Από τις 19 Οκτώβρη παίζεται στις ελληνικές αίθουσες η καινούρια ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε (Martin Σκορσέζε), «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» («Killers of the Flower Moon») και σημειώνει μεγάλη επιτυχία αφού συνεχίζει να προβάλλεται σε αρκετές αίθουσες, έχει κόψει περισσότερα από 90.000 εισιτήρια παρότι διαρκεί 3,5 ώρες πράγμα που κάνει δύσκολη τη θέαση της στους κινηματογράφους, σε ένα κοινό που είναι συνηθισμένο να βλέπει ταινίες μικρότερης διάρκειας και να παρακολουθεί σειρές.
«Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» είναι η καλύτερη ταινία που έχει κάνει ο Σκορσέζε τον 21ο αιώνα. Είναι πιθανώς η καλύτερη ταινία που έκανε μετά «Τα καλά παιδιά» («Goodfellas»). Ενδιάμεσα βέβαια έχει κάνει πολλές ταινίες και μάλιστα πολύ καλές.
«Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» είναι ένα γουέστερν που διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’20, όταν Ινδιάνοι της φυλής Osage βρήκαν πετρέλαιο στη γη που τους είχε παραχωρηθεί μετά τον εκτοπισμό τους οπότε και πλούτισαν, απόκτησαν προνόμια και μια ειδική μεταχείριση, μέχρι που άρχισαν να δολοφονούνται ένας ένας.
Η ταινία καταπιάνεται με ένα σωρό θέματα. Με τη φύση του καπιταλισμού και το πως λειτουργεί όταν έχει να ζυγίσει ζωές και οικονομικό όφελος, για το πόσο αδίσταχτος μπορεί να γίνει στο βωμό του κέρδους, πατσαβουρώνοντας οποιεσδήποτε άλλες αξίες.
Επίσης, όπως όλες οι ιστορικές ταινίες, μιλάει για το σήμερα. Ανεξάρτητα του σε ποια εποχή αναφέρεται μια ταινία, το παρόν της κάθε ταινίας είναι αναπόδραστο όπως λέει ο ιστορικός Μαρκ Φερό (Marc Ferro). Όπως οι ήρωες των γουέστερν της δεκαετίας του ‘60 έμοιαζαν με χίπις, έτσι και οι ήρωες της ταινίας «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» είναι στην πραγματικότητα άνθρωποι του σήμερα. Γι’ αυτό η πραγματική πρωταγωνίστρια είναι μια δυναμική γυναίκα που βγαίνει μπροστά ώστε να διεκδικήσει το δίκιο για την οικογένεια της, για ολόκληρη τη φυλή της.
Η Λίλι Γκλάντστοουν (Lily Gladstone) παίζει φανταστικά, με προοπτικές να γίνει μεγάλη σταρ που θα την ξαναδούμε πολλές φορές στη μεγάλη οθόνη. Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο (Leonardo DiCaprio) είναι στον καλύτερο ρόλο του εδώ και πάρα πολύ καιρό και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο (Robert De Niro) θυμίζει τι μπορεί να κάνει.
Το σημαντικότερο είναι ότι η ταινία μιλάει κυρίως για κάτι πολύ επίκαιρο. Πως άνθρωποι θεωρήθηκαν περιττοί στον τόπο τους και έπρεπε να βγουν από τη μέση. Αυτό γίνεται είτε με μοχθηρούς τρόπους και συνομωσίες όπως στην περίπτωση των Osage, είτε με πολεμικούς όρους όπως σήμερα στην Παλαιστίνη. Ο καπιταλισμός θα φροντίσει να εκτοπίσει ό,τι του χαλάει την εικόνα, ό,τι δεν παράγει κέρδος για τον ίδιο, ενώ χρησιμοποιεί διάφορα μέσα εξόντωσης για να βρει νέους πόρους. Συμπτωματικά, η κυκλοφορία της ταινίας συνέπεσε με την εθνοκάθαρση που παρακολουθούμε να εξελίσσεται στην Παλαιστίνη. Οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ συνδράμουν με κάθε τρόπο το Ισραήλ που κινείται με τρόπο τέτοιο ώστε να ολοκληρώσει τη γενοκτονία των Παλαιστινίων.
Ο Σκορσέζε στην ταινία δείχνει μια από τις μεθόδους που χρησιμοποίησαν οι αρχιτέκτονες των γενοκτονιών, η αστική τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Παρότι οι Ναζί σκέφτηκαν τον πιο φριχτό τρόπο αφανισμού, οι ΗΠΑ ευθύνονται για τη γενοκτονία δεκάδων φυλών αυτόχθονων. Αλλά και εκτός συνόρων έχουν βάλει το χεράκι τους ώστε να γίνουν αναρίθμητα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Πρόκειται εξάλλου για μια χώρα που στα 240 χρόνια ύπαρξής της, δεν ήταν σε πόλεμο μόλις τα 16.
Το σενάριο της ταινίας προέρχεται από το ομώνυμο βιβλίο του Ντέιβιντ Γκραν (David Grann) και ευτυχώς από εκεί που το αρχικό σενάριο είχε ως ήρωα τον αστυνομικό που ερευνά τους φόνους σε ένα κλασικό whodunnit (λογοτεχνικό είδος, αστυνομικών υποθέσεων, βασισμένο στην πλοκή, με το ποιος διέπραξε το έγκλημα να είναι το κύριο επίκεντρο), με πρωτοβουλία του Ντι Κάπριο αυτό άλλαξε κι έτσι ως υποκείμενο της ταινίας παρακολουθούμε τη διαδικασία της εξόντωσης, το αδυσώπητο κεφάλαιο που δε λογαριάζει ζωές στον δρόμο για τον πλούτο.
Η ταινία παρότι διαρκεί 3,5 ώρες όπως αναφέρθηκε, δεν είναι σαν αυτές που τα λεπτά περνάνε βασανιστικά. «Ο Ιρλανδός» (The Irishman), παρότι είναι ωραία ταινία, κινείται αργά και δίνει την αίσθηση ότι κρατάει δύο μέρες. «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού», μοιάζει να κυλάει σαν νερό. Με τη συνεπή αριστουργηματική του κινηματογράφηση, με τη μουσική του μόνιμου τα τελευταία χρόνια συνεργάτη του Σκορσέζε, Ρόμπι Ρόμπερτσον (Robbie Robertson), με ένα κείμενο πυκνό και καλογραμμένο, με καταπληκτικές ερμηνείες και πλούσιο σε θεματολογία και βάθος, είναι ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί στις σκοτεινές αίθουσες αυτή την περίοδο.