Μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα και Αριστερό πολιτικό μέτωπο
1. Φόβοι της ελληνικής κυβέρνησης, ένα καθοριστικό πολιτικό ερώτημα και ο Ριζοσπάστης
Στην πρόσφατη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στο Στρασβούργο στις 15-1-2014, (στα πλαίσια της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ) ο κ. Σαμαράς μεταξύ άλλων δήλωσε πως η αξιωματική αντιπολίτευση στη χώρα, (εν προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ) αποτελεί «ένα κόμμα που κινείται μεταξύ ενός άκρατου λαϊκισμού και ενός συγκεκαλυμμένου εξτρεμισμού». Η δήλωση αυτή με απλά λόγια, αν μη τι άλλο, προειδοποιεί τους εταίρους μας ότι: είτε ο ΣΥΡΙΖΑ τελικά (εφόσον συγκροτήσει κυβέρνηση) θα αναγκαστεί να προβεί σε σημαντικές «απαράδεκτες» παραχωρήσεις προς τα λαϊκά στρώματα αναιρώντας ουσιαστικές πλευρές του αντιλαϊκού «ευρωπαϊκού κεκτημένου» ή ακόμη χειρότερα ενδέχεται να αναγκαστεί να προβεί σε μια βαθύτερη αναθεώρηση των όρων διεθνοποίησης του ελληνικού καπιταλισμού αμφισβητώντας τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις του ελληνικού κράτους, διαδικασία που αντικειμενικά ενέχει τεράστιους κινδύνους για τα αστικά συμφέροντα ολόκληρου του πολιτικού πλαισίου της ευρωπαϊκής διεθνοποίησης. Συνεπώς γα το Σαμαρά, μια ενδεχόμενη «Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ» στην Ευρώπη είναι κάτι σα να λέμε ότι θα πέσουν οι καλικάντζαροι μέσα στο γάλα.
Αυτό το ερώτημα σίγουρα πρέπει να απασχολεί όλους όσους αναφερόμαστε στην αριστερά τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, δηλαδή εάν ο Σαμαράς έχει δίκιο σε αυτήν του την εκτίμηση ή εάν τελικά εντελώς αντίθετα το θέμα που έχουμε μπροστά μας να αναλύσουμε είναι αυτό που δημοσίευσε την επόμενη μέρα ο Ριζοσπάστης (Πρωτοσέλιδο 16-1-2014), «ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ ΑΓΩΝΙΟΥΝ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ Ο ΝΕΟΣ ΕΚΛΕΚΤΟΣ ΕΕ & ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ» δηλαδή εάν τελικά, τόσο η ελληνική όσο και οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις έχουν λύσει τα προβλήματα τους στην Ελλάδα, εφόσον ΝΔ & ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να εγγυηθούν εξίσου καλά τα συμφέροντα τους.
Το σίγουρο είναι πως οφείλουμε να συνειδητοποιούμε πως εάν είναι μια φορά επιδερμική η ανάγνωση από την πλευρά των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να ακυρώσουν το μνημόνιο και τους σχετικούς εφαρμοστικούς νόμους και να προβούν σε στάση πληρωμών του χρέους απέναντι στην Τρόικα και τους διεθνείς τοκογλύφους, χωρίς να αμφισβητήσουν ταυτόχρονα τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη και τις βαθύτερες επιλογές της αστικής τάξης που έφερε τη χώρα μέχρι τη σημερινή χρεοκοπία, άλλο τόσο επιδερμική και μυωπική είναι και η ανάγνωση ότι σήμερα δύναται να προκύψει Αριστερή Κυβέρνηση σε μια χώρα της ΕΕ ακριβώς μέσα στην κάρδια μιας τεράστιας οικονομικής κρίσης και ταυτόχρονα όλα να συνεχίσουν να κινούνται όπως και πριν, χωρίς να αλλάξει τίποτα για την ελληνική κοινωνία, ούτε καν να επηρεαστεί ο ταξικός συσχετισμός δύναμης.
2. «ΡΗΓΜΑ» στην αστική ηγεμονία. Νέες δυνατότητες, νέα καθήκοντα: Η συσπείρωση μιας πλατιάς κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας σε κατεύθυνση αντιπαράθεσης με την πολιτική της ΕΕ
Τουναντίον σε ότι αφορά τις δυνάμεις που αναφέρονται στην «Πρωτοβουλία των 1000», η ελληνική κοινωνία εγκυμονεί πλέον εκρηκτικές πολιτικές δυναμικές που μπροστά τους είναι αναγκασμένο το σύνολο του πολιτικών δυνάμεων να αναθεωρήσουν τη στάση τους και τον προγραμματισμό τους και τις ιστορικές, ακόμη και τις ταυτοτικές διαχωριστικές τους γραμμές.
