Πρόσφατη έρευνα που κυκλοφόρησε μέσω ρεπορτάζ της εφημερίδας Guardian αναφέρει ότι μια ομάδα τοξικών στοιχείων (γνωστών και με το ακρωνύμιο PFAS – per and polyfluoroalkyl substances – υπερφθοροαλκυλιωμένες χημικές ουσίες) βρίσκονται παντού στις Μεγάλες Λίμνες της Βόρειας Αμερικής, ενός γιγάντιου υδάτινου όγκου, που «φιλοξενεί» περίπου το 95% του γλυκού νερού των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα χημικά αυτά δεν βρίσκονται μόνο στο νερό των λιμνών, αλλά και στην ατμόσφαιρα, όπως και στο νερό της βροχής που πέφτει στην περιοχή.
Ενώσεις της ίδιας οικογένειας έχουν εντοπιστεί σε μεγάλες συγκεντρώσεις στα νησιά Φερόες, στον Ατλαντικό Ωκεανό, στο νερό, τα ψάρια που καταναλώνουν οι κάτοικοι, αλλά και στους ίδιους τους κατοίκους. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει στις περισσότερες περιοχές του πλανήτη.
«Παντοτινά χημικά»
Οι ενώσεις PFAS είναι επίσης γνωστές με τον όρο «παντοτινά χημικά» (forever chemicals). Αποκαλούνται έτσι, επειδή πρόκειται για μια σειρά χιλιάδων κατασκευασμένων από τον άνθρωπο χημικών ενώσεων, των οποίων το βασικό χαρακτηριστικό είναι η μεγάλη σταθερότητα (δηλαδή ότι δεν διασπώνται στα επί μέρους στοιχεία τους, αλλά μπορούν να διατηρηθούν για χιλιάδες χρόνια στη φύση).
Ένα άλλο βασικό τους χαρακτηριστικό, είναι ότι μπορούν να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα υγείας στον άνθρωπο, από διαταραχές του ενδοκρινικού συστήματος, διαταραχές στην ανάπτυξη εμβρύων και παιδιών, μέχρι διάφορες μορφές καρκίνου. Επιπλέον, έχοντας ξεκινήσει το ταξίδι τους από το εργαστήριο σε αμέτρητα προϊόντα καθημερινής χρήσης και από εκεί στο περιβάλλον, ήδη από τη δεκαετία του 1950, σήμερα βρίσκονται κυριολεκτικά παντού: από το έδαφος και το νερό, το σύνολο της τροφικής αλυσίδας, μέχρι το ανθρώπινο αίμα (σχεδόν κάθε δείγμα που εξετάζεται για τα συγκεκριμένα χημικά, τα περιέχει σε έναν βαθμό).
Οι ενώσεις PFAS κατασκευάστηκαν και άρχισαν να μελετώνται στα μέσα της δεκαετίας του ‘40 και λίγα χρόνια αργότερα κατέκλυσαν την αγορά, αφού χρησιμοποιήθηκαν σε διάφορα προϊόντα χάρη στις αδιάβροχες, αντικολλητικές και άλλες ιδιότητες τους. Και τα προϊόντα αυτά δεν είναι λίγα. Από είδη ένδυσης μέχρι καλλυντικά, συσκευασίες τροφίμων και μαγειρικά σκεύη, τα «παντοτινά χημικά» βρίσκονται σχεδόν παντού στην καθημερινότητά μας.
Ακόμη και σε περιοχές που δεν βρίσκονται κοντά σε βιομηχανίες που χρησιμοποιούν τα συγκεκριμένα χημικά, αυτά καταφέρνουν να φτάσουν μέσω διάφορων διαδρομών. Αρχικά, όταν τα τοξικά απόβλητα μιας βιομηχανίας διαρρεύσουν στο περιβάλλον, δεν είναι δυνατό να περιοριστούν σε μια συγκεκριμένη περιοχή, αλλά ταξιδεύουν παντού με το νερό και τον αέρα. Επιπλέον, η ρύπανση καταλήγει στο περιβάλλον και από τα ίδια τα προϊόντα που περιέχουν ενώσεις PFAS, ιδιαίτερα όταν κάποια στιγμή καταλήξουν σε κάποια χωματερή, ή μονάδα καύσης απορριμμάτων.
Η 3M, τα «ασφαλή όρια» και η συγκάλυψη
Όταν αρκετές δεκαετίες πριν οι χημικές βιομηχανίες που τα μελετούσαν, ανακάλυψαν τις ιδιότητες τους, αποφάσισαν να τα βγάλουν στην αγορά σε αδιάβροχες μπότες, αντικολλητικά τηγάνια, τραπεζομάντιλα που δεν λεκιάζουν και αμέτρητα άλλα προϊόντα, με την υπόσχεση ότι θα έκαναν καλύτερη την καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Αρχικά χωρίς καμία μελέτη για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στη συνέχεια, αφού επιβεβαιώθηκε η σύνδεση των PFAS με την ανάπτυξη καρκίνων, προσπαθώντας να κουκουλώσουν το θέμα.
