Ανέστης Ταρπάγκος
Θεσσαλονίκη – Σεπτέμβριος 2015
Το συντριπτικά πλειοψηφικό «όχι» του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου αποτέλεσε την εκλογική έκφραση των προθέσεων της πλειονότητας των λαϊκών τάξεων όταν ρωτήθηκαν για την άποψή τους σχετικά με την αποδοχή ή την απόρριψη των μνημονίων, και στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτών που είχαν την πρόθεση να επιβάλλουν οι θεσμοί της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ίδιο αποτέλεσμα θα προέκυπτε κατά πάσα πιθανότητα και σήμερα αν διενεργούνταν το αντίστοιχο δημοψήφισμα με το ίδιο περίπου ερώτημα : Οι λαϊκές τάξεις θα απέρριπταν με τον ίδιο κατηγορηματικό τρόπο το 3ο Μνημόνιο εφόσον περιγράφονταν και αναλύονταν με πληρότητα. Από πολιτική άποψη το 61% του «όχι» του δημοψηφίσματος απαρτίζονταν κατά τα δύο – τρίτα από το εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, εφόσον ήταν άλλωστε και ο μοναδικός πολιτικός σχηματισμός που είχε πάρει κατηγορηματικά θέση υπέρ του «όχι».
Τα χαρακτηριστικά του «όχι» και η μεταστροφή του στο «ναι»
Αυτή η εκλογική στάση των εργαζομένων, της νεολαίας, των ανέργων κλπ. διατυπώθηκε όχι όταν οι λαϊκές τάξεις αποφάσισαν να θέσουν στο πολιτικό επίκεντρο αυτό το ερώτημα, αλλά όταν το έθεσε, κατά την εκτίμησή της, η ίδια η ηγεσία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Διαφορετικά θα υπήρχε ως βουβή πρόθεση η οποία και θα υφέρπονταν, χωρίς την δυνατότητα επίσημης και πανηγυρικής της έκφρασης. Παράλληλα συνιστούσε την έκφραση της βούλησης των λαϊκών στρωμάτων, που εκπροσωπούνταν πρωτίστως από την Ριζοσπαστική Αριστερά, και όχι την ανάδειξη μιας κατά το μάλλον ή ήττον συγκροτημένης ή άμορφης έστω κοινωνικής αγωνιστικής κίνησης για την προώθηση ενός πολιτικού στόχου, που θα ήταν η κατάργηση των Μνημονίων.
Προκύπτει άρα κατ’ αρχήν μια αναντιστοιχία ανάμεσα στην εκλογικά εκφρασμένη βούληση απόρριψης των Μνημονίων, εφόσον αυτό θα ζητούνταν (ή δεν θα ζητούνταν) μέσα από ένα δημοψήφισμα, και στην κινηματική διαθεσιμότητα των λαϊκών στρωμάτων για την επίτευξη του στόχου ανατροπής της μνημονιακής πολιτικής. Αυτή η αναντιστοιχία έχει πίσω της την ίδια την εξέλιξη του αγωνιστικού λαϊκού εργατικού κινήματος της προηγούμενης πενταετίας 2010 – 15. Το γεγονός δηλαδή ότι επί δύο σχεδόν αρχικά χρόνια είχε καταγραφεί μια φαντασμαγορική ανάπτυξη του πανελλαδικού απεργιακού κινήματος η οποία είχε εξαντλήσει την αντοχή και τα όριά της, μη μπορώντας να ανατρέψει τις αντιλαϊκές μνημονιακές ρυθμίσεις. Στο μεταξύ η ανεργία από το 7% είχε διογκωθεί στο 27%, πράγμα που λειτουργούσε ακυρωτικά τόσο για την κινητοποίηση των ανέργων, όσο και της πλειοψηφίας της ενεργού εργατικής τάξης της ιδιωτικής οικονομίας, εξ αιτίας της παραλυτικής επίδρασης της ανεργίας.
Συνεπώς τον Μάιο – Ιούνιο 2012, και στις αντίστοιχες εκλογικές αναμετρήσεις δεν υπήρχαν πλέον οι αντικειμενικοί όροι συνέχισης αυτού του πανεργατικού απεργιακού κινήματος : Η μοναδική διέξοδος που απέμενε ενεργός για τον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο δεν ήταν άλλη από την πριμοδότηση της πολιτικής εναλλακτικής λύσης, με την μαζική μετατόπιση του κόσμου της ελληνικής σοσιλδημοκρατίας προς τα αριστερά. Οι μικροαστικές εκτροπές του αριστερού κινήματος που διαμεσολάβησαν έκτοτε (Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015), δηλαδή η επικράτηση του τρίπτυχου «εκλογικισμός – κυβερνητισμός – κοινοβουλευτισμός», ολοκλήρωσαν το έργο της ισχυρής καθίζησης του πλατειού απεργιακού κινήματος. Αυτά ήταν τα ιστορικά όρια της κίνησης της μισθωτής εργασίας λόγω της παραλυτικής επίδρασης της εν τω μεταξύ διογκωμένης ανεργίας, αυτός ήταν και ο τρόπος κίνησης του ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, και διεκδικητή της πολιτικής διακυβέρνησης.