Γιατί τελικά το ερώτημα που τίθεται σήμερα στην ελληνική κοινωνία είναι: η υποταγή στο μνημόνιο της «Εσωτερικής Υποτίμησης» και στην ντόπια και διεθνή αστική συμμαχία που το επιβάλλουν ή το προχώρημα μιας νέας πολιτικής και κοινωνικής συμμαχίας που θα επιβάλλει ένα εντελώς νέο και προοδευτικό, συνολικό, οικονομικό, παραγωγικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Επιλογή που αντικειμενικά έρχεται σε αντιπαράθεση με τις επιλογές της εγχώριας κυριαρχίας των τραπεζών και των ΜΜΕ αλλά και με τις θεμελιώδεις επιλογές της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ και συνεπώς και με το ΕΥΡΩ. Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται απλά με όρους ιδεολογικούς ή δημοσιογραφικούς: τίθεται με όρους ιστορικούς, ως ένα όριο πέρα από το οποίο συσχετισμοί και ταξικές κοινωνικές σχέσεις μεταβάλλονται βαθιά και ραγδαία.
Είναι σαφές πως σήμερα έχει ανοίξει ένα τεράστιο πολιτικό ρήγμα ανάμεσα στα συμφέροντα του κεφαλαίου, των τραπεζών και του πολιτικού τους προσωπικού και των ζωτικών συμφερόντων και αναγκών των λαϊκών τάξεων της νεολαίας και των εργαζομένων. Το ρήγμα αυτό διαμορφώνει τους αντικειμενικούς πολιτικούς όρους για μια εξελισσόμενη κρίση ηγεμονίας της αστικής τάξης και συνεπώς μια ευκαιρία για ιστορικού μεγέθους ήττα των δυνάμεων της αστικής διαχείρισης και κυριαρχίας. Η ελπίδα και κυρίως η πραγματική πιθανότητα μιας αριστερής εκλογικής νίκης και πολιτικής επικράτησης αναδεικνύει ένα πραγματικό απόθεμα από υπαρκτές ταξικές προσδοκίες και πολιτικές δυνατότητες. Η συνθήκη αυτή μετέχει στο συνολικό ταξικό συσχετισμό δύναμης και εμποδίζει την οριστική επικύρωση της αστικής νίκης στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων.
3. Ένα «Μεταβατικό» πολιτικό πρόγραμμα, ταυτόχρονα κυβερνητικό αλλά και κινηματικό μπορεί να συσπειρώσει τα πιο προωθημένα τμήματα της εργατικής τάξης με τα πιο δυναμικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και να αναδείξει ένα νέο «Ιστορικό Μπλοκ»
Από την άποψη αυτή πρέπει να επιμένουμε στο ότι αποτελεί σήμερα ιστορικό καθήκον και δυνατότητα για τις δυνάμεις της αριστεράς, η προετοιμασία αλλά και η προβολή ενός πολιτικού προγράμματος κυβερνητικού αλλά και κινηματικού που να συνενώνει τα πλέον πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και της αριστεράς με το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων, τη νεολαία, το χειμαζόμενο αγροτικό πληθυσμό, τον κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών, το οποίο να οργανώνει αλλά και να προετοιμάζει την προηγούμενη αλλά και την επόμενη μέρα της αριστερής πολιτικής νίκης και επικράτησης και να ορίζει τις συντεταγμένες μιας νέας απτής και άμεσα εφικτής νικηφόρας κοινωνικής συσπείρωσης και πολιτικής αντεπίθεσης του λαού.
Το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να μπορεί να συνενώνει τους άμεσους απολύτως αναγκαίους και εφικτούς κυβερνητικούς και κινηματικούς στόχους και αιτήματα, ανοίγοντας όμως ταυτόχρονα δρόμους προς τα πιο προωθημένα οραματικά ζητούμενα του σοσιαλισμού. Ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «Μεταβατικό» με την έννοια ότι είναι ταυτόχρονα άμεσο και εφικτό αλλά την ίδια στιγμή δεν εξαντλείται στα όρια των σημερινών ταξικών συσχετισμών. Αντίθετα το πρόγραμμα αυτό και η κοινωνική και πολιτική συμμαχία που δύναται να το στηρίζει, συμβάλλει μέσα από την ίδια τη διαδικασία εφαρμογής του, ώστε να τροποποιείται ο ταξικός συσχετισμός δύναμης, ώστε να ενισχύεται η ταξική και εθνική αυτοπεποίθηση των λαϊκών μαζών και ώστε να διαμορφώνονται οι συνθήκες να είναι εφικτοί ολοένα και πιο προχωρημένοι πολιτικοί στόχοι.