Πρώτη από αυτές ήταν μια εταιρεία που έχει συνδέσει το όνομά της με τα επικίνδυνα χημικά, η 3Μ. Εδώ και δεκαετίες, η 3Μ έχει πρωτοστατήσει όχι μόνο στη ρύπανση, αλλά και στην προσπάθεια να καθησυχαστεί ο κόσμος που καταναλώνει τα προϊόντα της. Σύμφωνα με δικές της μελέτες, το ασφαλές όριο συγκέντρωσης των PFAS στο ανθρώπινο αίμα είναι το 1,05 ppb (μέρη ανά δισεκατομμύριο – δηλαδή 1,05 μέρος PFAS για ένα δις μέρη αίμα). Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο μέσος όρος συγκέντρωσης PFAS στο αίμα των κατοίκων των ΗΠΑ ήταν 30 φορές πάνω από αυτό το όριο. Επιπλέον, η 3Μ σε συνεργασία με τον χημικό κολοσσό DuPont, απέκρυψαν το γεγονός ότι οι συγκεκριμένες ουσίες είναι καρκινογόνες, παρότι είναι ξεκάθαρο από έγγραφα που αντάλλασσαν μεταξύ τους ότι το γνώριζαν.
Παρά την προσπάθεια συγκάλυψης, σήμερα η σχέση των PFAS με μια σειρά σοβαρά προβλήματα υγείας για τον άνθρωπο είναι γνωστή. Έτσι, εταιρείες όπως η 3Μ και η DuPont βρίσκονται συχνά σε δικαστικές διαμάχες με τοπικές κοινότητες, φορείς, ή και μεμονωμένους κατοίκους περιοχών που έχουν υποστεί σοβαρή περιβαλλοντική υποβάθμιση από τα τοξικά χημικά τους. Πριν λίγους μήνες η 3Μ οδηγήθηκε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με μια σειρά δημόσια συστήματα ύδρευσης στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να καλείται να πληρώσει πάνω από δέκα δις δολάρια μέχρι το 2036.
Παρά όμως τα πρόστιμα και τις αποζημιώσεις που αναγκάζονται να πληρώσουν κατά διαστήματα, πολυεθνικές όπως η 3Μ εξακολουθούν να βγάζουν τεράστια κέρδη συνεχίζοντας την παραγωγή και τη χρήση επικίνδυνων χημικών ενώσεων όπως τα PFAS. Και βέβαια η παραγωγή αυτή συνοδεύεται από τη δημιουργία μεγάλου όγκου τοξικών αποβλήτων, τα οποία θα συνεχίσουν να ξεφορτώνονται σε ρέματα και ποτάμια, επιτρέποντάς τους να εξαπλωθούν σε όλο τον πλανήτη, απειλώντας -δίπλα σε τόσους άλλους περιβαλλοντικούς κινδύνους- τη ζωή και την υγεία των ανθρώπων και τη φυσική ισορροπία.
Σήμερα αναζητούνται μέθοδοι δημιουργίας φυσικών εναλλακτικών στις ενώσεις PFAS, όπως και τρόποι να απομακρυνθούν (τουλάχιστον από το νερό) σε περιοχές που έχουν υποστεί χημική ρύπανση. Αυτή η έρευνα ωστόσο, κανονικά θα έπρεπε να έχει προηγηθεί της ανεύθυνης απελευθέρωσης επικίνδυνων χημικών ουσιών στο περιβάλλον και βέβαια θα έπρεπε να έχει γίνει με ευθύνη και χρηματοδότηση των ίδιων των δημιουργών του προβλήματος.
Ακόμη και σήμερα όμως, και παρά το γεγονός ότι ρυπαίνουν εδώ και δεκαετίες, η σχετική έρευνα δεν διεξάγεται από εταιρείες όπως η 3Μ και η DuPont, αλλά πανεπιστήμια, υπηρεσίες περιβάλλοντος, κα. Όσο αυτές οι εταιρείες δεν υποχρεώνονται να αναλάβουν το πλήρες κόστος της αποκατάστασης της ζημιάς που έχουν προκαλέσει, όσο δεν περνάνε στην ιδιοκτησία και τον έλεγχο της κοινωνίας και των εργαζομένων, όσο συνεχίζουν να λειτουργούν στη λογική της δημιουργίας κερδών και απλά πληρώνουν πρόστιμα (στα οποία μπορούν εύκολα να ανταπεξέλθουν) κάθε φορά που το παρακάνουν, τόσο θα συνεχίζουν να δηλητηριάζουν τον πλανήτη και τους κατοίκους του.