Συνέντευξη του σ. Σεραφείμ Σεφεριάδη
Η συνέντευξη αυτή δόθηκε στο site Popaganda.gr το οποίο έθεσε μια σειρά από ερωτήματα στους Βασιλική Γεωργιάδου, Παύλο Τσίμα, Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδη, Κώστα Ελευθερίου και Άρη Χατζηστεφάνου. Κεντρικό θέμα της συνέντευξης ήταν ακριβώς το ερώτημα «ποιο το νόημα των εκλογών σε μια χώρα με μνημόνιο;». Δημοσιεύουμε μέρος των απαντήσεων του μέλους του «Ξ», σ. Σ. Σεφεριάδη, καθώς ο χώρος δεν επέτρεπε την παρουσίαση ολόκληρης της συνέντευξης. (Δείτε την πλήρη συνέντευξη στο site του «Ξ»: «Σερ. Σεφεριάδης: Αλήθεια, ποιο είναι το νόημα των εκλογών σε μια χώρα με μνημόνιο;»)
1.
Το ακραία νεοφιλελεύθερο οικονομικό, και το αντίστοιχο πολιτικό, σκεπτικό που σήμερα διέπει τις πρακτικές της ΕΕ, κάνει τις εκλογές να μοιάζουν με την απλή επικύρωση προειλημμένων αποφάσεων.
Όποιος διαφωνεί με στρατηγικές επιλογές όπως η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η ασυδοσία του κεφαλαίου –συνθήκες που ψευδεπίγραφα και καταχρηστικά αποκαλούνται «εκσυγχρονισμός», «ανταγωνιστικότητα» και «επιχειρηματικότητα»– βρίσκεται αντιμέτωπος με απειλές, κυρώσεις και εξοστρακισμό. Διόλου δεν απασχολεί τους εμπνευστές αυτής της στάσης ότι οι πολιτικές της απορρύθμισης της αγοράς υπέρ των ισχυρών έχουν εδώ και δεκαετίες δοκιμαστεί και έχουν αποτύχει οικτρά.
Όλα αυτά όμως καθόλου δεν κάνουν το αυτί των νεοφιλελεύθερων «αναμορφωτών» να ιδρώνει. Ο λόγος είναι απλός: αυτό που τους ενδιαφέρει δεν είναι η κοινωνική πρόοδος –οι όποιες επικλήσεις σε αυτήν είναι απολύτως προσχηματικές. Μόνο τους κίνητρο είναι η κερδοφορία των αφεντικών, των δικών τους αφεντικών που τους ανταμείβουν αφειδώς –υλικά και συμβολικά, και των αφεντικών γενικά.
Όμως στις αντιδραστικές τους αυτές επιδιώξεις θα αποτύχουν. Η αντιδραστικότητά τους δημιουργεί διαρκή αδιέξοδα, προβλήματα που, παρά τους επισταμένους τους σχεδιασμούς, δεν είναι σε θέση να προβλέψουν και να ελέγξουν.
Στην ελληνική περίπτωση, η πραγματικότητα που μόλις περιέγραψα έχει προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Αυτό που μετ’ επιτάσεως διαδίδεται είναι πως το δίλημμα που έχει μπροστά του ο ελληνικός λαός συνίσταται στην επιλογή του «καλύτερου» μνημονιακού διαχειριστή –τη στιγμή που ο ίδιος αυτός λαός έχει δυο φορές μέσα στο 2015 αποφανθεί ότι είναι κατά των μνημονίων και της νεοφιλελεύθερης συνταγής συνολικά.
Για την κατάσταση αυτή, βέβαια, υπάρχουν συγκεκριμένες πολιτικές ευθύνες. Παρακάμπτοντας όλες τις εσωκομματικές διαδικασίες, πολιτικά ανέτοιμη και ελλιπής, η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεψε το εκκωφαντικό 61,3% «ΟΧΙ» στη νεοφιλελεύθερη λιτότητα του δημοψηφίσματος της 5ης Ιούλη σε «ΝΑΙ», κάτι που νεκρανάστησε την παραπαίουσα ΝΔ – ας μη ξεχνούμε πως το αποτέλεσμα οδήγησε τον Αντώνη Σαμαρά σε παραίτηση- και οδήγησε στη συνέχεια που όλοι γνωρίζουμε.
