Ένα –ακόμα– σκάνδαλο πλανάται πάνω από τη Νέα Δημοκρατία. Αυτό του Βουλευτή Γρεβενών Ανδρέα Πάτση, που ανάγκασε τον Κ. Μητσοτάκη να τον διαγράψει από την κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ. Ο λόγος ήταν η επιχειρηματική του δραστηριότητα που είναι «ασυμβίβαστη» με τη θέση του Βουλευτή.
Ποια ήταν αυτή η δραστηριότητα;
Συμμετέχει και είναι εκπρόσωπος στην Ελλάδα μιας διεθνούς νομικής εταιρείας η οποία έχει συνάψει συμβάσεις παροχής νομικών υπηρεσιών με τα ΕΛΤΑ. Επίσης, είναι μέτοχος σε τρεις off-shore εταιρείες που διαχειρίζονται κόκκινα δάνεια.
Αυτή είναι η λάιτ περιγραφή της πραγματικότητας, την οποία αναφέρει η ΝΔ και τα συστημικά ΜΜΕ, για να κουκουλώσουν το βάθος του σκανδάλου και τις δικές τους ευθύνες.
Η πλήρης εικόνα της πραγματικότητας βέβαια είναι ότι όχι μόνο η νομική εταιρεία έκανε συμβάσεις με τα ΕΛΤΑ, αλλά αυτές υπογράφονταν με απ’ ευθείας αναθέσεις, έχοντας λάβει μέσα σε 2 χρόνια 1 εκ. ευρώ!
Και οι ευθύνες βέβαια εδώ δεν βαραίνουν μόνο τον Πάτση που διαγράφηκε και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο των ΕΛΤΑ που παραιτήθηκε, αλλά και το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης και τον υπουργό Κ. Πιερρακάκη συγκεκριμένα που είχε ρόλο στην υπόθεση.
Επίσης, οι εισπρακτικές εταιρείες του Πάτση «κατάφεραν» να αγοράσουν κόκκινα δάνεια ύψους 60 εκ. ευρώ για μόλις 4,3 εκ. ευρώ, δηλαδή στο 7% της αξίας τους!
Αυτή η δραστηριότητα του Πάτση δεν είναι καινούργια. Από το 2020 έχουν δημοσιευτεί στοιχεία και καταγγελίες σε ΜΜΕ όπως το Documento για τη δράση του. Ωστόσο ο Μητσοτάκης και η ΝΔ δεν έκαναν τίποτα, ούτε βέβαια και η Επιτροπή Πόθεν Έσχες της Βουλής, που τώρα «τρέχει» να ελέγξει, ενώ όταν έγιναν οι προηγούμενες καταγγελίες είχε βάλει την υπόθεση «στο αρχείο».
Η ΝΔ δηλώνει «δεν ήξερα», όταν οι δραστηριότητες του Πάτση ήταν ανοικτές και δημόσιες. Ο Πάτσης δηλώνει ότι κι αυτός «δεν ήξερε» για το ασυμβίβαστο – αστεία πράγματα για έναν δικηγόρο με τέτοια δραστηριότητα…
Για τους εργαζόμενους, τη νεολαία, την πλειοψηφία της κοινωνίας, όλα αυτά είναι ακόμα ένα λιθαράκι στον πύργο των σκανδάλων και της καταλήστευσης των κρατικών ταμείων και των ζωών τους. Γιατί δεν περιμέναμε τον Πάτση για να καταλάβουμε ότι υπάρχουν απευθείας αναθέσεις εκατομμυρίων σε «ημέτερους» – αυτό βρίσκεται στο DNA του συστήματος. Και βέβαια όποια πέτρα της ΝΔ κι αν σηκώσεις, ένα σκάνδαλο θα βρεθεί από κάτω. Υποκλοπές, λίστα Πέτσα, Novartis για να μην πάμε παραπίσω στο Βατοπέδι, τη Siemens τους χρηματισμούς κλπ…
Αν κάτι αναδεικνύεται και αξίζει να τονιστεί για ακόμα μια φορά, είναι αυτό το σάπιο νομοθετημένο σκάνδαλο της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων. Με την υπόθεση Πάτση αποκαλύφθηκε ότι οι ίδιοι που νομοθετούν το ξεζούμισμα της κοινωνίας, είναι και οι ίδιοι που βγάζουν αμύθητα κέρδη από αυτό.
