«Είχαμε μία μεγάλη αστοχία: μία φωτιά ξέφυγε και μπήκε στον αστικό ιστό» δήλωσε στην συνέντευξη τύπου στην ΔΕΘ ο Κ. Μητσοτάκης, λέγοντας ότι δεν θα δεχτεί τη «μηδενιστική κριτική», και κατέληξε «να κρατήσουμε, λοιπόν, τα πολλά θετικά …». Για να δούμε λοιπόν τα «πολλά θετικά» της κυβέρνησης σε αυτό τον τομέα.
Η φωτιά στο Παγγαίο Όρος που εκδηλώθηκε στα τέλη Αυγούστου, περιορίστηκε χάρη στη βροχή που έπεσε στις 29/8, αφού έκαιγε ανεμπόδιστη για οκτώ ημέρες, καταστρέφοντας πάνω από 13.500 στρέμματα βλάστησης. Η φωτιά στον Όρβηλο έκαψε πάνω από 12.000 στρέμματα μέσα σε σχεδόν έναν μήνα, αφού το βουνό εγκαταλείφθηκε στην τύχη του λίγες μέρες μετά τις αρχικές προσπάθειες κατάσβεσης. Όσο για τη φωτιά στη βορειοανατολική Αττική, παρά τις προκλητικές δηλώσεις του πρωθυπουργού, σύμφωνα με τον οποίο «οι συμπολίτες μας που επλήγησαν από την πυρκαγιά» ήταν… «ευτυχώς λίγοι», όχι μόνο έκαψε τουλάχιστον 104.000 στρέμματα, αλλά αφού κατάφερε να μπει ανενόχλητη στα προάστια της πρωτεύουσας, κατέστρεψε δεκάδες σπίτια και μαγαζιά, ενώ μια εργαζόμενη εγκλωβίστηκε και κάηκε μέσα στην επιχείρηση στην οποία δούλευε.
Για τα κυβερνητικά στελέχη ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα που να πηγαίνει λάθος σε σχέση με την προστασία των δασών και τη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών. Αυτό που φταίει είναι βασικά η κλιματική αλλαγή, η οποία παρουσιάζεται λίγο πολύ σαν ανίκητο μυθικό τέρας απέναντι στο οποίο είμαστε ανίσχυροι, ενώ κατά διαστήματα στην κυβερνητική επιχειρηματολογία προστίθενται σπάνια υποτίθεται φαινόμενα, που κάνουν την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών απαγορευτική.
Κλιματική αλλαγή δυο ταχυτήτων;
Η ξηρασία, οι υψηλότερες θερμοκρασίες, και άλλα φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, ευνοούν την εμφάνιση και την επέκταση δασικών πυρκαγιών και δυσχεραίνουν την αντιμετώπισή τους. Αυτό είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες. Παρόλα αυτά, μέχρι σήμερα δεν έχουν παρθεί ουσιαστικά μέτρα προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο αυξημένος κίνδυνος. Αντίθετα, οι ελλείψεις στην Πυροσβεστική και τη Δασική Υπηρεσία γιγαντώνονται, ενώ στην Ελλάδα οι καμένες εκτάσεις αυξάνονται δραματικά. Επιπλέον τα τελευταία χρόνια, κάθε καλοκαίρι συζητάμε για μεγάλες πυρκαγιές που παίρνουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αντίθετα, σε άλλες μεσογειακές χώρες με παρόμοιες συνθήκες, η κατάσταση είναι επίσης κακή, αλλά συγκριτικά πιο ελεγχόμενη.
Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία του 2023, (από την αρχή μέχρι και τις 24/8 του περασμένου έτους) σύμφωνα με τα οποία οι καμένες εκτάσεις στην Ελλάδα πλησίασαν το 1.300.000 στρέμματα παρουσιάζοντας αύξηση 195% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ στην Ισπανία ξεπέρασαν τα 800.000 στρέμματα (αύξηση 2%) και στη Γαλλία πλησίασαν τα 600.000 στρέμματα (αύξηση 10%). Το ίδιο διάστημα στην Ελλάδα ο αριθμός των καταγεγραμμένων δασικών πυρκαγιών μειώθηκε κατά 52%, ενώ στην Ισπανία και τη Γαλλία οι δασικές πυρκαγιές σημείωσαν αύξηση κατά 78% και 194% αντίστοιχα. Δηλαδή σε αντίθεση με άλλες χώρες, στην Ελλάδα είχαμε κατακόρυφη αύξηση των καμένων εκτάσεων την ώρα που ο αριθμός των πυρκαγιών μειώθηκε σημαντικά. Πως γίνεται η κλιματική αλλαγή να επηρεάζει τόσο διαφορετικά, τόσο κοντινές και παρόμοιες στο κλίμα περιοχές; Όλα δείχνουν ότι αυτό που κάνει τις δασικές πυρκαγιές πιο καταστροφικές στην Ελλάδα, είναι η διαρκής υποβάθμιση των υπηρεσιών πρόληψης και καταστολής τους.
ΟΟΣΑ: υποχρηματοδότηση και κατακερματισμός
Πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ σχετικά με το πως ανταποκρίνεται το ελληνικό κράτος στις ανάγκες της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών και της δασοπυρόσβεσης κάτω από τις δύσκολες συνθήκες των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής είναι αποκαλυπτική. Η χρηματοδότηση της Δασικής Υπηρεσίας παρουσιάζει διαρκή μείωση από το 2010 ως το 2017, έχοντας μέσα σε αυτό το διάστημα πέσει από τα 115.557.329 ευρώ τον χρόνο, στα 82.681.124 ευρώ. Όσο για τη χρηματοδότηση της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, η κατάσταση είναι αντίστοιχα κακή, αν και σε πολύ ψηλότερα ποσά. Το 2010 οι σχετικές δαπάνες έφτασαν τα 399.021.892 ευρώ, για να πέσουν την επόμενη χρονιά στα 330.870.177 ευρώ. Από τότε και μέχρι το 2017 αυξάνονταν κάθε χρόνο, φτάνοντας όμως μετά βίας στα επίπεδα του 2010 (397.658.321 ευρώ). Στην πραγματικότητα βέβαια τα 397 εκατομμύρια του 2017 είναι πολύ λιγότερα από τα 399 του 2010, αν λάβουμε υπόψη τον πληθωρισμό. Η έρευνα συνεχίζει λέγοντας ότι από τότε μέχρι σήμερα γίνεται προσπάθεια βελτίωσης της κατάστασης κυρίως με αξιοποίηση ευρωπαϊκών πόρων. Προσθέτει όμως ότι:
«Παρά τις βελτιώσεις αυτές, απαιτούνται περαιτέρω προσπάθειες για την εξασφάλιση επαρκούς και σταθερής χρηματοδοτικής για την πρόληψη των πυρκαγιών, καθώς και για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων πόρων, οι οποίοι συχνά δεν αξιοποιούνται επαρκώς λόγω καθυστερήσεων και γραφειοκρατικών εμπλοκών».
Αυτή η χρόνια υποβάθμιση, σε συνδυασμό με την ουσιαστική διάλυση της Δασικής Υπηρεσίας (από την οποία αφαιρέθηκε η ευθηνή των δασών στα τέλη της δεκαετίας του 1990 για να ανατεθεί στην Πυροσβεστική) έχει σε μεγάλο βαθμό οδηγήσει στην κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Η μελέτη του ΟΟΣΑ σημειώνει ότι:
«Ενώ μέχρι το 1998 η διαχείριση των δασών – που περιλαμβάνει τόσο την πρόληψη όσο και την καταστολή των πυρκαγιών – ανήκε στην αρμοδιότητα της Δασικής Υπηρεσίας, το 1999 η αρμοδιότητα για την καταστολή των πυρκαγιών μεταβιβάστηκε στην Ελληνική Πυροσβεστική Υπηρεσία … Αυτός ο κατακερματισμός των αρμοδιοτήτων και οι συχνές θεσμικές αλλαγές, που επιδεινώθηκαν από τις επανειλημμένες περικοπές των πόρων, έχουν υποβαθμίσει την ικανότητα και την ηγεσία της Δασικής Υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, έχουν αποδυναμώσει την ικανότητα της χώρας στη διαχείριση των δασών και την πρόληψη των πυρκαγιών».