Γι’ αυτό ακριβώς και όταν για λόγους τακτικής από την πλευρά της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ τέθηκε το ερώτημα του δημοψηφίσματος για την αποδοχή ή όχι των μνημονίων, επικράτησε μεν πανηγυρικά το «όχι» ως εκλογική έκφραση της λαϊκής βούλησης, ωστόσο χωρίς να συνοδεύεται από μια αντίστοιχη κοινωνική κινηματική τροχιά, που επεδίωκε την υλική ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών. Εντούτοις ήταν αυτό το χαρακτηριστικό που καθόρισε τις από εκεί και πέρα και μέχρι σήμερα εξελίξεις : Η μεταστροφή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ στο «ναι» και η υπογραφή της μνημονιακής συμφωνίας της 12ης Ιουλίου και η ψήφιση του 3ου Μνημονίου που επακολούθησε, η διάλυση του πολιτικού οργανισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, η αποχώρηση των ριζοσπαστικών αντιμνημονιακών δυνάμεων που συγκρότησαν τη Λαϊκή Ενότητα, και η σαφής διατήρηση της μεγάλης πλειονότητας των λαϊκών εκπροσωπήσεων στην κοινοβουλευτική έκφραση του ΣΥΡΙΖΑ, που συνέχισε να μεταλλάσσεται συστηματικά.
Κοινοβουλευτικές εκπροσωπήσεις και κινηματική δυναμική
Έτσι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να διαθέτει το ένα τρίτο σχεδόν της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, που απαρτίζεται κατ’ εξοχήν από τις λαϊκές τάξεις (τη στιγμή που η ΝΔ παρουσιάζει μια παραπλήσια εκλογική εμβέλεια, με την ισχυρή συσπείρωση όμως των μικροαστικών τάξεων που βρίσκονται σε συμμαχία με την αστική τάξη), εντούτοις στερείται πολιτικού δυναμικού καθώς και συγκροτημένων κοινωνικών εκπροσωπήσεων. Πρόκειται για δύο διαφορετικές μορφές εκπροσωπήσεων : Η ΝΔ σε αντίθεση μ’ αυτά τα μονοδιάστατα κοινοβουλευτικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, διαθέτει επιπρόσθετα τον ίδιο το μηχανισμό του αστικού κράτους, καθώς και ισχυρές κοινωνικές εκπροσωπήσεις των μικροαστικών στρωμάτων και της αστικής τάξης. Βρίσκεται πλέον σήμερα σε κατά πολύ υπέρτερη θέση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ.
Από την άλλη πλευρά το μοναδικό πλεονέκτημα που διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι παρόλα αυτά διατηρεί την πολιτική εκπροσώπηση των λαϊκών στρωμάτων, πράγμα εξαιρετικά αναγκαίο για το αστικό πολιτικό σύστημα, προκειμένου να διαδραματίσει το ρόλο της ενσωμάτωσης αυτών των εκπροσωπήσεων στην τροχιά της μνημονιακής πολιτικής, μέσα από τις αναφορές του «παράλληλου προγράμματος», της αναποτελεσματικής «αναπτυξιολογίας» και της κοινωνικά ευαίσθητης εφαρμογής του 3ου Μνημονίου. Γι’ αυτό και οι μηχανισμοί της αστικής κυριαρχίας, ενώ στηρίζουν καίρια τη ΝΔ, εντούτοις κινούνται παράλληλα ευνοϊκά προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, επειδή ακριβώς το «όχι» του δημοψηφίσματος είχε μονομερώς εκλογική μορφή, και συνοδεύονταν από την ισχυρή καθίζηση του λαϊκού εργατικού κινήματος (ακραία ένδειξη της παραφθοράς το «ναι» της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στο δημοψήφισμα), μπόρεσε και μετατράπηκε σε «ναι» από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς μεγάλες πολιτικές «αιματοχυσίες» και ανυπέρβλητες εκλογικές απώλειες. Βέβαια πολλά θα εξαρτηθούν από την ικανότητα και αποφασιστικότητα του ΣΥΡΙΖΑ (είτε ως συμμέτοχος στη διακυβέρνηση, είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση), να συνδυάσει τις δύο ασύμβατες παραμέτρους : Την προάσπιση της εφαρμογής της μνημονιακής συμφωνίας με τα μέτρα μετριασμού και απάλυνσης των πληγών από τις συνέπειες του 3ου Μνημονίου. Όπως ακριβώς επέτυχε να μεταλλάξει το λαϊκό «όχι» στο αστικό «ναι», πράγμα που και σηματοδότησε τον ίδιο τον αστικό μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ.
