Το Σάββατο 14 Αυγούστου ένας σεισμός μεγέθους 7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ έπληξε την Αϊτή. Ο απολογισμός της καταστροφής μέχρι στιγμής είναι 2.189 νεκροί, πάνω από 12.000 τραυματίες ενώ τουλάχιστον 300 άνθρωποι αγνοούνται.
Ο σεισμός προκάλεσε τεράστιες ζημιές, εκατοντάδες κτίρια κατέρρευσαν, ενώ πολλοί εγκλωβίστηκαν κάτω από αυτά. Στη συνέχεια, οι πλημμύρες που προκάλεσε η σφοδρή τροπική καταιγίδα «Γκρέις» διέκοψαν τις προσπάθειες να βρεθούν επιζώντες στα ερείπια και έβαλαν εμπόδια τις προσπάθειες να δοθεί βοήθεια στους σεισμοπαθείς, επιδεινώνοντας ακόμη περισσότερο την κατάσταση χιλιάδων ανθρώπων που έμειναν άστεγοι, χωρίς τρόφιμα και νερό.
Ο πρωθυπουργός Αριέλ Χένρι, ο οποίος διορίστηκε μετά τη δολοφονία του προέδρου της Αϊτής Ζοβενέλ Μοΐζ τον περασμένο μήνα, έχει κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για ένα μήνα. Ωστόσο, η κυβερνητική βοήθεια είναι ανεπαρκής και οι επιχειρήσεις διάσωσης και απεγκλωβισμού γίνονται κυρίως από τους κατοίκους της περιοχής με αυτοσχέδια μέσα.
Φτώχεια και πολιτική αστάθεια
Η Αϊτή έχει επανειλημμένα πληγεί από φυσικές καταστροφές, όπως σεισμούς και τυφώνες. Παρόλα αυτά, οι πιο καταστροφικές επιπτώσεις αυτών των φαινομένων συνδέονται με τις συνθήκες φτώχειας, διαφθοράς, πολιτικής αστάθειας και βαθιάς οικονομικής κρίσης που αποτελούν κληρονομιά δεκαετιών εξάρτησης και ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων.
Από τα περίπου 11 εκατομμύρια κατοίκους της χώρας, σχεδόν τα 7 εκατομμύρια ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και βγάζουν λιγότερα από 2,41 δολάρια την ημέρα. Περίπου το 69% των νοικοκυριών ανέφεραν μείωση του εισοδήματος, με περισσότερα από τα μισά να κάνουν λόγο για μείωση άνω του 60%. Επίσης, οι ελλείψεις σε τρόφιμα και βενζίνη είναι πλέον μόνιμο φαινόμενο με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι οι κάτοικοι της Αϊτής.
Την ίδια στιγμή, η χώρα βρίσκεται στη δίνη της πολιτικής αστάθειας που ακολούθησε τη δολοφονία του προέδρου Ζοβενέλ Μοΐζ, στις 7 Ιουλίου. Μια δολοφονία με πολλά ερωτηματικά και σκοτεινά σημεία, καθώς παραμένουν άγνωστα τα κίνητρα που οδήγησαν σε αυτή. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν προκύψει, η δολοφονία έγινε στο σπίτι του Μοΐζ από 28 κομάντος-μισθοφόρους που τον πυροβόλησαν 12 φορές.
Λίγες μέρες μετά, οι αστυνομία συνέλαβε τον Ζαν Λαγκέλ Σιβίλ, συντονιστή της ασφάλειας του Προέδρου Μοΐζ, καθώς φαίνεται να εμπλέκεται στη δολοφονία. Η σύλληψη αυτή, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που διέρρευσαν σχετικά με τις απειλές θανάτου που δέχτηκαν δικαστικοί υπάλληλοι που ερευνούν την υπόθεση, όχι μόνο γεννούν ακόμα μεγαλύτερα ερωτήματα, αλλά αποκαλύπτουν ότι σαφώς υπάρχει ένα κομμάτι του πολιτικού κατεστημένου που κάνει τα πάντα για να αποκρύψει την αλήθεια σχετικά με τη δολοφονία.
Μετά τη δολοφονία ακολούθησε μια μάχη για τη διεκδίκηση της Προεδρίας, ενδεικτική της πολιτικής αστάθειας που επικρατεί, αλλά και των συγκρούσεων που υπάρχουν στις γραμμές της άρχουσας τάξης της χώρας. Ο Υπουργός Εξωτερικών Κλωντ Ζοζέφ, βιάστηκε να αναλάβει τα ηνία της χώρας ανακηρύσσοντας τον εαυτό του Πρόεδρο, παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα της Αϊτής ο πρωθυπουργός Αριέλ Χένρι θα έπρεπε να αναλάβει χρέη Προέδρου. Στη συνέχεια ο Ζοζέφ, έκανε πίσω από τη διεκδίκηση της Προεδρίας, καθώς η ομάδα διεθνών διπλωματών Core Group (που αποτελείται από τη Γερμανία, τη Βραζιλία, τον Καναδά, την Ισπανία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γαλλία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και εκπροσώπους των Ηνωμένων Εθνών και του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών) πρότεινε στον Χένρι να σχηματίσει κυβέρνηση.
