Η εκλογική νίκη της ακραίας συντηρητικής συμμαχίας, με επικεφαλής την Τζόρτζια Μελόνι του κόμματος «Αδέλφια της Ιταλίας», στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 25 Σεπτέμβρη στην Ιταλία, επιβεβαίωσε το χειρότερο σενάριο – που όμως διαφαινόταν ήδη εδώ και αρκετό καιρό.
Το αποτέλεσμα αποτελεί άλλο ένα ηχηρό καμπανάκι της συνεχούς ανόδου της Ακροδεξιάς που σημειώνεται στην Ευρώπη εδώ και αρκετά χρόνια. Η πιο πρόσφατη ανάλογη εξέλιξη ήταν η άνοδος που σημείωσαν οι ακροδεξιοί «Σουηδοί Δημοκράτες» στις εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις 11 Σεπτέμβρη, κερδίζοντας τη δεύτερη θέση στις σουηδικές εκλογές με ποσοστό πάνω από 20%.
Αμέσως μετά την εκλογική νίκη της Μελόνι, έτρεξαν να την συγχαρούν οι ακροδεξιοί ηγέτες όλης της Ευρώπης (o Όρμπαν από την Ουγγαρία, η Λεπέν από τη Γαλλία, το AfD της Γερμανίας, το Vox της Ισπανίας, το «Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης» της Πολωνίας κ.ά.).
Το ακροδεξιό μπλοκ στην Ευρώπη ενισχύεται αισθητά μετά τις νίκες τους στην Σουηδία και την Ιταλία.
Δεν ήταν μόνο η «παραδοσιακή Ακροδεξιά» που χάρηκε, αλλά και οι καθαρόαιμοι φασίστες όπως οι «Έλληνες» του Κασιδιάρη. Ο Κασιδιάρης μάλιστα είχε στείλει και εκπρόσωπό του στην Ιταλία για να παρακολουθήσει τις εκλογές και να συγχαρεί το κόμμα της Μελόνι για το αποτέλεσμα.
Τα ποσοστά και η αποχή
Η δεξιά συμμαχία που αποτελείται από τα «Αδέλφια της Ιταλίας» της Μελόνι, την «Λέγκα» του Ματέο Σαλβίνι και τη «Forza Italia» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, συγκέντρωσε αθροιστικά το 43,8% των ψήφων.
Το κόμμα της Μελόνι απογείωσε τα ποσοστά του από το 4,3%, που είχε λάβει πριν από τέσσερα χρόνια, στο 26,1%. Η Λέγκα πήρε 8,8%, από το 17,4% στις εκλογές του 2018 και η Forza Italia 8,1%.
Από την άλλη, το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα πήρε 19,1%, ενώ το Κίνημα των 5 Αστέρων, που το 2018 είχε πάρει 33%, σημείωσε τεράστια πτώση χάνοντας πάνω από τα μισά ποσοστά του και λαμβάνοντας το 15,3% των ψήφων.
Το γεγονός πως τα «Αδέλφια της Ιταλίας» δεν συμμετείχαν στον κυβερνητικό σχηματισμό του 2021, υπό την ηγεσία του Μάριο Ντράγκι, τους έδωσε την ευκαιρία να εμφανιστούν ως μια «αντισυστημική» δύναμη με αποτέλεσμα να γιγαντώσουν τα ποσοστά τους, «μαζεύοντας» και τις απώλειες των άλλων δύο συμμάχων τους (Λέγκα και Forza Italia).
Η συμμετοχή περιορίστηκε στο 64%, σημειώνοντας μια αισθητή μείωση σε σχέση με τις εκλογές του 2018 που η συμμετοχή στις εκλογές είχε φτάσει στο 74%. Ήταν η χαμηλότερη για γενικές εκλογές εδώ και 50 χρόνια. Πρόκειται για καθαρό αποτέλεσμα της απογοήτευσης στην κοινωνία, από τη μια από τα παραδοσιακά κόμματα της άρχουσας τάξης και από την άλλη από το γεγονός της ουσιαστικής ανυπαρξίας της Αριστεράς.
Την τελευταία δεκαετία εφαρμόστηκαν απανωτά πακέτα από αντιλαϊκά και αντεργατικά μέτρα, αλλά πρόσφατα η δυσαρέσκεια αυτή έγινε ακόμα πιο έντονη λόγω της ακρίβειας με τον πληθωρισμό να έχει εκτιναχθεί στο 9,1%.
Οι «φόβοι» της ΕΕ
Παρότι η Μελόνι στα νιάτα της δήλωνε νοσταλγός του Μουσολίνι, στη συνέχεια εμφανίζει ένα πιο διαλλακτικό/μετριοπαθές πρόσωπο. Το κόμμα της δεν έχει τάγματα εφόδου και ομάδες φασιστών τραμπούκων, διαφέρει δηλαδή από νεοφασιστικά κόμματα τύπου Χρυσής Αυγής.
Τα κόμματα της άρχουσας τάξης στην Ευρώπη εμφανίζονται ιδιαίτερα ανήσυχα με την άνοδο της Ακροδεξιάς. Η Ακροδεξιά δεν απειλεί τα συμφέροντα των καπιταλιστών και του συστήματος, γενικά, όμως αποτελεί πρόβλημα για την άρχουσα τάξη γιατί μπορεί να βάλει βόμβα στα θεμέλια της ΕΕ, προκαλώντας τεράστιες συγκρούσεις στο εσωτερικό της. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Όρμπαν της Ουγγαρίας που λίγο πολύ κάνει ότι θέλει προβοκάροντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ακόμα και στο θέμα της στάσης απέναντι στον Πούτιν.