Μ’ αυτά τα δεδομένα, και με το γεγονός παράλληλα ότι το «ναι» έχει κατακτήσει εκ νέου την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των τριών – τετάρτων, με μοναδική εξαίρεση την πολιτική της Λαϊκής Ενότητας (το «όχι» της Χρυσής Αυγής γίνεται με όρους νεοναζιστικούς, ενώ το ΚΚΕ προπαγάνδιζε το «λευκό – άκυρο – αποχή» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου), πώς τίθεται το ζήτημα της επανάκαμψης του «όχι» στο πολιτικό επίκεντρο, πώς το φάντασμα του αντιμνημονιακού αγώνα (που εκ της φύσεώς του είναι αντικαπιταλιστικός και ταυτόχρονα ανταγωνιστικός προς τις ευρωπαϊκές οικονομικές και νομισματικές ρυθμίσεις) μπορεί να εμφανιστεί εκ νέου στον ουρανό της ελληνικής γης ; Όπως το αγωνιστικό πανελλαδικό απεργιακό κίνημα της διετίας 2010 – 12 οδήγησε στην πολιτική απογείωση του ΣΥΡΙΖΑ, έτσι και σήμερα η πολιτική έκφραση του «όχι» (που προφανώς δεν μπορεί να γίνεται μόνον με την πολιτική επίκληση της συνέχειάς του…), δεν μπορεί να επανεμφανιστεί στο πολιτικό επίκεντρο, παρά με κοινωνικούς και ιδεολογικούς όρους.
Η πενταετής λιτότητα σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές παροχές κλπ. έχουν οδηγήσει σημαντικά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων σε καταστάσεις οικονομικής εξαθλίωσης, και σε κάθε περίπτωση υποτίμησης του επιπέδου ζωής από όλες σχεδόν τις απόψεις. Συνεπώς το εγχείρημα επιβολής ενός τρίτου κύματος μνημονιακής λιτότητας και περικοπών θα δοκιμάσει πλέον τα όρια ανοχής και αντοχής των λαϊκών τάξεων. Αυτό ακριβώς το γεγονός είναι που θα τροφοδοτήσει έναν νέο γύρο κοινωνικών αντιπαραθέσεων, με εντελώς καινούριες ενδεχομένως μορφές, που υπερβαίνουν τις παραφθαρμένες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, κινηματισμού και εκπροσώπησης. Η επάρκεια των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων βρίσκεται ακριβώς στην σύνδεσή τους με αυτές, την υποστηρικτική τους δράση, την πολιτικοποίησή τους σε μια αντισυστημική κατεύθυνση. Πλέον πρόκειται για κοινωνικές καταστάσεις στις οποίες ο παραλυτικός ρόλος της ανεργίας μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν είναι τόσο ισχυρός ώστε να αποτρέψει αυτές τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις.
Και από την άλλη πλευρά σ’ αυτούς τους νέους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, η ανάδειξη των στόχων ενός ριζοσπαστικού μεταβατικού προγράμματος που να θέτει ριζικά επί τάπητος την αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του κερδοφόρου επιχειρηματικού κεφαλαίου και προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, την προώθηση μορφών εργατικού ελέγχου στις παραγωγικές και οικονομικές διαδικασίες, την αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων, τον κοινωνικό χαρακτήρα των δημόσιων επιχειρήσεων και υπηρεσιών (από το νερό μέχρι τη νοσοκομειακή περίθαλψη και από τα λιμάνια μέχρι τους αυτοκινητοδρόμους), την κοινωνικοποίηση στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων και επαναλειτουργία με εθνικό έλεγχο εργοστασίων που έχουν κλείσει, ως στόχων διεκδίκησης του κινήματος (και όχι απλώς αναφορών που παραπέμπονται απλά σε μια μελλοντική διακυβέρνηση ή στο ιστορικό υπερπέραν), έχει καθοριστική και αναντικατάστατη σημασία.
Αυτή η διαδικασία προάγεται και πραγματώνεται στο επίπεδο της ταξικής διαπάλης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Ωστόσο επειδή τα πράγματα διαπλέκονται με την ευρωπαϊκή πολιτική και νομισματική ολοκλήρωση, επειδή αυτή επικαθορίζεται από τα ταξικά συμφέροντα των συνασπισμένων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων (και προφανώς και της ελληνικής). Επειδή η νομισματική ένωση λειτουργεί ως συνασπισμός ετεροβαρών οικονομιών διαφορετικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας, και άρα εγγενούς δημιουργίας πλεονασμάτων και ελλειμμάτων. Επειδή τέλος οι ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν καταλήξει θεματοφύλακες της προώθησης ενός καπιταλισμού εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Γι’ αυτούς τους λόγους οι αντικαπιταλιστικοί μεταβατικοί στόχοι συνοδεύονται και από την αναγκαία αποδέσμευση από αυτές τις ευρωπαϊκές αστικές ολοκληρώσεις.