Από την άποψη αυτή ένα τέτοιο πολιτικό πρόγραμμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως μεταβατικό. Μεταβατικό λοιπόν με την έννοια της εξέλιξης και όχι ως προσχηματικό η αυτοαναφορικό πολιτικό πρόγραμμα που παραμένει μετέωρο και αποκομμένο από τον πραγματικό, ιστορικά διαμορφωμένο συσχετισμό δύναμης. Αυτό δε σημαίνει ότι η αριστερά πρέπει να αποσύρεται από τη φιλοδοξία να τροποποιήσει περαιτέρω το συσχετισμό δύναμης ώστε να γίνονται εφικτοί ακόμη πιο προωθημένοι στόχοι, αντίθετα σημαίνει ότι αυτό είναι εφικτό μονάχα όταν οι λαϊκές μάζες κατοχυρώνουν πραγματικές νίκες και όταν ενισχύουν την ταξική τους αυτοπεποίθηση. Σημαίνει ότι το ίδιο αυτό το μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα ενέχει τη δυναμική τροποποίησης του ταξικού συσχετισμού μέσα στην ίδια τη διαδικασία της υλοποίησης του.
Τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς από όλα τα ιστορικά πολιτικά ρεύματά της (ανανεωτικό, κομμουνιστικό, αντικαπιταλιστικό κ.λ.π.) παρά τις μεταξύ τους διαφορές και αποχρώσεις, έχουν αναδείξει καίρια πολιτικά ζητήματα και συμπίπτουν στις βασικές πολιτικές τους εκτιμήσεις και αιχμές αναδεικνύοντας τους κρίσιμους άξονες ενός εν δυνάμει τέτοιου ριζοσπαστικού αριστερού και λαϊκού πολιτικού προγράμματος και μετώπου.
– Άμεση ακύρωση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων.
– Άμεση και μονομερής παύση πληρωμών, λογιστικός έλεγχος του χρέους και χαρακτηρισμός του ως απεχθούς και επονείδιστου. Μονομερής διαγραφή του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του.
– Εθνικοποίηση των τραπεζών και των στρατηγικών επιχειρήσεων με δημόσιο κοινωνικό και εργατικό έλεγχο.
– Άμεσος παροπλισμός του αστικού πολιτικού προσωπικού. Παραδειγματική τιμωρία όσων από δημόσιες θέσεις επιβουλευτήκαν τη δημόσια περιουσία.
– Ανάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας.
– Αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας και εκδημοκρατισμός των θεσμών της δικαιοσύνης. Άμεση Κατάργηση των μηχανισμών αστυνομικής βίας και της καταστολής του λαϊκού κινήματος
– Αναδιανομή του πλούτου, φορολόγηση του κεφαλαίου.
– Προοδευτική αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα. Παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας με πυλώνες τις δημόσιες επενδύσεις, τις μικρομεσαίες, τις συνεταιριστικές και αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις, την ανάπτυξη της υπαίθρου.
– Ανάπτυξη της παιδείας, της υγείας, των κοινωφελών υπηρεσιών και της κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας.
– Πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα σε Έλληνες και ξένους εργαζομένους. Λαϊκή απονομιμοποίηση και παρεμπόδιση κάθε έκφραση φασιστικής και ρατσιστικής βίας.
Αναμφίβολα κρίσιμος κόμβος στη συγκρότηση και υλοποίηση ενός τέτοιου προγράμματος αποτελεί το θέμα της νομισματικής πολιτικής και της εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη. Ακόμη και οι πιο ανυποψίαστοι!! πλέον κατανοούν πως εκτός από την υποχώρηση και την ήττα των δυνάμεων του τραπεζικού και μιντιακού κατεστημένου, τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εφικτά, χωρίς τη συνολική αντιπαράθεση της ελληνικής κοινωνίας με την ΕΕ, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και την πολιτική που αυτοί οι οργανισμοί του κεφαλαίου προωθούν. Σε τελευταία ανάλυση τίποτα δεν είναι εφικτό χωρίς την κατοχύρωση της νομισματικής αυτοτέλειας της χώρας και την έξοδο από την Ευρωζώνη.