Από την άλλη, όλοι αυτοί που τώρα «θυμήθηκαν» να προβάλουν τον κίνδυνο της ανόδου της Ακροδεξιάς, είναι αυτοί που πραγματικά ευθύνονται για την ενίσχυσή της. Αυτό που στρώνει το έδαφος για την Ακροδεξιά, είναι οι διαρκείς επιθέσεις και οι πολιτικές λιτότητας από πλευράς συστήματος, που στέλνει στην απόγνωση και την αντίδραση σημαντικά τμήματα του πληθυσμού.
Σ’ αυτή τη διαδικασία, βέβαια, ο πιο μεγάλος υπεύθυνος είναι, δυστυχώς, η Αριστερά που στην Ιταλία απλά «δεν υπάρχει» πόσο μάλλον να προσφέρει διέξοδο και προοπτική στα εργατικά/λαϊκά στρώματα.
Παρότι η Μελόνι έχει δηλώσει ότι δεν θα προχωρήσει σε σύγκρουση με την ΕΕ, και έχει πάρει θέση υπέρ της Ουκρανίας απέναντι στην εισβολή της Ρωσίας, το ευρωπαϊκό κατεστημένο δεν μπορεί να της έχει εμπιστοσύνη.
Η πραγματική απειλή
Η ακροδεξιά οικονομική ατζέντα δεν έχει καμία διαφοροποίηση από αυτή που εφαρμόζουν τα παραδοσιακά κόμματα του κατεστημένου.
Το θύμα των πολιτικών της ιταλικής Ακροδεξιάς θα είναι τα λαϊκά στρώματα, το βιοτικό τους επίπεδο και τα δικαιώματά τους.
Από τα πρώτα στρώματα που θα μπουν στο στόχαστρο της Μελόνι θα είναι τα ΛΟΑΤ άτομα. Η Μελόνι έχει ταχθεί ανοιχτά ενάντια στην ΛΟΑΤ κοινότητα και είναι κατά τόσο του γάμου ομόφυλων ζευγαριών όσο και της τεκνοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια.
Ακόμα, έχει πάρει θέση ενάντια στις αμβλώσεις, γεγονός που αφήνει ανοιχτό το ζήτημα να δεχτούν επίθεση τα εντελώς βασικά γυναικεία δικαιώματα.
Τέλος, πιστή στο ρατσιστικό-εγκληματικό παραλήρημα των Ακροδεξιών, έχει προτείνει «ναυτικό αποκλεισμό» των μεταναστών που φτάνουν στην Ιταλία από τη Β. Αφρική.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νίκη της Μελόνι θα βοηθήσει στην περαιτέρω ανάπτυξη μιας ρατσιστικής και ομοφοβικής ρητορικής. Την ίδια στιγμή είναι πολύ πιθανό να ενθαρρύνει τη δράση των πιο σκληροπυρηνικών ακροδεξιών και φασιστικών ομάδων με επιθέσεις κατά μεταναστών και ΛΟΑΤ ατόμων.
Η απουσία της Αριστεράς
Η απουσία μιας μαζικής αριστερής δύναμης –πόσο μάλλον ανατρεπτικής– στο πολιτικό σκηνικό της Ιταλίας δημιουργεί ένα τεράστιο κενό, για μια πραγματική εναλλακτική απέναντι στις επιθέσεις και την κρίση του συστήματος. Αφήνει έτσι ελεύθερο χώρο για την άνοδο της Ακροδεξιάς.
Η Κομμουνιστική Επανίδρυση που δημιουργήθηκε μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την «σοσιαλδημοκρατικοποίηση» του πρώην Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, κατάφερε με τις εγκληματικές πολιτικές της συγκυβέρνησης με τους Σοσιαλδημοκράτες να διαλυθεί. Το αποτέλεσμα είναι ένας «βαρύς χειμώνας» για την ιταλική Αριστερά, που κρατάει εδώ και πάνω από μια δεκαετία, με τεράστια απογοήτευση στο εργατικό κίνημα και τα λαϊκά στρώματα.
Αυτού του είδους οι μεταλλάξεις και συμβιβασμοί της Αριστεράς οδηγούν τα λαϊκά στρώματα να αναζητούν διέξοδο στον υποτιθέμενο ριζοσπαστισμό της Ακροδεξιάς.
Η Μελόνι θα αναλάβει την κυβέρνηση στην Ιταλία σε μια περίοδο μεγάλης κρίσης, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα της, με ένα υπέρογκο δημόσιο χρέος που θα κληθεί να διαχειριστεί. Δεν αναμένεται να αλλάξει η συνταγή των πολιτικών λιτότητας, που για τους εργαζόμενους, τη νεολαία και φτωχά στρώματα θα σημαίνει σκληρές επιθέσεις. Ο μόνος δρόμος που έχουν να ακολουθήσουν είναι αυτός των αγώνων, μέσα από τους οποίους μπορούν να προκύψουν οι διεργασίες για το ξαναχτίσιμο των δυνάμεων της Αριστεράς, μιας Αριστεράς όμως που δεν πρέπει να προχωρήσει στα ίδια ξεπουλήματα και απογοητεύσεις του παρελθόντος.