Η τελευταία σύνοδος του ΟΗΕ για το κλίμα (COP28) που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του περασμένου χρόνου υποσχόταν «απομάκρυνση» (transition away) από τα ορυκτά καύσιμα παρά το γεγονός ότι ο αρχικός στόχος ήταν να καταλήξει σε απόφαση που θα μιλούσε για γρήγορο τερματισμό της χρήσης τους (phase out). Όπως όμως συμβαίνει πάντα, η πραγματικότητα είναι πολύ μακριά τόσο από τους αρχικούς στόχους της συνόδου, όσο και από την τελική της απόφαση.
Επιμονή στα ορυκτά καύσιμα
Τα τελευταία χρόνια οι μεγάλες οικονομίες του πλανήτη επιμένουν να χρηματοδοτούν την επέκταση των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων, οι οποίες αφορούν κυρίως περιοχές του αναπτυσσόμενου κόσμου. Σύμφωνα με έρευνα των οργανώσεων «Oil Change International» (Διεθνής Αλλαγή στο Πετρέλαιο) και «Friends of the Earth US» (Φίλοι της Γης – ΗΠΑ) που παρουσίασε στις αρχές Απρίλη η εφημερίδα Guardian, από το 2020 ως το 2022, οι G20 (οι ισχυρότερες οικονομικά χώρες του πλανήτη) και μεγάλες τράπεζες, έχουν επενδύσει 142 δις δολάρια (πάνω από 133 δις ευρώ) σε εξορύξεις πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα σε φτωχότερες χώρες.
Οι μεγαλύτερες επενδύσεις προέρχονται από την Ιαπωνία, τον Καναδά και τη Νότια Κορέα και το ορυκτό καύσιμο στο οποίο κατευθύνεται η μεγαλύτερη χρηματοδότηση είναι το φυσικό αέριο με το πετρέλαιο και τον άνθρακα να βρίσκονται πιο πίσω στο ενδιαφέρον τους. Συγκεκριμένα, μέσα σε αυτά τα τρία χρόνια ο Καναδάς επένδυε κάτι λιγότερο από 11 δις δολάρια τον χρόνο (10,3 δις ευρώ), η Νότια Κορέα 10 δις δολάρια (περίπου 9,4 δις ευρώ) και η Ιαπωνία 7 δις δολάρια (6,57 δις ευρώ). Κατά την ίδια περίοδο, η Παγκόσμια Τράπεζα δαπανούσε για ορυκτά καύσιμα 1,2 δις δολάρια (1,13 δις ευρώ) τον χρόνο και η Βρετανία κοντά στα 600 εκατ. δολάρια τον χρόνο (563 εκατ. ευρώ). Όλα αυτά την ώρα που στη θεωρία θέτουν ως προτεραιότητα την προστασία του περιβάλλοντος. Μόνο που αν αυτό ήταν αλήθεια, οι επενδύσεις σε εξορύξεις ορυκτών καυσίμων θα έπρεπε να είναι μηδενικές και όχι να μετριούνται με δις ευρώ.
Τα παραπάνω στοιχεία έρχονται στη δημοσιότητα σχεδόν ταυτόχρονα με την είδηση ότι 75 μεγάλες επιχειρήσεις στον κόσμο ευθύνονται για το 80% των παγκόσμιων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Ανάμεσά τους βρίσκονται μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις ενέργειας όπως αυτές της Κίνας, της Σαουδικής Αραβίας, της Ινδίας και της Ρωσίας, αλλά και ιδιωτικές επιχειρήσεις όπως η Exxon Mobil, η Shell, η BP και η Chevron.
Διαρκής επιδείνωση
Στο μεταξύ, στο μέτωπο της κλιματικής κρίσης τα περιθώρια στενεύουν όλο και περισσότερο. Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι το 2023 στην Ευρώπη σημειώθηκε νέο ρεκόρ στον αριθμό των ημερών με ακραία κύματα ζέστης, παρότι δεν ήταν η πιο θερμή, αλλά η πέμπτη κατά σειρά θερμότερη χρονιά για την ήπειρο από όταν άρχισαν να καταγράφονται τα συγκεκριμένα στοιχεία. Αυτά τα ακραία κύματα ζέστης, όπως και οι πλημμύρες που σημειώθηκαν στην Ευρώπη κατά την περασμένη χρονιά, επηρέασαν άμεσα τουλάχιστον δύο εκατομμύρια ανθρώπους, ενώ το οικονομικό τους κόστος ανέρχεται σε δισεκατομμύρια ευρώ.