Συνεπώς αντικειμενικό όριο προγραμματικής σύμπτωσης, συνεύρεσης και συγκρότησης ενός ριζοσπαστικού, αριστερού και λαϊκού μετώπου που θα φιλοδοξεί να επιτύχει αυτούς τους πολιτικούς στόχους, δεν μπορεί παρά να είναι η θέση «ΚΑΜΙΑ ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩ». Αυτό σημαίνει πως στην προσπάθεια ενός τέτοιου μετώπου να υλοποιήσει τους στόχους του, αντικειμενικά όλες οι δυνάμεις που βρίσκονται εντός του, μπροστά στην όξυνση των αντιθέσεων και την συνεχή αύξηση της πίεσης από τον αντίπαλο, είτε θα υποχωρούν στα εκβιαστικά διλήμματα του αντιπάλου και θα εξέρχονται του μετώπου, είτε προοδευτικά θα μετατοπίζονται σε πιο ριζοσπαστικές θέσεις, ώστε αυτές να συγκλίνουν στη θέση της ανάγκης εξόδου της χώρας από το ευρώ.
Η θέση αυτή μπορεί να συνθέτει διαλεκτικά ιστορικά ρεύματα της αριστεράς που βρέθηκαν σε πλήρη αντιπαλότητα για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο αναφορικά με την εκτίμησή τους για τη σημασία και το ρόλο της ΕΕ, υπό την προϋπόθεση όμως, πως σε πρώτη και ανυποχώρητη προτεραιότητα τίθεται η υπεράσπιση των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών σε πλήρη αντιπαράθεση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Αναγκαίος ορίζοντας ενός τέτοιου πολιτικού μετώπου είναι η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας και η συγκρότηση μιας Αριστερής Κυβέρνησης, ως κρίσιμος κόμβος για την περαιτέρω επιτάχυνση μια τέτοιας πολιτικής διαδικασίας. Σε καμιά περίπτωση η Αριστερά δεν πρέπει να υποτιμήσει το γεγονός πως η αστική εξουσία ή οποία συγκροτείται σε όλα τα επίπεδα των κοινωνικών σχέσεων και πρακτικών (οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό) δεν καταργείται με την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας αλλά αντίθετα αντεπιτίθεται ακόμη πιο σκληρά. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η αριστερά πρέπει να δειλιάσει μπροστά στη δυνατότητα να καταβάλλει ένα κρίσιμο πλήγμα στην αστική κυριαρχία, ακριβώς σε εκείνο το επίπεδο όπου αυτή εμφανίζει κρίσιμο ρήγμα. Η ήττα της αστικής τάξης σε εκείνο το επίπεδο όπου παρουσιάζει ρωγμές στην κυριαρχία της, δύναται να αποτελεί έναρξη και επιτάχυνση μιας συνολικής διαδικασίας περαιτέρω αποσταθεροποίησης της.
Σήμερα ακόμη και αν δεν έχουν σχηματοποιηθεί οι όροι ώστε σε κοινωνικό, οικονομικό επίπεδο να δημιουργείται μια νέα οικονομία των αυτοδιαχειριζόμενων και των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων και του παραγωγικού έλεγχου των μεγάλων επιχειρήσεων από τα ριζοσπαστικά ταξικά συνδικάτα, γεγονός που θα έδινε ένα προβάδισμα στην Αριστερά στο οικονομικό επίπεδο, ή ακόμα και αν δεν υπάρχει διαθέσιμο ένα άλλο παράδειγμα σοσιαλιστικής κοινωνικής οργάνωσης σε διεθνές επίπεδο που να παράγει πολιτισμό, φιλοσοφία και πολιτική θεωρία γεγονός που θα έδινε ένα προβάδισμα στην Αριστερά στο ιδεολογικό επίπεδο, αυτό δε σημαίνει ότι εκεί ακριβώς που διαμορφώνονται οι συνθήκες ώστε η Αριστερά να μπορεί να καταβάλλει ένα τεράστιο πλήγμα στο πολιτικό επίπεδο της αστικής κυριαρχίας, να αρνείται να το κάνει από το φόβο της επαλήθευσης της θεωρίας της «ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗΣ» (ακόμη χειρότερα εάν μάλιστα μικρόψυχα στοιχηματίζει κιόλας σε αυτό το ενδεχόμενο).
