Μετά από πάρα πολλούς μήνες συναντήσεων, διαβουλεύσεων και διεργασιών ανάμεσα στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του Σχεδίου Β και άλλων συλλογικοτήτων στην Αριστερά, για τη λεγόμενη «Συμπόρευση», το εγχείρημα κατέληξε σε αδιέξοδο.
Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές έχουν περάσει πάνω από 2 εβδομάδες από τις 16/2, όταν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το Σχέδιο Β ενέκριναν, σε πανελλαδικές συσκέψεις τους, δυο… διαφορετικά κείμενα ως βάση για την συνεργασία τους.
Το «εκπληκτικό» είναι ότι πρόκειται για δυο διαφορετικά κείμενα μεν, αλλά που για να καταλάβει κανείς ότι είναι διαφορετικά πρέπει να τα διαβάσει 2-3 φορές κι αυτό με μεγάλη συγκέντρωση! Η διαφορά που αποτέλεσε και την αιτία της «ρήξης» είναι στο πόσο εμφατικά μπαίνει η θέση για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση – τη στιγμή που και τα δύο κείμενα τοποθετούνται με καθαρό τρόπο υπέρ της εξόδου από αυτήν!
Είναι φανερό κατά τη γνώμη μας πως υπάρχουν (ή κυριαρχούν) δυνάμεις στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ που μπερδεύουν το «ενιαίο μέτωπο» (δηλαδή τη συνεργασία) με το «ενιαίο κόμμα». Γιατί η πλήρης προσχώρηση στο πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σαν αυτή που θέτουν ως προϋπόθεση για συνεργασία οι προαναφερόμενες δυνάμεις, δεν είναι στην πραγματικότητα συνεργασία, είναι κάλεσμα για να ενταχθεί όποιος επιθυμεί στην ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η έννοια της «Συμπόρευσης», δεν μπορεί και δεν θα έπρεπε να σημαίνει τίποτε άλλο παρά συνεργασία. Οι συνεργασίες δεν γίνονται με απαραίτητο όρο την ομοφωνία σε ολοκληρωμένα πολιτικά προγράμματα, αλλά στη βάση ενός αριθμού κοινών σημείων συμφωνίας. Αν τα δύο μέρη, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Σχέδιο Β, δεν συζητούσαν συνεργασία αλλά ενοποίηση σε κοινό πολιτικό φορέα της Αριστεράς, όφειλαν να το πουν καθαρά και δημόσια, και βέβαια δεν θα έπρεπε να μιλούν για «συμπόρευση» αλλά για ενοποίηση.
Κατά την διάρκεια της συζήτησης υπήρξαν δυνάμεις που ξεκαθάρισαν από την αρχή πως δεν επιθυμούν αυτή την συνεργασία (ΣΕΚ, ΟΚΔΕ Σπάρτακος). Με μια έννοια αυτές οι δυνάμεις ήταν συνεπείς, αλλά ήταν συνεπείς με τον σεκταρισμό τους. Ποια είναι η λογική βάση πάνω στην οποία μπορεί κάποιος να αρνηθεί μια συνεργασία (γιατί, ξανά, μιλάμε για συνεργασία κι όχι για ενιαίο κόμμα) ή μία συμπόρευση ανάμεσα στο Σχέδιο Β του Αλέκου Αλαβάνου και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Το ΝΑΡ από την άλλη, ήταν γνωστό σε όλους ότι διαφωνούσε με τη «συμπόρευση» με το Σχέδιο Β, αλλά δεν το έλεγε καθαρά και δημόσια. Η γνώμη μας είναι ότι όταν μια πολιτική οργάνωση δεν επιθυμεί μια συνεργασία οφείλει να το δηλώνει με θάρρος, να εξηγεί τις αιτίες και να παίρνει την ευθύνη γι’ αυτό.
Σε κάθε περίπτωση είναι εντυπωσιακό πως σε κανένα από τα δυο κείμενα τα οποία προκάλεσαν τόση συζήτηση δεν υπάρχει σαφής αναφορά στη σοσιαλιστική προοπτική. Η λέξη «σοσιαλισμός» αναφέρεται σε 1-2 σημεία, όμως αυτό γίνεται σχεδόν παρεμπιπτόντως. Το ζήτημα της σοσιαλιστικής προοπτικής ούτε είναι κεντρικό, ούτε αποτέλεσε ζήτημα διαμάχης. Είναι όμως γνωστό, σε όσους παρακολουθούν το χώρο, ότι στο Σχέδιο Β υπάρχει ξεκάθαρα αρνητική τοποθέτηση στη σοσιαλιστική προοπτική, και πρώτα και κύρια από τον ίδιο τον Αλέκο Αλαβάνο. Ο Α. Αλαβάνος αναζητά λύσεις στην κρίση μέσα στα πλαίσια του συστήματος, θεωρώντας «ξύλινη γλώσσα» τις όποιες αναφορές στην ανατροπή του καπιταλισμού, τις εθνικοποιήσεις και τον σοσιαλισμό. Επιζητά στην ουσία Κεϊνσιανικού τύπου απαντήσεις, στα πλαίσια του εθνικού κράτους και της διεθνούς οικονομίας αλλά εκτός ευρώ και ΕΕ.
