Άρθρο της «Ομάδας Σοσιαλιστικής Δράσης» – GAS στη Ρουμανία (συμμετέχει στο Internationalist Standpoint)
Η Ακροδεξιά στη Ρουμανία γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη για τους εργαζόμενους και τους καταπιεσμένους. Δεν διστάζει να ποδοπατήσει την ίδια την αστική δημοκρατία που τη δημιούργησε προκειμένου να εφαρμόσει το πολιτικό της πρόγραμμα. Πέρα από τη διαρκή διεύρυνση της εκλογικής του βάσης, το ακροδεξιό AUR (Συμμαχία για την Ένωση των Ρουμάνων) έχει αρχίσει να κάνει καλέσματα προκειμένου να κινητοποιήσει ανθρώπους από τον κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους (στρατό, αστυνομία, εσωτερικές και εξωτερικές μυστικές υπηρεσίες) για την υποστήριξη των πολιτικών του στόχων.
Αυτό αντικατοπτρίζεται στο μανιφέστο που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο με πρωτοβουλία του βουλευτή του AUR/PNR, Μίρσια Κελάρου (Mircia Chelaru), πρώην επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Στρατού της Ρουμανίας, και υπογράφεται από «501 απόστρατους και έφεδρους στρατιωτικούς», σύμφωνα με έγγραφο που έχει δημοσιευτεί. Επικαλούμενοι την κυριαρχία του λαού, οι υπογράφοντες ζητούν «επιτακτικά» ένα συνδυασμό παρεμβατικών πολιτικών υπέρ του εγχώριου κεφαλαίου, μιλιταριστικών πολιτικών λογοκρισίας και ελέγχου, εθνικισμού και ανοιχτών επιθέσεων εναντίον εργατικών κινημάτων και μειονοτήτων κάθε είδους. Το έγγραφο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του AUR και έχει σταλεί για έλεγχο σε «όλες τις στρατιωτικές ενώσεις μέσω των προέδρων τους».
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να εξετάσουμε κριτικά αυτό το μανιφέστο και να κατανοήσουμε ποια συμφέροντα εξυπηρετεί στην πραγματικότητα και πώς αυτά έρχονται σε άμεση σύγκρουση με τα δικά μας συμφέροντα.
Φανερός εθνικισμός: Σώστε τη «Βιολογική Κληρονομιά»!
Το μανιφέστο απαιτεί την κατάργηση μιας σειράς πολιτικών και περιουσιακών δικαιωμάτων για οποιονδήποτε άλλον εκτός από τους «αληθινούς Ρουμάνους», μαζί με μέτρα που έχουν έντονο φυλετικό χαρακτήρα.
Αναφέρει για παράδειγμα ότι «η εκπροσώπηση των Ρουμάνων σε αιρετά και διορισμένα αξιώματα, ιδίως αυτά που αφορούν την εθνική ασφάλεια, θα πρέπει να γίνεται μόνο από Ρουμάνους πολίτες με μία μόνο ιθαγένεια», ώστε οι Ρουμάνοι πολίτες με διπλή ιθαγένεια (που θεωρούνται «αλλογενείς» σύμφωνα με τους συντάκτες του κειμένου) να στερούνται του δικαιώματος του εκλέγεσθαι. Οι συγγραφείς ζητούν επίσης να σταματήσει η «δημιουργία αλλογενών κοινοτήτων που είναι ακατάλληλες για τον πολιτισμό, την παράδοση και την πνευματικότητα των Ρουμάνων» ως αντίδραση στην εισαγωγή φθηνού εργατικού δυναμικού από τον «παγκόσμιο Νότο» σε χώρες όπως η Ρουμανία. Τα τελευταία χρόνια, όταν η Ακροδεξιά μιλάει για «πολιτισμό», το κάνει επειδή δεν μπορεί να μιλήσει ανοιχτά για τη «φυλή» χωρίς να αντιμετωπίσει νομικές συνέπειες. Στα μάτια των σύγχρονων φασιστών, η υποτιθέμενη ευρωπαϊκή πολιτιστική ανωτερότητα είναι απόδειξη της φυλετικής υπεροχής. Έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι αυτό ισχύει και σε αυτό το μανιφέστο.