Οι εκδηλώσεις «φιλίας»…
Σε δήλωση που εξέδωσε, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν είπε ότι
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν στενός και διαρκής φίλος του λαού της Αϊτής και θα είμαστε εκεί μετά από αυτή την τραγωδία».
Οι δηλώσεις αυτές όχι μόνο είναι υποκριτικές, αλλά και εξοργιστικές καθώς οι ΗΠΑ έχουν μεγάλο ιστορικό εισβολών και επεμβάσεων στην Αϊτή, που μόνο φιλικές προς το λαό της δεν ήταν.
Το 1915 μετά τη δολοφονία του Προέδρου Βίλμπρουν Γκουιλάουμ Σαμ οι ΗΠΑ εισέβαλαν στην Αϊτή και την έθεσαν υπό στρατιωτική κατοχή για 20 χρόνια προκειμένου να φέρουν την «ευημερία και την ασφάλεια» στη χώρα. Αυτό που στην πραγματικότητα κατάφερε ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ήταν να αποκτήσει πρόσβαση στον πλούτο της χώρας, καταπιέζοντας τους κατοίκους της που συνεχίζουν να ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Οι «εγγυήσεις» των ΗΠΑ για την ασφάλεια της χώρας ήρθαν μέσα από την ανοιχτή στήριξη δικτατοριών που σαν στόχο είχαν να καταστείλουν τις οργανωμένες αντιστάσεις που αυξάνονταν ολοένα και περισσότερο την ίδια ώρα που μια χούφτα Αϊτινών πλούτιζε μέσα από τη συμμαχία τους με αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Το 1957 οι ΗΠΑ υποστήριξαν τη βάναυση δικτατορία του Φρανσουά Ντιβαλιέ που διήρκεσε 29 χρόνια, σκορπώντας το θάνατο. Κατά τη διάρκειά της, 100.000 Αϊτινοί σκοτώθηκαν, καθώς το πρώτο πράγμα που έκανε ο Ντιβαλιέ, ήταν να δημιουργήσει την πολιτοφυλακή Τοντόν Μακούτ που στόχο είχε να αφανίσει οποιονδήποτε πολιτικό του αντίπαλο.
Το 1991, ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος Ζαν-Μπερτάντ Αριστίντ, καθαιρέθηκε με τη βοήθεια των ΗΠΑ, ενώ το 2004 μια διεθνής στρατιωτική εισβολή με επικεφαλής τα αμερικανικά στρατεύματα επενέβησαν για να εκδιώξουν για δεύτερη φορά τον τότε Πρόεδρο Αριστίντ.
…και η «στήριξη» των ΗΠΑ
Ο Μπάιντεν αμέσως μετά το σεισμό διόρισε την διοικητή του Αμερικανικού Οργανισμού Διεθνούς Ανάπτυξης (USAID) Σαμάνθα Πάουερ ως συντονίστρια στην προσπάθεια στήριξης των ΗΠΑ προς την Αϊτή. Η Πάουερ έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ στη Λιβύη στο όνομα του «ανθρωπισμού» και της «δημοκρατίας». Μια επέμβαση με πάνω από 20.000 αεροπορικές επιθέσεις σε πάνω από 4.000 στόχους στη Λιβύη. Το αποτέλεσμα αυτής της επιχείρησης ήταν να ρίξει την Λιβύη στο χάος.
Το είδος της «στήριξης» που μπορεί να περιμένει ο λαός της Αϊτής από τις ΗΠΑ μπορεί κανείς να το φανταστεί από τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν στον τελευταίο μεγάλο σεισμό του 2010 που κόστισε τις ζωές περίπου 300.000 ανθρώπων, ενώ πάνω από 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι έμειναν άστεγοι και οι οικονομικές ζημιές κόστισαν περίπου 8 δισ. Δολάρια (όσο το 120% του ΑΕΠ της χώρας!).
Οι διεθνείς δωρητές τότε υποσχέθηκαν έως και 16,3 δισεκατομμύρια δολάρια για την «ανοικοδόμηση της Αϊτής». Βέβαια, τα πλατιά λαϊκά στρώματα της Αϊτής είδαν ελάχιστα από αυτά τα χρήματα. Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων απορρόφησαν οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που ήταν υπεύθυνες για τα έργα «ανοικοδόμησης».
Σύμφωνα με έγγραφο της κυβέρνησης της Αϊτής, έξι μήνες μετά τον σεισμό του 2010 είχε λάβει λιγότερο από το 2% των χρημάτων που της είχαν υποσχεθεί, ενώ μια μελέτη του 2012 έδειξε ότι οι ανθρωπιστικές προσπάθειες δεν συνέβαλαν σημαντικά στο να καταστήσουν την Αϊτή πιο ανθεκτική στις φυσικές καταστροφές καθώς είναι πιθανό να «προκληθούν κι άλλες ζημιές». Η έκθεση αυτή επιβεβαιώθηκε τραγικά με τις φετινές καταστροφές. Όπως επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά ότι οι φτωχές χώρες της Λατινικής Αμερικής αποτελούσαν πάντα για τις ΗΠΑ πεδίο για μπίζνες και κέρδη, ενώ οι ανάγκες των κατοίκων της αντιμετωπίζονται με ψίχουλα «ανθρωπιστικής βοήθειας».