοστασίου. Πολύ σημαντικοί σύμμαχοι στον αγώνα μπορούν επίσης να είναι και οι σιδηροδρομικοί εργάτες καθώς και οι εργαζόμενοι του δημοσίου τομέα που σχεδιάζουν κινητοποιήσεις το επόμενο διάστημα.
Ο συντονισμός όλως αυτών των αγώνων σε ένα κοινό μέτωπο είναι εξαιρετικής σημασίας για την έκβαση καθενός από αυτούς τους αγώνες.
Όσο για την καταστολή που δέχτηκε ο αγώνας, δύο πράγματα γίνονται φανερά: πρώτον, δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αυταπάτη και εμπιστοσύνη στα ψέματα της κυβέρνησης που, αν μη τι άλλο, το πρώτο «μέτρο» που φρόντισε να πάρει ήταν η βροχή χημικών και νερού εναντίον των διαδηλωτών. Δεύτερον, δείχνει την ατσάλινη αποφασιστικότητα των Χαλυβουργών που δεν θα αποσυρθούν έτσι απλά, παρά την καταστολή.
Όμως, αυτά τα εκπληκτικά στοιχεία αντοχής και αποφασιστικότητας, αν δεν συνδυαστούν με ένα καλά επεξεργασμένο σχέδιο, από την κατάληψη του εργοστασίου μέχρι την αναζήτηση αλληλεγγύης και τον συντονισμό με άλλους αγωνιζόμενους κλάδους, δεν είναι, δυστυχώς, από μόνα τους αρκετά.