Η δυνατότητα της Αριστεράς σήμερα στην ελληνική κοινωνία να μπορέσει με δημοκρατικό τρόπο να αναλάβει την κυβερνητική εξουσία στη βάση ενός ριζοσπαστικού μεταβατικού πολιτικού προγράμματος, αποτελεί μια τεράστιας ιστορικής σημασίας πολιτική δυνατότητα που ενδέχεται να πυροδοτήσει τεράστιες δυναμικές αποσταθεροποίησης στο νεοφιλελεύθερο σιδερόφρακτο κάστρο της ΕΕ και του ευρώ. Αυτήν την δυνατότητα η ελληνική Αριστερά δεν πρέπει να απεμπολήσει υποχωρώντας στην αστική και φιλοευρωπαϊκή νομιμότητα, ούτε όμως καταφεύγοντας στο άλλοθι της έλλειψης της προετοιμασίας του λαϊκού παράγοντα και της έλλειψης των αναγκαίων εθνικών και διεθνών κομματικών και ταξικών όρων, επενδύοντας εν τέλει στην ήττα.
4. Οι αδυναμίες μας
Απέναντι σε αυτή τη δυνατότητα είναι φανερό πως η ελληνική Αριστερά δεν μπορεί ακόμη και σήμερα να αντεπεξέλθει. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και αν έχει καταφέρει να αναδειχτεί σε κύρια έκφραση της αριστεράς με σημαντική επιρροή στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα (περισσότερο εκλογική και λιγότερο κινηματική) φαίνεται να υποχωρεί μπροστά στο βάρος αυτών των προκλήσεων επιλέγοντας ολοένα και περισσότερο φανερά, μια τακτική προσαρμογής στα πλαίσια της ευρωπαϊκής νομιμότητας, αρνούμενος εν τέλει να ανοίξει τη συζήτηση στην ελληνική κοινωνία για τα πραγματικά όρια και ενδεχόμενα μιας ανοιχτής αντιπαράθεσης με την ΕΕ και το ΕΥΡΩ. Αυτή η αδυναμία είναι κρίσιμη εφόσον στη λαϊκή συνείδηση προβάλλονται ως πανίσχυρες και ακατανίκητες οι δυνάμεις, οι συμμαχίες και τα χρηματιστικά σύμβολα του κεφαλαίου, ενώ από την άλλη μεριά ναρκοθετούνται οι δυνατότητες μιας πλατιάς και ριζοσπαστικής αριστερής συμμαχίας. Η άρνηση της ρητής δέσμευσης του ΣΥΡΙΖΑ στο «ΚΑΜΙΑ ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩ» καταργεί τις δυνατότητες ενίσχυσης του από τα αριστερά αλλά και κάθε δυνατότητας άσκησης πίεσης για τη συγκρότηση ενός πλατιού λαϊκού και αριστερού μετώπου.
Την ίδια στιγμή το ΚΚΕ φαίνεται να βρίσκεται σε μια φάση γενικής εσωστρέφειας, κομματικής σκλήρυνσης και αυτοαναφορικότητας. Η οριοθέτηση του απέναντι στο ενδεχόμενο μιας ευρύτερης αριστερής συνεργασίας με πολιτικό πρόγραμμα αριστερής διεξόδου από την κρίση, συνοδεύεται και από μια συνολική αναδίπλωση και υποχώρηση από όλη την ιστορία των λαϊκών μετώπων και όλες τις εκδοχές του αντιμονοπωλιακού αντιμπεριαλιστικού μετώπου που έχει σε διάφορες ιστορικές περιόδους υλοποιήσει. Ο όψιμος διαχωρισμός του ΚΚΕ, από την εμπειρία της ΕΔΑ ή ακόμη και του ΕΑΜ και η συνεχής τάση για ιδεολογικοποίηση των πολιτικών ερωτημάτων αντικειμενικά το απομονώνει από τον αναδυόμενο λαϊκό και νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό και δεν του επιτρέπει να συμβάλλει από ριζοσπαστική σκοπιά στην οργάνωση των πολιτικών προϋποθέσεων μιας αριστερής διεξόδου από την Κρίση. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν μια ιδιότυπη προσαρμογή στον αρνητικό διεθνή αλλά και εθνικό συσχετισμό δύναμης, γεγονός όμως που συμβάλλει στην εμπέδωση ενός περαιτέρω ακόμη αρνητικότερου συσχετισμού εφόσον ενισχύει την απογοήτευση των λαϊκών μαζών. Στα πλαίσια αυτά ούτε η αναφορά στον κομμουνισμό, ούτε η λενινιστική κομματική οργάνωση, δεν μπορεί να παίξει πια κανένα προωθητικό ρόλο, εφόσον έχει αποκοπεί η ιδεολογία από την ίδια την ικανότητα της ριζοσπαστικής πολιτικής παρέμβασης και πρωτοβουλίας για τη βελτίωση του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων.