Πως λειτουργεί η ιστορία με τα «κόκκινα» δάνεια, εν συντομία
Τις προηγούμενες δεκαετίες οι τράπεζες είχαν δώσει ανεξέλεγκτα δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά με τεράστια επιτόκια, με αποτέλεσμα όταν προέκυψε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-9 αυτά να καταλήξουν να μην μπορούν να αποπληρωθούν (γι’ αυτό ονομάστηκαν «κόκκινα»). Οι τράπεζες αντιμετώπισαν τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας, αφού δεν λάμβαναν τις δόσεις των δανείων, οπότε το κράτος παρέμβηκε για τη διάσωσή τους, ξοδεύοντας συνολικά 64 δισ. ευρώ (κάτι λιγότερο από το 1/3 του ΑΕΠ της χώρας!) στις περίφημες «ανακεφαλαιοποιήσεις» των τραπεζών. Στη συνέχεια, οι τράπεζες αφού αποδέχθηκαν ότι δεν μπορούν να διαχειριστούν τα κόκκινα δάνεια και να πάρουν τα λεφτά τους, αποφάσισαν να τα «πουλήσουν» σε εισπρακτικές εταιρείες και να αναλάβουν αυτές το «ρίσκο» της είσπραξης. Πόσο να τα πουλήσουν; Όσο-όσο! Για παράδειγμα ένα κόκκινο δάνειο με χρέη ας πούμε 100 ευρώ, μπορεί να αγοραστεί από ένα fund για 10 ευρώ (στην περίπτωση Πάτση για 7 ευρώ) και στη συνέχεια η εισπρακτική να αναλάβει να πιέζει/απειλεί τους δανειολήπτες για την αποπληρωμή του (συν τους τόκους βεβαίως-βεβαίως!). Το ακόμα πιο εξωφρενικό, είναι ότι στην πράξη ούτε οι εισπρακτικές που αγοράζουν κόκκινα δάνεια το κάνουν με μεγάλο ρίσκο, γιατί το Δημόσιο έφτιαξε το πρόγραμμα «Ηρακλής» το οποίο λειτουργεί ως εγγυητής για αυτά τα δάνεια, καλύπτοντας πιθανές ζημίες των εταιρειών έως το ποσό των 24 δισ. ευρώ!
Δηλαδή, μονά-ζυγά θα βγουν κερδισμένες οι εισπρακτικές εταιρείες με χαμένους υποχρεωτικά τους δανειολήπτες και βέβαια το Δημόσιο, δηλαδή και πάλι τους πολίτες.
Απέναντι σ’ αυτή τη σήψη, μία είναι η λύση
Ακούγεται απίστευτο, κι όμως είναι αληθινό. Αντί για παράδειγμα οι ίδιες οι τράπεζες να έκαναν με τους δανειολήπτες έναν διακανονισμό που να περιλαμβάνει γενναίο «κούρεμα», το κάνουν μόνο στις εισπρακτικές για να μπορέσουν στη συνέχεια να κερδοσκοπήσουν.
Προηγουμένως, το κράτος έχει δαπανήσει τεράστια ποσά όλη την προηγούμενη δεκαετία των μνημονίων, για να μην καταρρεύσουν οι τράπεζες, αφήνοντάς τις τελικά να λειτουργούν τοκογλυφικά, ενώ θεωρητικά με τα ίδια χρήματα ή και λιγότερα θα μπορούσε να τις έχει εξαγοράσει.
Η μόνη απάντηση σε αυτήν την κατάσταση είναι η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, χωρίς αποζημίωση των μεγαλομετόχων και η λειτουργία τους κάτω από συνθήκες διαφάνειας και δημοκρατίας, υπό τον έλεγχο των εργαζομένων και της κοινωνίας.
Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ελέγχεται πραγματικά από τη δραστηριότητά των τραπεζών, έτσι ώστε αυτή να κατευθυνθεί σε χρηματοδότηση παραγωγικών έργων, που θα υπηρετούν τις ανάγκες της κοινωνίας, θα δημιουργούν θέσεις εργασίας, θα βελτιώνουν τις υποδομές κλπ, και όχι για την κερδοσκοπία των τραπεζιτών.
Όλα αυτά ακούγονται σήμερα «εκτός τόπου και χρόνου». Και η αλήθεια είναι ότι τίποτα τέτοιο δεν πρόκειται να κάνει μια κυβέρνηση όπως της ΝΔ. Αλλά πριν το 2015 και την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων, αυτή η συζήτηση γίνονταν σχεδόν σε κάθε παρέα, σε κάθε σπίτι, στους δρόμους και τις κινητοποιήσεις. Προϋπόθεση για τα παραπάνω είναι να υπάρξει πολιτική σύγκρουσης με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα του καπιταλιστικού συστήματος, κάτι που το 2015 δεν ήταν στην «ατζέντα» του ΣΥΡΙΖΑ με αποτέλεσμα την υποταγή του στο κατεστημένο και τη μετατροπή του σε ένα κόμμα που σήμερα βρίσκεται στην υπηρεσία του συστήματος. Είναι όμως αναγκαιότητα να ανοίξει και πάλι αυτή η συζήτηση, για την κοινωνικοποίηση τόσο του τραπεζικού συστήματος όσο και για τους υπόλοιπους στρατηγικής σημασίας τομείς της οικονομίας, αιτήματα που το εργατικό κίνημα πρέπει να ξαναβάλει μαχητικά μπροστά στις διεκδικήσεις του.