Του Δημήτρη Πανταζόπουλου
Το Βέλγιο είναι μια χώρα η οποία τα τελευταία χρονιά ακούγεται πολύ σαν ένας από τους επόμενους «αδύναμους κρίκους» της ευρωζώνης μετά τις χώρες του νότου. Σε αυτά τα πλαίσια ή κυβέρνηση της χώρας που σχηματίστηκε το περασμένο Φθινόπωρο από τη συνεργασία τεσσάρων κομμάτων από το χώρο της δεξιάς, μετά από μία μακρά περίοδο διαπραγματεύσεων και ακυβερνησίας, ανακοίνωσε με την ανάληψη των καθηκόντων της ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας.
Έτσι στις 15 του περασμένου Δεκέμβρη, το Βέλγιο συγκλονίστηκε από την τεράστια συμμετοχή στη γενική απεργία που είχαν κηρύξει τα μεγάλα συνδικάτα της χώρας[1]. Η απεργία ήταν το επιστέγασμα ενός γύρου κινητοποιήσεων ενάντια στα μέτρα σκληρής λιτότητας που προσπαθεί να επιβάλει η κυβέρνηση συνεργασίας.
Διάθεση στη βάση, φρένο από τις ηγεσίες
Η επιτυχία της απεργίας ήταν πολύ μεγάλη και μεγάλες μάζες των εργαζομένων ήταν υπέρ της συνέχισης των κινητοποιήσεων στην κατεύθυνση της κλιμάκωσης με στόχο την ανατροπή της λιτότητας και της κυβέρνησης.
Παρά τις διαθέσεις της βάσης, η ηγεσία των 3 συνομοσπονδιών[2] αποφάσισε να δώσει χρόνο στην κυβέρνηση και να διαπραγματευτεί μαζί της, αναστέλλοντας όλες τις κινητοποιήσεις μέχρι τις 6 Γενάρη.
Ο καιρός περνούσε, με τις ηγεσίες των συνδικάτων να δίνουν συνεχώς παράταση στις διαπραγματεύσεις, μέχρι και τις 10 Φλεβάρη. Μετά από αυτή την ημερομηνία, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το χαρτί του φόβου της τρομοκρατίας μετά την επίθεση στο Charlie Hebdo στη Γαλλία και την αντιτρομοκρατική επιχείρηση στη βέλγικη πόλη Verviers, ώστε να σταθεροποιήσει τη θέση της και να πιέσει τα συνδικάτα.
Η κυβέρνηση προωθεί… τις κινητοποιήσεις
Μέσα σε αυτό το διάστημα, τα διάφορα κόμματα της συγκυβέρνησης προσπαθούσαν να πιέσουν τις ηγεσίες των διαφορετικών εργατικών συνομοσπονδιών για υποχώρηση. Στις πιέσεις αυτές βρήκαν στην πραγματικότητα συμμάχους τα ηγετικά στελέχη των συνδικάτων, τα οποία είχαν όλη την καλή διάθεση να υποχωρήσουν, σε συμφωνία με την κυβέρνηση, και μην καλέσουν καμιά κινητοποίηση.
Από την άλλη όμως το μέγεθος της επίθεσης της κυβέρνησης στα δικαιώματα των εργαζομένων είναι τέτοιο, που προκάλεσε την οργή της βέλγικης κοινωνίας, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να προχωρήσει σε ανοιχτό ξεπούλημα.
Ταυτόχρονα η συμμετοχή στην κυβέρνηση του εθνικιστικού NV-A, που κρατά μάλιστα και το υπουργείο οικονομικών, δυναμιτίζει συνεχώς τις διαπραγματεύσεις. Το NV-A είναι ένα εθνικιστικό φλαμανδικό κόμμα, που ταυτόχρονα έχει μια ακραία νεοφιλελεύθερη, θατσερική οικονομική πολιτική.
Η στάση του NV-A είναι ενάντια σε κάθε συμφωνία με τα συνδικάτα αφού είναι οπαδοί του ακραίου επιθετικού φιλελευθερισμού. Στην πραγματικότητα, με τη στάση του αυτή, το NV-A κάνει πολύ περισσότερα για να προωθήσει τους εργατικούς αγώνες… από τις ηγεσίες των συνδικάτων.