Σε παρόμοια τροχιά βρίσκονται και οι δυνάμεις τις αντικαπιταλιστικής αριστεράς, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η όποια αρχική θετική εξέλιξη της αποδοχής και προώθησης από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σημαντικών στοιχείων του εν δυνάμει μεταβατικού προγράμματος (Διαγραφή χρέους, στάση πληρωμών, εθνικοποίηση τραπεζών, ανάγκη εξόδου από το ευρώ, κ.λ.π.) δε συνοδεύτηκε από αντίστοιχη θέληση και ικανότητα για συμμετοχή και ενίσχυση μετωπικών πρωτοβουλιών. Ιδιαίτερα δε η έμφαση στο θέμα της εξόδου της χώρας από Ευρώ ως προϋπόθεση και αφετηρία κάθε μετωπικής πρωτοβουλίας και όχι ως το αναπόφευκτο αντικειμενικό όριο της εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος, μοιάζει να λειτουργεί ως άλλοθι πολιτικού διαχωρισμού από τις υπόλοιπες δυνάμεις της αριστεράς και ως έκφραση μιας βαθύτερης ταυτοτικής ανάγκης πολιτικού και οργανωτικού διαχωρισμού. Το στοιχείο αυτό εκφράζει άλλωστε βαθύτερες αντιφάσεις ενός πολιτικού ρεύματος το οποίο συγκροτήθηκε σε αντιπαράθεση με τις επιλογές της αριστεράς την ιστορική περίοδο του ‘89, ένα ορόσημο συμβολικής κατάρρευσης μιας ολόκληρης εποχής. Στην εποχή της κατάρρευσης των συμβόλων, η επιλογή του συμβολικού διαχωρισμού έμοιαζε να είναι μια κάποιαν απάντηση. Στην εποχή όμως του «Ρήγματος στην αστική πολιτική ηγεμονία» οι λαϊκές μάζες προσδοκούν σε μια θετική σημειολογία και βηματισμό και όχι σε αντικαπιταλιστικούς συμβολισμούς.
Σημαντικές αδυναμίες όμως εμφανίζονται ακόμη και στα πολιτικά σχήματα που διαμορφώθηκαν εντός της περιόδου της ανάπτυξης της αστικής πολιτικής κρίσης και που επίμονα αναφέρονται στην προοπτική ενός λαϊκού μετώπου και στις δυο εκδοχές (είτε αριστερό, είτε εθνικό). Τόσο το σχέδιο Β, όσο και το ΕΠΑΜ παρόλη τη ρηξικέλευθη κριτική και συνολική καταγγελία της αστικής κοινωνικής διαχείρισης και πολιτικής κατάρρευσης και παρά τις ρητές προγραμματικές αναφορές τους στη σύγκρουση με τα μνημόνια, την ΕΕ και τη ρητή διατύπωση της ανάγκης εξόδου της χώρας από το ευρώ, εντούτοις αδυνατούν να συναντηθούν με το λαϊκό αίσθημα και τη συνείδηση της πλειοψηφίας του εργαζόμενου κόσμου, ακριβώς γιατί τοποθετούν τις διαχωριστικές τους γραμμές με τρόπο που στη σημερινή συγκυρία φαίνονται να αρνούνται τη δυνατότητα άμεσης αριστερής και λαϊκής αντεπίθεσης και νίκης. Ουσιαστικά απορρίπτουν κάθε συνεργασία με την πλειοψηφική έκφραση της αριστεράς στο βαθμό που αυτή δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει προγραμματικά τις θέσεις της για τη διασύνδεση κρίσης και ευρωζώνης. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει στο λαϊκό κόσμο πως οι δυνάμεις αυτές τοποθετούν τη στρατηγική τους σε ένα δεύτερο – επόμενο «πολιτικό γύρο» και εφόσον ο πρώτος θα έχει κλείσει με την οριστική πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ.
Όμως τελικά αυτή η πρακτική έχει ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση αυτών των δυνάμεων από τη μεγάλη πλειοψηφία των λαϊκών μαζών, ακριβώς γιατί στις σημερινές συνθήκες, της ακραίας κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης και με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς δυνάμεων, πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει και μεγάλη ήττα του λαού και του συνόλου της αριστεράς. Αφού ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναδειχτεί στην κυρίαρχη έκφραση της αριστεράς και μάλιστα ακριβώς εντός της συγκυρίας της κορύφωσης της αστικής πολιτικής κρίσης και της συνεπακόλουθης κινηματικής έξαρσης και συνολικής ανατροπής του πολιτικού σκηνικού.