Ιδιαίτερα ανησυχητική είναι και η εικόνα των ωκεανών. Το 2023 δεν ήταν απλά μια ακόμη χρονιά συνολικής ανόδου της θερμοκρασίας των θαλασσών, αλλά η χρονιά κατά την οποία σημειώθηκε η μεγαλύτερη άνοδος. Ενώ μέχρι στιγμής κάθε φορά που «έσπαγε το ρεκόρ» ανόδου της θερμοκρασίας των θαλασσών, η αύξηση αυτή ήταν κάτω από 0,1 βαθμό Κελσίου, η τελευταία αύξηση έφτασε τον 0,25 βαθμό! Και ενώ παράγοντες όπως το φαινόμενο El Niño (ένα επαναλαμβανόμενο φυσικό φαινόμενο κατά το οποίο επικρατούν θερμά θαλάσσια ρεύματα) έχουν συμβάλει σε αυτή την άνοδο, η κλιματική αλλαγή παραμένει ένας σημαντικός παράγοντας επιβάρυνσης.
Κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία
Τα παραπάνω στοιχεία έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής, από την παραγωγή τροφής μέχρι την ένταση και τη μεγαλύτερη συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων, αλλά και την ίδια την ανθρώπινη υγεία. Πρόσφατη μελέτη του ιατρικού περιοδικού «Neurology» περιγράφει ότι από το 1990 και έπειτα, ο αριθμός των εγκεφαλικών επεισοδίων που σχετίζονται με ακραίες θερμοκρασίες ανεβαίνει σταθερά σε ολόκληρο τον κόσμο και η τάση είναι αυτό να συνεχιστεί. Αναφέρει επίσης ότι μόνο το 2019 πάνω από μισό εκατομμύριο άνθρωποι στον κόσμο πέθαναν από τη συγκεκριμένη αιτία.
Ανάμεσα σε άλλα, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να αυξήσει τα επεισόδια υψηλών θερμοκρασιών που θα συνοδεύονται από αντίστοιχα ψηλά ποσοστά υγρασίας στην ατμόσφαιρα (wet bulb event). Πρόκειται για συνθήκες στις οποίες ο ανθρώπινος οργανισμός δυσκολεύεται να ρυθμίσει τη θερμοκρασία του, καθώς η υψηλή υγρασία στην ατμόσφαιρα επιβραδύνει την εξάτμιση του ιδρώτα, επηρεάζει δηλαδή τον βασικό μηχανισμό με τον οποίο οι άνθρωποι και πολλά ζώα ανταποκρίνονται στον καύσωνα. Αυτά τα φαινόμενα μπορεί να είναι θανατηφόρα, ιδιαίτερα όταν είναι μεγάλης διάρκειας και έντασης. Όσο ο πλανήτης κινείται στην κατεύθυνση της αύξησης της θερμοκρασίας του κατά 2,4 βαθμούς Κελσίου μέχρι το 2100 (τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα, δηλαδή χωρίς δραστική μείωση που να τείνει στον τερματισμό των εκπομπών αερίων ρύπων) φαινόμενα σαν τα παραπάνω θα απειλούν όλο και πιο συχνά, ιδιαίτερα τις φτωχότερες χώρες και τους πληθυσμούς που ζουν σε συνθήκες χωρίς κλιματισμό, σε πόλεις χωρίς επαρκείς χώρους πρασίνου, κλπ.
Στον δρόμο της καταστροφής
Ο δρόμος στον οποίο οδηγεί τον πλανήτη το σύστημα του κέρδους, δεν είναι απλά αδιέξοδος αλλά και απόλυτα καταστροφικός. Οι μεγάλες επιχειρήσεις ενέργειας, όπως και τα πλουσιότερα και πιο ισχυρά κράτη του κόσμου, γνωρίζουν εδώ και δεκαετίες τις επιπτώσεις που θα έχει στο περιβάλλον και τους ανθρώπους η εμμονή τους στα ορυκτά καύσιμα. Γνωρίζουν όχι μόνο τα στοιχεία για τη συμβολή τους στην ένταση της κλιματικής αλλαγής, αλλά και τις πολύ σοβαρές επιπτώσεις από την εξόρυξή τους σε τοπικό επίπεδο (καταστροφή δασών ή άλλων ευαίσθητων οικοσυστημάτων, εκτεταμένη ρύπανση του εδάφους και των αποθεμάτων νερού, κα). Παρόλα αυτά, και ενώ κάθε φορά που κυκλοφορούν νέα στοιχεία για το που οδηγείται ο πλανήτης, αυτά είναι όλο και πιο ανησυχητικά από τα προηγούμενα, επιμένουν να δαπανούν τεράστια ποσά στα ορυκτά καύσιμα, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Αυτό το σύστημα δεν μπορεί και δεν πρόκειται ποτέ να εξασφαλίσει την ισορροπία που χρειάζεται ο πλανήτης για να επιβιώσει. Μπορεί μόνο να ανατραπεί ή να τον καταστρέψει.