Η πίεση αποδίδει – νέες απεργιακές δράσεις
Κάτω από όλη αυτή την πίεση, τα συνδικάτα κάλεσαν στις 11 Μάρτη μια εθνική συνάντηση συνδικαλιστικών στελεχών με σκοπό να συζητηθεί η στάση τους στις διαπραγματεύσεις και η προοπτική κινητοποιήσεων.
Βέβαια, στη συνάντηση αυτή η ηγεσία των συνδικάτων είχε αποφασίσει στην ουσία να περιορίσει τη συμμετοχή των συνδικαλιστών της βάσης. Αυτό, όμως, δεν έγινε δυνατό γιατί πάνω από 10.000 συνδικαλιστές παραβρέθηκαν με το «έτσι θέλω» στη συνάντηση και απαίτησαν ουσιαστικούς αγώνες την επόμενη περίοδο!
Έτσι κάτω από την πίεση της βάσης, τα τμήματα του δημόσιου τομέα των δύο βασικών Συνομοσπονδιών κάλεσαν νέα συνάντηση συνδικαλιστών στις 19 Μάρτη και αποφάσισαν ένα πρόγραμμα κινητοποιήσεων.
Με βάση το σχέδιο αυτό, στις 20 Μάρτη είχαμε μεγάλες διαδηλώσεις των εργαζομένων στην Υγεία στις φλαμανδικές περιοχές της χώρας και στις 24/3 μεγάλη διαδήλωση των δημοσιών υπαλλήλων στην Αμβέρσα. Τα συνδικάτα των σιδηροδρομικών, των μεταλλεργατών, της χημικής βιομηχανίας και του τομέα των κατασκευών εξαγγείλανε τις δικές τους απεργιακές κινητοποιήσεις. Την εβδομάδα από 30 Μάρτη ως 3 Απρίλη, σε μία σειρά πόλεις έγιναν πολύ σημαντικές διαδηλώσεις σε όλους τους νομούς της χώρας.
Τέλος, στις 22 Απρίλη έχει καλεστεί γενική απεργία στο δημόσιο από όλα τα μεγάλα βέλγικα συνδικάτα.
Ο κίνδυνος του ξεπουλήματος
Είναι σαφές από όλα τα παραπάνω, ότι η διάθεση των εργαζομένων είναι υπέρ της συνέχισης των κινητοποιήσεων μέχρι την ανατροπή της λιτότητας. Από την άλλη όμως οι συνδικαλιστικές ηγεσίες ψάχνουν τρόπο να κλείσουν τον αγώνα και να συμβιβαστούν με το πρόσχημα των διαπραγματεύσεων. Στα πλαίσια αυτής της διάθεσης συμβιβασμού, δεν έχουν εκπονήσει κανένα σχέδιο δράσης και κινητοποιήσεων που να κλιμακώνει με νέες 24ωρες και 48ωρες γενικές απεργίες και να πηγαίνει τον αγώνα μέχρι το τέλος.
Το μόνο που απομένει στους εργαζόμενους και στους συνδικαλιστές της βάσης είναι η πίεση στις ηγεσίες των συνδικάτων, που πρέπει να συνεχιστεί και να ενταθεί, αφού δεν υπάρχει καμία εμπιστοσύνη για τη στάση που θα κρατήσει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Ταυτόχρονα βέβαια, εκτός από τους πολύ σημαντικούς κλαδικούς αγώνες που δίνουν οι εργαζόμενοι, χρειάζεται η συνειδητή προσπάθεια για το χτίσιμο πραγματικά μαχητικών, ταξικών συνδικαλιστικών οργανώσεων αλλά και ενός πολιτικού φορέα, μιας μαζικής, ταξικής Αριστεράς που δεν υπάρχει σήμερα, που θα εκφράζει τις ανάγκες της κοινωνίας και θα παλεύει πραγματικά για τα εργατικά συμφέροντα.
________________________