Οι εκλογές προκηρύχθηκαν τόσο γρήγορα και απότομα για ένα και μοναδικό λόγο: για να μην προλάβει το εκλογικό σώμα να συνειδητοποιήσει το μέγεθος των συνεπειών της μνημονιακής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ. Και μόνο για το λόγο αυτό εκτιμώ ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα είναι άτεγκτος στην αποτίμησή τους.
Πώς αλλιώς από άρση δημοκρατίας μπορεί να χαρακτηριστεί μια κατάσταση πραγμάτων όπου ο λαός έχει ρητά αποφασίσει κατά του νεοφιλελεύθερου σκεπτικού των Μνημονίων, και μάλιστα με 61,3%, και 2,5 μήνες μετά του ζητούν να επιλέξει τον καλύτερο μνημονιακό διαχειριστή;
Στις περιστάσεις προβάλλεται βέβαια με ανερυθρίαστο τρόπο η λογική ΤΙΝΑ: ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Είναι μια λογική αντιδραστική που ακυρώνει τη δημοκρατία: Αν δεν υπάρχει εναλλακτική, δεν υπάρχει λόγος να γίνονται και εκλογές –αρκεί να κοιτάμε βιογραφικά σημειώματα πειθήνιων τεχνοκρατών, έτσι άλλωστε γίνεται και στις δικτατορίες.
Είναι κατάπτυστο ότι μια ηγετική ομάδα που θέλει ακόμα να επικαλείται τα σύμβολα και τα οράματα της Αριστεράς έχει προσχωρήσει στο άτοπο αυτό δόγμα –που είναι και απολύτως ψευδές. Όμως το δίλημμα σε καμιά περίπτωση δεν είναι αυτό που ανούσια και ανόητα προβάλλεται: ως δήθεν επιλογή του καλύτερου διαχειριστή του σκληρού και αδιέξοδου μνημονιακού προγράμματος κι αυτό για τον πάρα πολύ απλό λόγο ότι, παρά τα ψέματα που ασύστολα λέγονται, το Μνημόνιο δεν αφήνει το παραμικρό περιθώριο για την άσκηση πολιτικής: ας επαναλάβω ότι η χώρα βρίσκεται υπό επιτροπεία.
Το δίλημμα εξακολουθεί να είναι μεταξύ όσων εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η περίφημη ανάπτυξη θα έρθει ως αποτέλεσμα της περαιτέρω συρρίκνωσης κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων και αυτών που επιδιώκουν τον εκδημοκρατισμό –όχι μόνο στην πολιτική, αλλά επίσης –και στις περιστάσεις θα έλεγα κυρίως– στην οικονομία και την κοινωνία.
2.
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δυο μεγάλα κόμματα είναι μια αντιπαράθεση-παρωδία – όχι διότι δεν υπάρχουν μεταξύ τους διαφορές, αλλά διότι το Μνημόνιο που έχει τεθεί σε ισχύ δεν αφήνει περιθώρια για διαφορετικές πολιτικές. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πασχίζει βέβαια να πείσει για το αντίθετο. Κάτι παρόμοιο κάνει και η ΝΔ –που, βέβαια, αισθάνεται ανακούφιση από τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ.
Η λαϊκή οργή που αναπόφευκτα θα ξεσπάσει πρέπει να δημιουργήσει όρους για τη νέα πολιτική της εκπροσώπηση. Εκτίμησή μου είναι ότι αυτό θα γίνει πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι σήμερα φαίνεται.
Για να προλάβει αυτήν ακριβώς την εξέλιξη είναι που το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό προκήρυξε τις εκλογές τόσο γρήγορα και απότομα.
3.
… Μετά το 2009, είχαμε τη μαχητική είσοδο των απλών ανθρώπων στο πολιτικό προσκήνιο: κινήματα, γενικές απεργίες, το φαινόμενο των Αγανακτισμένων και των λαϊκών συνελεύσεων στις πλατείες. Η ενεργοποίηση αυτή συνέτριψε το παλαιό κομματικό σύστημα (π.χ., εξαέρωσε το ΠΑΣΟΚ) και δημιούργησε νέες προσδοκίες.
Όμως η μνημονιακή υποταγή και μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ απειλεί να ξαναφέρει την κατάσταση εκεί που ήμασταν παλιά, ειδικά στο χώρο της νεολαίας που είναι εξαιρετικά θυμωμένη –κυριολεκτικά αηδιασμένη– τόσο από το γεγονός της πολιτικής μεταστροφής, όσο και από τον κουτοπόνηρο τρόπο με τον οποίο επιχειρήθηκε η συγκάλυψή της.
