Το Υπουργείο Παιδείας μέσω των περιφερειακών διευθύνσεων εκπαίδευσης συνεχίζει την προσπάθεια τρομοκράτησης των εκπαιδευτικών που αντιστέκονται στη διαδικασία της αξιολόγησης, παραπέμποντας στο πειθαρχικό κυρίως νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς. Διαβάστε παρακάτω συνέντευξη με τον Παναγιώτη Ανάπαλη, διωκόμενο νεοδιόριστο εκπαιδευτικό και συνδικαλιστή (συμμετέχει στις Παρεμβάσεις, Συσπειρώσεις, Κινήσεις εκπαιδευτικών Π.Ε.).
- Παναγιώτη, τι συμβαίνει με τις παραπομπές σε πειθαρχικά συμβούλια νεοδιόριστων εκπαιδευτικών στη Θεσσαλονίκη;
Το τελευταίο διάστημα οι περιφερειακές διευθύνσεις εκπαίδευσης στην πόλη καλούν εκπαιδευτικούς να περάσουν για να παραλάβουν «προσωπικό τους έγγραφο» το οποίο είναι η παραπομπή τους στα πειθαρχικά συμβούλια εξαιτίας της μη συμμετοχής τους στη διαδικασία της αξιολόγησης. Πρόκειται κατά κύριο λόγο (αν και όχι αποκλειστικά) για νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι κατά τα δύο πρώτα χρόνια του διορισμού τους βρίσκονται σε καθεστώς «δόκιμου» και όχι μόνιμου υπαλλήλου. Η διαδικασία αυτή έχει σκοπό να τρομοκρατήσει τους συναδέλφους, ενώ ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο διεξάγεται θυμίζει άλλες εποχές, όταν τα αστυνομικά τμήματα καλούσαν δημοκρατικούς πολίτες να παρουσιαστούν «δι υπόθεσίν τους».
Μια συνάδελφος, έγκυος στον έβδομο μήνα, παρέλαβε τη σχετική ειδοποίηση και προσήλθε στη διεύθυνση εκπαίδευσης θεωρώντας ότι το θέμα σχετίζεται με την άδεια στην οποία θα έβγαινε σύντομα. Αντί γι αυτό ανακάλυψε ότι διώκεται για τη συμμετοχή της στην απεργία – αποχή από την αξιολόγηση που έχουν καλέσει τα σωματεία των εκπαιδευτικών, αντιδρώντας στη διαδικασία που σκοπό έχει να κατηγοριοποιήσει σχολεία, μαθητές και εκπαιδευτικούς σε «καλούς» και «κακούς», συνδέοντας βέβαια τα αποτελέσματα αυτά με τη χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων.
Τα τελευταία περιστατικά αφορούν σε συναδέλφους που συμμετέχουν στην απεργία – αποχή και αφορμή είναι το γεγονός ότι δεν παίρνουν μέρος στη διαδικασία ατομικής αξιολόγησης, η οποία περιλαμβάνει την παρακολούθηση κάποιων διδακτικών ωρών από τον «σύμβουλο – αξιολογητή εκπαίδευσης», ή αλλιώς τον παλιό «επιθεωρητή». Πρόκειται για έναν θεσμό που έχει καταργηθεί εδώ και δεκαετίες, αλλά με την πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στην ουσία επανέρχεται με άλλο όνομα, καθώς οι εκπαιδευτικοί είναι υποχρεωμένοι να τον καλέσουν στο μάθημά τους για να τους αξιολογήσει. Κάποιοι/ες βέβαια επιλέγουν αντί γι’ αυτό να προτάξουν τη δημοκρατία στα σχολεία και την ισότιμη εκπαίδευση για όλους/ες τους μαθητές/τριες, συμμετέχοντας στην απεργία.
- Ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις για τους εκπαιδευτικούς που δεν συμμετέχουν στην αξιολόγηση;
Στην πραγματικότητα, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα και τα όσα γνωρίζουμε για το συνταγματικό δικαίωμα συμμετοχής σε νόμιμα προκηρυγμένη απεργία, δεν μπορούν να υπάρξουν επιπτώσεις. Επιπλέον, πρόκειται για μια μακρόχρονη διαδικασία, που μπορεί να χρειαστεί ακόμη και χρόνια μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση του κάθε εκπαιδευτικού, αλλά επίσης είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταδικάσουν εργαζόμενους/ες που καλύπτονται από επίσημα προκηρυγμένες απεργίες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση μάλιστα έχουμε μια απεργία – αποχή (από την αξιολόγηση) η οποία έχει αποφασιστεί από τη βάση των εκπαιδευτικών, σε μαζικές διαδικασίες και όχι απλά από κάποιο Διοικητικό Συμβούλιο σωματείου. Ακόμη όμως κι αν καταδικαστεί κάποιος συνάδελφος/ισσα από το πειθαρχικό, η ποινή που προβλέπεται είναι η στέρηση ενός μισθού.
Τελευταία ωστόσο, εκτός από τα πειθαρχικά, το Υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να τρομοκρατήσει τους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς, μη εκδίδοντας τις αποφάσεις μονιμοποίησής τους αφού έχουν συμπληρώσει τα δύο χρόνια από τον διορισμό, υπονοώντας ότι η ίδια τους η θέση εργασίας μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Πρόκειται για μια παράνομη πρακτική, η οποία έχει μοναδικό στόχο να κρατάει τους εκπαιδευτικούς ομήρους, να τους δημιουργεί αμφιβολίες για το αν έχουν ή όχι δικαίωμα να συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις που έχουν καλεστεί από τα σωματεία του χώρου! Απέναντι σε αυτή την πρακτική, κάποιοι συνάδελφοι/ισσες έχουν ήδη κινηθεί δικαστικά και δικαιωθεί. Επόμενο βήμα είναι η από κοινού δικαστική μάχη απέναντι σε αυτή την αυθαίρετη πρακτική, από όλους τους εκπαιδευτικούς που έχουν συμπληρώσει δύο χρόνια υπηρεσίας και το υπουργείο δεν έχει εκδώσει την απόφαση νομιμοποίησής τους.
- Τι κλίμα υπάρχει ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς; Υπάρχει απάντηση από την εκπαιδευτική κοινότητα απέναντι στις διώξεις;
Η εικόνα είναι πολύ διαφορετική από σχολείο σε σχολείο και από περιοχή σε περιοχή. Στις πιο μικρές πόλεις, όπου δεν υπάρχουν ισχυρές οργανωμένες συνδικαλιστικές δυνάμεις, η τρομοκρατία του υπουργείου φέρνει σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα. Ωστόσο στις μεγάλες πόλεις, στη Θεσσαλονίκη και κυρίως στην Αθήνα, η αντίσταση παραμένει ισχυρή. Αυτό δεν αφορά μόνο τους σημαντικούς αριθμούς συναδέλφων που συνεχίζουν να απέχουν από την αξιολόγηση, αλλά και τις κινητοποιήσεις που καλούνται ενάντια στις συνδικαλιστικές διώξεις.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Θεσσαλονίκη, μετά την κλήση (στις 17/1) που δεχτήκαμε πολλοί νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί να παρουσιαστούμε στα πειθαρχικά συμβούλια την Δευτέρα 20/1, καλέστηκε κινητοποίηση για την ίδια μέρα, στην οποία συμμετείχαν εκατοντάδες συνάδελφοι και συναδέλφισσες, παρά τον λίγο χρόνο προετοιμασίας. Αντίστοιχες κινητοποιήσεις έγιναν σε όλες τις διευθύνσεις εκπαίδευσης της πόλης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας. Ένα σημαντικό κομμάτι των εκπαιδευτικών επιμένει να αντιστέκεται. Αυτό όμως δεν αρκεί. Μόνο αν μπει σε αυτό τον αγώνα ολόκληρη η κοινωνία μπορούμε να νικήσουμε. Εξάλλου πρόκειται για μια μάχη που αφορά όλους και όλες.