Στα μάτια των πρώην υπαλλήλων του Υπουργείου Άμυνας, η παραδοσιακή πυρηνική οικογένεια χρειάζεται υπεράσπιση – προφανώς απέναντι στην ενδυνάμωση των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων που τολμάνε να υπάρχουν χωρίς να αναπαράγουν αυτό το μοντέλο. Η συνέχεια μαρτυρά τις πραγματικές προθέσεις των συγγραφέων όταν ζητούν «την ενίσχυση της υγιούς βιολογικής κληρονομιάς του ρουμανικού έθνους». Εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί ποιος θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι «μολύνει» αυτή τη βιολογική δεξαμενή, καθώς οι παραπάνω ισχυρισμοί κινούνται εμφανώς στη «λογική» της ευγονικής. Το γεγονός ότι μια τέτοια φράση υπάρχει στο μανιφέστο τόσο απροκάλυπτα, δείχνει πόσο κανονικοποιημένος έχει γίνει ο φασισμός τα τελευταία χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων είχαμε μια σειρά κρίσεις, στις οποίες η Αριστερά δεν κατάφερε να δώσει πειστικές και αποτελεσματικές απαντήσεις.
Για να πάρουμε μια ιδέα για το πώς οι συντάκτες του μανιφέστου θα υλοποιούσαν το πρόγραμμά τους, αρκεί να θυμηθούμε πώς η «υγιής βιολογική κληρονομιά» του ρουμανικού έθνους συντηρείται ήδη από ορισμένους γιατρούς, μέσω της στείρωσης γυναικών Ρομά χωρίς τη συγκατάθεση και την ενημέρωσή τους.
Λογοκρισία, αλλά με μίσος
Οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις που θεωρούν ότι λογοκρίνονται από τα όρια της αστικής δημοκρατίας, η οποία κατηγορείται ότι έχει υποταχθεί από την «Αριστερά» και τους «νεομαρξιστές», ζητούν ρητά τη λογοκρισία και την καταστολή της αντιπολίτευσης με τη βοήθεια των μυστικών υπηρεσιών. Την τέταρτη πολιτική αρχή που υιοθετεί το AUR, την Ελευθερία, σκοπεύει να την υπερασπιστεί με αιτήματα όπως «να εξαλειφθεί από τα μέσα ενημέρωσης και τον διαδικτυακό χώρο κάθε χειραγώγηση της κοινωνίας […] από την επιθετική προπαγάνδα και τα ψεύδη που παράγονται με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης», ή «να καταπολεμηθούν οι εκστρατείες χειραγώγησης που παράγονται από πράκτορες επιρροής στην υπηρεσία εχθρικών γραφείων, οι οποίες δυσφημούν […], τον στρατό και τους θεσμούς ισχύος γενικά, αλλά και το σχολείο και την προγονική εκκλησία».
Ο φασισμός βασίζεται στην καταστολή των λαϊκών και εργατικών κινημάτων με φυσική και θεσμική βία, στρατό, κα, πολιτικές που προτείνουν και οι συντάκτες του μανιφέστου. Σε περιόδους κρίσης, τέτοια μέτρα είναι απαραίτητα για τους καπιταλιστές προκειμένου να διατηρήσουν την εξουσία και τον πλούτο τους. Μια διαδήλωση κατά της δυσανάλογης χρηματοδότησης του στρατού, εις βάρος των κοινωνικών υπηρεσιών, αποτελεί απαξίωση των «θεσμών ισχύος» που πρέπει να καταπολεμηθεί; Η απαίτηση για πρόσβαση σε υπηρεσίες έκτρωσης, αποτελεί δυσφήμιση της εκκλησίας; Μπορεί ένας απεργός δάσκαλος που επικρίνει την άθλια κατάσταση της ρουμανικής εκπαίδευσης λόγω της υποχρηματοδότησης, να κατηγορηθεί ότι δυσφημεί το σχολείο; Όλα αυτά είναι ερωτήματα στα οποία οι φασίστες θα βρουν εύκολα τις απαντήσεις όταν έρθει η ώρα να κάνουν το καθήκον τους ως υπηρέτες του κεφαλαίου και να πολεμήσουν τις οργανωμένες μάζες.
Δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες. Η μόνη λογοκρισία για την οποία έχει ενδιαφερθεί ποτέ η Ακροδεξιά είναι αυτή που εμποδίζει την προπαγάνδα της. Η μόνη ελευθερία για την οποία έχουν ενδιαφερθεί ποτέ οι φασίστες είναι η ελευθερία να χτυπούν τα πιο ευάλωτα στρώματα της κοινωνίας.