Προφανώς μια ρηξικέλευθη πολιτική στάση, διακήρυξη και εκφορά για την ανάγκη εξόδου της χώρας από το Ευρώ και την ανάγκη πλήρους πολιτικής ρήξης με τους μηχανισμούς της ΕΕ, αποτελεί μια απολύτως απαραίτητη, θεμιτή και συνεπής πολιτική στάση για όσες αριστερές δυνάμεις συνειδητοποιούν αυτήν την αναγκαιότητα. Όμως καμία μετωπική πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει με άγνοια ή με περιφρόνηση των πολιτικών συσχετισμών, γιατί σε τελευταία ανάλυση αυτό συνεπάγεται και μια περιφρόνηση των ίδιων των ταξικών συσχετισμών που διαμορφώνονται στη συνείδηση και την πρακτική των εργαζόμενων μαζών. Άλλωστε αυτό είναι σε τελευταία ανάλυση το στοιχείο που καθορίζει κάθε φορά και τον ειδικό συσχετισμό των πολιτικών δυνάμεων εντός της αριστεράς. Από την άποψη αυτή η άρνηση των δυνάμεων αυτών να προβάλλουν την ιδιαίτερη δική τους οπτική και στρατηγική σε διαλεκτική σύνδεση με τα πολιτικά και κοινωνικά επίδικα αυτού του γύρου της πολιτικής αναμέτρησης (πχ. ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ, ΚΑΜΙΑ ΘΥΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩ, κ.λ.π.) στερεί στις δυνάμεις αυτές μια ορισμένη δυναμική που από αντικειμενική άποψη θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη και να δρα προωθητικά και καταλυτικά για τη διαμόρφωση της συνολικής συνείδησης του εν δυνάμει αριστερού και λαϊκού μετώπου.
5. Δυνατότητες και προοπτική
Η πρωτοβουλία των 1000 συγκροτήθηκε ακριβώς μέσα από τη συνειδητοποίηση αυτών των αδυναμιών και των αναγκαιοτήτων και επιχειρεί να συμβάλλει στην ενίσχυση της συζήτησης για τα θέματα αυτά σε όλους τους χώρους συσπείρωσης και οργάνωσης του αριστερού και εργαζόμενου κόσμου. Αναμφίβολα με τη δράση, το μεγάλο αριθμό άρθρων και εκδηλώσεων πανελλαδικά, μετράει θετικά αποτελέσματα σε πολλά επίπεδα. Σε πολύ μεγάλο βαθμό συνέβαλε ώστε αυτή η συζήτηση να ανοίξει και στο χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με τρόπο δημόσιο και καθαρό. Μπόλιασε πρωτοβουλίες και πολιτικές παρεμβάσεις τόσο οργανωμένων συλλογικοτήτων, όσο όμως και κομματικά ανέντακτων αγωνιστών.
Είναι απολύτως αναγκαίο σε αυτή την περίοδο, αυτή η συζήτηση για τον αναγκαίο πολιτικό μέτωπο και για το πλειοψηφικό μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα, να ενισχυθεί περαιτέρω ως και το όριο να αναδειχτούν σημαντικές και αναγνωρίσιμες μετωπικές προσπάθειες. Μια τέτοια προοπτική περιλαμβάνει ορισμένες όμως προϋποθέσεις εκ των οποίων σημαντικές είναι οι εξής:
Πρώτον: Είναι αναγκαίο να ξεπεραστούν άμεσα σε όλους τους χώρους συνάντησης του αγωνιζόμενου κόσμου, αλλά και στο επίπεδο της δημόσιας διαβούλευσης, όλες οι πρακτικές ωραιοποίησης και αποστείρωσης της πολιτικής συζήτησης γύρω από τα θέματα του χρέους, της ευρωζώνης, του νομίσματος και των αντικειμενικών ενδεχομένων που ανοίγει η αναπόφευκτη σύγκρουση της ελληνική κοινωνίας με το συστημικό χρέος, την Κρίση και την ΕΕ. Αντίθετα η κατοχύρωση ενός τέτοιου προβληματισμού και η πιο ανοιχτή συζήτηση όλων των ενδεχομένων για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας αποτελεί αναντικατάστατο στοιχείο της αριστερής και λαϊκής προετοιμασίας. Η συζήτηση αυτή δεν αφορά μονάχα τα επιτελεία και δεν πρέπει να περιορίζεται μεταξύ ειδικών. Αντίθετα θα πρέπει να διαχέεται σε όλη την ελληνική κοινωνία με τρόπο όμως διαλεκτικό και βιωματικό. Καμιά αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να κατοχυρωθεί στο βαθμό που αυτή η ίδια υποτιμά τη δυναμική του λαϊκού παράγοντα και την ικανότητα του να κατανοήσει, άρα και σε τελευταία ανάλυση να υπερασπιστεί, τις αναγκαίες ρήξεις και ανατροπές.