- Πως θα επηρεάσει τα σχολεία και την εκπαίδευση συνολικά η διαδικασία της αξιολόγησης και τα υπόλοιπα μέτρα της κυβέρνησης;
Αυτό που προσπαθεί να περάσει στον κόσμο η κυβέρνηση είναι ότι οι εκπαιδευτικοί αντιδρούν στα σχέδιά της επειδή δεν θέλουν να αξιολογηθούν οι ίδιοι. Πρόκειται για ένα τεράστιο ψέμα, καθώς η αξιολόγηση αφορά πρώτα απ όλα τις σχολικές μονάδες, οι οποίες θα κατηγοριοποιηθούν σε καλές και κακές, με τις πρώτες να δέχονται τη μερίδα του λέοντος της χρηματοδότησης και τις δεύτερες να εγκαταλείπονται στη μοίρα τους. Όπως είναι αναμενόμενο, τα σχολεία των πιο φτωχών, εργατικών περιοχών, όπου η πλειοψηφία των μαθητών/τριών έχουν αντικειμενικά λιγότερα εφόδια, θα αξιολογούνται χειρότερα, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται και να εντείνεται ο ταξικός διαχωρισμός.
Παράλληλα, το υπουργείο ιδρύει τα λεγόμενα «Ωνάσεια Σχολεία», που θα χρηματοδοτούνται από το Ίδρυμα Ωνάση και αποτελούν την πρώτη μορφή ΣΔΙΤ στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πρόκειται για νέες σχολικές μονάδες, οι οποίες θα είναι υποτίθεται δημόσιες (ένας αριθμός από τα υπάρχοντα δημόσια σχολεία θα μετατραπούν σε «Ωνάσεια») και θα απευθύνονται σε μαθητές και μαθήτριες με πιο «προχωρημένες» εκπαιδευτικές ανάγκες (για την ακρίβεια θα επιλέγονται οι μαθητές/τριες με τις καλύτερες επιδόσεις) διώχνοντας τα υπόλοιπα παιδιά από τα σχολεία στα οποία φοιτούν και αναγκάζοντάς τα να βρουν άλλο σχολείο. Έτσι, τα αμιγώς δημόσια σχολεία των περιοχών στις οποίες θα δημιουργηθούν «Ωνάσεια», θα υποστούν ακόμη μεγαλύτερη επιβάρυνση. Μάλιστα τα σχολεία αυτά έχει επιλεγεί να ιδρυθούν σε περιοχές οικονομικά υποβαθμισμένες.
Την ίδια ώρα τα σχολεία μετατρέπονται σε αντιδημοκρατικά κάστρα αυταρχισμού. Η παλιά δημοκρατική λειτουργία των συλλόγων διδασκόντων αντικαθίσταται από ένα καθεστώς υπερ-εξουσιών που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του διευθυντή/τριας. Παράλληλα οι διώξεις εκπαιδευτικών αυξάνονται και σε θέματα που δεν αφορούν την αξιολόγηση. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη περίπτωση συναδέλφου στην οποία ασκήθηκε δίωξη γιατί μίλησε δημόσια για το γεγονός ότι ένα παιδί του σχολείου έλειψε υποχρεωτικά από τα μαθήματα για έναν μήνα, επειδή δεν υπήρχε σχολική νοσηλεύτρια (κάτι που αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την ασφαλή φοίτηση του συγκεκριμένου παιδιού). Ή η περίπτωση της δασκάλας που υπέστη δίωξη επειδή ανάρτησε στο σχολείο μια ζωγραφιά των μαθητών της που έγραφε «Λευτεριά στην Παλαιστίνη».
Η μάχη που δίνουν σήμερα οι εκπαιδευτικοί δεν είναι μια μάχη που αφορά στενά δικά τους αιτήματα, αλλά μια μάχη για το δικαίωμα στην απεργία, μια μάχη για το μέλλον της εκπαίδευσης, για την πρόσβαση κάθε παιδιού σε υψηλού επιπέδου μόρφωση ανεξάρτητα από τις οικονομικές δυνατότητες της οικογένειάς του, για ένα σχολείο δημοκρατικό, όπου μαθητές/τριες και εκπαιδευτικοί θα μπορούν να εκφράζονται ελεύθερα. Αυτή τη μάχη πρέπει να τη δώσει μαζί μας ολόκληρη η κοινωνία!