Ο μπαλαντέρ της ρουμανικής αστικής τάξης
Αν κοιτάξουμε προσεκτικά, όλες οι παραπάνω προτάσεις δεν είναι τυχαίες, αλλά εξυπηρετούν το συμφέρον μιας συγκεκριμένης τάξης: της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης. Από τη μια πλευρά, προσπαθεί να αμυνθεί απέναντι στους καπιταλιστές διεθνώς (οι οποίοι απειλούν να την ωθήσουν στην προλεταριοποίηση μέσω των μονοπωλίων και της απαλλοτρίωσης) και από την άλλη -πάνω απ’ όλα!- ενάντια σε κάθε πιθανό εργατικό και μαζικό κίνημα που θα μπορούσε να την αμφισβητήσει.
Καθώς οι μικροαστοί γνωρίζουν ότι, στην πραγματικότητα, μόνο το κράτος εναντίον του οποίου επαναστατούν τους βοηθά να διατηρηθούν στην αγορά (μέσω παρεμβάσεων, μπόνους, διευκολύνσεων, προνομίων κ.λπ.), το μανιφέστο προτείνει οικονομικό παρεμβατισμό υπέρ των Ρουμάνων καπιταλιστών. Ζητά την καταπολέμηση της αρπαγής της γης από ξένους γαιοκτήμονες, την ανοικοδόμηση του ρουμανικού τραπεζικού συστήματος, την προστασία του δασικού ταμείου και την εισαγωγή ποσοστώσεων εισαγωγής σε προϊόντα για τα οποία υπάρχει ανταγωνισμός στην εγχώρια αγορά. Αυτά τα προστατευτικά μέτρα αποσκοπούν στο να λειτουργήσουν ως εμπόδιο στο μονοπώλιο του διεθνούς κεφαλαίου και να διατηρήσουν ορισμένα τμήματα της αγοράς για τους ντόπιους εκμεταλλευτές – οι οποίοι με αυτό τον τρόπο καθυστερούν για λίγο ακόμα την απαλλοτρίωση και την προλεταριοποίησή τους. Η αγροτική οικονομία στην οποία η Ακροδεξιά προτείνει να επιστρέψουμε, αντανακλά την έλλειψη κατανόησης της ιστορικής διαδικασίας της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η λύση της φασιστικής μικροαστικής τάξης στα προβλήματα του καπιταλισμού είναι να στρέψει την πορεία της ιστορίας προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Επιπλέον, το μανιφέστο δεν έχει κανένα πρόβλημα με την ατομική ιδιοκτησία και δεν προτείνει καν την ανεπαρκή αναδιανομή του πλεονάσματος. Το μόνο πλαίσιο στο οποίο εμφανίζονται προτάσεις για «δίκαιη και αναγκαία εξόφληση και δήμευση» είναι αυτό της ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων που χάθηκαν από «αποδεδειγμένη απάτη, διαφθορά και δωροδοκία». Δηλαδή τα μόνα περιουσιακά στοιχεία που αξίζει να δημευθούν είναι τα παράνομα. Τα περιουσιακά στοιχεία που συσσωρεύτηκαν μέσω της σκληρής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης της Ρουμανίας, μέσω της εξαγωγής υπεραξίας από την εργασία εκείνων που αναγκάστηκαν να πουλήσουν την εργασία τους για όσο θέλει το αφεντικό, θεωρούνται απολύτως νόμιμα από τους συντάκτες του μανιφέστου.
Δεν είναι καθαρό αν η «αποκατάσταση του ελέγχου του έθνους» της ενέργειας, του χρυσού και των σπάνιων μετάλλων θα προκύψει μέσω της εθνικοποίησης ή μέσω της κατάκτησης αυτών των αγαθών από τους εγχώριους καπιταλιστές. Αλλά ακόμη και στην πρώτη περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι θα ήταν ιδιοκτησία ενός κατασταλτικού στρατιωτικού-αστυνομικού κράτους, υποταγμένου στην αντιδραστική αστική τάξη, όχι ενός δημοκρατικού εργατικού κράτους.