Εδώ έχουμε μια σημαντική διαφορά, η οποία θα αποτελούσε πραγματικό εμπόδιο στην περίπτωση που γινόταν προσπάθεια για τη δημιουργία ενός ενιαίου πολιτικού φορέα, αλλά που δεν θα έπρεπε να αποτελεί εμπόδιο στην προσπάθεια μιας συνεργασίας (συμπόρευσης). Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμερίζουν αυτό το σημείο και επιλέγουν να δώσουν πολιτική μάχη για το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ! Γιατί;
Η δική μας η απάντηση είναι ότι όσο κι αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μιλά με «επαναστατικούς» όρους και συχνά στις γραμμές της υιοθετεί και τον όρο «μεταβατικό πρόγραμμα», το οποίο εξ ορισμού σημαίνει τη γέφυρα ανάμεσα στη σημερινή καπιταλιστική κρίση και την εργατική εξουσία και το σοσιαλισμό, στην πραγματικότητα δεν έχει καθαρή πρόταση για το πώς θα επιχειρηθεί αυτή η μετάβαση. Σαν αποτέλεσμα απλά αναφέρει το σοσιαλισμό χωρίς όμως να δίνει τη μάχη πάνω σ’ αυτό. Δίνει τη μάχη πάνω στο θέμα της ΕΕ που αποτελεί κάτι πιο «χειροπιαστό». Αλλά την δίνει τραβώντας τις διαφορές στην έμφαση από τα μαλλιά σε βαθμό εντελώς υπερβολικό!
Τη λύση στην καταστροφική κρίση που ζει η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να τη δώσει παρά μόνο η σοσιαλιστική προοπτική. Η έξοδος από το € και την ΕΕ δεν μπορεί και δεν πρόκειται από μόνη της να δώσει διέξοδο από την κρίση. Αν υπήρχε κάτι στο οποίο θα έπρεπε να επιμένει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν μια δύναμη που επιδιώκει επαναστατικές ανατροπές, θα ήταν ακριβώς αυτό: ότι η έξοδος από το € και την ΕΕ, από μόνη της, δεν θα λύσει τα προβλήματα της κρίσης.
Τι είναι αυτό που έφερε κοντά, σε μια κοινή αναζήτηση, την ηγεσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του Σχεδίου Β, παρότι τελικά η προσπάθεια δεν ευοδώθηκε; Είναι η αντίθεση στον ΣΥΡΙΖΑ. Η προσπάθεια να υπάρξει ένα αντίπαλο δέος, ένας πόλος που να μπορεί να αντιμετωπίσει την «πίεση» που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Από εδώ ξεκινά όμως το λάθος. Ασφαλώς το να υπάρξει ένας μαζικός επαναστατικός πόλος στην αριστερά πρέπει να αποτελεί στόχο, τον κεντρικό και πιο σημαντικό στόχο, στρατηγικό στόχο, της επαναστατικής αριστεράς! Όμως η επιτυχία αυτού του στόχου δεν περνά μέσα από ένα στείρο ανταγωνισμό με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην φάση που διανύουμε σήμερα, μάλιστα, περνά μέσα από μια ενιαιομετωπική προσέγγιση προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή την προσπάθεια να συναντηθούν οι δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς με τις μαχητικές δυνάμεις που υπάρχουν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα το οποίο απαιτεί συνεργασίες σε όλα τα επίπεδα – κοινωνικό, κινηματικό, εργασιακό, εκλογικό.
Μέσα από το δρόμο του «ενιαιο-μετωπικού» καλέσματος προς το σύνολο των κομμάτων της Αριστεράς, είναι που θα γίνει δυνατό να κτιστούν οι δυνάμεις της μαζικής επαναστατικής αριστεράς, κι όχι μέσα από το δρόμο της με κάθε τρόπο διατυμπάνισης της «επαναστατικής καθαρότητας» και του απομονωτισμού.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι έτοιμη σ’ αυτή τη φάση να ανταποκριθεί σ’ αυτό το καθήκον. Όταν η γραμμή που κυριαρχεί είναι:
- καμία συνεργασία, ούτε με το ΚΚΕ, ούτε με τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε καν με αντιπολιτευτικά ρεύματα στον ΣΥΡΙΖΑ
- και η απαίτηση για πλήρη συμφωνία σε ένα μάξιμουμ «επαναστατικό» πρόγραμμα για να υπάρξει οποιαδήποτε συνεργασία
τότε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ή καλύτερα οι δυνάμεις που κυριαρχούν σ’ αυτήν) όχι μόνο δεν πετυχαίνει τη δημιουργία του μαζικού επαναστατικού πόλου που διακηρύττει, αλλά καταστρέφει κάθε δυνατότητα για κάτι τέτοιο.