Το ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μονότονα επαναλαμβάνει «φέραμε την καλύτερη δυνατή συμφωνία» επιβεβαιώνει στην πράξη και με τρόπο δραματικό το μοτίβο «οι πολιτικοί είναι αναξιόπιστοι». Επιπλέον στοιχείο αυτής της κατάπτωσης είναι η ευκολία με την οποία λέγονται πλέον απίστευτα ψέματα που κανείς δεν πιστεύει, κι όμως παρ’ όλα αυτά επιμένει –και αισθάνεται ότι μπορεί να εξακολουθεί– να τα λέει.
Δείτε, ας πούμε, όλη αυτή τη φαντασματική ιστορία των «ισοδύναμων», του «παράλληλου προγράμματος» και της «νέας διαπραγμάτευσης» –την ώρα μάλιστα που οι Ευρωπαίοι «εταίροι» σπεύδουν σε κάθε ευκαιρία να τονίσουν ότι τέτοια περιθώρια δεν υπάρχουν: το έχουν καταστήσει σαφές με πρόσφατες δηλώσεις τους αξιωματούχοι όπως οι Γιούνκερ, Ντάισελμπλουμ, Μοσκοβισί και Ντομπρόβσκις.
Άρα το πρόβλημα δε συνίσταται τόσο στο ότι έγιναν «πολλές εκλογές», όσο στο ότι ο κόσμος ψήφισε επανειλημμένα άσπρο και το πολιτικό προσωπικό βρέθηκε να υλοποιεί μαύρο (μάλιστα ο πρόεδρος του Ποταμιού –σε ομιλία του στα Χανιά– ζήτησε και εύσημα επειδή, όπως υποστηρίζει, η συμβολή του υπήρξε καθοριστική για τη μετατροπή του «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος σε «ΝΑΙ»).
Όπως καταλαβαίνετε, αυτή η χτυπητή παραχάραξη της λαϊκής βούλησης είναι εξαιρετικά οδυνηρή και δεν μπορεί παρά να έχει σειρά επιπτώσεων μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο κίνδυνος της δυναμικής επανάκαμψης του νεοναζισμού.
4.
Η εξόφθαλμη παραχάραξη της λαϊκής βούλησης –το ότι ένα βροντερό «ΟΧΙ» μετατράπηκε εν μια νυκτί σε θλιβερό «ΝΑΙ»– δεν μπορεί παρά να λειτουργεί τραυματικά.
Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι, αντί να απολογηθεί και να αναζητήσει τις πολιτικές αιτίες της αποτυχίας της, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει ψευδεπίγραφα να επικαλείται αυτό το «ΟΧΙ», τότε οι επιπτώσεις μπορεί να είναι δραματικές: μαζικές αποστρατεύσεις όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και από την ενεργό πολιτική, βαθιά απογοήτευση, ενίσχυση του φασισμού.
Όμως δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να προσεγγίζει κανείς την πραγματικότητα αυτή με ηττοπάθεια. Καθώς το σύστημα δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, το τραύμα της υποταγής του ΣΥΡΙΖΑ αργά ή γρήγορα θα επουλωθεί.
Έχει πολλή μεγάλη σημασία εδώ αυτό που αναφέρετε περί δημοκρατικών διαδικασιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απέτυχε μόνο γιατί επιχείρησε, όπως και άλλα κόμματα να μεταρρυθμίσει τον καπιταλισμό χωρίς να προετοιμάσει τη ρήξη με αυτόν, αλλά και διότι επέτρεψε –ως συλλογικός πολιτικός οργανισμός– να ποδηγετηθεί από μια αδιαφανή και φίλαυτη ηγεσία που, ενώ ανέκυψε ως εντολοδόχος της λαϊκής αντίστασης και των κινημάτων, έτεινε να γραφειοκρατικοποιηθεί σε χρόνο ρεκόρ.
Η δημοκρατία στα πολιτικά διαβήματα των «από κάτω» δεν είναι λοιπόν ρουτίνα, κάτι ωραίο, μια απλώς καλή ιδέα. Είναι οξυγόνο και –μαζί φυσικά με ένα σοβαρό πρόγραμμα ρήξης– αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση επιβίωσης και ανάπτυξης.