Οι συντάκτες του μανιφέστου, από την άλλη πλευρά, δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τον δυτικό ιμπεριαλισμό, αλλά με τη μειονεκτική θέση της Ρουμανίας στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ. Καλούν τη Ρουμανία να γίνει «ενεργός συμμετέχων στη λήψη στρατηγικών αποφάσεων, τόσο στη Βορειοατλαντική Συμμαχία όσο και στις δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης! Ο σημερινός ρόλος του απλού εταίρου-εκτελεστή πρέπει να σταματήσει και πρέπει να διεκδικήσουμε τη θέση που μας αξίζει ως ευρωπαϊκός συν-δυτικός εταίρος». Δεν οργίζονται για την ύπαρξη στρατιωτικών και πολιτικών δομών με ανοιχτά ιμπεριαλιστικό και νεοαποικιακό σκοπό, αλλά για το γεγονός ότι η Ρουμανία δεν παίζει κεντρικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων μέσα σε αυτές. Η λύση που προτείνουν για την έξοδο της Ρουμανίας από το σημερινό καθεστώς της ημι-αποικίας της Δύσης, είναι η μεγαλύτερη σύγκλιση συμφερόντων με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Το AUR δεν αφορά τον αντιαποικιακό πατριωτισμό, όπως λανθασμένα ισχυρίζονται ορισμένοι υποστηρικτές του πρώην καθεστώτος Τσαουσέσκου, αλλά έναν επιθετικό και μάλιστα επεκτατικό ευρωπαϊκό εθνικισμό. Το μανιφέστο ζητά, μεταξύ άλλων, την αποκατάσταση της «ενότητας του χώρου ύπαρξης του ρουμανικού έθνους», και πιθανά για αυτό το λόγο ζητά την καθιέρωση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας.
Παρόλο που η Ακροδεξιά θέλει να παρουσιάζεται ως η «φωνή του λαού», τέτοια έγγραφα αποδεικνύουν την υποταγή της στο κεφάλαιο. Το AUR πολεμά το διεθνές κεφάλαιο για να εξασφαλίσει τη μερίδα του λέοντος για τους Ρουμάνους καπιταλιστές. Το Μανιφέστο του AUR δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην κοινωνική πλειοψηφία και στους καταπιεσμένους, δεν έχει τίποτα να προσφέρει σε όσους εργάζονται, χτίζουν και συντηρούν την κοινωνία. Στον κακοπληρωμένο εργαζόμενο, που μοχθεί με υπερωρίες μέσα σε επικίνδυνες συνθήκες για να βγάλει κέρδος για τον εργοδότη, το AUR αντιπροτείνει να κάνει το ίδιο, αλλά για έναν Ρουμάνο εργοδότη – και τελικά του ζητάει να είναι περήφανος γι’ αυτό.
Φασισμός και μιλιταρισμός: πρόσφατα και ιστορικά διδάγματα
Οι κίνδυνοι που μπορούν να προκύψουν από την κινητοποίηση του στρατού μέσω μιας τέτοιας προπαγάνδας τνω δυνάμεων της Ακροδεξιάς είναι προφανείς στο σημερινό διεθνές πλαίσιο.
Στη Βολιβία, η στρατιωτική χούντα που εκδίωξε τον νόμιμο πρόεδρο Μοράλες από την εξουσία ενισχύθηκε με αυτόν τον τρόπο από τις προσπάθειες ακροδεξιών στελεχών του στρατού και της αστυνομίας. Η κυβέρνηση Μοράλες αγνόησε αυτόν τον κίνδυνο μέχρι που ήταν πολύ αργά.
Στη Βραζιλία, ο Μπολσονάρου στηρίχτηκε στον στρατό για να προκαλέσει αναταραχή και να διερευνήσει τη δυνατότητα ακόμη και για πραξικόπημα όταν έχασε τις εκλογές. Και ήταν οι ίδιες δυνάμεις που παρείχαν την απαραίτητη βάση στον πρώην πρόεδρο για να προσπαθήσει να αναπαράξει στη Βραζιλία την εισβολή στο Καπιτώλιο που πραγματοποίησαν οι υποστηρικτές του Τραμπ.
Στις ΗΠΑ, το «Ίδρυμα Κληρονομιάς» (Heritage Foundation), ένα από τα πιο επικίνδυνα think tanks της Ακροδεξιάς, σχεδιάζει να «αναδιαμορφώσει την εκτελεστική εξουσία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης των ΗΠΑ σε περίπτωση νίκης των Ρεπουμπλικανών στις προεδρικές εκλογές του 2024…» και παράγει μια προπαγάνδα που απευθύνεται στον στρατό και σε παρόμοιες δυνάμεις που μπορούν να εξυπηρετήσουν αυτόν τον σκοπό.
Ένα γνωστό ιστορικό παράδειγμα είναι η Χιλή του 1973, όπου η Ακροδεξιά με την υποστήριξη των Αμερικανών ιμπεριαλιστών, πραγματοποίησε πραξικόπημα και εξόντωσε τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο Σαλβαδόρ Αλιέντε, εγκαθιδρύοντας στρατιωτική δικτατορία υπό τον στρατηγό Πινοσέτ.