Δεύτερον: Αντίστοιχα, δεν είναι δυνατό να προκαταβάλλεται από κανέναν η βεβαιότητα της αριστερής αποτυχίας και η θεωρία της μικρής αριστερής παρένθεσης, την ώρα που καταβάλλεται κάθε προσπάθεια από τη πλευρά της αστικής κυριαρχίας να επιβληθεί το καθεστώς της «Χρεοκρατίας», της εσωτερικής υποτίμησης, της κατάργησης των πολιτικών ελευθεριών και δικαιωμάτων, της πολιτική ήττας και αναδίπλωσης της αριστεράς. Αντίθετα θα πρέπει να αναδεικνύεται πως η τελική στάση μιας ενδεχόμενης αυριανής αριστερής κυβέρνησης δεν μπορεί να είναι μονάχα το αποτέλεσμα της συντηρητικής προδιάθεσης του όποιου οικονομικού επιτελείου, αλλά αυτή σε πολύ μεγάλο βαθμό θα καθοριστεί και από την εκρηκτική ταξική δυναμική που είναι αντικειμενικά ενεργοποιημένη μέσα στις ανεπίλυτες αντιφάσεις της αστικής πολιτικής κρίσης και διαχείρισης.
Τρίτον: Οι ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις δεν μπορούν να στέκονται αμήχανα απέναντι στο ενδεχόμενο συγκρότησης ενός πολιτικού μετώπου στη βάση ενός μεταβατικού πολιτικού προγράμματος που θα επιχειρεί να συνδέσει τους αναγκαίους και άμεσα εφικτούς ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς με το άνοιγμα της συζήτησης για το σοσιαλισμό. Ένα τέτοιο πρόγραμμα εάν τελικά υπάρξει, αντικειμενικά θα επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες και αναγνώσεις ακριβώς γιατί και οι κοινωνίες ενέχουν ανοιχτές ταξικές δυναμικές και γιατί επιτρέπουν και διαφορετικά ιστορικά ενδεχόμενα. Η σοσιαλιστική προοπτική αποτελεί σε τελευταία ανάλυση πάντα μια προοπτική που συγκροτείται ως πραγματικό ενδεχόμενο μέσα από μια διαδικασία άλλοτε σταδιακής και άλλοτε εκρηκτικής τροποποίησης του ταξικού συσχετισμού δύναμης υπέρ των λαϊκών στρωμάτων. Και αυτό σημαίνει ότι η εφαρμογή ενός πολιτικού προγράμματος που θα επιτρέπει τη βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας των λαϊκών μαζών, αποτελεί διαδικασία αντικειμενικής βελτίωσης των ταξικών συσχετισμών. Το γεγονός αυτό αποτελεί θετικό ενδεχόμενο για τις δυνάμεις της σοσιαλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς ακόμη και όταν δεν εξασφαλίζει μη ανεπίστρεπτες κοινωνικές μεταβολές. Άλλωστε η πρόσφατη ιστορία των κοινωνιών του υπαρκτού σοσιαλισμού, απέδειξε πως δεν υπάρχουν καν τέτοιες.
Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ είναι αναγκαίο η αριστερά να δώσει τη δυνατότητα στις λαϊκές μάζες, να έρθουν στο προσκήνιο, να είναι ο λαϊκός παράγοντας που θα στραγγίσει τις εξελίξεις στην ελληνική κοινωνία, που θα αναχαιτίσει τη νεοφιλελεύθερη επίθεση και αγριότητα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αποτελούσε μια τεράστια πολιτική νίκη με διεθνή σημασία, ακόμη και αν αυτό οδηγήσει σε μια περίοδο μιας νέας ταξικής ισορροπίας που οι ταξικοί συσχετισμοί θα διακυβεύονται για μια μακρά περίοδο. Μια περίοδο όπου θα παραμένουν ταυτόχρονα ανοιχτά τα ενδεχόμενα τόσο της νεοφιλελεύθερης αστικής ανασυγκρότησης, όσο όμως και το ενδεχόμενο μια ριζοσπαστικής επιτάχυνσης και το πρωτότυπο πέρασμα της ελληνικής κοινωνίας στο σοσιαλισμό του 21ου αιώνα.