Εγκατάλειψη της δασοπυρόσβεσης
Δίπλα στα παραπάνω, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται και μια συνολικότερη αλλαγή στην αντίληψη για το πως αντιμετωπίζονται οι δασικές πυρκαγιές. Αυτό που ενδιαφέρει πλέον την κυβέρνηση, δεν είναι να σωθούν οι δασικές εκτάσεις που απειλούνται από τη φωτιά, αλλά αρκείται στο να μην υπάρχουν ανθρώπινα θύματα (τουλάχιστον όχι σε μεγάλους αριθμούς, ώστε να μην κατηγορηθεί για «νέο Μάτι»). Ο δασολόγος Γ. Καρέτσος αναφέρει:
«Επιπλέον, το δόγμα αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών ως καταστολή και μόνον και μάλιστα χωρίς κανένα σχέδιο αντιμετώπισής της εντός του δάσους, αλλά την αναμονή της στο ασφάλτινο δίκτυο, που όπως αποδείχτηκε, δεν είναι ικανό να αναχαιτίσει δασικές πυρκαγιές μεγάλης έντασης. Συνεχίζει το ΠΣ να αγνοεί το χωμάτινο δίκτυο και τα μονοπάτια και γνωρίζει μόνο σε γενικές γραμμές τον χώρο εποπτείας και δεν συμμετέχει στις δασικές εργασίες, ώστε να γνωρίζει τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες του δασικού χώρου. Αυτή η αδυναμία του Πυροσβεστικού Σώματος, φαίνεται ότι δεν πρόκειται να επιλυθεί και είναι συνυφασμένη με τη στρατιωτική της δομή και τις κατακόρυφες διαταγές από μια απομονωμένη κάστα στρατηγών, που εξυπηρετούν μια απαίδευτη πολιτική ηγεσία, ανίκανη να αντιληφθεί το τι σημαίνει δάσος και δασική πυρκαγιά…».
Αυτό που στην ουσία περιγράφεται στην παραπάνω παράγραφο, είναι η εγκατάλειψη της δασοπυρόσβεσης, αφού έχει ήδη προ πολλού εγκαταλειφθεί η πρόληψη και η προστασία των δασών από τις πυρκαγιές. Και όταν φαίνονται τα αποτελέσματα αυτών των πολιτικών, αυτό που χρειάζεται είναι μερικές ακόμη καλές δικαιολογίες.
Οι «χαοτικές κηλιδώσεις» και το «πυρονέφος της νύχτας»
Στις καταστροφικές πυρκαγιές της Πελοποννήσου και της Πάρνηθας του 2007, ο Β. Πολύδωρας (τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης) κατηγορούσε τον «στρατηγό άνεμο». Με την πάροδο του χρόνου, πρωθυπουργοί, υπουργοί και μέσα ενημέρωσης, ανακαλύπτουν όλο και πιο ευφάνταστες δικαιολογίες για να καλύψουν την ανεπάρκειά του συστήματος δασοπροστασίας και δασοπυρόσβεσης. Έτσι πέρσι, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στη βουλή για τη μεγάλη πυρκαγιά στον Έβρο, ο Κ. Μητσοτάκης μιλούσε για το σπάνιο φαινόμενο του «πυρονέφους της νύχτας», ενώ φέτος στη φωτιά της ΒΑ Αττικής, μάθαμε από τα κανάλια και τις εφημερίδες ότι βασικός υπεύθυνος ήταν το «χαοτικό φαινόμενο των κηλιδώσεων».
Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι κυβέρνηση και μέσα ενημέρωσης ανακαλύπτουν ανύπαρκτες μπαρούφες για να κερδίσουν τις εντυπώσεις. Κι όμως, τα φαινόμενα στα οποία αναφέρονται είναι πραγματικά (παρότι συνήθως τα συνοδεύουν δραματικοί προσδιορισμοί και επίθετα που δεν χρησιμοποιούνται στην πυροσβεστική ορολογία…).