Από την πλευρά της Αριστεράς απαιτείται αποφασιστική δράση για να αποτραπούν τέτοιες καταστάσεις στη Ρουμανία και αλλού. Πρώτα απ’ όλα, χρειαζόμαστε μια μαζική εκστρατεία ενάντια στην ανάμειξη του στρατού, των μυστικών υπηρεσιών και οποιωνδήποτε άλλων δομών εξουσίας στην πολιτική αρένα και στις δημοκρατικές διαδικασίες. Δεν θα πρέπει να έχουμε αυταπάτες για την αστική δημοκρατία – θα πρέπει, ωστόσο, να γνωρίζουμε ότι μια ενδεχόμενη κατάληψη της εξουσίας από την Ακροδεξιά θα αποτελούσε μεγάλο πλήγμα για την ταξική πάλη. Πρέπει να απαιτήσουμε νόμους που να περιορίζουν τη δραστηριότητα των μυστικών υπηρεσιών, που να προστατεύουν την ιδιωτική ζωή των πολιτών κα. Πρέπει να αγωνιστούμε για τη μείωση της χρηματοδότησης για τον στρατό και την αστυνομία και ταυτόχρονα για την επαρκή χρηματοδότηση της εκπαίδευσης, της υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών.
Γνωρίζουμε ήδη ότι οι στρατιωτικοί, οι αστυνομικοί και οι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών δεν είναι σύμμαχοί μας, γιατί έχουν υλικό συμφέρον να διατηρήσουν την υπάρχουσα κατάσταση. Ωστόσο, περιστασιακά δημιουργούνται προστριβές ανάμεσα στα συμφέροντά τους και σε αυτά της άρχουσας τάξης. Τα τελευταία χρόνια για παράδειγμα η δυσαρέσκεια των συνταξιούχων στρατιωτικών για τις συντάξεις τους έχει οδηγήσει σε διαδηλώσεις. Από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, όλο και περισσότεροι Ρουμάνοι στρατιώτες υποστηρίζουν την κατάπαυση του πυρός, φοβούμενοι ότι θα μπορούσαν να σταλούν και να πεθάνουν στο μέτωπο. Πρέπει να έχουμε την ικανότητα να αφουγκραζόμαστε αυτές τις διεργασίες, γιατί διαφορετικά θα το κάνει η Ακροδεξιά και θα προτείνει τις δικές της λύσεις. Είναι σημαντικό να στηρίζουμε τον αγώνα τους για αξιοπρεπείς μισθούς και συντάξεις, το δικαίωμα των αστυνομικών να συνδικαλίζονται και τους αγώνες του κατώτερου προσωπικού αυτών των σωμάτων απέναντι στα αφεντικά τους, τους ανωτέρους τους και την κυβέρνηση. Όλα αυτά ασκούν πίεση στο καπιταλιστικό κράτος. Όταν δεν θα έχει πλέον τα χρήματα να πληρώνει επαρκώς τις δομές στις οποίες βασίζει την εξουσία του, τουλάχιστον κάποιοι από τους υπαλλήλους του θα σταματήσουν να υπερασπίζονται το κεφάλαιο.
Στη Ρουμανία υπάρχουν σήμερα περισσότεροι από 170.000 συνταξιούχοι στρατιωτικοί, πρώην υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών και του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, όπως επίσης και 53.000 έφεδροι στρατιώτες. Σε σύγκριση με τον συνολικό αριθμό, ο αριθμός των 501 υπογραφών στο μανιφέστο του AUR είναι αστείος. Είναι σαφές ότι δεν αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των συνταξιούχων και των εφέδρων, αλλά μια εξαιρετικά μικρή ομάδα εντός της πολιτικής επιρροής του AUR. Ωστόσο, η πρόθεσή τους είναι προφανής: να στρατολογήσουν αυτό το στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας προς την Ακροδεξιά με βάση τα υλικά του παράπονα. Αυτή η στρατηγική θα μπορούσε να αποδώσει καρπούς την επόμενη περίοδο, αν οι υλικές συνθήκες το ευνοήσουν.
Γι’ αυτό χρειαζόμαστε αντιφασιστική οργάνωση και αλληλεγγύη, τόσο σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η απάντηση δεν είναι ποτέ η συμμαχία με τους Ρουμάνους καπιταλιστές ενάντια στους διεθνείς εκμεταλλευτές, αλλά ένα διεθνές εργατικό κίνημα για την ανατροπή της καπιταλιστικού συστήματος και της εκμετάλλευσης.