Είναι μάλιστα φαινόμενα γνωστά, τα οποία όμως προϋποθέτουν να έχει πάρει μια δασική πυρκαγιά μεγάλες διαστάσεις. Στην περίπτωση των κηλιδώσεων, πρόκειται για την εκτόξευση φλεγόμενων αντικειμένων (κλαδιών, κλπ) σε μεγάλες αποστάσεις από το βασικό μέτωπο της πυρκαγιάς, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται καινούρια μέτωπα. Το «πυρονέφος» από την άλλη (πρωινό ή βραδινό δεν έχει καμία σημασία) πρακτικά σημαίνει ότι μια δασική φωτιά που βρίσκεται σε χαράδρα έχει αναπτύξει πολύ μεγάλο θερμικό φορτίο και έτσι δημιουργεί το δικό της τοπικό κλίμα, με ανοδικά ρεύματα που την σπρώχνουν προς την κορυφή με μεγάλη ταχύτητα. Φαινόμενα σαν τα παραπάνω, κάνουν πράγματι εξαιρετικά δύσκολες τις προσπάθειες της κατάσβεσης.
Για να εκδηλωθούν όμως, πρέπει η δασική πυρκαγιά να μην έχει αντιμετωπιστεί την κατάλληλη στιγμή, δηλαδή μέσα στα πρώτα λεπτά από την έναρξή της. Αν τα έργα πρόληψης ήταν επαρκή, αν τα πυροσβεστικά μέσα αρκούσαν για να αντιμετωπιστούν άμεσα οι δασικές πυρκαγιές, τότε πολύ λιγότερες, έως ελάχιστες θα ήταν εκείνες οι οποίες θα έπαιρναν μεγάλες διαστάσεις κι έτσι φαινόμενα όπως τα πυρονέφη και οι κηλιδώσεις θα ήταν πράγματι σπάνια…
Ανάγκη για άμεση στροφή στην προστασία των δασών
Σε μια εποχή που η κλιματική αλλαγή και οι υπόλοιποι κίνδυνοι για το περιβάλλον τείνουν να πάρουν ανεξέλεγκτες διαστάσεις, η προστασία των δασών δεν μπορεί να θεωρείται πολυτέλεια, αλλά πρέπει να μετατραπεί σε άμεση προτεραιότητα. Για να προστατευτεί ο δασικός πλούτος που μας έχει απομείνει απαιτούνται:
- Μαζικές προσλήψεις στη Δασική Υπηρεσία και επαναφορά της δασοπυρόσβεσης στην ευθύνη της.
- Μαζικές προσλήψεις στην Πυροσβεστική για ενίσχυση του έργου των Δασικών υπαλλήλων.
- Κονδύλια που να καλύπτουν όλες τις ανάγκες και των δυο υπηρεσιών, ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στα έργα πρόληψης και στη δασοπυρόσβεση.
- Εκπαίδευση των τοπικών κοινωνιών που ζουν κοντά σε δάση, ουσιαστική εκπαίδευση και επαρκή εξοπλισμό στις εθελοντικές ομάδες δασοπροστασίας.
- Απόλυτη προστασία των καμένων περιοχών, κανένας αποχαρακτηρισμός, καμιά μετατροπή των καμένων εκτάσεων σε ανεμογεννήτριες ή τουριστικές εγκαταστάσεις.
- Αντιπλημμυρικά έργα και έργα συγκράτησης των εδαφών.
- Αναδασώσεις με επιστημονική επίβλεψη όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο και όχι ιδιωτικές φιέστες. Προστασία της φυσικής αναγέννησης στις καμένες εκτάσεις.
Ωστόσο μετά από δεκαετίες εγκληματικής υποβάθμισης, είναι προφανές ότι καμία κυβέρνηση δεν σκοπεύει να αντιμετωπίσει σοβαρά το θέμα της προστασίας των δασών, όπως και συνολικά του περιβάλλοντος. Έτσι τα παραπάνω μπορούν να κατακτηθούν μόνο μέσα από μαζικές, μαχητικές διεκδικήσεις από την πλευρά των εργαζομένων, των περιβαλλοντικών κινημάτων, της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας που ασφυκτιά όλο και περισσότερο.